Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 2)



Φτάνοντας στο γειτονικό βασίλειο, έξω απ'τα τείχη, οι πύλες άνοιξαν και οι στρατιώτες τους καλωσόρισαν, αφήνοντάς τους να περάσουν μέσα στο τεράστιο ευρύχωρο κάστρο. Στρατιώτες και ιππότες με το έμβλημα του Βασιλιά τους στολισμένο στις πανοπλίες τους, υποκλίνονταν και άνοιγαν δρόμο για να περάσουν. Σταμάτησαν τα άλογά τους μπροστά από τα σκαλιά του κάστρου, περιμένοντας τον Βασιλιά και τους ακόλουθούς του. Ο Βασιλιάς χειροκρότησε και τους πλησίασε με ένα μεγάλο χαμόγελο χαραγμένο στο νεανικό λευκό πρόσωπό του.
«Χρόνια και ζαμάνια, Μαρτύνε! Ελπίζω το ταξίδι σας να μην ήταν πολύ ταλαίπωρο.» , αναφώνησε, αγκαλιάζοντας τον άλλον βασιλιά. Εκείνος γέλασε αχνά.
«Ήταν κουραστικό, αλλά ήσυχο.» , απάντησε, φέρνοντας την ανιψιά του στο μυαλό του, η οποία σε όλο το ταξίδι ήταν τόσο ήσυχη όσο ο ποταμός σε μια ζεστή και άηχη μέρα του καλοκαιριού. Γύρισε προς εκείνη, η οποία καθόταν ακόμα στο άλογό της, κοιτώντας τους αδιάφορη.

«Αυτή είναι η ανιψιά μου, Μύρωνα.» , είπε και έδειξε την κοπέλα πάνω στο άλογο. Εκείνος, με μάτια έκπληκτα, την πλησίασε και την βοήθησε να κατέβει από τη ψηλή φοράδα της. Έβγαλε από το λευκό πρόσωπό της την κόκκινη κάπα της και την κοίταξε, σοκαρισμένος από την ομορφιά της.

«Από τότε που σε είδα, έχεις ομορφύνει κατά πολύ, Αρχόντισσά μου. Λύκαινα, όπως λένε οι θρύλοι για εσένα. Άγρια και όμορφη...» , έσκυψε και φίλησε το εξωτερικό του χεριού της, σε μια προσπάθεια να την κάνει να νιώσει άνετα.» Ελπίζω να μην κουραστήκατε πολύ, Αρχόντισσά μου.» , είπε και εκείνη προσπαθούσε να κρύψει έναν αναστεναγμό που απειλούσε να ξεφύγει από τα σαρκώδη χείλη της.

«Να πω την αλήθεια, Βασιλιά μου, ήταν εξαντλητικό το ταξίδι. Θα ήθελα να ξεκουραστώ για λίγες ώρες.» , είπε εκείνη, προσπαθώντας να βρει δικαιολογία να φύγει όσο πιο γρήγορα μακριά του. Εκείνος έγνεψε.

«Ασφαλώς θα είστε κουρασμένη. Η υπηρέτρια θα σας πάει στο δωμάτιό σας. Το βράδυ ευελπιστώ να σας δω στη δεξίωση που θα ετοιμαστεί για την άφιξή σας.» , είπε εκείνος και αυτή ανάγκασε ένα χαμόγελο στα χείλια της και έγνεψε καταφατικά.

«Ασφαλώς.» , απάντησε και έφυγε, καθώς μια υπηρέτρια την κατεύθυνε προς το δωμάτιό της. Περπατώντας και μιλώντας μαζί με την υπηρέτρια, ξαφνικά ένιωσε να συγκρούεται με κάτι σκληρό. Χάνοντας την ισορροπία της, προετοίμασε τον εαυτό της για την πτώση, όμως ποτέ δε ένιωσε το κρύο σκληρό πάτωμα ενάντια στην πλάτη της. Αντιθέτως, δύο στιβαρά χέρια τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της και την κράτησαν όρθια. Άνοιξε τα μάτια της, τα οποία ασυναίσθητα είχε κλείσει και ήρθε αντιμέτωπη με έναν μαυρομάλλη νεαρό άντρα με έντονα φωτεινά μάτια, τα οποία ήταν καρφωμένα στο πρόσωπό της, ανήσυχα.

«Είστε καλά;» , την ρώτησε μετά από λίγο, τραβώντας την από τις σκέψεις της και εκείνη τον έσπρωξε και στάθηκε όρθια ξανά, στρώνοντας το άσπρο φόρεμά της.

