Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 15)

Ο Άγγελος έβαλε ένα ολόκληρο πακέτο μακαρόνια μέσα στην κατσαρόλα. Πεινούσε τόσο που αν του έβαζαν μπροστά ένα ψητό αγριογούρουνο, θα το καταβρόχθιζε χωρίς δεύτερη σκέψη.
"Έχεις δοκιμάσει τη σπεσιαλιτέ μου, τα μακαρόνια αλά κρεμ;"
"Δεν είχα την ευκαιρία", απάντησε η Χλόη.
"Τώρα την έχεις!", έκανε με ένα χαμόγελο ο νεαρός και ετοίμασε τα υλικά που θα χρειαζόταν για τη σάλτσα.
"Δεν ήξερα πως είμαστε σε εκπομπή μαγειρικής"
"Το καλό φαγητό δεν τρώγεται μόνο σε εκπομπές μαγειρικής ή σε καλά εστιατόρια"
Αφού έσκασαν από το πολύ φαγητό, οι δύο νέοι κατευθύνθηκαν ξανά προς το σαλόνι και κάθισαν στον καναπέ.
"Ξέρω τι σε καίει να ρωτήσεις", δήλωσε η κοπέλα με τα πράσινα μάτια, "οπότε ρώτα"
"Όταν πάγωσα τη ροή του χρόνου, εσύ έμεινες απ'έξω. Πώς το έκανες αυτό;"
"Χμ, υποθέτω ότι μπορεί να έχει σχέση με το γεγονός ότι εγώ τροποποίησα την κατάσταση με τη δύναμή μου. Δηλαδή, σαν να λέμε πως ήμουν έξω από την ιστορία, όπως ένας αφηγητής και δε με επηρέαζε τίποτα από αυτήν", είπε ψέμματα εκείνη, επειδή στην πραγματικότητα για αυτό το φαινόμενο ήταν υπεύθυνος ο Σμαραγδένιος Δράκος.
Ο Άγγελος έγνεψε απλά, κατανοώντας την κατάσταση. "Αυτό, όμως δεν εξηγεί για ποιο λόγο σε βρήκα αναίσθητη στο πάτωμα"
Η Χλόη ξεροκατάπιε. "Μάλλον από το ξόρκι που ενεργοποίησαν οι πληροφορίες, οι οποίες διάβασα διότι όταν έχασα τις αισθήσεις μου, μού φανερώθηκε μία σφραγισμένη ανάμνηση"
"Τι θυμήθηκες;"
"Όχι πολλά, το αντίθετο θα έλεγα, ελάχιστα πράγματα. Απλά μπορώ να επιβεβαιώσω πως η Ισμήνη είχε δίκιο στο γράμμα, το να πάρουμε το Μαύρο Ρόδο ήταν δική μου ιδέα, τελικά"
"Επομένως βρισκόμαστε σε καλό δρόμο"
"Αν ήξερα πως μπορώ να ακυρώσω το ξόρκι, τότε θα ήμασταν σε ακόμα καλύτερο δρόμο. Αλλά δυστυχώς δεν έχω ιδέα πώς θα το καταφέρω αυτό"
"Σχετικά με αυτό", ξεκίνησε να λέει ο νεαρός με τα καστανά μάτια, "σήμερα το βράδυ θα έρθει το ένα Φάντασμα για να δει αν μπορεί να βοηθήσει με το ξόρκι"
Η κοπέλα γύρισε και τον κάρφωσε με το επικριτικό της βλέμμα. "Ποιο από τα δύο;"
"Εκείνο με το σπαθί στην πλάτη, δηλαδή αυτό που γνώρισες το βράδυ που ήρθα στο διαμέρισμά σου"
Ήταν η σειρά της να γνέψει. "Εσύ θα είσαι εδώ;", της ξέφυγε η ερώτηση πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Βασικά, τι την ένοιαζε πού θα είναι ο Άγγελος;
"Δυστυχώς, όχι. Έχω να παραδώσω μία γραπτή αναφορά στον στρατηγό Νέργκααρντ"
***
Παρασκευή 23 Ιουνίου, 19:45
Ημέρα τρίτη
Το κουδούνι της εξώπορτας ήχησε σαν κάτι απόκοσμο μέσα στην ησυχία του σπιτιού και η Μυρτώ σηκώθηκε να ανοίξει με κόπο, καθώς το σώμα της πονούσε από την επίθεση στη βιβλιοθήκη.
