Ο υιός του εφιάλτη του Κωνσταντίνου Λιάχη

Μικρός υπνοβατούσα, όχι ότι με είχαν πιάσει ποτέ οι γονείς μου επ’ αυτοφώρω, αλλά ήταν βέβαιο αφού υπήρχαν πρωινά που έμπαιναν στο δωμάτιο και έβλεπαν ζωγραφισμένους του τοίχους, ενώ εγώ κοιμόμουν. Φυσικά, όταν με ξυπνούσαν, δεν είχα καμία γνώση του τι είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ. Με έτρεχαν από την ηλικία των έξι σε παιδοψυχολόγους, οι οποίοι με έβαζαν να ζωγραφίζω. Όπως καταλαβαίνετε ως μικρό παιδάκι λάτρευα τη ζωγραφική, αλλά σχετικά σύντομα η εντολή άλλαξε.


«Ζωγράφισέ μας τι βλέπεις στα όνειρά σου» μου είπε σε μία επίσκεψη ο γιατρός. Σάστισα, δεν είχα ιδέα τι έβλεπα στα όνειρά μου. Όπως κάθε άνθρωπος έτσι και εγώ έβλεπα όνειρα, τα οποία από τη στιγμή που ξυπνούσα χάνονταν από τη μνήμη μου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αφήνοντάς μου μόνο μία επίγευση. Του εξήγησα τότε πως δεν τα θυμόμουν εκτός από εκείνα που έβλεπα, όταν είχα πυρετό. Σε αυτή την περίπτωση μπορούσα να τα φέρω στο μυαλό μου με κάθε λεπτομέρεια. Δυσανασχέτησε κάπως και με συμβούλευσε να προσπαθήσω να θυμηθώ.

Τα χρόνια πέρασαν και εγώ ποτέ δε θυμήθηκα, αλλά δεν είχε σημασία πλέον. Είχα σταματήσει να υπνοβατώ κάπου κοντά στην ηλικία των δέκα χρόνων. Ήμουν πλέον ένα φυσιολογικό παιδάκι, τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι γονείς μου στους γονείς άλλων παιδιών, επειδή στην καλύτερη περίπτωση σχεδόν κανείς δε με έκανε παρέα και στη χειρότερη δεχόμουν απίστευτο εκφοβισμό από τους συμμαθητές μου. Δεν είχα τολμήσει ποτέ να κάνω πάρτι γενεθλίων, γιατί ήμουν σίγουρος πως κανείς δε θα ήθελε να έρθει σπίτι μου. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου όμως, ο πατέρας επέμενε πως έπρεπε να κάνω κάτι. Προσπαθούσαν να με κάνουν να νιώσω όμορφα χωρίς όμως να καταλαβαίνουν πως κανείς δε με ήθελε στην παρέα του.

Το αποτέλεσμα ήταν να τσακωθώ με τη μητέρα μου φωνάζοντάς της πως ο πατέρας δεν καταλάβαινε και εκείνη να μου δίνει είκοσι προσκλήσεις για το πάρτι μου. Με μισή καρδιά τις μοίρασα μέσα στην τάξη την ώρα του τελευταίου διαλλείματος, δεν ήθελα να έρθω σε επαφή με κανέναν. Οι συνέπειες από τις προσκλήσεις δεν άργησαν. Από χέρι σε χέρι έφτασε στο δικό μου ένα κομμάτι χαρτί. Δεν έπρεπε να το ανοίξω, αλλά με κοιτούσαν όσοι είχαν βοηθήσει την αποστολή να φτάσει στον προορισμό της, οπότε έπρεπε να συνεχίσω την παράσταση δίνοντας τους την ικανοποίηση της απόλυτης αηδίας μου. Μόλις το έπιασα κατάλαβα πως ήταν το φακελάκι της πρόσκλησης διπλωμένο στα δύο. Ανοίγοντάς το, είδα την κολλώδη ουσία. Ήταν φλέμα και μάλιστα μπόλικο από κάποιον αγαπημένο συμμαθητή.

Είχε φτάσει επιτέλους η πολυπόθητη ημερομηνία των γενεθλίων μου με τους γονείς, εκτός από το πάρτι, να μου επιφυλάσσουν μία ακόμη έκπληξη που πραγματικά με έκανε να χαρώ. Μέσα σε μία κόκκινη πουά χάρτινη συσκευασία ήταν το τελευταίο Play Station μαζί με τρία παιχνίδια δράσης. Μόνο τα κλάματα δεν είχα μπήξει από τη χαρά μου αγκαλιάζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο. Κατευθείαν έσκισα άτσαλα την κατά άλλα όμορφη συσκευασία, άνοιξα το κουτί και συνέδεσα την κονσόλα στην τηλεόραση. Ήθελα να παίξω, αλλά δε με άφησαν, γιατί έπρεπε να κάνω μπάνιο και να ετοιμαστώ, σε λίγες ώρες θα ξεκινούσε το πάρτι.

