Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4ο - Κεφάλαιο 1)

ΕΝΕΔΡΑ
Το χάος είναι η ευκαιρία του μίσους. Του δίνει την ελευθερία και την ευλυγισία για να ελιχθεί και να κυριεύσει τους αδύναμους. Και μέσα στο χάος, όλοι είναι αδύναμοι. Γιατί ισχυρό είναι πάντοτε το «μαζί» και ποτέ το «μόνος». Το σκοτάδι φαίνεται αναπόφευκτο. Έχει τη μορφή κάποιου. Μα κι εκείνος είναι δέσμιός του. Οι σκιές δεν αφήνουν κανέναν να ξεφύγει αφότου τον έχουν τυλίξει. Κι αν καταφέρουν να κρύψουν το φως, τότε έχουν μείνει μόνες και μπορούν να καταβροχθίσουν τον κόσμο ανενόχλητες.




ΛΕΡΝΙΑΡ
ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
    Η ΆΙΣΛΙΝ ΈΚΡΥΨΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ. Οι μακριές ξανθές τούφες της φρόντισαν να καλύψουν τα μάτια της. Μερικά δάκρυα οργής κύλησαν από αυτά. Έσφιξε τα δόντια της αναζητώντας για την μαγική της δύναμη. Το μαγεμένο σχοινί έσφιγγε τους καρπούς της. Μα ήταν δυνατή, το ήξερε αυτό. Όσο εκείνη προσπαθούσε να ανακτήσει τις μαγικές της ικανότητες, ο Αντρέ τρελαινόταν. Ο ασημένιος πολυέλαιος είχε καταλήξει κομματιασμένος μπροστά από το τζάκι. Η πολυθρόνα όπου ήταν πριν από μερικές βδομάδες καθισμένη η Άισλιν είχε ξεσκιστεί. Το παράθυρο που αρχικά ήταν σφραγισμένο ήταν τώρα πια σπασμένο, και μόνιμα ανοιχτό.
    Τα μάτια του Αντρέ κοίταζαν διψασμένα τις φλόγες της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι. Η κοπέλα βρισκόταν δίπλα του. Η πλάτη της άγγιζε τον τοίχο. Φαινόταν κουρασμένη. Μαύροι κύκλοι βάραιναν τα μάτια της. Είχε αποκτήσει τόσους μώλωπες που δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς να μορφάσει. Κάθε μέρα έδινε μάχη για να κοιμίσει το κτήνος του άντρα. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που ήταν εξοργισμένη. Τον κοίταξε. Ήταν ήρεμος τώρα σε αντίθεση με εκείνη.
    Η οσμή από μπαρούτι γαργάλησε τη μύτη της και ένα κύμα οργής διαπέρασε το σώμα της. Έκλεισε τα μάτια της και μέτρησε. Έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα. Ένας μεγάλος κρότος ταρακούνησε το δωμάτιο. Ο Αντρέ παρέμεινε ακίνητος με βλέμμα απλανές, σαν να απουσίαζε από το μυαλό του. Η Άισλιν ούρλιαξε σε μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του αμέτοχου άντρα. Αρκετά ουρλιαχτά και ποδοβολητά κάλυψαν την φωνή της. Μετά αντήχησε ένας δεύτερος κρότος, αυτή τη φορά πιο μακριά.
«Πως μπορείς;» Η φωνή της έτρεμε και τα μάτια της ξεχείλιζαν μίσος. Καμία απάντηση. «Πάνε βδομάδες. Φτάνει πια.» Ξέσπασε σε κλάματα θυμού και υστερίας. «Εκεί έξω υπάρχει πόλεμος και μόνο εγώ μπορώ να τον σταματήσω.» Κοίταξε το παγωμένο πρόσωπο του άντρα κουρασμένα. «Αντρέ γιατί με κρατάς εδώ;» Η ερώτησή της τον ανάγκασε να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Κοίταξε μια εκείνη, μια την φωτιά.
«Γιατί μου το ζήτησε ο Κίλιαν.» Η κοπέλα εκπλάγηκε από την απάντησή του. Είχε καταλάβει πως γνωρίζονταν, μα δεν είχε σκεφτεί πως ο Κίλιαν θα έκανε κάτι τέτοιο. Νόμιζε πως την είχε αφήσει να φύγει. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ο Αντρέ πρόσεξε το κενό βλέμμα της και συνέχισε. «Τι στα κομμάτια; Έχει περάσει καιρός που βρίσκεσαι εδώ.» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και η ατμόσφαιρα έγινε πιο βαριά. «Η αλήθεια είναι πως η Φιέρα, η αδερφή του Κίλιαν είναι ζωντανή.» Η Άισλιν ένευσε.