"Ηλιάνα! Τι κάνεις εδώ;"
Η κοπέλα με τα καστανόξανθα μαλλιά την έκλεισε χωρίς κανέναν δισταγμό στην αγκαλιά της. "Εμαθα για το συμβάν στη βιβλιοθήκη και μιας που έχεις το κινητό σου κλειστό, είπα να περάσω μία βόλτα να δω αν είσαι καλά"
"Ευχαριστώ που πέρασες, θα κάτσεις και το βράδυ;"
"Μιας που δε θα πάμε στο σκοπευτήριο σήμερα, ναι θα κάτσω", απάντησε η Ηλιάνα και έφτιαξε λίγο καλύτερα τα γυαλιά πάνω στη μύτη της.
"Ποιο σκοπευτήριο;", ακούστηκε η φωνή του Μαξ και ο ίδιος έκανε την εμφάνισή του. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο, έσταζε νερά και το μόνο που φορούσε ήταν μία πετσέτα γύρω από τη μέση του.
"Ω, αυτό θα πει ωραία θέα", μουρμούρισε η Ηλιάνα, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της.
"Σύνελθε, έχεις αγόρι!", προσπάθησε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα η Μυρτώ.
"Αγάπη, μπορεί να κάνεις δίαιτα, αλλά το μενού κανείς δε σου απαγορεύει να το κοιτάς"
"Θέε μου, τι ακούω...!", αναφώνησε ο Μαξ, προσπαθώντας να μη γελάσει.
"Πες μας ότι σου πέφτω και λίγη ολόκληρος κορίτσαρος!"
Ο Μαξ πλέον το είχε πιάσει το νόημα. Την πλησίασε και της έπιασε μαλακά το πιγούνι και της χαμογέλασε πονηρά. "Εσύ, μωρό μου, πάντα είσαι υπέραρκετή"
"Ω, καλέ, με κάνεις και κοκκινίζω, ατιμούλη!"
Εκείνος κόλλησε τα χείλη του δίπλα στο αυτί της και της ψιθύρισε αισθησιακά. "Και αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που είμαι ικανός να κάνω πραγματικά"
"Μη δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις, Ανδρέου", του απάντησε και ο Μαξ απομακρύνθηκε ελαφρά.
"Με συγκινεί που γνωρίζεις το επίθετο της μητέρας μου, αλλά εγώ δεν πάω με αυτό"
"Τι μαθαίνει κανείς!", αναφώνησε η κοπέλα.
"Το κανονικό επίθετο μας είναι Κερτς, αλλά εγώ το άλλαξα στο Ανδρέου", έδωσε την απάντηση η Μυρτώ.
Η Ηλιάνα σχημάτισε ένα "ο" με τα χείλη της. "Συγγνώμη, αλλά το είχα ξεχάσει. Συνήθισα τόσο πολύ το Ανδρέου τα τελευταία χρόνια που-"
"Δεν πειράζει", την έκοψε ο Μαξ. "Τώρα, για ποιο σκοπευτήριο λέγατε πριν;"
"Ξέρεις, εκεί που πάω για σκοποβολή τους τελευταίους τρεις μήνες", απάντησε η Μυρτώ και ο αδερφός της ύψωσε το ένα του φρύδι ερωτηματικά.
"Αφού στο έχω πει, Μαξ! Και συμφώνησες!"
Όχι πως αν διαφωνούσες δε θα πήγαινα, τελείωσε την πρότασή της από μέσα της.
"Α! Τώρα θυμήθηκα!"
"Αργείς λίγο, αλλά τα πιάνεις", σχολίασε η Ηλιάνα.
"Εσένα η μητέρα σου τα γνωρίζει αυτά;"
"Φυσικά! Αφού αυτή πληρώνει!", τον αποστόμωσε με ύφος ντίβας.
"Μάλιστα. Εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά, τόσο τρελές που είστε", έκανε ο νεαρός και άρχισε να περπατάει προς το δωμάτιό του.
"Είπε η επιτομή της λογικής!", του αντιγύρισε η Ηλιάνα κι εκείνος γέλασε δυνατά.
"Εγώ τουλάχιστον δεν το αρνούμαι", φώναξε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
"Πάντως θα κάνατε καλό ζευγάρι", σχολίασε η κοπέλα με τα γκρι μάτια.
