Η Λύκαινα και το Κοράκι (Κεφάλαιο 10)

Τα μακριά άσπρα φουστάνια της ανεδείκνυαν υπέροχα το κορμί της με τις καμπύλες της. Τα μακριά σκούρα μαλλιά της έπεφταν μέχρι τη μέση της, σχηματίζοντας κύματα που θα μπορούσαν εύκολα να δελεάσουν τον κάθε άντρα να την πλησιάσει. Μια κόκκινη ζώνη τυλιγόταν γύρω απ’ την μέση της και ταξίδευε απ' το μπούστο της, στα μανίκια της και έδενε στους γοφούς της. Τα χείλη της απαλό κόκκινο, ενώ το χρυσό δαχτυλίδι της μητέρας της αντανακλούσε στο φως των κεριών.
Έπιασε νευρική το χρυσό κόσμημα και δάγκωσε μαλακά τα σαρκώδη χείλη της, κάτι που συνήθιζε από μικρή.
Ήταν μεγάλη γιορτή σήμερα για το κάστρο τους. Τα γενέθλια της πρασινομάτας Ανίκας.
Η αναπνοή της γρήγορη και ρυθμική, όπως ένα τζάκι που βγάζει τους καπνούς, ζεσταίνοντας το σίδερο του σιδηρουργού με τη φωτιά του. Έτσι και αυτή, προσπαθούσε να «ζεστάνει» το μυαλό της, που αυτή τη στιγμή, που περισσότερο έμοιαζε με ένα κουβάρι, παρά με ένα κανονικό μυαλό.
Σκέψεις τριγύριζαν μέσα της. Παντού πανικός. Όλο εικόνες. Αλλά μόνο μία ερχόταν ξανά και ξανά, παρενοχλώντας την. Ολόκληρες λέξεις γράφονταν μέσα της και πετιόντουσαν στο ανύπαρκτο τζάκι που την έκανε να φουντώνει ακόμα πιο πολύ.
Είχε πρόθεση να του μιλήσει. Να κάνει μια ανακωχή. Να ξεκαθαρίσει τη θέση της. Να αφήσει πίσω οποιαδήποτε σκέψη την έκανε να σκέφτεται εκείνον.
Ίσως να τα κατάφερνε. Ίσως πάλι όχι... Πάντα η αμφιβολία.
Αφήνοντας επιτέλους το μοναδικό ενθύμιο της μητέρας της απ' τα νευρικά δάχτυλά της, κοίταξε τον ανήσυχο εαυτό της στον καθρέφτη και πήρε μια ανάσα.
Θα τα καταφέρω, σκέφτηκε και έτσι βγήκε έξω.
Τα βήματά της αργά. Προσπαθούσε να φαίνεται σίγουρη. Έπρεπε να δείχνει σίγουρη μέχρι να φτάσει στην αίθουσα. Όμως η νευρικότητα δεν έλεγε να φύγει από μέσα της.
Οι πόρτες άνοιξαν και βρέθηκε στον μεγάλο χώρο της αίθουσας των δεξιώσεων. Μετάξια σε διάφορα χρώματα φαίνονταν και αρώματα μύριζαν σε όλη την αίθουσα.
Ένιωσε για μια στιγμή τόσο μικρή και ασήμαντη, ακόμα και αν φορούσε το βασιλικό στέμμα της. Ένα χρυσό στέμμα ειδικά φτιαγμένο για αυτήν, με έναν λύκο στο κέντρο. Της το είχε κάνει δώρο ο σύζυγός της.
Ασυναίσθητα έψαξε για εκείνον. Στεκόταν λίγα μέτρα μακριά της, συνομιλώντας και γελώντας μαζί με τον Στρατηγό και εκείνη την πρασινομάτα γυναίκα.
Θυμός για άλλη μια φορά πυρπόλησε τα καζάνια που είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να ηρεμίσει μέσα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, δείχνοντας σίγουρη για τον εαυτό της, ενώ τα βήματά της, αργά και αποφασιστικά, τραβούσαν την προσοχή όλων.
Φαινόταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της. Μόνο ένας Θεός ήξερε πόσο πολύ ήθελε να το βάλει στα πόδια. Και όμως, τα πόδια της έδειχναν να έχουν πάρει μόνα τους πρωτοβουλία. Εκείνη μόνο έπρεπε να προσέξει το ύφος της. Καθώς πλησίασε τους δυο άντρες και την μαυρομάλλα γυναίκα, έστρεψαν τα βλέμματά τους προς αυτήν.
“Θέε μου, ζεις για να με τυραννάς”, μουρμούρισε ο Μύρωνας και την τράβηξε απαλά σε ένα βαθύ φιλί.
Έκπληκτη, πρώτη της σκέψη ήταν να απομακρυνθεί. Σύντομα, όμως, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε για μια και μόνο φορά να ενδώσει στο φιλί του. Το χέρι του άγγιξε τον γοφό της και τα δάχτυλά του έπαιζαν λίγο με τα μακριά μαλλιά της. Τα μάτια της ερμητικά κλειστά, ελπίζοντας να τελειώσει γρήγορα το φιλί. Και η αίσθηση ενός πολύ έντονου βλέμματος κυριαρχούσε πάνω της.
Όταν επιτέλους τελείωσε, εκείνη έμεινε να κοιτά για λίγο χαμένη τον σύζυγό της και εκείνος να την κοιτά με ένα έκπληκτο βλέμμα.
“Ώστε η γυναικούλα μου αγρίεψε;“, την ρώτησε κατάπληκτος, με ένα πονηρό χαμόγελο να ανθίζει στα χείλη του.
Εκείνη προσπάθησε σκληρά να παίξει τον ρόλο της, πιέζοντας ένα χαμόγελο στα δικά της χείλη. “ Μπορεί... “, απάντησε διπλωματικά, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Ένας Θεός ήξερε πόσο πολύ ήθελε να τραβηχτεί από το άγγιγμά του.
Εκείνος γέλασε πονηρά και προσπάθησε να την φιλήσει ξανά, αλλά έστρεψε το κεφάλι της αλλού. Την κοίταξε ξαφνιασμένος με τούτη τη στάση της.
Εκείνη αμέσως πήρε το ντροπαλό ύφος της. “Έχει πολύ κόσμο. Μετά“, του είπε νοηματικά, μετανιώνοντας για την απόφασή της να το παίξει πρόθυμη σύζυγος.
“Είναι λογικό να ντρέπεται, συγκρατήσου λίγο. Πολλοί από εμάς θέλουμε να περάσουμε καλά με εκείνον που ποθούμε. Δε τα καταφέρνουν όλοι“, ακούστηκε η φωνή της πρασινομάτας γυναίκας, που όλη την ώρα κοιτούσε το ζευγάρι μαζί με τον πολύ σιωπηλό άντρα δίπλα της.
Έστρεψε το μαύρο βλέμμα της στο δικό της.
Τότε γιατί δεν αποσύρεται, να μας γλιτώσει και εμάς; σκέφτηκε στιγμιαία και κατευθείαν έβγαλε αυτή της τη σκέψη απ' το μυαλό. Τι δικαίωμα είχε εξάλλου να σκέφτεται έτσι; Κανένα, φυσικά!
Η γιορτή συνεχίστηκε, με τα προκλητικά αγγίγματα το βασιλιά πάνω της και το ψυχρό και σκεπτικό βλέμμα του Στρατηγού να είναι καρφωμένο στο πάτωμα. Από την άλλη, και η ίδια δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Και οι δύο είχαν τα ποτά τους, χωρίς να δίνουν σημασία στη συζήτηση και τα γέλια της πρασινομάτας και του Βασιλιά δίπλα τους.
“Ρωξάνδρα, έχω κάτι να σου πω“, άκουσε τον βασιλιά να λέει και αμέσως τον κοίταξε. “Η Ανίκα θα πάρει τον ρόλο της συμβούλου σου“, την ανακοίνωσε και εκείνη έμεινε να κοιτά την χαμογελαστή μαυρομάλλα σοκαρισμένη.
“Βασίλισσά μου, θα ήταν χαρά μου να πάρω αυτό τον τίτλο“, είπε όλο ευγένεια και πήρε το χέρι της Ρωξάνδρας σε μια χειραψία.
Η δεύτερη, απ' την άλλη, είχε μείνει στήλη άλατος, κοιτώντας την μεγαλύτερη γυναίκα. Νόμιζε ότι θα φτιάξουν τα πράγματα. Τώρα που το ξανασκέφτηκε, ίσως τελικά να χειροτερέψουν...

Despoina Andreou