Σύμφωνα με την πρόσκληση η διασκέδαση θα ξεκινούσε στις 19:30, αλλά η ώρα είχε πάει ήδη 21:00 και όπως το περίμενα δεν είχε εμφανιστεί κανείς. Κάποια στιγμή, ενώ καθόμουν στον καναπέ τρώγοντας πατατάκια, άκουσα τη μητέρα μου να φωνάζει στον πατέρα.

«Γιατί κανείς δε θέλει να παίξει μαζί του; Είναι τόσο γλυκός και τρυφερός» του έλεγε με λυγμούς που προσπαθούσε μάταια να πνίξει. «Θυμάσαι; Πριν μία εβδομάδα στο πάρκο; Εμείς πίναμε καφέ και εκείνος ήρθε με ένα γατάκι στα χέρια που είχε σπασμένα τα δύο πίσω πόδια και μας παρακάλεσε να το πάμε στον κτηνίατρο. Δεν υπάρχει πιο αγαθό πλάσμα από τον γιο μου» πρόσθεσε με τους λυγμούς να μη λένε να σταματήσουν. Τότε ο πατέρας πρέπει να την αγκάλιασε, γιατί έπαψα να ακούω ήχους. Εντάξει εμένα ας μη μου μιλούσαν, λίγο με ένοιαζε, αλλά όχι να στεναχωριέται η μάνα μου. Είχα νευριάσει πάρα πολύ που την είχαν φέρει με την απουσία τους σε αυτήν την κατάσταση. Είχα έναν πατέρα που καλή τη πίστη τους κάλεσε και μία μητέρα που για κάποιον λόγο θεωρούσε ότι άξιζα να έχω φίλους.

Στα επόμενα πέντε λεπτά είχαν έρθει να καθίσουν μαζί μου, με τον πατέρα να πιάνει το ένα χειριστήριο και να μου δίνει το δεύτερο.

«Βάλε όποιο παιχνίδι θες. Θα παίξουμε παρεούλα».

«Και εγώ θα καθίσω μαζί σας να σας καμαρώσω και θα φάω ό,τι ανθυγιεινό υπάρχει πάνω στο τραπεζάκι» είπε η μητέρα τραβώντας από τα χέρια μου το μπολ με τα πατατάκια.

Δεν ξέρω τι έφταιξε, λίγο το παιχνίδι που η αλήθεια είναι πως παραήταν βίαιο, λίγο το ότι η διάθεσή μου είχε γίνει σκατά από τη στιγμή που την άκουσα νωρίτερα να κλαίει, όταν έπεσα στο κρεβάτι τα συναισθήματά μου ήταν πολύ έντονα τόσο που ένιωθα πως αυτά ήταν ο λόγος που η καρδιά μου είχε ανεβάσει παλμούς. Παρόλα αυτά νύσταζα και προσπάθησα να κοιμηθώ κλοτσώντας κάθε τόσο το πάπλωμα, γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη.

Κάποια στιγμή άρχισε να υποχωρεί, θυμάμαι να προσπαθώ να πιάσω το κάτω μέρος της κουβέρτας με τα πόδια μου βάζοντας τα πάλι μέσα. Σύντομα ένιωθα κρύο, σε καμία περίπτωση δεν ήταν έντονο, απλά από εκεί που ζεσταινόμουν υπερβολικά τώρα, αν μπορούσα, θα φορούσα και κάλτσες. Δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να σηκωθώ για να φτιάξω το κρεβάτι, το είχα κάνει μπόγο. Μόλις σηκώθηκα ένιωσα ένα ρίγος στη σπονδυλική μου στήλη, το ίδιο συναίσθημα που σε καταλαμβάνει, όταν βλέπεις μια δυνατή ταινία τρόμου στο σινεμά με τα ηχεία στο τέρμα. Πατώντας στα πλακάκια με γυμνά πόδια συνειδητοποίησα πως παρόλο το κρύο που ένιωθα, μόνο παγωμένο δεν ήταν το δάπεδο. Πολύ περίεργη αίσθηση, άφησα στην άκρη την ανάγκη μου για ύπνο και έσκυψα για να αγγίξω το μάρμαρο. Είχε θερμότητα, πάλι όχι έντονη, αλλά ήταν αφύσικο αυτό που συνέβαινε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη βγήκα από το δωμάτιο και έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Ήταν σκοτεινά, δεν μπορούσα να δω καθόλου καθαρά. Αναγνώρισα μόνο δύο όγκους μέσα από τα σκεπάσματα. Να τους ξυπνήσω ή να μην τους ξυπνήσω; Είχα τρομοκρατηθεί, τα πλακάκια ήταν ζεστά και το συναίσθημα πως θα πεταχτεί μπροστά μου κάτι σαν το κοριτσάκι από τον εξορκιστή ήταν πολύ έντονο. Δεν ήμουν τόσο γενναίος ακόμη, το χέρι μου πήγε σαν από μόνο του στον διακόπτη αριστερά από την πόρτα. Μόλις άνοιξα το φως αμέσως κατάλαβα πως αυτοί που κοιμόντουσαν στο κρεβάτι δεν ήταν οι γονείς μου. Μέσα στον πανικό μου αντί να τρέξω μακριά ούρλιαξα ο άμοιρος ξυπνώντας το κτήνος που βρισκόταν κουλουριασμένο στο κρεβάτι τους. Με μία δυνατή κίνηση των φτερών του πέταξε τα σκεπάσματα. Δεν ξέρω τι με τάραξε πιο πολύ, η ολόμαυρη μορφή του; Ο όγκος του ή τα τεράστια σκελετωμένα φτερά του;