"Να σου υπενθυμίσω πως έχω ήδη αγόρι και πως λέγεται Ζικ!"
"Ναι, αυτό δεν ξεχνιέται"
Τα κορίτσια κάθισαν στον καναπέ και η καθεμία πήρε στην αγκαλιά της από ένα μαξιλάρι.
"Λοιπόν", έκανε η Ηλιάνα, "ποια ταινία θες να δούμε;"
"Πάντως όχι τον Εξολοθρευτή, την είδα με τον Μαξ τις προάλλες"
Η κοπέλα με τα καστανόξανθα μαλλιά γύρισε προς το μέρος του Μαξ, του οποίου η πετσέτα είχε αντικατασταθεί από μία φόρμα. "Υποσχέθηκες πως θα τη βλέπαμε μαζί αυτή την ταινία!"
"Εμ, το ξέχασα...συγγνώμη", απάντησε εκείνος τρίβοντας αμήχανα τον σβέρκο του.
"Τότε μου χρωστάς πέρα από ταινία και φαγητό!"
"Ό,τι θέλει ο κορίτσαρός μου!", της είπε πονηρά και ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
"Μαξ, αυτά δεν τα λέμε στην Ηλιάνα"
"Και γιατί όχι;"
"Επειδή, Κερτς, μόλις αποδείχτηκε πως δεν μπορείς να κρατήσεις υποσχέσεις!"
"Αυτή τη φορά, δε θα το ξεχάσω!"
"Άντε να δούμε", μουρμούρισε η Ηλιάνα και ο Μαξ κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να κάνει καφέ.
"Θέλει κανείς καφέ;"
"Αν δεν είχα πιει ήδη τρεις θα έλεγα ναι", δήλωσε η Μυρτώ.
"Αν δεν ήταν τέτοια ώρα θα έλεγα ναι", είπε με τη σειρά της και η δεύτερη κοπέλα.
"Γιατί, τι έχει η ώρα;"
"Είναι οχτώ το βράδυ και αν πιω καφέ από σένα δε θα κοιμηθώ μέχρι τις τέσσερις το πρωί, μιας που τον κάνεις πολύ δυνατό", απάντησε η Ηλιάνα.
"Θεωρείς μια κούπα με τρεις γεμάτες κουταλιές καφέ, δυνατή;"
"Εμ, ναι! Εγώ μόνο μία βάζω!"
"Γατάκι!"
"Αδερφούλη, δεν έχουν όλοι την ίδια εξάρτηση από την καφεΐνη όπως εσύ", σχολίασε η κοπέλα με τα γκρι μάτια, καθώς έψαχνε ακόμα για μια ταινία της προκοπής στο φορητό της υπολογιστή.
"Αν δεν έπρεπε να παριστάνω τον βρικόλακα κάθε βράδυ, κι εγώ φυσιολογικός θα ήμουν", δήλωσε εκείνος και πήρε τη μεγάλη κούπα με τον αχνιστό καφέ στα χέρια του.
"Εδώ έχεις ένα δίκιο, αλλά χάρη σ'εσάς η πόλη είναι καλύτερη και πιο ασφαλής", απάντησε η κοπέλα με τα γυαλιά.
"Ηλιάνα!", αναφώνησε η Μυρτώ, "θες να δούμε τους Πιρατές της Καραϊβικής;"
"Ποια από τις πέντε ταινίες;"
"Το πρώτο"
"Μέσα! Πάω να φτιάξω ποπ κορν!"
"Να παραγγείλουμε πίτσα;", ρώτησε η κοπέλα και ετοιμάστηκε να πληκτρολογήσει το νούμερο της πιτσαρίας στο σταθερό τηλέφωνο.
"Ναιι!!!"
"Να μου κρατήσετε κανένα κομμάτι!", δήλωσε ο Μαξ.
"Αν περισσέψει τίποτα", απάντησε η αδερφή του.
"Πράγμα που δε νομίζω", συμπλήρωσε η Ηλιάνα.
Μετά από μία ώρα και αφού είχαν έρθει οι πίτσες, τα κορίτσια κάθισαν στον καναπέ και έβαλαν την ταινία.