«Θα ήμουν, αν δεν είχατε πέσει πάνω μου.», σχολίασε κατηγορηματικά και εκείνος την κοίταξε έκπληκτος με το σχόλιό της. Όμως γρήγορα, η λάμψη του θυμού φωτίστηκε στα φωτεινά μάτια του.
«Συγγνώμη που σας έσωσα κιόλας.» , της είπε εκείνος ειρωνικά, κερδίζοντας ένα αγριοκοίταγμα από εκείνη. Ήξερε ότι γίνεται ανώριμη και αγενής, όμως θα μπορούσε ο άντρας μπροστά της απλά να προσπεράσει το σχόλιό της, όπως θα έκανε κάθε έξυπνος άνθρωπος στη θέση του. Εξάλλου, ποιος νόμιζε ότι ήταν και της μιλούσε με τέτοιο τόνο στη βαθιά φωνή του;

«Δε χρειαζόμουν την βοήθειά σας, κύριε! Θα μπορούσα και μόνη μου!» , του είπε προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της, η οποία ήταν στα όρια, και εκείνος σήκωσε το φρύδι του ειρωνικά, χαμογελώντας.

«Από το να πέσετε, Αρχόντισσά μου; Γιατί εγώ είδα ότι είχατε αφήσει τον εαυτό σας να πέσει.» , της είπε χαριτολογώντας και εκείνη φανερά έβραζε στο ζουμί της, προσπαθώντας να βρει κάτι να πει.

Ξαφνικά, το λαμπάκι πάνω απ΄το κεφάλι της φωτίστηκε.

«Ήθελα να δω αν σαν γνήσιος κύριος με σώζατε ο ίδιος.» , του είπε έξυπνα, σηκώνοντας τα φρύδια της, καθώς ένα μεγάλο θριαμβευτικό χαμόγελο κάλυπτε τα χείλη της. Όμως, το αυτάρεσκο εκνευριστικό χαμόγελο παρέμενε στα χείλη του, κάτι που την εξόργιζε ακόμα περισσότερο.

«Δηλαδή θα αφήνατε τον εαυτό σας να πέσει, μόνο και μόνο για να δείτε κατά πόσο ευγενικός είμαι;» , την ρώτησε ειρωνικά και εκείνη ξεφύσηξε νευριασμένη.

«Ακριβώς. Και τώρα, να με συγχωρείται. Έχω καλύτερα πράγματα να κάνω από το να λογομαχώ για ένα τόσο ανόητο ζήτημα στη μέση του διαδρόμου μαζί σας.» , του είπε και χαμογελώντας υπερήφανα, έφυγε μαζί με την υπηρέτριά της, αφήνοντάς τον να την κοιτά, βγάζοντας καπνούς από τα αυτιά του. Ο άντρας δίπλα του, τον οποίο δεν είχε παρατηρήσει κανείς έως τότε, χαμογέλασε στον εκνευρισμένο φίλο του.

«Από πότε φέρεσαι έτσι σε μια γυναίκα εσύ;» , τον ρώτησε, με τα σοκολατί μάτια του να έχουν μια παιχνιδιάρικη λάμψη.

«Μα εγώ φταίω; Αυτή η παλιό εγωίστρια φταίει!» , είπε θυμωμένα, δείχνοντας προς τα εκεί που έφυγε και κοιτώντας την να απομακρύνεται.

«'Δε χρειαζόμουν την βοήθειά σας'.» , είπε, μιμούμενος την φωνή της, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να κάνει τον φίλο του να γελάσει με τις ικανότητες μίμησής του.

«Κάποιος φαίνεται ότι έχει πιο πολλά νευράκια με μια γυναίκα που μόλις γνώρισε. Περισσότερα από ότι πρέπει.» , είπε, χαριτολογώντας και ο μαυρομάλλης φίλος του έστρεψε το βλέμμα του προς εκείνον.

«Τι υπονοείς;» , τον ρώτησε, όμως καθώς εκείνος άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, αυτός τον διέκοψε, στρέφοντας την παλάμη του προς αυτόν.» Ξέρεις κάτι; Δε θέλω να μάθω, γιατί θα ακούσω βλακεία. Και δε μπορώ άλλες σήμερα.» , είπε και άρχισε να απομακρύνεται από εκείνον, αφήνοντάς τον εκεί να γελά με την αντίδρασή του.

Λίγα μέτρα πιο μακριά, η νεαρή Ρωξάνδρα μπήκε στο δωμάτιό της, ακολουθώντας φουρτουνιασμένη την νεαρή υπηρέτριά της.