Με ένα σάλτο κατέβηκε από το κρεβάτι απλώνοντας τη μορφή του στον χώρο. Είχε ύψος κάτι λιγότερο από τρία μέτρα, μαύρο στέρνο με μία κελυφώδη σαν από μαύρο διαμάντι λεπτή πανοπλία κεντημένη πάνω του, ενώ τα χέρια του ήταν απίστευτα μυώδη και τέλειωναν σε έξι μυτερά δάκτυλα. Δεν μπορούσα να διακρίνω πού τέλειωνε το δέρμα και άρχιζε το μυτερό νύχι. Και τα φτερά, αχ αυτά τα φτερά, άδεια από σάρκα, σκελετωμένα με ένα κίτρινο χρώμα που φανέρωνε την αρχαιότητά τους. Το μόνο που έμοιαζε ανθρώπινο ήταν το πρόσωπό του, σκληρά χαρακτηριστικά με έντονες γωνίες σε πηγούνι και μύτη με τα ζυγωματικά να είναι ρουφηγμένα μέσα στα μάγουλα του.

Ενώ εγώ θαύμαζα παγωμένος από τον φόβο τα χαρακτηριστικά του, εμφανίστηκαν δεξιά και αριστερά από τη μύτη του δύο πορτοκαλί φωτάκια. Χρειάστηκα ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβω πως αυτό που έβλεπα ήταν τα μάτια του. Μόλις με κοίταξαν το σώμα μου επανήλθε, είχα πάλι τον έλεγχο, οπότε έτρεξα μακριά του κατευθυνόμενος στην εξώπορτα. Ένα μόνο σκεφτόμουν, να είναι το κλειδί στην πόρτα και να μην το είχε μαζέψει η μάνα μου, όπως έκανε κάποιες φορές. Ευτυχώς ήταν στην πόρτα γυρισμένο στη μέση, γιατί έτσι λέει είναι πιο δύσκολο να το κλοτσήσει προς τα έξω ο επίδοξος κλέφτης. Όταν έφτασα στην πόρτα και γύρισα το κλειδί συνειδητοποίησα πως δεν ακουγόταν τίποτα. Για λίγο σάστισα σκεπτόμενος μήπως φαντάστηκα τον περίεργο δαίμονα. Μήπως ήμουν άρρωστος και απλά έβλεπα πράγματα που δεν υπήρχαν.

Την ίδια στιγμή που ολοκλήρωσα τη σκέψη μου, άκουσα την ανάσα του. Ένα δυνατό λαχάνιασμα, ήταν αρκετό για να με κάνει να ανοίξω την πόρτα και να τρέξω όσο πιο μακριά γινόταν. Έξω από το σπίτι είχαμε μία μικρή αυλή που καλυπτόταν από ένα ξύλινο κοντό φράκτη. Στο κέντρο αυτού, όπως και σε κάθε παλιό σπίτι, είχαμε μία μεταλλική πολύ παλιά πόρτα που με τα χρόνια ούτε καν κλείδωνε. Έξω όμως από αυτήν, πάνω στο πεζοδρόμιο είχε βάλει ο πατέρας μου ένα ωραίο πράσινο γραμματοκιβώτιο, το οποίο τώρα το είχε ξεριζώσει το κτήνος κρατώντας το με το αριστερό του χέρι σαν ρόπαλο. Με κοιτούσε με αυτά τα άρρωστα μάτια, ενώ συνέχιζε να αναπνέει με δυσκολία. Κοίταξα τον χώρο γύρω μου και έχοντας πάντα στον νου μου ότι είχε δυσκολία στην αναπνοή, αποφάσισα να πηδήξω τον φράκτη από δεξιά και να τρέξω στον δρόμο.

Το αποτέλεσμα ήταν γελοίο, αλλά αποτελεσματικό. Ρίχνοντας ένα σάλτο πήδηξα πάνω από τον φράκτη, αλλά έσκασα με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο. Τότε είδα τον δρόμο μπροστά μου και χωρίς να κοιτάξω πίσω άρχισα να τρέχω. Τα πνευμόνια μου ήταν έτοιμα να σκάσουν, ενώ τα μηλίγγια μου χτυπούσαν έντονα ακολουθώντας πιστά τους χτύπους της καρδιάς. Έπρεπε να σταματήσω, αλλά φοβόμουν γιατί άκουγα την ανάσα του ή έτσι νόμιζα, οπότε πίεσα τον εαυτό μου και συνέχισα να τρέχω μέχρι που ο πόνος στους πνεύμονες έγινε αφόρητος. Ξαφνικά ένας ακόμη πόνος με έπιασε στον ώμο και στο αριστερό χέρι. Ένιωσα πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο σώμα μου, η ανάσα μου κόπηκε. Λίγο πριν το τέλος, ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά σαν κάποιος να την έστυβε με δύναμη στραγγίζοντας τη ζωή από μέσα μου. Άνοιξα τα μάτια και είδα τους γονείς μου να στέκονται από πάνω μου.

«Εφιάλτης ήταν πάει πέρασε» μου είπαν, με τον πατέρα μου να με βοηθάει να σηκωθώ. Είχα πέσει από το κρεβάτι.

Πραγματικά ζαλιζόμουν, πρέπει να είχα πέσει με το κεφάλι γιατί για τις επόμενες δύο εβδομάδες παρόλο που δεν είχα βγάλει κανένα καρούμπαλο πονούσε πολύ σε διάφορα σημεία. Ήταν το πρώτο όνειρο που θυμόμουν μετά από πολλά χρόνια. Για μήνες, παρόλο που ήμουν σχετικά μεγάλος, φοβόμουν να κοιμηθώ χωρίς έστω ένα φωτάκι ανοικτό. Αλλά όπως συμβαίνει σε όλους, ο χρόνος έκρυψε βαθειά στο μυαλό μου το συμβάν με τον Δαίμονα. Το επόμενο πρωί, όπως κάθε ημέρα, ντύθηκα, έφαγα πρωινό και βγήκα από το σπίτι. Έξω από την αυλή είδα τον πατέρα να ρίχνει μπετό σε ένα σημείο στο πεζοδρόμιο και να προσπαθεί να επανατοποθετήσει το γραμματοκιβώτιο.

«Καλημέρα, μικρέ. Κάποιος έξυπνος το ξήλωσε και προσπαθώ να το βάλω ξανά στη θέση του. Σε παρακαλώ, μη γίνεις ποτέ σαν αυτά τα κωλόπαιδα που έχουμε στη γειτονιά» μου είπε δίνοντάς μου ένα φιλί, πριν με αφήσει να συνεχίσω προς το σχολείο.




****

Τρίτη λυκείου πλέον και μπορούσα να πω με χαρά πως είχα γίνει άντρας. Λόγω του ότι κανείς από το σχολείο δε με συμπαθούσε, βρέθηκε μία κοπέλα σχετικά εμφανίσιμη να λυπηθεί την κατάστασή μου και να μου προσφέρει αγάπη. Έτσι ξαφνικά, ενώ εγώ σπαταλούσα το διάλλειμα καθιστός στο θρανίο μου ανοίγοντας τρύπες με τον διαβήτη, μπήκε και κάθισε δίπλα μου η Ελίνα. Είχε άσπρο δέρμα και λεπτά χαρακτηριστικά, ενώ τα μαλλιά της ήταν πιο μαύρα και από το ίδιο το σκοτάδι. Η τρομερή αυτή αντίθεση, καθώς και η αγαθότητά της με έκανε να δεχτώ την παρέα της, ειδικά από τη στιγμή που εκτός της αγάπης της μου έδωσε και το κορμί της. Αν με ενοχλούσε κάτι αυτό, ήταν ότι ζητούσε παραπάνω προσοχή από όση ήμουν διατεθειμένος να δώσω. Αλλά τι να κάνουμε μπροστά στηνσάρκα έπρεπε να κάνω και ορισμένες υποχωρήσεις.

Κάπως έτσι με έπεισε να πάω σε μία μονοήμερη εκδρομή στην Πάρνηθα. Θα πήγαινε μόνο η τάξη μας μαζί με τον καθηγητή της γυμναστικής. Δεν ξέρω, αν ήταν ακριβώς μονοήμερη, θα πηγαίναμε αργά το απόγευμα θα κατασκηνώναμε σε ένα δάσος κοντά σε ένα καταφύγιο, ώστε να φάμε βραδινό και να έχουμε πρόσβαση σε μια τουαλέτα και το πρωί θα κάναμε πεζοπορία και θα γυρνούσαμε στην Αθήνα.