"Μυρτώ, ωραίο κοντομάνικο", σχολίασε τη μπλούζα της κολλητής της που χρησιμοποιούσε ως πιτζάμα. "Μήπως έχεις και για μένα κανένα;"
"Ευχαριστώ, του Μαξ είναι"
Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Ηλιάνα σηκώθηκε από τη θέση της και κατευθύνθηκε προς την κλειστή πόρτα του δωματίου του Μαξ. Πριν προλάβει να χτυπήσει, εκείνη άνοιξε, φανερώνοντας τον νεαρό ντυμένο με τον εξοπλισμό των Φαντασμάτων.
Αντικρίζοντας τη μάσκα με τη νεκροκεφαλή, η κοπέλα τρόμαξε, με αποτέλεσμα να πεταχτεί σαν το ελατήριο και η καρδιά της να χτυπάει σε τρελό ρυθμό. "Στο διάολο Μαξ! Με κοψοχόλιασες! Δίκιο είχε τελικά η Μυρτώ όταν μου έλεγε πως σε φοβόταν! Ο καθένας θα τρόμαζε και με το δίκιο του αν έβλεπε αυτή τη μάσκα! Ειδικά μέσα στη νύχτα!"
"Τα πλεονεκτήματα της δουλειάς"
"Το να τρομάζεις τον κόσμο;"
"Ω ναι", απάντησε εκείνος και του ξέφυγε ένα μικρό γελάκι.
"Μη γελάς! Η ψυχή μου πήγε στην Κούλουρη!"
"Συγγνώμη, ηλιαχτίδα μου, θα προσπαθήσω να μην επαναληφθεί", απολογήθηκε και άρχισε να της τσιμπάει τα μάγουλα.
"Μη μου τσιμπάς τα μάγουλα!", παραπονέθηκε η κοπέλα.
"Αφού σου αρέσει"
"Σε σένα αρέσει! Οπότε, σταμάτα το!"
Της άφησε τα μάγουλα με μισή καρδιά. "Τώρα μπες στο ψητό"
"Δεν έχω πιτζάμες"
"Να σου δανείσει η Μυρτώ, τόσες έχει!"
"Ήλπιζα να μου δανείσεις εσύ καμία από εκείνες τις ωραίες κοντομάνικες μπλούζες σου", είπε η Ηλιάνα και έκανε τα γλυκά ματάκια.
"Όχι! Μου φτάνει μία Μυρτώ που μου κλέβει τα ρούχα!"
"Σε παρακαλώ! Θα σ'την επιστρέψω, αλήθεια!"
"Καλά...", υπέκυψε ο νεαρός και της έκανε νόημα να μπει στο δωμάτιο. Άνοιξε τη ντουλάπα και διαλέγοντας ένα απλό μαύρο κοντομάνικο, το έτεινε προς το μέρος της. "Ορίστε. Αλλά το θέλω πίσω"
"Ευχαριστώ πολύ! Είσαι ο καλύτερος!", αναφώνησε και τον αγκάλιασε. "Α! Μήπως έχεις και κανένα σορτσάκι να συμπληρώσω το συνολάκι;"
Ο Μαξ αναστέναξε και άνοιξε ένα από τα συρτάρια του κομοδίνου του. "Αυτό έχω μόνο και το περιμένω και αυτό πίσω!", την προειδοποίησε και της πέταξε ένα μποξεράκι με τον Μίκι Μάους. "Έχει συναισθηματική αξία!"
"Έγινε! Θα τα έχεις σε τρεις μέρες το πολύ, πλυμένα και σιδερωμένα!"
"Ηλιάνα, η ταινία αρχίζει!"
"Έρχομαι!", φώναξε η κοπέλα και έτρεξε στο μπάνιο για να αλλάξει, ενώ ο Μαξ κατευθύνθηκε προς την αδερφή του.
"Μυρτώ μου, φεύγω"
"Κι εσύ στον Άγγελο θα πας;"
"Τελικά κατάφερε να σε πείσει να αφήσεις τον Κρις να πάει;"
"Τα κατάφερε", συμφώνησε η κοπέλα.
"Δεν ξέρω, μπορεί να περάσω και από εκεί"
Η Μυρτώ σηκώθηκε από τη θέση της και στάθηκε μπροστά του. Για δύο δευτερόλεπτα δε μίλησε κανείς τους.
"Να προσέχεις εκεί έξω"
"Κι εσείς να προσέχετε", απάντησε και την αγκάλιασε.