«Μα ποιος νομίζει ότι είναι και μου μιλάει έτσι; Απορώ τι δουλειά έχει εδώ! Τέτοιοι αλαζονικοί, αγενείς και ανόητοι άντρες δεν επιτρέπεται να βρίσκονται μέσα σε ένα τόσο σεβαστό κάστρο!» , αναφώνησε, αδιαφορώντας για τις έκπληκτες ματιές που της έριχνε η υπηρέτριά της για το λεξιλόγιό και το ξέσπασμά της.

«Είναι ο Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς και των Βασιλικών Ιπποτών, Αρχόντισσά μου. Συνήθως τον αποκαλούν 'Πρώτο Ιππότη'.» , την πληροφόρησε η νεαρή μελαμψή γυναίκα που καθόταν και άκουγε το μικρό ξέσπασμά της για τον άγνωστο για την νεαρή Αρχόντισσα άντρα με συμπάθεια και κατανόηση. Η Ρωξάνδρα γύρισε προς το μέρος της, παραμένοντας εξοργισμένη.

«Και έπρεπε να μιλήσει έτσι;» , ρώτησε ρητορικά και η υπηρέτρια χαμογέλασε αχνά.
«Προφανώς δε σας γνώρισε, Αρχόντισσά μου.» , τον δικαιολόγησε εκείνη.

Η Ρωξάνδρα έστρεψε το βλέμμα της προς το παράθυρο, κοιτώντας έξω. Το βλέμμα της έπιασε εκείνον να παλεύει στους χώρους εκπαίδευσης με τον άντρα που βρισκόταν πριν μαζί του, εκείνου που δεν του είχε δώσει σημασία. Ο αλαζονικός νεαρός που συνάντησε πριν κάποια λεπτά, περιστρεφόταν γύρω από τον σύντροφό του, κρατώντας σταθερή την κοφτερή λεπίδα προς αυτόν. Ο ήλιος έπαιζε και χάιδευε το μελαμψό δέρμα του, διακοσμώντας το με σταγόνες ιδρώτα. Τα μαύρα μαλλιά του είχαν πέσει στο μέτωπό του, λογικά κολλημένα με ιδρώτα. 
Όμως αυτό που της τράβηξε πιο πολύ το ενδιαφέρον ήταν το γυμνό σμιλεμένο και γεροδεμένο στήθος του, το οποίο διακοσμούσαν κατάμαυρες τρίχες και ένας χρυσός σταυρός που έπεφτε σε κάθε κίνησή του με δύναμη στο σκληρό στήθος του ξανά. Τα στιβαρά και γυμνασμένα χέρια του κρατούσαν με σιγουριά τη χρυσή με κόκκινες λεπτομέρειες λαβή του σπαθιού του, κινώντας το με δικιά του θέληση και όντας σε τέλεια αρμονία με τον χώρο γύρω του.

Κόιταξε προς τον νεαρό καστανομάλλη σύντροφό του. Τα μακριά μέχρι τους ώμους μαλλιά του, έπεφταν χαλαρά στο πρόσωπό του και εκείνος τα φυσούσε συνέχεια, έτσι ώστε να του επιτρέψουν να δει τις κινήσεις του αντιπάλου του. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά τη λαβή και στη δεξιά ωμοπλάτη του μπορούσε να διακρίνει ένα μικρό σύμβολο. Το ελαφρά μαυρισμένο σώμα του ήταν το ίδιο ιδρωμένο με του συντρόφου του, όμως και οι δύο άντρες αδιαφορούσαν για αυτό.

«Εμ...» , στρέφει το βλέμμα της προς την νεαρή υπηρέτρια, ζητώντας με κάποιο τρόπο το όνομά της.

«Μελωδία, Αρχόντισσά μου.» , απαντά εκείνη και η Ρωξάνδρα χαμογελά.

«Μελωδία, έρχεσαι λίγο;» , την ρωτά, και η νεαρή αμέσως σπεύδει στο πλευρό της.

«Πώς τον λένε τον νεαρό που μάχεται με τον αλαζονικό Στρατηγό;» , την ρωτά με ενδιαφέρον και εκείνη χάνεται στον καστανομάλλη άντρα για λίγο.

«Είναι ο Σερ Λεωνίδας, Αρχόντισσά μου. Πιστός στον Βασιλιά και ο καλύτερος φίλος του Στρατηγού. Αν όχι ο καλύτερος, ένας από τους καλύτερους ιππότες που έχουμε εδώ στο Βασίλειο. Το βέλος του δεν αστοχεί ποτέ και μας έχει σώσει πολλές φορές από επιδρομές και άλλους αντίπαλους Βασιλιάδες.», λέει με θαυμασμό για τον νεαρό και η Ρωξάνδρα στρέφει το βλέμμα της προς αυτήν με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Φαίνεται ότι τον συμπαθείς πολύ.», παρατηρεί και η νεαρή αμέσως μαζεύει το ενδιαφέρον της, κοιτώντας κάτω, ενώ τα μελαμψά μάγουλά της έχουν βαφτεί κόκκινα από την ντροπή.
Η Ρωξάνδρα γελά δυνατά και ακουμπά τη παλάμη του χεριού της στον ώμο της νεαρής, σε μια φιλική χειρονομία.

