Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 15) - "Πρόβλημα Επικοινωνίας"

Κίεβο, Ιανουάριος 1020

Είχαν περάσει αρκετές μέρες από τότε που ο Στεφάν είδε το φάντασμα του παρελθόντος του ολοζώντανο μπροστά του.
Όλο αυτό το διάστημα δεν κατάφερε να τη συναντήσει. Μάθαινε νέα της από την πριγκίπισσα Αναστασία, η οποία ήταν υπεύθυνη για την ανάρρωσή της. Εκείνη όμως, δεν είχε κατεβεί από το ιδιαίτερο διαμέρισμα˙ ήταν ακόμα πολύ αδύναμη.  Ήθελε να βρει ένα τρόπο να την επισκεφτεί, να δει αν είναι καλά, μα δεν έβρισκε δικαιολογία. Άλλωστε, δεν πίστευε ότι θα χαιρόταν να τον δει.

Το αξιοπερίεργο ήταν ότι κανείς εκεί δεν έδειχνε να γνωρίζει ότι ήταν η πριγκίπισσα Νάντια.  Είχε κρατήσει κρυφή την ταυτότητά της. Γι’ αυτό θεώρησε καλύτερο να μην αποκαλύψει σε κανέναν αυτό που γνώριζε˙ δεν ήθελε να της προκαλέσει προβλήματα. Αναρωτιόταν όμως, γιατί.
Εν τω μεταξύ, προσπαθούσε να συμπεριφέρεται φυσιολογικά. Ήταν απαραίτητο, αφού πλέον είχε εισχωρήσει στο στενό κύκλο των έμπιστων του Καταραμένου.
Ο Σβιατοπόλκ, αφού πρώτα τον ανέκρινε διεξοδικά σχετικά με το τι είχε συμβεί στο δάσος, τον είχε ενημερώσει σχετικά με το λόγο που τον είχε καλέσει στον Κίεβο: ήθελε να του παραχωρήσει μια θέση στο συμβούλιο του. Μιλούσε ακατάπαυστα για το πόσο δύσκολο ήταν να βρει έναν άνθρωπο τον οποίο να εμπιστεύεται πραγματικά, εξηγώντας του πως ήταν ο μοναδικός για τον οποίο ήταν απόλυτα σίγουρος. Ήταν πεπεισμένος για την αφοσίωσή του˙ ο πατέρας του είχε δώσει τη ζωή του για χάρη του. Ο Στεφάν είχε μείνει άφωνος, δεν την περίμενε με τίποτα τέτοια τιμή.
Εντούτοις, δεν  πίστευε πως μπορούσε να το δεχτεί. Έτσι, ζήτησε χρόνο να το σκεφτεί, με πρόφαση ότι έπρεπε να βεβαιωθεί ότι αυτό δε θα αποτελούσε πρόβλημα για την ηγεμονία του. Ο Μεγάλος Πρίγκιπας δυσαρεστήθηκε, μα τελικά συμφώνησε να περιμένει. Κατανοούσε πόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν για έναν κυβερνήτη η έλλειψη διαδόχου. Ήταν το πρόβλημα που τον βασάνιζε κάθε μέρα.
Σήμερα, ο Σβιατοπόλκ επέμενε να δώσει ένα χορό προς τιμήν του Στεφάν, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις του δεύτερου.
«Σε αυτές τις δεξιώσεις μαζεύονται, όλες οι πλούσιες και νέες κοπέλες.», του είπε και του έκλεισε το μάτι. «Έπρεπε να φέρεις και την αδερφή σου. Δεν είναι τώρα σε ηλικία γάμου;»
«Μόνο δεκατεσσάρων είναι.»
«Δεν πειράζει, ας είναι. Καλύτερα να την παντρέψεις νωρίς.»
Ο Στεφάν δεν άντεχε να τον ακούει να του δίνει συμβουλές για την οικογένειά του. Λίγο ακόμα ήθελε και θα του έλεγε ευθαρσώς πως δεν ήταν τίποτα παρά ένας άπληστος, τύραννος που δεν είχε δικαίωμα να κάθεται στο θρόνο. Όμως, κρατήθηκε.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί, το φαγητό ήταν πλούσιο και εκλεκτό, ενώ η βότκα και το κρασί έρρεαν άφθονα. Οι νέοι χόρευαν σε παραδοσιακούς ρωσικούς σκοπούς. Μα, ο Στεφάν, δε συμμεριζόταν τη γιορτινή διάθεση, κι ας ήταν στο επίκεντρο της. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο Νόβγκοροντ μακριά από εκείνον τον άξεστο πρίγκιπα που ταλάνιζε τη χώρα του. Τουλάχιστον, ας έβλεπε τη Νάντια!
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη του και η πριγκίπισσα Αναστασία με τις τρεις ακολούθους της έκανε την εμφάνιση της. Τις πρώτες δύο ο Στεφάν ούτε που τις κοίταξε. Γιατί η ματιά καρφώθηκε στην τρίτη.
Φορούσε ένα εντυπωσιακό φόρεμα, από πορφυρό ύφασμα˙ την έκανε να ξεχωρίζει απ’ όλες τις παρευρισκόμενες γυναίκες. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά, καλυμμένα από ένα γκρίζο πέπλο με κόκκινα κεντήματα. Απουσίαζε όμως, η χάρη και η σβελτάδα που τη χαρακτήριζαν. Οι κινήσεις της ήταν βραδείς˙ δεν είχε συνέλθει ακόμα από τον τραυματισμό της. Φαινόταν αδύναμη, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τραβηγμένα. Ανησυχούσε. Γιατί όμως; Την είδε να τον κοιτά από μακριά, κι ακόμα κι αν δεν μπορούσε να το διακρίνει καθαρά, ήξερε ότι το βλέμμα της ήταν γεμάτο μίσος. Μίσος της προδοσίας. Ένιωσε μια σουβλιά στην καρδιά στη θύμηση εκείνων των γεγονότων…
Ο Μεγάλος Πρίγκιπας την παρατήρησε, επίσης. Είχε πληροφορηθεί ότι είχε αναρρώσει από τα τραύματά της και είχε απαιτήσει την παρουσία της. Ήθελε να της μιλήσει, και φυσικά, δεν μπορούσε απλά να πάει να την επισκεφτεί στο διαμέρισμά της.  Το πρόβλημα ήταν πως μαζί με τη θεραπαινίδα έπρεπε αναγκαστικά να παραστεί και η πριγκίπισσα όμως, ήταν διατεθειμένος να το παραβλέψει. Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει και από τη δική της οπτική γωνία το τι συνέβη κατά την επιδρομή των ληστών. Είχε πολλές απορίες. Η διαίσθηση του έλεγε ότι υπήρχαν κι άλλα στην ιστορία. Έτσι, Είπε σ’ ένα υπηρέτη να τις φωνάξει, κι αμέσως οι γυναίκες κατευθύνθηκαν προς το μέρος τους. Όλες υποκλίθηκαν βαθιά μόλις βρέθηκαν μπροστά του. Η υπόκλιση της Ναντέζντα ήταν αδέξια, δεν είχε ανακτήσει ακόμα την ευλυγισία της.
Για πρώτη φορά βρισκόταν στον ίδιο χώρο με τον Σβιατοπόλκ, και δεν ήταν εκείνος το επίκεντρο της προσοχής της. Περισσότερο την ενδιέφερε ο άντρας δίπλα του. Έχει την εύνοια του Καταραμένου, ο αχρείος. Αν είχα την παραμικρή αμφιβολία για το ποιόν του, τώρα έχει εξανεμιστεί. Είναι ένας προδότης του έθνους σαν όλους τους άλλους. Μακάρι να γλίτωνα την εκτέλεση μετά τη δολοφονία του καθάρματος, να προλάβαινα να στείλω κι αυτό το καθίκι στο Χάρο.
«Δεσποινίς Ναντέζντα, χαίρομαι που βλέπω ότι αναρρώνετε. Μπορείτε λοιπόν να μας αφηγηθείτε κι εσείς το τραγικό συμβάν. Περιμένουμε καιρό ν’ ακούσουμε τα γεγονότα  κι από τη δική σας σκοπιά. Καταρχάς τι γυρεύατε στο δάσος τέτοια ώρα εσύ και η κυρά σου; Σ’ αυτό ακόμη δεν έχω λάβει απάντηση.»
