Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 5 - Νεκροφιλημένη)


 Η Κάλιντα άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό. «Κάποιος που ξέρει το όνομά μου; Πόσο ενδιαφέρον... Από που είπες ότι έρχεσαι, αγοράκι;».

Ο Λαχάρ πίεσε το χέρι του στο λαιμό της και η Κάλιντα έσφιξε τα δόντια. Όχι από πόνο, αλλά από ευχαρίστηση. Έκλεισε τα μάτια και έγλυψε τα χείλη της αργά, προκλητικά.

«Από την Ινάλ» γρύλισε εκείνος.

Αυτή, άνοιξε απότομα τα μάτια της. «Από την Ινάλ; Α... Πέρασα υπέροχα εκεί. Η πόλη έχει τόσο γλυκό αίμα. Είχε... Πλάκα».

Ο Λαχάρ έχασε την αυτοσυγκράτησή του και αφού την τράβηξε μπροστά, την έσπρωξε με δύναμη ξανά στον τοίχο. Η Κάλιντα μόρφασε από τον πόνο, αλλά πάντα με καρφωμένο ένα χαμόγελο στα σαρκώδη χείλη της.

«Να σου υπενθυμίσω ότι το σώμα αυτό δεν είναι δικό μου» γουργούρισε.

Ο Λαχάρ δεν χαλάρωσε καθόλου το κράτημα του. «Νομίζεις πως με ενδιαφέρει; Το μόνο που θέλω είναι να σε σκοτώσω. Ακόμη και αν χρειαστεί να πάρεις και κάποιον αθώο μαζί. Τι τύχη, όμως! Οι φρουροί κουτσομπολεύουν χειρότερα από τις γυναίκες. Τούτη εδώ είναι δολοφόνος. Πραγματικά βρήκες το απόλυτο ταίρι σου, Κάλιντα. Ένα σιχαμένο πλάσμα να σου κρατά συντροφιά».

Η Κάλιντα ίσιωσε τον κορμό της και με μια γρήγορη κίνηση τίναξε το σπαθί από το λαιμό της σα να ήταν πούπουλο. Ευθύς έστρεψε τον Λαχάρ στον τοίχο, κρατώντας κόντρα τους καρπούς του πάνω στη γυαλιστερή πέτρα. Έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, ώστε να τους χωρίζουν λίγες μόνο ανάσες.

«Μιλάς πολύ, πρίγκιπα. Επίσης, να σου θυμίσω ότι η δολοφόνος, γλίτωσε το όμορφο τομάρι σου από την φυλακή. Την δολοφόνο που πλήρωσες» μουρμούρισε απειλητικά.

Το πρόσωπο του Λαχάρ συσπάστηκε από την οργή και το μίσος. Ξαφνικά πίσω τους ακούστηκαν βήματα και ήχησε ξανά η καμπάνα. Και άλλοι φρουροί. Η Κάλιντα έστρεψε το βλέμμα της προς τα δεξιά, χωρίς να αφήσει τον Λαχάρ ελεύθερο.

«Ήρθε η ώρα να αποχωρήσω, αγαπητέ!» ψιθύρισε στ' αυτί του πριν του κλοτσήσει τα γόνατα και τον αφήσει να πέσει στο έδαφος. Πλησίασε την βαριά ξύλινη πόρτα και την άνοιξε κάνοντας ένα βήμα προς τον κρύο βραδινό αέρα.

«Γιατί» αναφώνησε ο Λαχάρ, ενώ προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος. «Γιατί... Τι έφταιξε η μητέρα μου;!».

 «Η μητέρα σου;» η Κάλιντα τον κοίταξε απαξιωτικά.

Εκείνος σηκώθηκε και έπιασε ξανά το σπαθί, κρατώντας το γερά στην τρεμάμενη γροθιά του.

«Την σκότωσες!» βρυχήθηκε.

Τα βήματα στους διαδρόμους πίσω τους πλήθαιναν και κόντευαν να τους φτάσουν.

«Περιμένεις να θυμάμαι τον καθένα που σκότωσα;» τον ρώτησε με την χαρά να χρωματίζει την φωνή της. Τα μάτια του Λαχάρ γούρλωσαν και η Κάλιντα με ένα σιγανό γελάκι, χάθηκε στο σκοτάδι. Το σκοτάδι που είχε κάνει σπίτι της.