"Τι ώρα θα γυρίσεις;"
"Μπορεί πέντε, μπορεί νωρίτερα, μπορεί και αργότερα. Εξαρτάται"
"Μαξ φεύγεις;", ρώτησε η Ηλιάνα.
"Ναι, ηλιαχτίδα μου. Θα επιστρέψω το ξημέρωμα"
"Να προσέχεις"
"Θα προσέχω. Κι εσείς το ίδιο", επανέλαβε ο νεαρός και εξαφανίστηκε.
***
Παρασκευή 23 Ιουνίου, 23:15
Ημέρα τρίτη
Η Χλόη στηρίχτηκε στον πάγκο της κουζίνας και έπιασε το κεφάλι της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμήσει τη γρήγορη αναπνοή της.
Μπορεί ο Άγγελος να είχε φύγει εδώ και κάτι ώρες από το σπίτι, αλλά αυτό δεν είχε σημασία για τον Σμαραγδένιο Δράκο.
Προσπαθούσε να βγει, να απελευθερωθεί, αλλά η κοπέλα δεν τον άφηνε και αυτό είχε παρενέργειες στον οργανισμό της. Την έκανε να ζαλίζεται, να νιώθει κουρασμένη.
Αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει να βγει.
Φοβόταν για την ακρίβεια. Φοβόταν πως θα έχανε ξανά τον έλεγχο όπως εκείνο το βράδυ δύο χρόνια πριν.
Θυμόταν ακόμη τις απειλές του Εμμανουήλ Χατζόπουλου, το μίσος, ο θυμός και η οργή που την είχαν κατακλύσει για το άτομό του, με αποτέλεσμα να δώσει πάτημα στον Δράκο.
Άνοιξε τη βρύση και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Ο Σμαραγδένιος Δράκος είχε υποχωρήσει ελαφρώς, δίνοντάς της τη δυνατότητα να κατευθυνθεί στο σαλόνι και να σωριαστεί στον καναπέ. Τα φώτα του διαμερίσματος ήταν κλειστά, τα παράθυρα ανοιχτά για να μπαίνει δροσιά.
Ο Δράκος επιχείρησε να βγει ξανά, κάνοντας την κοπέλα να πνίξει μία κραυγή και να κουλουριαστεί σαν μπάλα. Και κέρδισε.
Η Χλόη κατευθείαν ένιωσε καλύτερα, μιας και το ερπετό πλέον ήταν κουλουριασμένο μπροστά της. Τα πράσινα μάτια του ήταν το ίδιο χρώμα με τις φολίδες του και την κοιτούσαν με μία πρωτόγνωρη ζεστασιά. Σαν να τη νοιαζόταν.
Ο Σμαραγδένιος Δράκος ήταν από τις ελάχιστες δυνάμεις, οι οποίες είχαν τη μορφή ενός ζώου και η δεύτερη, μετά τον Φοίνικα, που ήταν ένα πλάσμα βγαλμένο από τους μύθους και τα παραμύθια.
"Όλα εντάξει τώρα που κατάφερες να βγεις;", ακούστηκε η φωνή της κοκκινομάλλας λίγο πιο δυνατή από έναν ψίθυρο.
"Χλόη", έκανε ο Δράκος με βαθιά και ήρεμη φωνή.
"Όχι Χλόη!", πλέον δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα της κοπέλας.
"Κατανοώ τον πόνο και το φόβο σου, κόρη μου"
"Όχι, δεν καταλαβαίνεις! Δεν καταλαβαίνεις πως εξαιτίας σου φοβάμαι και ότι είναι καλύτερα όταν δε χρησιμοποιώ τη δύναμή σου!", είπε με πικρία η Χλόη και εμφάνισε μία πένα και σήκωσε το χέρι της ψηλά, θέλοντας να σχηματίσει έναν κινέζικο χαρακτήρα. Αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πράξη της, καθώς κάποιος της έπιασε σφιχτά τον καρπό.
"Χλόη, σε παρακαλώ, άφησε την πένα", είπε ήρεμα μία γνώριμη φωνή δίπλα από το αυτί της, "τώρα αναλαμβάνω εγώ"
Η κοπέλα, αφού κατάλαβε πως ήταν το Φάντασμα με τα γαλανά μάτια, άφησε την πένα και κλείστηκε στο δωμάτιό της.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου