Η κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 6) - Λήθη, Γλυκιά Λήθη

Ο χαμηλός φωτισμός και τα αγκομαχητά του ανθρώπου μέσα στο κελί του έκαναν τον δαίμονα να εκνευριστεί ακόμα περισσότερο. Βέβαια, αν δεν είχε τον συγκεκριμένο βλάκα μπροστά του, θα απολάμβανε στο έπακρον τους ήχους αγωνίας που άφηνε ένα πλάσμα τόσο φωτεινό όσο εκείνος ο άντρας.
«Έλα μου;» ρώτησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα βασανιστικής σιωπής.
«Κουφός είσαι; Είπα: “Η Υψηλοτάτη με στέλνει να ερευνήσω το μέρος.” Η επιθυμία της είναι διαταγή μας...» άρχισε ο συνομιλητής του, αλλά τον διέκοψε ο ξανθός δαίμονας με δυνατή φωνή.
«Τι εννοείς με αυτό, βλήμα;» Ο έκπτωτος άγγελος κοίταξε τον συνεργάτη του με μάτια που πετούσαν σπίθες. Μα ο δαίμονας δεν ήταν στην καλύτερη διάθεση, οπότε τον κοίταξε με παρόμοιο τρόπο.
«Μη μου μιλάς έτσι εμένα, μη σε πατήσω κάτω!» γρύλισε ο ψηλός άντρας.
Ο γοητευτικός δαίμονας όμως δεν πτοήθηκε από τις απειλές του: ας τολμούσε μόνο και θα τον έτρωγε ζωντανό!
«Και γιατί να στείλει εσένα κι όχι εμένα; Και πώς ξέρει πού ακριβώς πρέπει να ψάξεις;» τον βομβάρδισε με ερωτήσεις, λες και θα έπαιρνε απάντηση. Ήταν πιο πολύ απελπισμένος και αδικημένος, όχι περίεργος για να μάθει τα μοτίβα των Αρχηγών. Εκείνος, που Την υποστήριζε αιώνες ολόκληρους, έχανε μπροστά σε ένα παιδαρέλι! Ήταν θέμα περηφάνιας και σεβασμού.
Ο άγγελος, με τα τσακισμένα από την πτώση του φτερά, χαμογέλασε ειρωνικά. «Δεν αμφισβητώ την Βουλή Της, Ντέους. Απλώς την εκτελώ, σε αντίθεση με κάποιους εδώ μέσα. Αλήθεια, για αυτό με εκτιμούν όλοι περισσότερο από εσένα;»


Μην μπορώντας να συγκρατήσει τον θυμό του και τα μέλη του σώματός του, ο δαίμονας ένιωσε τη γροθιά του να προσγειώνεται αυτόματα στο πρόσωπο του αγγέλου με δύναμη. Πόνεσε, αλλά το κύμα ευχαρίστησης που ένιωσε ήταν αρκετό ώστε να κρύψει τον οξύ πόνο.


«Την καταδίκη σου, Ντέους! Άντε γαμήσου!» έφτυσε ο άγγελος στο χωμάτινο πάτωμα, αποκαλύπτοντας λίγο αίμα. Όμως, άρχισε να γελάει μετά από λίγα δευτερόλεπτα νεκρικής σιγής, έχοντας την παλάμη του στο μάγουλό του –αυτό που είχε χτυπηθεί πριν από λίγες στιγμές.


«Πάει, τα' χασε ο τύπος...» μουρμούρισε ο Ντέους, κοιτάζοντάς τον με βλέμμα ήρεμο και ένα μικρό, “αθώο” χαμόγελο. Μόλις είχε φάει μπουνιά και αντί να παλέψει μαζί του όπως θα έκανε κανονικά, το έριχνε στην πλάκα; Ας συνέχιζε έτσι και ο Ντέους θα ξαναγινόταν κορυφή!


«Δεν τα έχασα. Τα έχω τετρακόσια.» Γέλασε άλλη μια φορά, τρομάζοντας και τον ίδιο τον δαίμονα για μια στιγμή. Ο Ντέους αρνήθηκε να αφήσει το άσχημο προαίσθημα να τον πλησιάσει· έπρεπε να χαίρεται που ο φτερωτός τύπος ήταν μουρλός, όχι να ψάχνει για δολοπλοκίες!


«Απλώς, όσο και να με χτυπήσεις, δεν αλλάζεις το γεγονός πως εγώ είμαι ο αγαπημένος Της, ο πρώτος στη λίστα της εύνοιάς Της. Και εσύ...» Έδειξε με τον δείκτη του εκείνον. «Είσαι απλώς ένα σκουλήκι στο διάβα μου. Ούτε καν αξίζεις να σε φτύσω.» Και με αυτά τα λόγια, σηκώθηκε από το πάτωμα που είχε ξαπλώσει φαρδύς πλατύς, χαμογέλασε πονηρά στον ανταγωνιστή του, δείχνοντας τα ματωμένα δόντια του, και αποχώρησε καμαρωτός. Ο Ντέους έσφιξε τις γροθιές του για άλλη μια φορά. Ένιωσε τα νύχια του να τρυπούν τη σάρκα του, όλο του το σώμα να τρέμει και τη γνωστή, αγαπητή επιθυμία για αίμα να επιστρέφει. Είχε ταπεινωθεί ξανά.


Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εφόσον η διαταγή έχει δοθεί, κλότσησε την πόρτα του κελιού όπου ο άντρας - κλειδί ήταν φυλακισμένος: ήταν καλύτερα να κάνει κάτι δημιουργικό, παρά να δείξει αδυναμία. Ήξερε πως ο κόσμος ήταν άσχημος και αδίστακτος και έπρεπε να παίξει το παιχνίδι της ζωής.


Εκείνη, φτιαγμένη από ατσάλι και διακοσμημένη με λίγο γκι, δεν μπόρεσε να ανακόψει την οργή του. Ο δαίμονας ούτε καν πρόσεξε τα σημάδια που μαρτυρούσαν ότι οι Θεοί -νεκροί και ζωντανοί- ήταν όλοι εκνευρισμένοι μαζί του.


«Προφήτη!» φώναξε ο Ντέους, με το μυαλό του πιο θολωμένο απ' ό,τι συνήθως εξαιτίας της συζήτησής του με τον έκπτωτο.


«Δαίμονα της Δεκάρας!» τον προσφώνησε ο Προφήτης, με την ίδια απαξίωση.


Ο Ντέους άφησε ένα μικρό γελάκι. Πλησίασε τον άντρα που ήταν δέσμιος και τον κλότσησε στο πρόσωπο.


«Δεν παίζεις με μενα, φρικιό. Αν θες να το παίξεις εξυπνάκιας, αλλού, όχι εδώ. Αρκετά σε ανέχτηκα!»


Ο καταχτυπημένος άντρας δεν είπε τίποτα μετά από αυτό. Μόνο τα καστανά του μάτια άνοιξαν διάπλατα και κοίταξε τον Ντέους με ένα απογοητευμένο ύφος.


«Δεν ήταν αρκετά δυνατό το χτύπημα;» ρώτησε ο δαίμονας, κάνοντας τα μάτια του μαύρα. Χαμογέλασε ξανά, μα το πρόσωπό του ήταν πιο πολύ δαιμονικό, όχι ανθρώπινο.


«Αμάν πια, Βασίλισσα του Δράματος.» Ο Προφήτης έφτυσε στο πάτωμα μια μικρή λιμνούλα από αίμα και γέλασε πικρά, για λόγους απαγορευμένους στα δεδομένα των δαιμόνων.


«Ειλικρινά, θέλεις να πεθάνεις;» ούρλιαξε ο Ντέους, παίρνοντας τον λαιμό του Προφήτη με τρομερή ευκολία στο χέρι του και ανυψώνοντας το σώμα του. Πίεσε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, και ο άντρας άφησε ένα μικρό μουγκρητό πόνου.


«Δεν είμαι ήδη νεκρός;» κατάφερε να ψελλίσει.


Χαμογελώντας για πολλοστή φορά, εμφανώς πιο ξαλαφρωμένος, ο Ντέους του επέτρεψε να αναπνεύσει. Ο Προφήτης έπεσε στο πάτωμα, κρατώντας τον λαιμό του και παίρνοντας βαθιές, άπληστες σχεδόν, ανάσες.


«Είσαι, πώς δεν είσαι. Όμως στο χέρι σου είναι αν πέθανες όμορφα...» Ο Ντέους κοίταξε τους μώλωπες στο σώμα του αλυσοδεμένου άντρα και το σπασμένο του χέρι. «Ή άσχημα.» τελείωσε, κοιτώντας το άλλο μισό του ευρύχωρου κελιού. Ήταν χωρισμένο σε δύο κομμάτια: το ένα είναι το μέρος με τις αλυσίδες και το άλλο... Ούτε ο Ντέους δεν είχε πλησιάσει ποτέ εκεί, μα μπορούσε να φανταστεί πόσο θα καλοπερνούσε ο ηλίθιος άνθρωπος στα πόδια του, πίσω από εκείνη την κόκκινη πόρτα που οδηγούσε στο άλλο μισό, εκείνο που όλοι ήξεραν, μα κανείς δεν έμαθε...


Το κελί της λήθης.


«Τέλος πάντων, αύθαδες ζωύφιο...» τον προσέβαλε για άλλη μία φορά, αγνοώντας την αύρα που έβγαζε ο κόσμος πίσω από εκείνη την αναθεματισμένη πόρτα. «Θέλω πληροφορίες και τις θέλω τώρα.»


Ο Προφήτης παρέμεινε ήσυχος, έχοντας ανακτήσει την αναπνοή του και εισπνέοντας βαθιά, λες και προσπαθούσε να επιβιώσει χωρίς να μυρίσει ένα αποπνικτικό αέριο.


«Ω, έλα τώρα, Παιδί του Ανθρώπου!» Ο Ντέους πλέον είχε όρεξη για αστειάκια και χαμογελούσε διάπλατα.


Αλλά ο πονεμένος σωματικά και ψυχικά άνθρωπος δεν είχε.


«Και οι δύο ξέρουμε πως δεν θα αντέξεις πολύ ακόμα... Εκεί μέσα δεν περνάς ωραία και το ξέρω. Σου δίνω μία γενναιόδωρη ευκαιρία. Ή θα μου ξεράσεις όλα όσα ξέρεις για τις Φύλακες και θα περιμένω εντολή για να δω τι θα κάνω μαζί σου ή θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, μα θα φροντίζω προσωπικά να σαπίσεις στο κελί αφού φας ένα γερό χεράκι ξύλο. Θα εύχεσαι να είχες ξεψυχήσει τη στιγμή που είδες οράματα με Αυτές, Προφήτη.»


Το Παιδί του Ανθρώπου, λες και ξαφνικά είχε βρει το θάρρος του, σήκωσε το μελανιασμένο κεφάλι του και εκτόξευσε ένα υγρό στο πρόσωπο του δαίμονα, που είχε γονατίσει μπροστά του με ένα δήθεν συμπονετικό ύφος.


«Τουλάχιστον εγώ δεν πληγώνω γυναίκες, άνανδρο, άτιμο, κακομαθημένο δαιμόνιο! Την πρόδωσες, πρόδωσες το μόνο άτομο που... Που ήταν διατεθειμένο να δει πίσω από τις κλειστές πόρτες της καρδιάς σου, που θα μπορούσε να τη γεμίσει με φως!»


Ο Ντέους είχε πιαστεί στον ύπνο. Με μάτια ορθάνοιχτα και όλο του το σώμα να τρέμει, ακούμπησε το υγρό στο μάγουλό του. «Με έφτυσες...» ψιθύρισε, με τα μάτια του να γίνονται μωβ ανεπαίσθητα. Του θύμισε το παρελθόν, του θύμισε εκείνη. Που ίσως να τον είχε κάνει να... νιώσει. Δεν είχε σημασία τι ακριβώς ήταν εκείνο το... Συναίσθημα. Ήταν κάτι, κάτι αντί για μίσος και θυμό, μία αλλαγή.


Αλλά το σημαντικό ήταν πως απορούσε με τον εαυτό του. Πώς μπόρεσε να την αφήσει;


«Κι εγώ ήθελα να είμαι καλός κάποτε...» μουρμούρισε στον εαυτό του. «Ξέχασα όμως πως είμαι εγώ και δεν γίνεται να γίνω καλός. Είμαι καταδικασμένος...» κατέληξε. Αφήνοντας ένα πικρό γέλιο να δραπετεύσει από τα σπλάχνα του —το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς που έδειχνε, υποσχέθηκε στον εαυτό του— βάρεσε τον Προφήτη στο πρόσωπο μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που θα ένιωθε.


Το πρόσωπο του εξουθενωμένου άντρα δεν αντιστάθηκε στο δυνατό χτύπημα και γύρισε προς τα δεξιά. Κάτι ακούστηκε να σπάει, αλλά ο Ντέους δεν έδωσε πολλή σημασία. Κουνώντας το χέρι του προς τ' αριστερά, πρόφερε λίγες λέξεις στα λατινικά.


«Άνοιξε, Πύλη!»


Λες και τον άκουσε, η πόρτα άνοιξε. Ο Ντέους για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του να αυξάνονται: ήταν φόβος ή ενθουσιασμός; Ήταν φοβισμένος από το απέραντο και πηχτό σκοτάδι που έβλεπε να απλώνεται μπροστά στα μάτια του, ή εκστασιασμένος από την τρέλα που περίμενε το θύμα του;


Όπως και να 'χε, γύρισε το βλέμμα του στον Προφήτη, και χαμογέλασε μοχθηρά. «Γλυκό Παιδί του Ανθρώπου... Κρίμα. Θα μπορούσες να είχες καταφέρει παραπάνω από αυτό.» Και έτσι απλά, με ένα απλό τίναγμα του χεριού του, έριξε τον Προφήτη με τις αλυσίδες και ένα μεγάλο κομμάτι του τοίχου στο κενό.


Χωρίς να το μετανιώσει.


Χωρίς να καταλάβει τι επίπτωση θα είχε αυτή του η πράξη.


Χωρίς να ξέρει πως ο Θάνατος, ο μόνος Θεός που δεν μπορεί να εξαγοραστεί, τον περίμενε στη γωνία.


Με ένα γέλιο που έσταζε φαρμάκι και κακία, έφυγε έξω από το μισοκατεστραμμένο κελί, σφυρίζοντας μία σκοτεινή μελωδία, χωρίς να λαμβάνει καμία ευθύνη για όλο το μπάχαλο που προκάλεσε.


Απλούστατα, γιατί αυτός ήταν.


Ήταν ο Ντέους, ο Αρχηγός των σκοτεινών υπηρετών. Και έπαιρνε, ό,τι ήθελε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα έπαιρνε ό,τι ποθούσε η κατάμαυρη καρδιά που διέθετε.


Δεν ήξερε όμως ότι ήταν απλώς μία βασανισμένη ψυχή, που προκαλούσε δεινά και σε άλλους. Και αυτό ήταν το χειρότερο.





Jinx Hallens