Ο Λαχάρ πέταξε με φόρα το σπαθί του στο έδαφος και εκείνο κύλησε στο κρύο δάπεδο με έναν δυνατό κρότο. Τα βήματα είχαν σταματήσει και ένα ημικύκλιο φρουρών τον περιτριγύρισε. Με μια συγχρονισμένη κίνηση έστρεψαν τα δόρατά τους προς το μέρος του. Δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει να τους κοιτάξει, παρά μόνο όταν άκουσε την φωνή του πρίγκιπα Κάιν.

«Λαχάρ» του είπε, δηλώνοντας την παρουσία του.

«Κάιν» απάντησε ο Λαχάρ, με ένα νεύμα του κεφαλιού του ως σημάδι αναγνώρισης.

«Βλέπω γνώρισες την αγαπητή μου, πρώην φυλακισμένη» συνέχισε ατάραχος ο Κάιν.

«Γιατί την κρατάς Κάιν;» ξέσπασε. «Γιατί δεν την αποκεφαλίζεις; Γιατί δεν την καις!;».

«Γιατί μου είναι πολύτιμη, Λαχάρ. Μπορώ να την χρησιμοποιήσω όπως θέλω και όποτε θέλω. Φαντάσου τους πολέμους, τις νίκες που θα μας χαρίσει! Την γη που θα αποκτήσουμε!».

Ο Λαχάρ έμεινε να τον κοιτάζει, χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτά που άκουγε, και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Οι φρουροί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανα.

«Ένας τόσο δυνατός σύμμαχος του βασιλείου μου... Πώς μπορεί να είναι τόσο ηλίθιος;» αναρωτήθηκε τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία του λέξη. Ένα ειρωνικό χαμόγελο στόλισε τα χείλη του πρίγκιπα της Σεβέλ και πριν μιλήσει έκανε νόημα στους φρουρούς να χαμηλώσουν τα όπλα τους.

«Εσύ θα μου πεις, που σε κλείσαμε μέσα, επειδή γλένταγες με τρεις γυναίκες στην ταβέρνα. Και οι τρεις παντρεμένες. Φαντάζομαι την έκπληξη των συζύγων τους όταν σας είδαν στο κρεβάτι να επιδίδεστε σε... Διάφορες δραστηριότητες. Ευτυχώς που είσαι αντάξιος μαχητής και την γλίτωσες με μια σκισμένη μπλούζα μόνο. Οι υπήκοοί μου βέβαια... Είσαι τυχερός που δεν σου αφαιρέσαμε τα προσωπικά σου απόκρυφα».

Το γέλιο κόπηκε και ο Λαχάρ ξεφύσησε, περνώντας τα δάχτυλά του γύρω από την κοτσίδα του πριν την σφίξει δυνατά. «Ήταν απλά μια κακή στιγμή. Εσύ, από την άλλη, δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να κάνει, Κάιν. Δεν μιλάμε για μια πολύ καλή δολοφόνο. Μιλάμε για μια ανοιχτή πύλη των νεκρών, που μπορεί όποτε θέλει να μας αφανίσει όλους. Μα υποθέτω... Ότι αυτό δεν το ήξερες».

Μπήκα σε ένα τυχαίο καπηλειό, σέρνοντας τα πόδια μου. Νόμιζα ότι έχανα τον κόσμο γύρω μου. Όταν αισθάνθηκα πως πέφτω, πιάστηκα από κάποιον στα δεξιά μου. Το προσωρινό στήριγμά μου, τίναξε το χέρι μου και μου φώναξε:

«Φύγε από εδώ, ρε ηλίθια!».

Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, αλλά ο θυμός έκαιγε το λαιμό μου. Πέρασα το χέρι μου πάνω από το πρόσωπό μου και ένιωσα τον ιδρώτα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο κούτελό μου. Τα πάντα γύρω μου γύριζαν και έγειρα στο πλάι προσπαθώντας να ισιώσω το κορμί μου. Ανοιγόκλεισα το μάτι μου, επιχειρώντας να απομακρύνω την μαυρίλα που απλωνόταν στην όρασή μου.

Κάτι σκληρό χτύπησε τα γόνατά μου. Μετά από λίγο, κατάλαβα ότι είχα πέσει στο ξύλινο πάτωμα. Κάποιος με πλησίασε και ακούμπησε τον ένα μου ώμο. Κάτι έλεγε, αλλά δεν μπορούσα να ακούσω τι. Έπιασα τα αυτιά μου. Μήπως κουφάθηκα; αναρωτήθηκα αγχωμένη, από μέσα μου. Ένα απαλό χαστούκι έστρεψε το κεφάλι μου λίγο προς τα δεξιά και τα πάντα χάθηκαν.