Έφτασα στο σχολείο, συνάντησα την Ελίνα, η οποία είχε ετοιμαστεί λες και θα πήγαινε στον πόλεμο και επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν. Μέσα σε κάτι παραπάνω από μία ώρα είχαμε φθάσει στο καταφύγιο. Αφού αποβιβαστήκαμε κάποιοι έμειναν στο σημείο για να ετοιμάσουν φαγητό, θα τρώγαμε όσπρια με ψωμί και οι υπόλοιποι προχωρήσαμε περίπου πεντακόσια μέτρα, μέχρι το μέρος που μας υπέδειξε ο γυμναστής, ώστε να στήσουμε τις σκηνές. Εγώ επέλεξα να πάω να βοηθήσω στις σκηνές, ενώ η Ελίνα στο μαγείρεμα. Ήταν περασμένες 21:00, όταν είχαμε πλέον ολοκληρώσει τις ετοιμασίες και μέχρι τις 22:30 είχαμε φάει και πλύνει τα πιάτα.

Ο γυμναστής γνωστός για την περιορισμένη όρεξή του για δουλειά μας καληνύχτισε και κλείστηκε στο δωμάτιο του καταφυγίου για να κοιμηθεί. Φυσικά είχαμε λάβει εντολές να μην απομακρυνθούμε από τις σκηνές μας, όπως και ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα θα ερχόταν να μας επιβλέπει. Μπούρδες, σε μισή ώρα ήρθαν δύο άτομα και πέρασαν από αυτί σε αυτί πως το γομάρι είχε ξεραθεί στον ύπνο ροχαλίζοντας στη δια πασών. Δεν άργησε τότε να εμφανιστεί στη δική μου σκηνή η Ελίνα, λέγοντάς μου να συναντηθούμε πίσω από τις τουαλέτες του καταφυγίου σε δέκα λεπτά. Εννοείται πως, όπως κάθε αγόρι της ηλικίας μου, ένευσα καταφατικά και εκείνη έφυγε για να φρεσκαριστεί.

Η ώρα δεν άργησε να περάσει, ήμουν ενθουσιασμένος, δεν είχα κάνει ποτέ ξανά σεξ στο δάσος. Περνώντας από τις άδειες σκηνές των συμμαθητών μου σκεφτόμουν πόσο κοινός ήμουν τελικά, αφού σχεδόν κανείς, εκτός από τέσσερα - πέντε άτομα, δεν ήταν στο κρεβάτι του. Όλοι θα έκαναν ή θα προσπαθούσαν να κάνουν κάτι που θα τους έμενε χαραγμένο για το υπόλοιπο της ζωής τους. Να ζήσουν μια εμπειρία λίγο διαφορετική από τις υπόλοιπες, μία από αυτές που λες στον εγγονό σου, μόλις κλείσει τα δεκαοχτώ. Πήγα τρέχοντας μέχρι το σημείο που μου είχε πει και δεν ήταν εκεί. Κατέβασα τα μούτρα για λίγο, αλλά πριν απογοητευτώ και νευριάσω εμφανίστηκε με ένα ριχτό ροζ φόρεμα μέσα από το σκοτάδι. Πάνω από εμάς αντί για το κλασσικό γκι που εμφανίζεται ως δια μαγείας στις ρομαντικές ταινίες υπήρχε η μία και μόνη λάμπα του καταφυγίου.

«Κατέβασε το παντελόνι σου, αγάπη μου» μου είπε με λάγνα φωνή.

Νομίζω πως το κατέβασα πολύ πριν τελειώσει τη φράση της. Εκεί που ήμουν έτοιμος να της ζητήσω να αφαιρέσει το εσώρουχο, άκουσα έναν ήχο σαν από κλαδί που σπάει. Τον εντόπισα κάπου από ψηλά και σήκωσα το κεφάλι μου. Αμέσως έπεσε πάνω μου παγωμένο νερό κάνοντας το σώμα μου να τσούξει πολύ έντονα, ενώ εκεί που πίστευα πως το μαρτύριο είχε ολοκληρωθεί έπεσε πάνω στο ήδη ταλαιπωρημένο κορμί μου χώμα.