«Μα σας είπα μεγαλειότατε, κάναμε βόλτα, και χαθήκαμε.», παρενέβη η Αναστασία. Η Ναντέζντα εκτίμησε την προσπάθειά της να αποσιωπήσει ότι την είδε να ασκείται στη τοξοβολία, αφού σίγουρα θα γεννούσε ερωτήματα γύρω από το πρόσωπό της.
«Πράγματι. Μα, οφείλετε να παραδεχτείτε ότι ακούγεται περίεργο.», απεφάνθη ο καχύποπτος ηγέτης.
«Η αλήθεια είναι πως η πριγκίπισσα δε θέλει να ομολογήσει ότι συχνά τις νύχτες ταλανίζεται από εφιάλτες και αϋπνία. Το φταίξιμο όμως είναι δικό μου, εγώ πρότεινα τον νυχτερινό περίπατο, πιστεύοντας ότι θα τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Ήταν ξεκάθαρα εσφαλμένη σκέψη.», έδωσε τη λύση η Ναντέζντα. Ο Σβιατοπόλκ έπρεπε να πειστεί, γι’ αυτό επιστράτευσε όλη της την τέχνη στην απάτη. Ακόμα και με το σώμα αδύναμο και καταπονημένο, μπορούσε να υφάνει οποιοδήποτε ψέμα για να πετύχει τους σκοπούς της. Αρκεί μονάχα να υποστήριζε η Αναστασία την ιστορία της.
«Είναι αλήθεια;»
«Μάλιστα, μεγαλειότατε.», επιβεβαίωσε η Αναστασία, με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Δεν ήξερε γιατί επέτρεπε στη Ναντέζντα να την μπλέξει στα ψέματά της αλλά το έκανε ούτως ή άλλως.
Ο Πρίγκιπας δεν το σχολίασε. Ήξερε ότι η εξαδέλφη του είχε αναρίθμητους λόγους, για να έχει εφιάλτες τα βράδια.  «Και μετά σας επιτέθηκε η συμμορία των ληστών.», παρατήρησε.
«Ακριβώς.», του απάντησε η Ναντέζντα χαμογελώντας. Είχε εκπλαγεί με τον εαυτό της που ήταν τόσο ήρεμη και συγκροτημένη μπροστά στους δύο ανθρώπους που μισούσε περισσότερο στον κόσμο.
«Σύμφωνα με την αρχόντισσα Αναστασία θα ήσασταν νεκρές αν δεν επενέβαινε ο άρχοντας Στεφάν. Εκείνος όμως δήλωσε πως σκότωσε μονάχα τον έναν από τους ληστές. Είναι αλήθεια ότι εσείς αντιμετωπίσατε τους υπόλοιπους;»
Το ευρύ φάσμα των γνώσεών της, ιδίως σε ό,τι είχε να κάνει με όπλα και τεχνικές μάχης, δεν ταίριαζε με το προφίλ της χωρικής που πάσχιζε να προβάλει. Γι’ αυτό και έκρυβε τις γνώσεις τις επιμελημένα. Όμως, τώρα που ο Σβιατοπόλκ είχε ξεσκεπάσει ένα μέρος του μυστικού, έπρεπε να  ακολουθήσει διαφορετική τακτική. Έπρεπε να υποτιμήσει τις ικανότητές της, να φερθεί σαν να μην είχε κάνει κάτι έξω από τα συνηθισμένα.  
«Σαφώς, μεγαλειότατε.», αποκρίθηκε με το γαλήνιο χαμόγελο καλά στερεωμένο στο πρόσωπό της. «Πρώτη φορά ακούτε για μια γυναίκα να γνωρίζει να χειρίζεται το τόξο;»
«Όχι, μα είναι πολύ σπάνιο.», τόνισε ο Σβιατοπόλκ σκεπτικός. Το θάρρος της τον εξέπληττε και τον γοήτευε. «Πρέπει να είστε δεξιοτέχνης. Δεν είναι εύκολο να λειτουργεί κανείς υπό πίεση. Οι άντρες μου βρήκαν οχτώ πτώματα, σκοτωμένα με βέλος. Και όλες οι βολές ήταν πολύ ακριβείς.»
«Ευχαριστώ.», είπε εκείνη πρόσχαρα. Θα αναρωτιέστε φυσικά, πως έμαθα τόσο καλά. Ο πατέρας μου ήταν πολεμιστής του άρχοντα Ρόγκβολντ του Πόλοτσκ στα νιάτα του. Αποσύρθηκε όμως, από το στρατό μετά την επέλαση του τιμημένου προκατόχου σας. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σαν χωρικός. Όμως οι γονείς μου δεν απέκτησαν γιους, κι έτσι γέμισε το κενό στη ζωή του μεταδίδοντας σε μένα όλες τις γνώσεις του.», εξήγησε, για να προλάβει ενδεχόμενες ερωτήσεις.
Η ιστορία που μόλις τώρα διηγήθηκε δεν είχε καμία σχέση με αυτή που είχε αφηγηθεί στη Αναστασία, όταν είχε πρωτοέρθει. Κι αυτό δε διέφυγε της προσοχής της. Δεν ξαφνιάστηκε, απλά επιβεβαιώθηκαν για άλλη μια φορά οι υποψίες της: Η Ναντέζντα ήταν μυστικοπαθής και ψεύτερα. Η ευγνωμοσύνη της επειδή της έσωσε τη ζωή, δεν το άλλαζε αυτό. Ωστόσο, ο μονάρχης φάνηκε να πείθεται.
«Και το τόξο πού το βρήκε η δεσποσύνη;», ρώτησε άξαφνα ο Στεφάν.
Εκείνος ήταν ο μόνος που ήξερε καλά την πραγματική ιστορία της. Ήταν καταφανές πως  ήθελε να κρατήσει την ταυτότητά της κρυφή. Κι αυτό ήταν λογικό, το καταλάβαινε. Στην πορεία του προς την εξουσία ο Σβιατοπόλκ είχε διαλέξει τον αδερφό της να χτυπήσει πρώτο. Σ’ εκείνη τη μάχη έπρεπε να είχε χάσει κι εκείνη τη ζωή της. Ίσως, αν ο Σβιατοπόλκ μάθαινε ότι η θετή του αδελφή δεν είχε σκοτωθεί, να φρόντιζε να διορθώσει το λάθος.
Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει –εκτός από το πώς ήταν ακόμα ζωντανή– ήταν το τι γύρευε στην αυλή του. Θα έπρεπε να τρέχει μίλια μακριά προς την αντίθετη κατεύθυνση, όχι να στέκεται άφοβη μπροστά στο δολοφόνο του αδελφού της.
Γι’ αυτό και έθεσε το ερώτημα˙ ήθελε να δει μέχρι πού είχε σκοπό να φτάσει. Κι ας την έφερνε σε δύσκολη θέση. Δεν τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή.
Το χαμόγελο στο πρόσωπο της Ναντέζντα, πάγωσε. Η ερώτηση του ήταν προφανής, όμως αυτό δε σήμαινε ότι ήθελε να την απαντήσει. Εκνευρίστηκε με τον Στεφάν που έκανε τα πράγματα δυσκολότερα. Κι είχε σχεδόν πείσει το Σβιατοπόλκ πως τίποτα περίεργο δεν συνέβαινε.
«Δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον από τους ληστές, όπως το σπαθί που χρησιμοποιήσατε, καθώς ήταν τελείως διαφορετικό από τα δικά τους. Άλλωστε, ήταν πολύ καλής ποιότητας, δεν μπορείς να βρεις παρόμοιο εύκολα.», ο Στεφάν την πίεσε περισσότερο, βλέποντας ότι αργούσε ν’ απαντήσει.  
«Ανήκει σε μένα», ανακοίνωσε με σταθερή φωνή. «Το μόνο που μου απέμεινε από τον πατέρα μου˙ έχασα και τους δυο γονείς μου στην επιδημία της πανούκλας. Το είχε έφτιαξε μόνος του, για μένα˙ ήταν οπλοποιός.»
«Νόμιζα ότι μετά το στρατό, έγινε χωρικός.»
«Στην αρχή. Μετά είδε πως η αγροτική ζωή δεν του ταίριαζε και επιστρέψαμε στην πόλη του Πόλοτσκ, όπου άσκησε αυτό το επάγγελμα. Ο ανταγωνισμός όμως ήταν μεγάλος, ποτέ δεν έβγαλε πολλά χρήματα.»
Ήταν ετοιμόλογη και εφευρετική, έπρεπε να της το αναγνωρίσει αυτό. Αν δε γνώριζε ήδη την αλήθεια, θα την πίστευε. Μα, δεν του είχαν τελειώσει οι ερωτήσεις.
«Μάλιστα… Όμως, γιατί είχατε τα όπλα μαζί σας;»
Στ’ αλήθεια δεν θες να τα παρατήσεις!
«Σκέφτηκα ότι ίσως να χτυπούσα κανένα πουλί, ή κάποιο κάστορα ή σκίουρο. Το κυνήγι ήταν η αγαπημένη ασχολία του πατέρα μου και συνήθιζε να με παίρνει μαζί του, στις εξορμήσεις του. Θέλησα να θυμηθώ τα παλιά. Ευτυχώς, δε λέτε; Αν δεν το είχα πάρει, ποιος ξέρει τι θα είχε συμβεί;»
Θαύμασε τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε την κατεύθυνση της συζήτησης. Είχε πια πάρει την απάντησή του. Μπορεί να μην ήξερε τι ακριβώς, αλλά ήταν σαφές ότι κάτι σχεδίαζε. Πιθανότητα κάτι μεγαλεπήβολο και σατανικό.
«Έχει δίκιο η δεσποσύνη, τέλος καλό, όλα καλά!», δήλωσε ο Σβιατοπόλκ και το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε χωρίς επεισόδια και ευτράπελα, με τον Στεφάν να ακολουθεί κάθε κίνηση της Ναντέζντα κι εκείνη να τον αγνοεί συστηματικά. Ο Στεφάν ήθελε επιτέλους να μιλήσει μαζί της και να ανακαλύψει τα σχέδιά της. Ο Σβιατοπόλκ παρατήρησε πως η προσοχή του υπηκόου του ήταν στραμμένη πάνω της, κι έκανε ειρωνικά σχόλια. Εξάλλου, κι εκείνος ήταν εντυπωσιασμένος με την όμορφη και χαρισματική θεραπαινίδα.  Η Ναντέζντα, κολλημένη στο πλευρό της Αναστασίας, απέφευγε οποιαδήποτε οπτική επαφή μαζί τους˙ φοβόταν το τι θα έβλεπαν στα μάτια της.
* * *
Ποτέ δεν κοιμόμουν εύκολα. Από την ημέρα που αναγκάστηκα να παρακολουθήσω την εκτέλεση της μητέρας μου ο ύπνος έγινε άσπονδος εχθρός. Πολλές φορές μένω ξάγρυπνη για ώρες προτού αποκοιμηθώ, κι όταν κοιμάμαι με ταράζουν  εφιάλτες με πρωταγωνιστές όλα τα αγαπημένα πρόσωπα που μ’ έχουν αφήσει. Με τον καιρό βέβαια οι εφιάλτες έπαψαν να με επισκέπτονται με τόση ένταση αλλά ποτέ δεν έφτασα στο σημείο να κοιμάμαι ήρεμα τις νύχτες.
Όταν ήρθα στο Κίεβο, άρχισα να ονειρεύομαι ξανά τη μητέρα μου, αλλά κι αυτό το  ξεπέρασα. Όμως μετά την παρ’ ολίγον δολοφονία και την εμφάνιση του Στεφάν… Ας πούμε, ότι ο ύπνος δεν μου παρέχει την παραμικρή λύτρωση.
Εφόσον έχω αρχίσει να αναρρώνω, επέστρεψα στον κοιτώνα με τις άλλες κοπέλες. Τώρα έχω πλαγιάσει,  έχω τυλιχτεί με τη χοντρή, μάλλινη κουβέρτα και προσπαθώ να κοιμηθώ. Προσπαθώ να μην στριφογυρνώ, γιατί ολόκληρο το σώμα μου πονά σε κάθε κίνηση. Το βαθύ τραύμα μου μόλις που έχει δέσει. Αν δεν είμαι προσεκτική, ίσως ανοίξει και αιμορραγήσει πάλι. Ίσως δε θα έπρεπε να σηκώνομαι από το κρεβάτι, μα δε θέλω να είμαι καθηλωμένη. Με το αναλγητικό αφέψημα της Αναστασίας μπορώ ν’ αντέξω τον πόνο και να επιστρέψω στις συνήθειές μου. Αρκετά έκανα την ασθενή. Δε μου αρέσει να με φροντίζουν.
Ο καταραμένος ύπνος όμως, δεν έρχεται. Ίσως καλύτερα έτσι. γιατί ο ύπνος συνεπάγεται όνειρα και τα όνειρά μου είναι σκέτοι εφιάλτες. Εφιάλτες δηλητήριο για κάθε πονεμένη  καρδιά˙  γεμάτοι φωτιά, αίμα και θάνατο.
Οι εφιάλτες όμως δεν αμέλησαν να την επισκεφτούν κι εκείνη τη νύχτα. Κάθε φορά που αποκαμωμένη  έκλεινε τα μάτια της, λίγο αργότερα ξυπνούσε λουσμένη στον κρύο ιδρώτα.
Κάποια στιγμή, ώρες μετά τα μεσάνυχτα καθώς άνοιγε τα μάτια, είδε έναν άντρα να στέκεται από πάνω της, στα σκοτεινά. Ετοιμάστηκε να ουρλιάξει, μα εκείνος την πρόλαβε και της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του. Τότε, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, το βλέμμα της καρφώθηκε στα δυο διαπεραστικά γκριζογάλανα μάτια. Μπόρεσε να διακρίνει τη μορφή, το πρόσωπό του. Ήταν ο Στεφάν. Ανασηκώθηκε, για να ανάψει το κερί που βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι. Τον έσπρωξε μακριά της.
«Τι νομίζεις…», ξεκίνησε οργισμένη μιλώντας δυνατά, μα θυμήθηκε την παρουσία της Λαρίσσα και της Σβετλάνα οι οποίες δεν έπρεπε να ξυπνήσουν. «…ότι κάνεις, εδώ, Στεφάν;», συμπλήρωσε χαμηλόφωνα.    
«Ώστε με θυμάσαι;», της αντιγύρισε σαρκαστικά. «Είχα κάποιες αμφιβολίες δεδομένου ότι προσπαθούσα να βρω τρόπο να μιλήσουμε όλο το βράδυ κι εσύ με αγνοούσες επιδεικτικά.»
«Αυτό ήταν ένα στοιχείο για να καταλάβεις…», σταμάτησε και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «…ότι δεν θέλω να σου μιλήσω.»
«Μάλιστα, κι εγώ σου λέω ότι θα σηκωθείς, θα ντυθείς και θα με συναντήσεις στο κελάρι σε δέκα λεπτά. Ειδάλλως, ο Μεγάλος Πρίγκιπας θα μάθει τίνος κόρη είσαι, αύριο κιόλας!»
Η Ναντέζντα δεν ανεχόταν να της δίνουν διαταγές μα δεν είχε πολλές επιλογές. Δεν μπορούσε να ριψοκινδυνεύσει την αποκάλυψη της καταγωγής της. Έκανε ό,τι της είπε και σε λίγα λεπτά βρισκόταν στο σημείο συνάντησης.
Το κελάρι του παλατιού ήταν γεμάτο βαρέλια με ακριβό κρασί ή βότκα.  Στο κέντρο υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι και μερικές καρέκλες. Το σκοτάδι ήταν παχύ εκεί, μα ο Στεφάν είχε ανάψει ένα λυχνάρι. Καθόταν και την περίμενε.
«Ορίστε, ήρθα!», ανακοίνωσε ήδη από το κεφαλόσκαλο. Κατέβηκε με βιασύνη τα σκαλιά, σηκώνοντας το φόρεμά της, να μην σκονιστεί, αγνοώντας τις σουβλιές πόνου˙ ήθελε να τελειώνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να μην τον ξαναδεί.
«Κάθισε.», είπε εκείνος ψυχρά.
Τραβώ την καρέκλα νευρικά και κάθομαι. Τον κοιτάζω κατάματα με αποστροφή. Δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε. Έχει ακόμα αυτό το καθάριο βλέμμα που σε κάνει να νομίζεις ότι μπορείς να δεις στα τρίσβαθα της ψυχής του. Μα τα άλλοτε φωτεινά γαλάζια μάτια του είναι γκρίζα τώρα, και φορτωμένα θλίψη και μελαγχολία. Ρυτίδες έχουν αυλακώσει το μέτωπο του, ρυτίδες που δεν έχουν θέση στο πρόσωπο ενός νέου άνδρα. Οι έγνοιες και η οικογενειακή τραγωδία είναι υπεύθυνες. Κι ίσως… εγώ. Η γυναίκα που δεν πρόκειται ποτέ να κατανοήσει, στην οποία  ποτέ δε θα επιβληθεί. Η γυναίκα που υπήρξε καταλύτης στη δυστυχία του.
Η καρδιά μου βροντοχτυπά, νομίζω ότι δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, λες και οι πνεύμονες μου ξέχασαν πώς να λειτουργούν. Τι μου συμβαίνει;  Το βλέμμα του, το πρόσωπό πυροδοτούν εκρήξεις αναμνήσεων. Αλλά μήπως ξέχασα ποτέ;
«Θεωρείσαι επισήμως νεκρή. Αυτό προφανώς δεν ισχύει. Τι μεσολάβησε;», ο Στεφάν μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
«Είναι μια μεγάλη ιστορία, την οποία δεν πρόκειται να μοιραστώ μαζί σου.»
«Νομίζω ότι δικαιούμαι μερικές απαντήσεις. Κι όχι σαν αυτές που μου έδωσες πριν, αληθινές.»
«Γιατί;», τον ρώτησε περιφρονητικά.
«Γιατί πέρασα τα τελευταία χρόνια της ζωής μου πιστεύοντας ψέμα;  Ίσως, δεν ξέρω, εσύ τι λες, είναι αρκετά καλός λόγος;»
«Δεν εκτιμώ το σαρκασμό σου. Και εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.»
«Εννιά χρόνια πάλευα με τις ενοχές και την ντροπή για μια τραγωδία που ποτέ δε συνέβη!», ξέσπασε αγανακτισμένος.
Πώς ήταν δυνατόν να μη βλέπει πόσο τον είχε πονέσει ο χαμός της; Πώς μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν γεμάτος ερωτήσεις για την θαυμαστή επιβίωσή της; Δεν δικαιούταν να μάθει;
«Ο Γιαροσλάβ είναι ακόμα νεκρός.», είπε και τον κάρφωσε με το σκληρό της βλέμμα. Τι περίμενε; Ότι έχω  ξεχάσει; Ότι έχω συγχωρέσει;
«Δεν ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό.», αποκρίθηκε, κατεβάζοντας το βλέμμα του, που σκοτείνιασε ξαφνικά.
«Σαν να μη μας τα λες καλά, άρχοντα Στεφάν, Ηγεμόνα του Νόβγκοροντ.», τόνισε τις τελευταίες λέξεις μία μία.
«Μην τα ανακατεύεις αυτά, τώρα.», είπε θλιμμένος και ντροπιασμένος.   Είχε δίκιο. Πώς να της εξηγήσει; Ήταν οργισμένη και τον μισούσε, κι είχε καλό λόγο. Άλλα έπρεπε να πάψει για λίγο. Να τον ακούσει. Είχε τόσα να της πει. Ήθελε να της ανοίξει την καρδιά του να ξεδιαλύνει τις αμφιβολίες της, να καταρρίψει τις κατηγορίες της. Μα πώς, αν εκείνη αντιδρούσε τόσο επιθετικά;
«Είχα τους λόγους μου και τότε και τώρα.», συνέχισε κουρασμένος. «Όμως, εσύ Νάντια, τι γύρευες  στο δάσος οπλισμένη, πριν σας σώσω τη ζωή;», αποφάσισε να περάσει στην επίθεση ώστε να εκμαιεύσει επιτέλους τις απαντήσεις που ζητούσε.
Τα λόγια του όμως, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα.
«Τι λες;! Δεν μου έσωσες τη ζωή! Σκότωσα ολομόναχη οχτώ άντρες, προτού έρθεις εσύ και το μεγάλο σπαθί σου, και θα σκότωνα και τον ένατο. Απλά με πρόλαβες.»
Μπορεί να ήξερε ότι ήταν θανάσιμο ελάττωμα, μα είχε κληρονομήσει την αλύγιστη περηφάνια της μητέρας της. Δε θα παραδεχόταν ποτέ πόσο κοντά στο θάνατο είχε φτάσει. Όχι σε κείνον, ούτε στον εαυτό της. Πίστευε ειλικρινά ότι θα νικούσε τον αντίπαλό της˙ υπήρχαν πιθανότητες. Όμως, δε θα μάθαιναν ποτέ, σωστά; Ο Στεφάν επενέβη πριν καθοριστεί το αποτέλεσμα της μάχης.
«Και με λένε Ναντέζντα!», βροντοφώναξε.
Η υπομονή της είχε πια εξαντληθεί. Δεν θα τον άκουγε ούτε στιγμή παραπάνω. Χτύπησε με νεύρο το χέρι στο τραπέζι και σηκώθηκε απότομα.
«Περίμενε!», τη σταμάτησε εκείνος. Πάνω στο δρύινο τραπέζι απέθεσε το τόξο, την άδεια φαρέτρα και το μαχαίρι με τη σκαλιστή λαβή. «Πήγα ξανά στο δάσος και τα μάζεψα, σκέφτηκα πως ίσως τα χρειαστείς.», είπε με επίπεδη φωνή.
Η Ναντέζντα τα πήρε δίχως να πει λέξη.  Η πράξη του την αιφνιδίασε. Ήταν σχεδόν ευγενική. Ανέβαινε τα πέτρινα σκαλοπάτια όταν άκουσε τη φωνή του γι’ άλλη μια φορά.
«Το κράτησες. Το μαχαίρι που μου έκλεψες. Ήταν κειμήλιο του πατέρα μου.»
Μαρμάρωσε. «Το ξέρω. Μου το είχες πει.», είπε ψυχρά, γυρίζοντας να τον αντικρίσει.
«Γιατί;», ρώτησε και την κάρφωσε με τα μεγάλα, θλιμμένα μάτια του.
«Για να μου θυμίζει να μην εμπιστευτώ κανέναν. Ποτέ ξανά.»
Δεν μπορώ να κουνηθώ. Τα διαπεραστικά μάτια του, καρφωμένα πάνω μου με τέτοια ένταση, με μαγνητίζουν. Ο πόνος που καθρεφτίζεται μέσα τους είναι σχεδόν αβάσταχτος. Νιώθω μουδιασμένη, σαν υπνωτισμένη.  Απλά δεν αντέχω να τον κοιτάζω.  Ένα  ανυπόφορο συναίσθημα με πνίγει σαν τη θηλιά από σκοινί που περνούν στο λαιμό των μελλοθανάτων προδοτών. Θέλω απεγνωσμένα να ξεφύγω από αυτή την παράνοια. Τι είδους επιρροή είναι αυτή που ασκεί πάνω μου;
«Το θες;», φώναξε και το πέταξε στο τραπέζι. «Δε μου χρειάζεται.»
Εκείνος σηκώθηκε αργά. Από την τσέπη του σακακιού του, έβγαλε τη θήκη του μαχαιριού. Ήταν σκαλισμένη με το ίδιο μοτίβο που υπήρχε και στη λαβή. Χρυσός και ρουμπίνια. Η Ναντέζντα ξαφνιάστηκε μόλις είδε το αντικείμενο. Ο Στεφάν πήρε το στιλέτο και το έκλεισε στο θηκάρι. Την κοίταξε. Δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει τα συναισθήματα που τον πλημμύριζαν. Άφησε στα χέρια της αποσβολωμένης Ναντέζντα το πολύτιμο όπλο.

«Όχι, είναι δικό σου.»

Σοφία Γκρέκα