Τα ουρλιαχτά της γυναίκας, έσκισαν την σιωπή και με ξύπνησαν απότομα. Βρισκόμουν ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στο κρύο πάτωμα και σηκώθηκα γρήγορα. Κάτι που μετάνιωσα αμέσως, γιατί όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω-γύρω πάλι. Η γυναίκα ούρλιαξε ξανά και κοίταξα τριγύρω να δω από που προερχόταν η κραυγή.

«Σολέν! Έλα καλή μου, μπορείς!» είπε ένας άντρας.

Προχώρησα προς τη γνώριμη φωνή και σιγά-σιγά, σαν να έβγαιναν από ομίχλη, τα πρόσωπα καθάρισαν. Μπροστά μου είχα τους γονείς μου και μια μαία. Πίσω-πάτησα αργά.

«Όχι... Όχι, όχι, όχι!» φώναξα και μια ανάσα έφραξε τον λαιμό μου, καταλήγοντας σε αναφιλητό.
Η μητέρα μου, η πανέμορφη μητέρα μου, ούρλιαξε πιο δυνατά και ο πατέρας μου κοίταξε την μαία εκλιπαρώντας την να κάνει κάτι.

«Σολέν, σπρώξε!» κραύγασε η μαία. «Λίγο ακόμα!».

Η γυναίκα την άκουσε και ύστερα από λίγο, αλλά ταυτόχρονα τόσο πολύ που μου φάνηκε σα να πέρασαν χρόνια, ένα ελαφρύ κλάμα ήρθε να αντικαταστήσει τα ουρλιαχτά. Η Σολέν έγειρε πίσω στο κρεβάτι κουρασμένη, γελώντας και κλαίγοντας μαζί από ανακούφιση. Ο Χακάν την αγκάλιασε και την φίλησε απαλά στο καταϊδρωμένο της μέτωπο και ύστερα στα τρεμάμενα χείλη της. Η μαία τους έδωσε το μωρό φασκιωμένο.

«Είναι κορίτσι» ανακοίνωσε συγκινημένη.

«Κορίτσι…» είπε ο πατέρας μου γεμάτος θαυμασμό και γέλασε. Πήρε το μωρό στα χέρια του και έμεινε να το χαζεύει.

Πλησίασα πιο κοντά να δω το μωρό. Ήταν τόσο όμορφο και μικροσκοπικό. Μια τόση δα ύπαρξη. Με μικρά καφέ μάτια. Ολοκάστανα. Το αίμα μου πάγωσε. Καστανά μάτια. Δυο καστανά μάτια. Ξαφνικά το μωρό σταμάτησε να κλαίει και άρχισε να βήχει. Μια σταγόνα πιτσίλισε τον πατέρα μου στο μάγουλο. Αίμα... Το μωρό συνέχισε να βήχει.

«Χακάν; Τι συμβαίνει;» ρώτησε τρομαγμένη η μητέρα μου.

Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά και κοιτούσα σα τρελή το μωρό και τους γονείς μου. Το βλέμμα μου ταξίδευε από πρόσωπο σε πρόσωπο. Η μαία έτρεξε προς το μέρος μου, πριν προλάβω να φύγω από την μέση. Πέρασε από μέσα μου σα να ήμουν φάντασμα και πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Το μωρό άνοιξε το στόμα του και αίμα άρχισε να κυλά στα ροδαλά του μάγουλα. Σε λίγα λεπτά ήταν νεκρό. Όχι, όχι… Δεν μπορεί! Αφού είμαι ζωντανή! Τα χέρια μου χώθηκαν μέσα στα μαλλιά μου και τα ανακάτεψα μανιασμένα. Σφάλισα τα βλέφαρά μου. Ένα όνειρο. Αυτό είναι. Είναι ένας πολύ κακός εφιάλτης.

Η κραυγή πόνου που άκουσα, έκανε την καρδιά μου χίλια κομμάτια και άνοιξα σιγά-σιγά το μάτι μου. Η μητέρα μου κρατούσε το νεκρό μωρό στην αγκαλιά της και έκλαιγε γοερά, κουνώντας το σώμα της μπρος πίσω. Η μαία και ο πατέρας μου είχαν αποχωρήσει.

«Το μωρό μου!» ψέλλισε η μητέρα μου. «Το όμορφο μωρό μου! Γιατί μου το πήρες, Μεγαλοδύναμε; Φέρτη πίσω! Την Αλιάνα μου!».