Ήξερα πλέον με σιγουριά, πριν καθαρίσω τα μάτια μου πως ολόκληρη η τάξη μου εκτός από εκείνους που κοιμόντουσαν είχαν κάνει αυτήν τη φρικαλέα πλάκα εναντίον μου. Τα σκούπισα όμως με το εσωτερικό της δεξιάς μου παλάμης που ήταν ακόμη καθαρή. Ήταν όλοι εκεί, με την Ελίνα μπροστά, να τραβούν φωτογραφίες και να γελάνε με το θέαμα. Έπρεπε να το φανταστώ πως δε με αγάπησε ποτέ της. Έπεσα σαν βλάκας στην παγίδα μόνο και μόνο για να πηδήξω. Μόλις ανέβασα ξανά το παντελόνι άκουσα μια πόρτα να ανοίγει και εμφανίστηκε ο γυμναστής με τις πιτζάμες του που ήταν εξίσου γελοίες με εμένα, κάνοντας το κοινό να ενθουσιαστεί και να ξεσπάσει στα γέλια για δεύτερη φορά.

Η διασκέδαση σταμάτησε, όταν ο καθηγητής άρχισε να ωρύεται ορκιζόμενος πως τους περίμενε η μεγαλύτερη ποινή που έχει δει μαθητής, μόλις επέστρεφαν στο σχολείο. Κάπως έτσι όλοι επέστρεψαν στις σκηνές τους με εκείνον να μου δίνει το δωμάτιο του για να καθαριστώ και να κοιμηθώ εκεί. Τον ευχαρίστησα και του υπέδειξα στο περίπου πού βρισκόταν η σκηνή μου για να πάει να κοιμηθεί, του εξήγησα πως δεν ήθελα να τον πάω εγώ ως εκεί για να μην δω κανέναν τους. Ευτυχώς κατάλαβε πόσο συναισθηματικά φορτισμένος ήμουν και δε μου ζήτησε τίποτα παραπάνω.

«Θα γυρνάγαμε ακόμη και σήμερα, μικρέ, αλλά το πούλμαν δε θα μπορέσει να έρθει μέχρι αύριο το πρωί στις 07:00. Με συγχωρείς για ό,τι έγινε» μου είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Έκανα μπάνιο με κρύο νερό και φόρεσα τη δεύτερη αλλαξιά φόρμες που είχε βάλει η μητέρα μου στη βαλίτσα. Είχα τρομερό εκνευρισμό και αυτό φαινόταν και από τις κινήσεις μου, δύο φορές μου είχε πέσει το κινητό από τα χέρια, ενώ καθόμουν σε μία πλαστική καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι περιμένοντας πότε θα μου έστελνε κάποιος φωτογραφία με τον ξεφτιλισμένο μου εαυτό. Όσο περίμενα τόσο θύμωνα, οπότε και αποφάσισα να πέσω στο κρεβάτι και να κλείσω τα μάτια μου. Ήμουν πολύ κουρασμένος, κοιμήθηκα μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά.

Μέσα στον ύπνο μου ένιωσα άβολα κάτι σαν πόνο, αλλά όχι πόνο, θα έλεγα πως είχα κάτι σαν αρρυθμίες οι οποίες επηρέασαν την αναπνοή μου και με ανάγκασαν να ανοίξω τα μάτια. Άτιμο κρύο έχει το δάσος, σκέφτηκα και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να φέρω μία ακόμη κουβέρτα να ρίξω πάνω μου. Στο πρώτο βήμα ανατρίχιασα, το έδαφος ήταν ζεστό αλλά όχι τόσο, ώστε να μην μπορώ να περπατήσω πάνω του.

«Το κέρατό μου, επέστρεψε ο Δαίμονας» μονολόγησα και βγήκα κατευθείαν από το καταφύγιο για να προειδοποιήσω τους άλλους.

Τα πεντακόσια μέτρα απόσταση που χώριζαν την κατασκήνωση από το καταφύγιο μού φάνηκαν χιλιόμετρα. Το μόνο που με βοηθούσε να μην τρελαθώ τελείως ήταν πως δεν άκουγα αυτό το λαχάνιασμα. Όσο τους πλησίαζα, ένιωθα το στέρνο μου να πονάει για ακόμη μία φορά. Η ανάσα μου έβγαινε δύσκολα, είχα αρχίσει να λαχανιάζω! Τότε ήταν που κοίταξα τα χέρια μου. Ήταν κατάμαυρα και αντί για πέντε δάχτυλα είχα έξι, τα οποία τέλειωναν σε κάτι πολύ μακριά εξίσου κατάμαυρα νύχια. Σταμάτησα να τρέχω και κοίταξα το σώμα και τα πόδια μου. Φορούσα μία πανοπλία, η οποία ήταν πλεγμένη με αιχμηρά διάφανα διαμάντια, ενώ τα πόδια μου ήταν δύο φορές πιο φαρδιά και μακριά σε σχέση με τον πιο γυμνασμένο μπασκετμπολίστα. Εκείνη τη στιγμή έκπληκτος από αυτό που μου συνέβαινε, ένιωσα το βάρος που είχα τόση ώρα στην πλάτη, αυτό με έκανε να λαχανιάζω. Έβαλα τα χέρια μου και αισθάνθηκα να πιάνω κάποιο σημείο τους σώματός μου που δε γνώριζα πως υπήρχε έως και εκείνη τη στιγμή. Είχα φτερά, όχι σκελετωμένα, αλλά μαύρα τεράστια φτερά που σε πλήρη έκταση ξεπερνούσαν τα τρία μέτρα. Τη στιγμή εκείνη άκουσα μια φωνή.