«Μην ανησυχείς, το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου. Ελπίζω και εκείνος να νιώθει το ίδιο για σένα.», της λέει με ειλικρίνεια να χρωματίζει τα λόγια της και η Μελωδία την κοιτά με ευγνωμοσύνη να κατακλύζει τα καφετί μάτια της.

. . .«Αυτή η Ρωξάνδρα πολύ σπαστική» , αναφωνεί ο νεαρός Φοίβος, αυτή τη φορά διακόπτοντας εκείνος την γιαγιά-Αντιγόνη.

«Όχι, δεν είναι! Αυτός ο αλαζόνας Στρατηγός είναι που νομίζει πως συνέχεια σώζει τις δεσποσύνες και είναι ο ήρωας!», λέει η Αγγέλα με ειρωνεία και ο φίλος της στρέφει το ανοιχτό βλέμμα του προς αυτήν, αγριοκοιτάζοντας την.

«Η Ρωξάνδρα είναι η σπαστική της υπόθεσης!» , λέει πεισματικά και η νεαρή τον αγριοκοιτά.»

«Ο Στρατηγός!» , επιμένει εκείνη και σύντομα αρχίζει μια μικρή διαφωνία για το ποιος είναι ο πιο νευρόσπαστος χαρακτήρας της ιστορίας. Η Αντιγόνη, της οποίας το κεφάλι έχει αρχίσει να πονά από τις φωνές του, τους διακόπτει, βάζοντας μια φωνή ώστε να ακουστεί πάνω από τις δυνατές φωνές τους. 

«Παιδιά!», φωνάζει και αμέσως και οι δύο σιωπούν και κοιτάζουν την γιαγιά τους.»

«Και οι δύο χαρακτήρες έχουν τα καλά τους αλλά και τα κακά τους.», τους λέει με ηρεμία.»
Σε αυτήν ακριβώς τη σκηνή, η Ρωξάνδρα ήταν εγωίστρια, επειδή δε δέχθηκε να ευχαριστήσει τον Στρατηγό...» , αρχίζει και ο νεαρός Φοίβος χαμογελά θριαμβευτικά στη φίλη του, καθώς εκείνη τον αγριοκοιτά.» ... αλλά και ο ίδιος ο Στρατηγός ήταν αλαζονικός, διότι δεν δεχόταν την άποψη της νεαρής Αρχόντισσας.», τελειώνει, εξηγώντας με λογική τις σκέψεις της και τότε η μικρή Αγγέλα είναι εκείνη που χαμογελά θριαμβευτικά. 

Τότε, η γιαγιά σπεύδει να τους θυμίσει: 
«Αυτό δε σημαίνει ότι ο ένας φταίει περισσότερο από τον άλλον, φυσικά! , λέει και τα χαμόγελα πέφτουν από τα χείλη τους και την κοιτούν περίεργοι.
«Πρέπει να μάθετε να κοιτάτε και τις δύο όψεις της ιστορίας. Όχι μόνο αυτή που σας φαίνεται πιο ωραία ή πιο ενδιαφέρουσα. Μαθαίνοντας να καταλαβαίνετε και τις δύο όψεις, κατανοείτε περισσότερο τα πράγματα γύρω σας αλλά και τον εαυτό σας τον ίδιο.», τους εξηγεί και εκείνοι την κοιτούν, χαμογελώντας.
«Καταλάβατε;» , τους ρωτά και εκείνοι γνέφουν καταφατικά.»
«Ναι, γιαγιά.», λένε ταυτόχρονα και εκείνη χαμογελά.
«Ωραία. Να συνεχίσω;», τους ρωτά και εκείνοι γνέφουν, παίρνοντας από ένα μπισκότο. Εκείνη καθαρίζει τον λαιμό της και αρχίζει ξανά...

                                                            *******

Η μεγάλη αίθουσα που απλωνόταν μπροστά της, μπορούσε εύκολα να σου κλέψει την ανάσα. Μεγάλη, στολισμένη κατάλληλα και φωτισμένη. Τα μεγάλα τραπέζια που την κοσμούσαν, ήταν γεμάτα φαγητό και πιοτό για όλους τους καλεσμένους. Λίγα μέτρα μπροστά της, βρίσκονταν οι θέσεις που θα κάθονταν εκείνη, ο Βασιλιάς, οι σύμβουλοί του και ο κηδεμόνας της. Άνθρωποι αξιότιμοι με τις στολές τους και τα πολύχρωμα ρούχα τους που ταίριαζαν στην ειδικότητά τους. Γυναίκες κάθε ηλικίας με πανάκριβα φορέματα και περίτεχνα χτενίσματα να συνομιλούν μαζί τους και να χορεύουν. Και για μια στιγμή, η ίδια η Ρωξάνδρα ένιωσε τόσο ασήμαντη... τόσο αταίριαστη σε έναν τέτοιο κόσμο. Αν και το πανάκριβο και πανέμορφο κόκκινο φόρεμά της που μπορούσε εύκολα να κολάσει κάθε άντρα μέσα στην αίθουσα, την έκανε ταιριαστή μέσα στον χώρο, εκείνη ένιωθε να ασφυκτιά εκεί μέσα.

Άνθρωποι ξένοι και ένας Βασιλιάς που είχε ζητήσει το χέρι της και το πήρε, χωρίς καν τη συγκατάθεσή της. Ο χώρος, το κλίμα, τα πάντα ήταν τόσο ξένα και καινούργια. Και δεν είχε τη θέληση να τα εξερευνήσει και να τα μάθει καλύτερα. Το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει μαζί με την φοράδα της κοντά στη θάλασσα και να μυρίσει μανιωδώς το αλμυρό άρωμά της.
Με αργά και σίγουρα βήματα, πλησιάζει ένα από τα τραπέζια και γεμίζει το ποτήρι της με το κόκκινο χαλαρωτικό υγρό, σε μια προσπάθεια να νιώσει λίγο πιο άνετα. Όλοι έλεγαν ότι το κρασί βοηθούσε στα νεύρα και στο να χαλαρώσεις. Τώρα θα έκρινε και η ίδια αν είχαν όλοι εκείνοι δίκιο ή όχι. Ξαφνικά, νιώθει μια γνώριμη παρουσία πίσω της.

«Πώς περνάτε, Αρχόντισσά μου;» , γυρίζει και βλέπει τον Βασιλιά να την κοιτά με ένα χαμόγελο να διακοσμεί τα κόκκινα χείλη του.

«Αρκετά καλά, Βασιλιά μου. Είμαι πιο ξεκούραστη τώρα, οπότε απολαμβάνω πιο πολύ τις ομορφιές του κάστρου σας.», του λέει με έναν τυπικό ευγενικό τρόπο και πίνει μια γουλιά απ'το ποτήρι της. Το γλυκό κρασί έφυγε απ'το στόμα της και προς το παρών δε μπορούσε να πει αν της έκανε καλό ή όχι.

«Σύντομα θα γίνει δικό μας, γλυκιά μου Ρωξάνδρα.», λέει με ένα χαμόγελο και ξαφνικά γίνεται σοβαρός. Η πρώτη φορά που τον έβλεπε τόσο σοβαρό.

«Πες μου, Ρωξάνδρα, τι σημαίνει αυτός ο γάμος για εσένα. Θα μπορέσεις ποτέ να μου δώσεις την καρδιά σου;»

Η ερώτησή του την βρήκε απροετοίμαστη. Το έντονο γκρι βλέμμα του την έκανε να νιώθει πνιγμένη. Τι πήγαινε να κάνει; Ποιον πήγαινε να παντρευτεί; Αν απλώς η ματιά του την έκανε να νιώθει έτσι, πώς θα την έκανε το άγγιγμά του; Καταπίνοντας και προσπαθώντας να σκεφτεί τα επόμενα λόγια της σοφά, πίνει άλλη μια γουλιά, προσπαθώντας να ηρεμίσει. Στρέφει ξανά το βλέμμα της, συναντώντας το υπομονετικό δικό του.

«Βασιλιά μου, αυτός ο γάμος γίνεται για να ενώσουμε εμείς δυο Βασίλεια. Το καθήκον έρχεται πάντα πρώτο.», του απαντά διπλωματικά, χωρίς να του δίνει πολλές εξηγήσεις για τα συναισθήματά της. Εκείνος αναστενάζει, χαμογελώντας αχνά.