'Έκλεισα το μισάνοιχτο στόμα μου με την παλάμη μου και ξόρκισα τα δάκρυα που θόλωναν την όρασή μου, να μην κυλήσουν. Τότε ένας δυνατός αέρας ανακατεύτηκε με την θλίψη που γέμιζε το σπίτι και έσβησε την φωτιά της εστίας, αφήνοντας μόνο ένα κερί, δίπλα στο κρεβάτι των γονιών μου, αναμμένο. Ένας γνώριμος γαλάζιος καπνός εισέβαλε από το παράθυρο και τύλιξε την μητέρα μου. Η ανάσα της κόπηκε και το βλέμμα της περιεργάστηκε το παράξενο θέαμα.

«Θες να την σώσω;» ψιθύρισε μια γυναικεία φωνή και περιπλανήθηκε η πνοή της στον αέρα.

«Ποια... Ποια είσαι;» τραύλισε η Σολέν, σφίγγοντας το άψυχο μωρό στην αγκαλιά της. Νόμισα ότι την άκουσα να προσεύχεται.

«Απάντησέ μου, γυναίκα. Θες να σώσω το μωρό σου; Μπορώ να σου φέρω πίσω το μονάκριβό παιδί σου» μουρμούρισε δελεαστικά η φωνή.

Η Σολέν κοίταξε το μωρό και μετά το παράξενο καπνό που έπαιρνε μορφή όσο στεκόταν. Τη μορφή μιας γυναίκας. Πήγα να κάνω ένα βήμα μπροστά, να δω καλύτερα, αλλά το σώμα μου έμεινε στη θέση του. Ακίνητο. Αδύνατο να πάει παραπέρα. Για κάποιο λόγο φοβόμουν και δεν ήθελα η μητέρα μου να συνεχίσει την κουβέντα.

«Όποια κι αν είσαι» ξεκίνησε η Σολέν. «Σε παρακαλώ, μην την αφήσεις να πεθάνει. Μη μου την πάρεις!» παρακάλεσε ανάμεσα από τους λυγμούς της.

Η μορφή γέλασε και ακούμπησε το σχηματοποιημένο χέρι της στο μωρό. Ένα αεράκι το τύλιξε και το έφερε κοντά της, ώστε να επιπλέει ανάμεσα στον γαλάζιο καπνό. Αγκάλιασε το φασκιωμένο πτώμα και γέλασε ευχαριστημένη με αυτό που έβλεπε.

«Είσαι δικιά μου τώρα» γουργούρισε και φίλησε το μωρό στο μέτωπο. Στην δεύτερή μου ανάσα το μωρό άρχισε να κλαίει πάλι. Το επέστρεψε στη μητέρα που δάκρυσε από χαρά και κοίταξε το μικροσκοπικό ανθρωπάκι στα χέρια της. Ύστερα από λίγο, όμως, ρούφηξε την μύτη της και κοίταξε τον καπνό που έχανε την γυναικεία μορφή του.

«Τα μάτια της-» μουρμούρισε.

«Ένα μικρό τίμημα που καλείται να πληρώσει» την έκοψε η μορφή και χάθηκε μονομιάς.

Την ίδια στιγμή εισέβαλε ο πατέρας μου στο δωμάτιο μαζί με την μαία. Κανείς δεν πίστευε στα μάτια του. Το μωρό τους ήταν ζωντανό. Ξαφνικά δυο χέρια ήρθαν και κάλυψαν το πρόσωπό μου και δυο χείλη ακούμπησαν τ' αυτί μου:
«Πλέον ξέρεις…» ψιθύρισε η γυναίκα και τα χέρια κατευθύνθηκαν στο λαιμό μου. «Το τίμημα που έχεις να πληρώσεις... Η εποχή που θα το ζητήσω, είναι κοντά…» συνέχισε και με γύρισε απότομα ώστε να την κοιτάξω.

Το βλέμμα μου συνάντησε το απόλυτα γαλάζιο δικό της. Δεν είχε μάτια. Είχε δύο άδειες κόγχες, γεμάτο γαλάζιο υγρό, καθαρό σαν νερό. Το σχεδόν αόρατο πρόσωπό της σκλήρυνε και τα μακριά μαλλιά της έπλεαν στον αέρα, μαστιγώνοντας το κενό.

«Είσαι δικιά μου» είπε χαμηλόφωνα και φίλησε το μέτωπό μου.

Ella Sarlot