«Το ξέρω. Την γνώρισα λίγο πριν καταλήξω εδώ. Ενημέρωσα τον Κίλιαν.» Το βλέμμα του Αντρέ έμοιαζε στοιχειωμένο.
«Τον βοήθησα να επικοινωνήσει μαζί της και του είπε πως κινδυνεύεις.» Η Άισλιν κοίταξε τον Αντρέ δύσπιστα.
«Ανοησίες. Αν κινδυνεύω από κάποιον, αυτός είσαι εσύ ή ο Κέζελθ, ή αυτή η γυναίκα. Η Σύλβια.» Ο Αντρέ την πλησίασε και άγγιξε το σημάδι που είχε στον λαιμό της.
«Είσαι σίγουρη; Εγώ δεν σε κρατάω εδώ όλον αυτό τον καιρό μόνο και μόνο επειδή μου το ζήτησε ο Κίλιαν. Πραγματικά πιστεύω πως αν πας στο Μέινλοουν θα χάσεις τη ζωή σου.» Το βλέμμα του ήταν ήρεμο, γεγονός σπάνιο. Μόνο που η Άισλιν δεν τον καταλάβαινε.
«Γιατί;» Απαίτησε να μάθει. Η αλήθεια ήταν πως τα λόγια του την τρόμαζαν λίγο.
«Αυτό το σημάδι εκπέμπει κάτι σκοτεινό. Θα έλεγα πως μου μοιάζει με την αρχή μιας θυσίας.» Η κοπέλα ένιωσε πως ο λαιμός της σχημάτισε έναν κόμπο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε τις σκέψεις της σε μια τάξη.
«Ξέρεις τι μου λες;» Του είπε ενοχλημένα. «Ότι η δική μου ζωή είναι πιο σημαντική από τις ζωές των ανθρώπων που πεθαίνουν στον πόλεμο. Ακόμη κι αν έχεις δίκιο. Ακόμη κι αν βρίσκομαι στο χείλος του θανάτου. Ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος στο Μέινλοουν που σκοπεύει να μου κάνει κακό. Θα μπορούσα να σταματήσω τον πόλεμο πρώτα.» Τα λόγια της ήταν αιχμηρά.
«Ξέρω πόσο ισχυρή είσαι. Το ξέρω καλά.» Τα μάτια του σκοτείνιασαν και τα χείλη του σχημάτισαν ένα πεινασμένο χαμόγελο. Αμέσως μετά ανέκτησε την ψυχραιμία του και τα μάτια του ξεκίνησαν να θυμίζουν γαλήνια θάλασσα. «Για αυτό δεν θέλω να καταλήξει στα λάθος χέρια η δύναμή σου.» Η Άισλιν τον παρακολουθούσε σοβαρά όσο της μιλούσε.
«Τότε προστάτευσέ με. Με εσένα στο πλευρό μου δεν θα είναι εύκολο να μου κάνουν κακό.» Ο Αντρέ απομακρύνθηκε από εκείνη και πλησίασε την κάβα με τα ποτά. Έπιασε το μπουκάλι με το ουίσκι και το έφερε στα χείλη του διψασμένα.
«Αποκλείεται, θα σου έκανα σίγουρα κακό.» Είπε αφού άδειασε το ένα τρίτο του μπουκαλιού. Η Άισλιν αναρρίγησε αλλά η αποφασιστικότητα της δεν κλονίστηκε.
«Είναι θέμα τύχης λοιπόν. Είτε με προστατεύεις από όποιον θέλει να πάρει τη δύναμή μου, είτε με σκοτώνεις πριν τα καταφέρει.» Είπε εύθυμα ενώ το σώμα της έτρεμε τρομαγμένο. Τα μάτια του Αντρέ την κοίταξαν από τη κορφή ως τα νύχια με επιθυμία.
«Θα το σκεφτώ.» Της απάντησε με σκοτεινιασμένο βλέμμα.
    Η Άισλιν έκλεισε τα βλέφαρά της ικανοποιημένη. Ήταν σίγουρη πως ο Αντρέ σύντομα θα της επέτρεπε να πάει στο Μέινλοουν. Όσο καιρό είχε περάσει μαζί του η παράφρων Άισλιν που κρυβόταν στις σκέψεις της είχε γίνει ισχυρότερη. Μαζί με αυτήν και η μαγεία της. Την αισθανόταν να ρέει στις φλέβες της αρνούμενη να υπακούσει στο μαγεμένο σχοινί. Ίσως να μην ήταν αρκετή όταν είχε ξεκινήσει το ταξίδι της με τον Ίθαν. Θα μπορούσε να είχε ηττηθεί πιο εύκολα. Αλλά από τη στιγμή που είχε ανακτήσει τις αναμνήσεις της, η μαγική της δύναμη είχε πολλαπλασιαστεί.
    Η κοπέλα έτρεμε από την μαγεία που προσπαθούσε να ξεφύγει από το σώμα της. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν ένα μαρτύριο. Όσο δεν ασκούσε μαγεία, εκείνη την εκδικούταν εξουθενώνοντας το σώμα της και μουδιάζοντας το μυαλό της. Ήξερε πως αν προσπαθούσε, υπήρχε μια πιθανότητα να κατάφερνε να δραπετεύσει. Αλλά είχε αφήσει την δύναμή της να αυξηθεί εσκεμμένα. Όσο δεν την χρησιμοποιούσε, τόσο πιο πολλή συσσωρευόταν στο σώμα της. Ήταν ένα βασανιστήριο που ήταν διατεθειμένη να αντέξει. Αλλά είχε φτάσει η ώρα να φύγει από εκείνο το μέρος. Έπρεπε να πάει στο Μέινλοουν και να βάλει ένα τέλος στον πόλεμο.
    Έφερε τα δεμένα χέρια της στο πρόσωπό της κουρασμένα. Τις τελευταίες βδομάδες είχε περάσει δύσκολα. Εκείνη η Άισλιν που την στοίχειωνε, είχε επιχειρήσει να την δελεάσει. Ήθελε να την ωθήσει προς το σκοτάδι που την είχε κατασπαράξει παλιότερα. Της μιλούσε μέρα νύχτα. Έφερνε στο μυαλό της αναμνήσεις και τις διαστρέβλωνε για να την πληγώσει. Η κοπέλα πάσχιζε να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση.
    Όταν κοιμόταν ήταν η μεγαλύτερη μάχη που έδινε. Όσο κι αν πάλευε να ξυπνήσει, τόσο πιο κοντά έβρισκε τον εαυτό της σε εκείνη. Αναρρίγησε στη θύμηση και προσπάθησε να κρατήσει την συνείδηση της ξύπνια. Μα ήταν ανώφελο. Είχε μείνει άυπνη για δύο μέρες. Δεν θα κατάφερνε να αντέξει για πολύ ακόμη. Άνοιξε τα μάτια της και πρόσεξε πως ο Αντρέ σκεφτόταν ακόμη την πρότασή της. Τα μάτια του ήταν διχασμένα και φαινόταν πως κυμαινόταν μια μάχη και στο δικό του κεφάλι. Χαμογέλασε αχνά και τα βλέφαρά της βάρυναν. Δίχως να το καταλάβει παρασύρθηκε σε έναν ακόμη εφιάλτη.
    Ήταν ξαπλωμένη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Άνοιξε τα μάτια της μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Η ανάσα της ήταν γρήγορη και αγχωμένη. Ολόκληρο το σώμα της είχε παραλύσει από τον φόβο. Δεν ήξερε που βρισκόταν και η διαίσθησή της την ενημέρωνε πως δεν ήταν μόνη. Ένα χέρι έπιασε το πόδι της. Ο φόβος της εκτροχιάστηκε και η ανάσα της κόπηκε. Αμέσως μετά ένα ακόμη χέρι ξεκίνησε να τραβά το χέρι της. Προσπάθησε να σηκωθεί για να τρέξει μα δύο χέρια κράτησαν πίσω το δεύτερο πόδι της. Πριν το συνειδητοποιήσει βρισκόταν ακινητοποιημένη ενώ μια ντουζίνα από χέρια τραβούσαν το σώμα της. Άνοιξε το στόμα της για να ουρλιάξει μα η φωνή της την πρόδωσε. Συνειδητοποιούσε πως ονειρευόταν, αλλά δεν έβρισκε τρόπο για να ξεφύγει από τη δίνη του ονείρου.
«Δικιά μου.» Ούρλιαξε υστερικά με τη φωνή της ο παράφρων εαυτός της. Τα χέρια ξεκίνησαν να την τραβάνε ακόμη περισσότερο. Την πονούσαν.
«Τι θέλεις από εμένα;» Ρώτησε ξέπνοα. Δύο μάτια άστραψαν στο απόλυτο σκοτάδι. Ήταν σαν τα δικά της, μόνο που ήταν γουρλωμένα και κοίταζαν δολοφονικά.
«Το σώμα σου.» Ώστε τελικά δεν είχε δημιουργήσει απλώς έναν εαυτό. Είχε δώσει ζωή σε έναν δαίμονα.
    Η Άισλιν έκλεισε τα μάτια της τρομαγμένη. Τα κράτησε ερμητικά κλειστά μέχρι που έπαψε να αισθάνεται χέρια να την κρατάνε. Όταν άνοιξε ξανά τα βλέφαρά της βρισκόταν μπροστά από τον Κίλιαν. Κατάλαβε πως το μαρτύριό της δεν είχε τελειώσει και γονάτισε εξουθενωμένη. Ο άντρας έσκυψε και τράβηξε ψηλά το πιγούνι της μέχρι που οι ματιές τους συναντήθηκαν. Η κίνησή του ήταν τόσο οικεία για εκείνη. Δεν απορούσε που το μυαλό της την είχε αποθηκεύσει τόσο ατόφια. Τα μάτια του κοίταξαν βαθιά στα δικά της.
«Γιατί δεν μου δείχνεις το σκοτάδι σου Άισλιν; Αυτό ερωτεύτηκα. Αυτό αγάπησα. Πότε θα καταλάβεις πως η πραγματική όψη της σελήνης είναι εκείνη που παραμένει πάντα στο σκοτάδι;» Δεν μιλούσε σαν εκείνον. Μα είχε την φωνή του και τα μάτια του. Της ήταν δύσκολο να μην του δώσει σημασία.
«Η σελήνη είναι ο εαυτός της όταν είναι φωτισμένη. Αλλά η πραγματική μας όψη είναι δύσκολο να μείνει στην επιφάνεια. Τρέμουμε από τον φόβο πως είμαστε ευαίσθητοι. Κι έτσι κρυβόμαστε στο σκοτάδι όπως εκείνη.» Του απάντησε ήρεμα.
«Τότε φαντάζομαι πως δεν ήσουν ποτέ αυτό που έψαχνα.» Είπε εκείνος και τα μάτια του έγιναν άψυχα και σκληρά. «Δεν μου έμοιαζες. Δεν σε γοήτευε η σκοτεινή αλήθεια του κόσμου. Δεν ξέρεις πώς ο πόνος κάνει κάποιον πιο δυνατό.» Γύρισε την πλάτη του και ξεκίνησε να φεύγει μακριά της. Εκείνη στηρίχθηκε στο πόδια της.
«Όχι δεν σου μοιάζω. Εμένα το σκοτάδι με πλήγωνε, δεν με γοήτευε. Απλώς δεν είχα τη δύναμη να το διώξω.» Ο Κίλιαν την κοίταξε αηδιασμένος και έφυγε μακριά.
    Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές και έτσι απλά ο λαιμός της έκλεισε. Δεν της επέτρεπε να ανασάνει. Έπιασε τον λαιμό της και πάλεψε να βρει αέρα μα ήταν ανώφελο. Απέμεινε να παλεύει για να ανασάνει κοιτάζοντας την πλάτη του Κίλιαν και τις σφιγμένες του γροθιές. Επιτέλους όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν πίσω στο σπίτι του κυνηγού.
    Ο Αντρέ κοίταζε ακόμη στοχαστικά το τζάκι. Η Άισλιν πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ρούφηξε λαίμαργα τον αέρα σαν να ήταν πραγματική η ασφυξία του ονείρου της. Ένας περίεργος ήχος σαν θηρίο που ωρύεται ταρακούνησε το δωμάτιο. Η κοπέλα κοίταξε το σπασμένο παράθυρο αναζητώντας την πηγή του ήχου. Το πρόσωπο του Αντρέ παραμορφώθηκε πεινασμένο και η στάση του σώματός του έγινε άγρια. Η κοπέλα αναρωτήθηκε αν διαισθανόταν κάποια μορφή μαγείας. Δίχως προειδοποίηση το ταβάνι ξεκίνησε να καταρρέει. Η Άισλιν στάθηκε όρθια και προσπάθησε να αποφύγει τα κομμάτια του σοβά που απειλούσαν να πλακώσουν το σώμα της. Τρομοκρατημένη είδε ένα μυθικό πλάσμα να προσγειώνεται μέσα στο δωμάτιο. Με το ζόρι χωρούσε εκεί, λόγω των τεραστίων διαστάσεών του.
«Δράκος.» Μονολόγησε σαστισμένη.
«Δεν θα σε περιμένω για πάντα.» Η Άισλιν γνώριζε αυτή τη φωνή. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ονειρευόταν ακόμη.
    Κοίταξε πάνω από τον λευκό-κόκκινο δράκο και είδε το πρόσωπό της. Ήταν εκείνη. Οι μπούκλες της χόρευαν γύρω από το σώμα της. Το δέρμα της ήταν χαρακτηριστικά ωχρό και το βλέμμα της δυναμικό. Ήθελε πολύ να την δει ξανά, μα δεν περίμενε ποτέ πως θα ερχόταν η Μία σε εκείνη. Πάντα πίστευε πως θα την παρακολουθούσε κρυφά, στο παγωμένο Σόντερν. Ο λόγος που η Άισλιν ήθελε τόσο να την δει ήταν επειδή για μια μέρα ήταν φίλη της. Κι εκείνη δεν είχε φίλους ως τότε. Με κάποιον τρόπο ένιωθε την ανάγκη να μείνει πιστή σε μια φιλία που καταστράφηκε την ίδια μέρα που ξεκίνησε. Το κορίτσι που είχε χάσει τη ζωή του μπροστά στα μάτια της είχε γίνει δρακοκαβαλάρισσα. Ένα ειλικρινές χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Άισλιν. Για πρώτη φορά έβλεπε τους καρπούς της λευκής μαγείας για την οποία μιλούσε η μητέρα της. Το άτομο που είχε σώσει φαινόταν να έχει μια σημαντική θέση στον κόσμο τώρα πια.
    Πίσω από τη Μία υπήρχε και κάποιος ακόμη. Δεν τον είχε ξαναδεί. Είχε καστανά μαλλιά και μάτια. Μόνο που τα μαλλιά του ήταν ιδιόρρυθμα. Ενώ είχαν αρκετό μάκρος ήταν στερεωμένα πάνω από το κεφάλι του, απτόητα. Η Άισλιν σκαρφάλωσε με δυσκολία πάνω στον δράκο. Τα δεμένα χέρια της ήταν μεγάλο εμπόδιο για εκείνη. Ο άγνωστος άντρας την έπιασε και την τράβηξε πάνω στη ράχη του δράκου. Εκείνη μόρφασε όταν το μελανιασμένο δέρμα της ήρθε σε επαφή με τις φολίδες του δράκου.
«Μία.» Είπε χαμηλόφωνα σε μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Εκείνη δεν της απάντησε, ούτε γύρισε για να την κοιτάξει.
«Πάμε Σάντεν.» Είπε αγκαλιάζοντας ένα από τα καρφιά του. Εκείνος τίναξε τα φτερά του και διέλυσε ότι είχε απομείνει από το σπίτι.
    Η Άισλιν πρόσεξε το πρόσωπο του Αντρέ καθώς απογειώνονταν. Φαινόταν έτοιμος για κυνήγι. Φόρεσε τον κόκκινο μανδύα του και έκρυψε το πρόσωπό του πίσω από μια μαύρη κουκούλα. Οι κινήσεις του ήταν απρόσμενα γρήγορες. Δίχως καμιά προειδοποίηση εξαφανίστηκε από την όρασή της. Ώστε είχε ξεκινήσει να την κυνηγά πριν ακόμη την χάσει από τα μάτια του. Η Άισλιν αναρρίγησε τρομαγμένη αλλά έδιωξε από το μυαλό της τον κυνηγό.
    Τώρα βρισκόταν αρκετά ψηλά και ξεκινούσε να τρομάζει. Η ταχύτητα του δράκου ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσο είχε φανταστεί. Προσπαθούσε να κρατήσει ένα από τα καρφιά του αλλά οι καρποί της ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Ο άντρας περιεργάστηκε το προβληματισμένο της πρόσωπο και έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του. Έκοψε το σχοινί και η Άισλιν αναστέναξε ικανοποιημένα.
«Σε ευχαριστώ.» Αναφώνησε ενώ τύλιγε τα χέρια της γύρω από ένα τεράστιο καρφί της ράχης του δράκου.
«Τίποτα κόρη της Έις.» Την κοίταζε και τα μάτια του έλαμπαν. Την ανάγκαζαν να χαμογελάσει, κάτι πολύ σπάνιο. Ζεστός, σκέφτηκε ανάλαφρα.





Ράνια Ταλαδιανού