«Ελπίζω κάποια στιγμή να πάψει να είναι μόνο καθήκον.», σχολιάζει και εκείνη μπορεί μόνο να χαμογελάσει σε αυτό. Όμως η αμηχανία που νιώθει, θα μπορούσε εύκολα να την κάνει να εκραγεί. Ήταν ένας αρκετά γοητευτικός άντρας. Με μαύρα μαλλιά και έντονα γκρι μάτια σε συνδυασμό με ένα αρκετά γεροδεμένο σώμα. Θα ήταν ψεύτρα αν δεν ομολογούσε ότι ήταν γοητευτικός. Αλλά όχι για αυτήν. Ξαφνικά, ακούει μια φωνή από πίσω της.

«Βασιλιά μου, οι Ιππότες μου βρίσκονται στην αίθουσα.»

Γυρίζει και αυτό που συναντάν τα μάτια της, την κάνει αυτομάτως να τα γουρλώσει από την έκπληξη. Ο Βασιλιάς τους κοιτά και χαιρετά τον Στρατηγό.

«Εντάξει, μην ανησυχείς.», γυρίζει προς την νεαρή Αρχόντισσα, η οποία έχει ανακτήσει ξανά την αυτοκυριαρχία της και απλώς κοιτά τον Στρατηγό.

«Ρωξάνδρα, να σου συστήσω τον έμπιστο σύμβουλό μου, φίλο μου και Στρατηγό της Βασιλικής Φρουράς του κάστρου μας, Αρθούρο.», τον συστήνει και γυρίζει προς τον Αρθούρο.

«Αρθούρε, αυτή είναι η Αρχόντισσα Ρωξάνδρα, η αρραβωνιαστικιά μου.», του λέει και για λίγο απλά κοιτιούνται, χωρίς να ξέρουν πώς ακριβώς να αντιδράσουν. Θέλοντας να σταματήσει να νιώθει τόσο άβολα και ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της, τοποθετεί ένα ευγενικό χαμόγελο στα κατακόκκινα χείλη της.

«Χαίρομαι που σας γνωρίζω, Στρατηγέ.», τα λόγια της στάζουν ευγένεια, όμως τα μάτια της αν τα κοίταζε κάποιος καλύτερα θα έβλεπε ότι στάζουν ειρωνεία. Και εκείνος τα κοιτούσε. Ανακτώντας και ο ίδιος την κυριαρχία του, βάζει ένα ψεύτικο αλλά πιστικό χαμόγελο στα χείλη του και της παίρνει το χέρι.

«Παρομοίως, Αρχόντισσά μου.», λέει τυπικά, ακουμπώντας τα χείλη του πάνω στο λευκό και απαλό δέρμα του χεριού της. Πριν αφήσει και απομακρυνθεί από το χέρι της, εισπνέει το μεθυστικό άρωμα που βγαίνει από το σώμα της. Η μυρωδιά τριαντάφυλλου εισχώρησε στα ρουθούνια του και ανίκανος να συγκρατηθεί, ένα χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. Φυσικά, σκέφτεται, μαγευτική και επικίνδυνη. Όπως ακριβώς ένα τριαντάφυλλο.

Εκείνη απλώς στέκεται εκεί, κοιτώντας τον. Η επαφή των χειλιών του με το δέρμα της για κάποιον άγνωστο για εκείνη λόγο της έκλεψε την ανάσα από τους πνεύμονες. Παραμένοντας εκεί, στήλη άλατος, τον κοιτά καθώς εκείνος ισιώνει την πλάτη του και η θέα του χαμόγελού του της δημιουργεί ανακάτωμα στο στομάχι. Σιγά μην ευθύνεται εκείνος για τούτο, σκέφτεται αμέσως, φταίει που δεν είμαι συνηθισμένη στο κρασί. Ο Μύρωνας όλη εκείνη την ώρα απλά στεκόταν δίπλα τους, χωρίς να λέει τίποτα. Μέχρι που διακόπτει την περίεργη σιωπή μεταξύ τους.

«Τι λέτε να κάτσουμε στο τραπέζι; Ώστε να αρχίσει και επισήμως η γιορτή!» , προτείνει και εκείνοι αμέσως συμφωνούν, ώστε να κάνουν πραγματικότητα το θέλημα το Βασιλιά. Όμως και οι δύο ήξεραν γιατί πραγματικά συμφωνούσαν...