«Γιε μου, εγώ είμαι, ο Εφιάλτης. Έτοιμος να κυριαρχήσω ξανά στον ονειρικό κόσμο» είπε μια σχεδόν γαλήνια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Μόλις την άκουσα να μιλάει τόσο δυνατά, προσπάθησα να πιάσω το κεφάλι μου ενστικτωδώς, αλλά τα χέρια δεν υπάκουσαν. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την τρομάρα, δεν είχα τον έλεγχο, ήμουν στα πρόθυρα της λιποθυμίας.

«Όχι, όχι. Μη φοβάσαι. Σε αυτόν τον κόσμο δεν είμαι μια φωνή μέσα στο κεφάλι σου. Εσύ είσαι το ξένο πνεύμα, εσύ είσαι η φωνή στο δικό μου μυαλό».

«Γιατί εμένα;»

«Κατάρες και ευχές στον κόσμο των νεκρών και τον ονείρων ορίζουν τις μοίρες των ζωντανών. Στη ζωή θα είσαι ο εαυτός σου και εγώ η φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού σου, αλλά όταν θα κλείνεις τα μάτια σου και θα εγκαταλείπεις, τότε θα επιστρέφω εδώ. Θα κερδίσεις πολλά, γιε μου, ιστορίες, εμπειρίες και φυσικά αίμα και θάνατο».

«Σε παρακαλώ, δε θέλω να σκοτώσεις κανέναν. Δε θέλω τίποτα από εσένα και δε θα σε βοηθήσω σε τίποτα» του απάντησα, κάνοντας τη φωνή μου να μοιάζει περισσότερο θυμωμένη.

«Χα, χα, χα!» γέλασε δυνατά, τόσο δυνατά που ένιωσα το κεφάλι μου να δονείται. «Εσύ; Εσύ δεν έχεις σκοτώσει; Για δες καλύτερα» μου απάντησε και ένα φως με χτύπησε μέσα στο σκοτάδι, τόσο δυνατό που ένιωσα την ανάγκη να κλείσω τα μάτια μου. Μόλις τα άνοιξα είδα ένα παιδάκι να παίζει με ένα σκυλάκι στο πάρκο. Φυσικά με αναγνώρισα αμέσως, πλησίασα και είδα πως ο νεότερος εαυτός μου δεν έπαιζε με το ζωντανό, αλλά το κρατούσε σφιχτά πάνω του πιέζοντας τον λαιμό του. Με το άλλο του χέρι κρατώντας ένα κομμάτι ξύλο έβγαζε με μαεστρία τα μάτια του σκύλου. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό, αν μπορούσα θα έκανα εμετό. Τότε με κοίταξε και είδα δύο πορτοκαλί μάτια που φώτιζαν έντονα. Παρόλο που ήταν μέρα το φως τους ήταν τόσο έντονο που με ανάγκασε να ξανακλείσω τα μάτια.

Αυτή τη φορά βρέθηκα σε μία καφετέρια όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν οι γονείς μου τα Σάββατα, όταν έκανε καλό καιρό. Τους είδα, νέους και πιο όμορφους από ποτέ. Αυτή τη φορά ήξερα πού θα με βρω. Πίσω από την πλατεία ανάμεσα στα τρία δέντρα εκεί που είχα βρει τη γατούλα με τα σπασμένα πόδια. Όταν έφτασα, είδα τη γάτα να περπατά και εμένα να τρέχω προς το μέρος της. Την έφτασα, αλλά, όταν την έπιασα στα χέρια, δε τη χάιδεψα όπως νόμιζα, αλλά με μία απότομη κίνηση της έσπασα και τα δύο μπροστινά πόδια. Τότε ένας παππούς φώναξε: «Κωλόπαιδο! Τι κάνεις εκεί;» και εγώ έτρεξα με τη γάτα στα χέρια πίσω στη μητέρα μου για να της πω ότι τη βρήκα χτυπημένη. Αυτή τη φορά μόνος μου έκλεισα ξανά τα μάτια και βρέθηκα μέσα στο σκοτεινό δάσος.

«Όπως βλέπεις, μικρέ, έχεις σκοτώσει ξανά με τη βοήθεια μου» είπε με την ίδια ήρεμη φωνή.