Περπατούν προς το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, το οποίο είναι γεμάτο με φαγητά. Από ψητά κρεατικά μέχρι φρούτα και ψάρια στολίζουν όλα τα τραπέζια μπροστά τους μαζί με κούπες και κανάτες γεμάτες με κρασιά. Κάθονται όλοι μαζί στο μεγάλο μπροστινό τραπέζι, με τον Βασιλιά Μύρωνα στη μέση, τον θείο της Ρωξάνδρας δίπλα του, την Ρωξάνδρα δίπλα απ'τον θείο της και με τον Στρατηγό δίπλα από εκείνη. Η γιορτή κυλούσε ήρεμα και προσπαθούσε να μην δώσει καμία σημασία στον νεαρό άντρα δίπλα της που μιλούσε με τον φίλο του. Έτρωγε πολύ αργά και έπινε πολύ λίγο. Πιο πολύ βρισκόταν μέσα στις σκέψεις της. Αν κάποιος ερχόταν και της έλεγε αυτή τη στιγμή να την πάρει από εδώ, θα δεχόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Πνιγόταν εκεί μέσα. 
Ένιωθε ότι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στην εξωτική ομορφιά που στόλιζε με την παρουσία της την αίθουσά τους. Ένιωθε σαν ένα ζώο για ξεπούλημα. Και κατά κάποιο τρόπο, έτσι ήταν. Έτσι έπρεπε να νιώθουν και τα άμοιρα ζώα στα παζάρια. Ένιωθε ότι ο Αρθούρος και ο θείος της στέκονταν δίπλα της μόνο και μόνο για να προστατεύσουν το σπάνιο διαμάντι, την πανέμορφη νύφη του Βασιλιά, να μην την πειράξει κανείς. Ένιωθε λες και ήταν φυλακισμένη και δεμένη στην καρέκλα της. Η φωνή του διπλανού νεαρού, την τραβά απότομα από τις σκοτεινές σκέψεις της.

«Πώς σας φαίνεται το κάστρο μας, Αρχόντισσά μου;», στρέφει το βλέμμα της προς αυτόν, αποκομμένη από τις σκέψεις της, και τον βλέπει, καθώς πίνει μικρές γουλιές απ΄το κατακόκκινο γλυκό κρασί στην κούπα του. Ασυναίσθητα δαγκώνει τα χείλη της. Δε ξέρει γιατί. Δε θέλει να μάθει γιατί. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να χαλαρώσει τα νεύρα της και πίνει και εκείνη μια γουλιά απ'το γευστικό ποτό μπροστά της.

«Ωραίο. Βολικό. Ζεστό, κατά μια έννοια. Θα ήθελα πολύ να πάω, όμως για ιππασία.», εξομολογείται και εκείνος στρέφει το έκπληκτο βλέμμα του σε αυτήν.

«Ιππεύετε;», την ρωτά σοκαρισμένος και εκείνη σμίγει τα μαύρα φρύδια της. Γιατί όλοι έκαναν έτσι μόλις το άκουγαν αυτό;, αναρωτιέται, νιώθοντας την αγανάκτηση να κτίζεται ξανά μέσα της.

«Φυσικά. Και μάχομαι.», τον πληροφορεί, συναντώντας το σοκαρισμένο γκριζογάλανο βλέμμα του και νιώθοντας ένα κύμα ευχαρίστησης να την διαπερνά. Για λίγο την κοιτά σοκαρισμένος, μέχρι που το σοκαρισμένο βλέμμα του αντικαθιστάτε με ένα μικρό χλευασμό στο ύφος του.

«Πόσο καλά;» , οποιαδήποτε σταγόνα ευχαρίστησης που αισθανόταν μέχρι τώρα, έγινε μεμιάς δυσαρέσκεια και εκνευρισμός. Και προσπαθούσε σκληρά να μην το δείξει.

«Αρκετά. Αν θέλετε, μπορώ να σας δείξω.»

Η πρόκλησή της ήταν εμφανής. Τα μάτια της έλαμπαν από το συναίσθημα αδρεναλίνης που άρχιζε να την κατακλύζει και εκείνος για μια στιγμή απλώς την κοιτούσε, θαυμάζοντας κατά βάθος το ανήσυχο πνεύμα της.

«Δεν παλεύω με κορίτσια.», της λέει τότε, υπενθυμίζοντάς της ότι δεν είναι άντρας. Και αυτός είναι ο λόγος που ένα σωρό κατάρες ξεστομίζονται μέσα της απ'το θυμό της. Συνέχεια το ίδιο βιολί. Ποτέ δε θα μπορούσε να διασκεδάσει λίγο, έστω και με αυτόν τον τρόπο, επειδή δεν άρμοζε σε μια κυρία.

«Όμως...» , η φωνή του την βγάζει ξανά από τις σκέψεις της και τον κοιτά.
«.. θα ήθελα πολύ να δω τις πολεμικές σας δεξιότητες. Τι λέτε να σας συνοδεύσω αύριο σε μια βόλτα στο δάσος;»

Η ερώτησή του την βρήκε τελείως απροετοίμαστη. Αν μπορούσε, θα τον κοιτούσε με γουρλωμένα απ'το σοκ μάτια. Όμως όχι, δεν άρμοζε. Ξανά πρέπει και κανόνες, ακόμα και στην έκφρασή της. Οπότε απλά αρκέστηκε στο να μείνει για λίγο στήλη άλατος. Αρχίζοντας πάλι να λειτουργεί το μυαλό της, του λέει, «Σοβαρολογείς;»

Η ερώτηση βγήκε τελείως αυθόρμητη, σχεδόν με μια παιδική λάμψη στο βλέμμα της, κάνοντάς τον να γελάσει σιγανά.

«Γιατί όχι; Εξάλλου, θα ήθελα να σας δείξω τις ομορφιές του κάστρου...», λέει και εκείνη για κάποιο άγνωστο λόγο νιώθει ένα ρίγος να τρέχει στη ραχοκοκαλιά της, κάνοντάς την να υγράνει λίγο τα στεγνά σαρκώδη χείλη της. Για κακή της τύχη, εκείνος το παρατηρεί και το βλέμμα του σκοτεινιάζει.

Παίρνει μια ανάσα και τον κοιτά.
«Προσπαθείτε να με αποπλανήσετε, Στρατηγέ μου;», η ερώτηση και το ύφος βγήκε πιο πολύ παιχνιδιάρικη, όμως τα μάτια της έδειχναν ότι ήταν μια ερώτηση και ήθελε μια ξεκάθαρη απάντηση. Όμως εκείνος, επηρεασμένος τόσο απ'το γλυκό κρασί όσο και από την ατμόσφαιρα μεταξύ τους, είχε σκοπό να παίξει ένα παιχνίδι που αργότερα ίσως και να μετάνιωνε.

«Θα ήθελα να σας δείξω τις ομορφιές του κάστρου μας, Αρχόντισσά μου.», της λέει, όμως το βλέμμα του παραμένει απόκοσμα σκοτεινό. Σαν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα... Σαν έναν συννεφιασμένο ουρανό... Πίνει μια γουλιά απ'το κρασί του και κοιτάει ξανά την αμίλητη μαυρομάτα αρχόντισσα δίπλα του με το γκριζογάλανο βλέμμα του.

«Αλήθεια... σας άρεσαν όσα είδατε εδώ;», την ρωτά και είναι φανερό ότι την προκαλεί. Το δεξί του φρύδι είναι σηκωμένο, σε μορφή πρόκλησης.

Και ποια ήταν αυτή για να μην την πάρει; Εκείνος μπορεί να έψαχνε για μια αγαθή μικρή αρχοντοπούλα για να την κάνει να νιώσει άβολα και να γίνει το παιχνίδι του. Εκείνη απείχε πολύ από αυτόν τον τύπο αρχοντοπούλας όμως. Μπορεί να παντρευόταν παρά την θέλησή της και να γινόταν ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση, όμως δεν είχε σκοπό να αφήσει τον κάθε αλαζόνα και γυναικά άντρα να την κάνει ό,τι θέλει. Βάζοντας ένα μικρό πονηρό χαμόγελο στα κόκκινα χείλη της, τον κοιτά με τα λαμπερά πονηρά μαύρα μάτια της.

«Αρκετές μου άρεσαν. Όμως... μερικές συναντήσεις μου δεν ήταν τόσο ευχάριστες όσο ευελπιστούσα...», λέει εκείνη και εκείνος μαρμαρώνει για λίγο.

«Και...» , αρχίζει, πίνοντας μια γουλιά απ'το κόκκινο υγρό στο ποτήρι του.
«... τι δε σας άρεσε ακριβώς, Αρχόντισσά μου;»

Η ερώτηση και ο τόνος του έδειχναν γνήσια περιέργεια και ανυπομονησία. Εκείνη χαμογελά.

«Το θράσος και η αλαζονεία.», απαντά και εκείνος μένει να την κοιτά αμίλητος, καθώς εκείνη σηκώνεται με ένα χαμόγελο να παίζει στα χείλη της.


«Καληνύχτα σας, κύριοί μου. Βασιλιά μου.», λέει και φεύγει από την αίθουσα, αφήνοντας όλους τους άντρες να κοιτούν την αποχώρησή της. Καθώς τα τακούνια της χτυπούσαν ρυθμικά το πάτωμα και εκείνη κατευθυνόταν προς το δωμάτιό της, ένα μεγάλο χαμόγελο 'φλέρταρε' με τα χείλη της. Αν ήθελε ο Στρατηγός να παίξει, τότε θα έβρισκε ισάξιο αντίπαλο, σκέφτεται, καθώς χάνεται μέσα στην ασφάλεια του δωματίου της.

Despoina Andreoy