«Ναι, αλλά γιατί;» ρώτησα με απόγνωση.

«Γιατί ο αδελφός μου, ο Θάνατος, ζητάει ψυχές. Μόλις τις αποκτήσει όλες τότε θα κυριαρχήσουμε μαζί στους τρεις κόσμους του Σύμπαντος. Στο όνειρο, στον θάνατο και στη ζωή!» συνέχισε με τη χαρά να ξεχειλίζει στα λόγια του.

Προσπάθησα για μία ακόμη φορά να πολεμήσω, να αντισταθώ, αλλά μάταια. Τώρα έτρεχε προς τις σκηνές των συμμαθητών μου. Λίγο πριν φτάσει έριξε ένα σάλτο ανοίγοντας τα φτερά του. Ο ήχος που έκαναν θύμιζε τον ήχο του ανεμιστήρα στον υπερθετικό βαθμό. Ξαφνικά από τη φασαρία άρχισαν να ανάβουν οι φακοί των παιδιών.

Μόλις τους είδαμε με μία κλίση των φτερών πήραμε κατηφορική πορεία με τα χέρια μας να είναι έτοιμα να αρπάξουν και να διαλύσουν. Πέσαμε πάνω στην πρώτη σκηνή σκίζοντας τη με τα πόδια μας. Μέσα της υπήρχαν δύο αγόρια, πριν προλάβουν να μας κοιτάξουν είχαμε ήδη ξεσκίσει τα πρόσωπά τους με τα νύχια μας. Πηδήξαμε στη σκηνή που βρισκόταν δεξιά και ξεριζώσαμε το κεφάλι ενός κοριτσιού με τόση ευκολία λες και ανοίγαμε το καπάκι ενός αναψυκτικού. Ένα χτύπημα πίσω στην πλάτη, πιο πολύ με χάδι έμοιαζε. Γυρίσαμε το κεφάλι και είδαμε τον Γυμναστή να μας κοπανάει με ένα λοστό. Νομίζω πως θέλαμε να του αρπάξουμε το σίδερο, αλλά κατά λάθος πιάσαμε το χέρι του ξεριζώνοντάς το από το ύψος του ώμου, ενώ το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το καταβροχθίσαμε.

Εκείνη την κατά άλλα άρρωστη στιγμή αντί για αηδία, η ζέστη του αίματος και η μεταλλική του γεύση μαζί με τις ίνες από μυς και κόκαλα μού έδωσε μία απίστευτη ευχαρίστηση. Ή μήπως ένιωθα τη δική του;

Κάπως έτσι ξεσκίσαμε τους πάντες, μέχρι που φτάσαμε στην Ελίνα. Η κακομοίρα έτρεχε μακριά μας. Μόλις τη φτάσαμε σταθήκαμε μπροστά της κοιτάζοντάς τη με τα άρρωστα μάτια μας.

«Μικρέ, πάρε το πρώτο σου μάθημα» μου είπε και την πλησιάσαμε, ενώ εκείνη έπεσε στα γόνατα παρακαλώντας για έλεος. Με ένα χτύπημα τη ρίξαμε στο απέναντι δέντρο. Ακούστηκε ένα δυνατό κρακ, είχε σπάσει την πλάτη της. Πήγαμε με αργά βήματα μπροστά της και αφού τη σηκώσαμε, υψώσαμε το σώμα της πάνω από το κεφάλι μας και με ένα άνοιγμα των χεριών την κόψαμε στα δύο με τα εντόσθια και τα έντερά της να στάζουν σχεδόν καυτά πάνω μας.

***

Είχε ξημερώσει, όταν άνοιξα τα μάτια μου. Η μέρα με βρήκε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, αλλά αυτό κράτησε λίγο. Θυμόμουν τα πάντα. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα προς την κατασκήνωση. Το πρώτο που είδα ήταν πόδια να προεξέχουν ελαφρά έξω από τις σκηνές.

«Ευτυχώς κοιμούνται όλοι. Γαμημένε εφιάλτη!» μονολόγησα κατευθυνόμενος στη σκηνή του γυμναστή. Πλησιάζοντας έπιασα μια μυρωδιά στον αέρα, ήταν μεταλλική, τότε τον άκουσα.

«Γιε μου, κοίταξε μέσα στην σκηνή».

Κοίταξα. Ήταν νεκρός με το χέρι κομμένο από το ύψος του ώμου. Έτρεξα στις γύρω σκηνές. Όλοι ξαπλωμένοι και όλοι νεκροί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έγινε στον εφιάλτη.

«Μια νέα ζωή απλώνεται μπροστά σου, γιε μου. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο όνειρο».



Λιάχης Κωνσταντίνος