Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 17) - "Αμφιβολίες"

Κίεβο, Φεβρουάριος 1020

Είχαν φτάσει πληροφορίες στ’ αυτιά του Σβιατοπόλκ, από τους διάσπαρτους κατασκόπους του σε όλη τη χώρα, για ενδεχόμενες αναταραχές στην ηγεμονία της Βολχίνια, στα βορειοδυτικά σύνορα της Ρωσίας με την Ουγγαρία. Ήταν μια κρίσιμη πληροφορία που δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να διαρρεύσει, ειδάλλως θα ξεσπούσε πανικός.

Αυτό ήθελε να πει στη γυναίκα και τον έμπιστό του, την ημέρα που γλίτωσε από τον βίαιο θάνατο. Ήθελε να ζητήσει τη συμβουλή τους. Ακόμα κανένα στοιχείο δεν είχε εξακριβωθεί. Δεν ήξερε πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος για τη βασιλεία του. Ήταν λοιπόν, σωστό να επιτεθεί στη Βολχίνια με τον στρατό του, για να αποτρέψει να εκτραχυνθεί η κατάσταση;  
Η Μίρα τον προέτρεψε να κάνει ακριβώς αυτό. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια κλιμάκωση. Το δίχως άλλο, έπειτα θα ξεσπούσε επανάσταση σε ολάκερη τη χώρα!
Ο Στεφάν όμως, συνέστησε μετριοπάθεια. Του πρότεινε να κάνει ένα ταξίδι  εκεί, να δει ο ίδιος με τα μάτια του τι συνωμοσίες υφαίνονταν εναντίον του και μετά να πράξει ανάλογα. Τον διαβεβαίωσε πως αυτή ήταν η καλύτερη τακτική.
Παραδόξως, ο Μεγάλος Πρίγκιπας είδε την αλήθεια των λόγων του. Μία εβδομάδα αργότερα, ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Όσο θα έλειπε, η Μίρα θα έπαιρνε τις αποφάσεις για τη διακυβέρνηση μαζί με τον Στεφάν. Ο Σβιατοπόλκ μπορεί να μην ένιωθε κανένα πάθος για τη γυναίκα του, μα γνώριζε την αξία του κοφτερού μυαλού της. Μπορεί να μην την ήθελε στο κρεβάτι του, μα την ήθελε για σύμμαχό του.
 Προτού φύγει, έδωσε ένα τελεσίγραφο στον Στεφάν. Ήθελε να μάθει την οριστική του απάντηση σχετικά με την ανάληψη της θέσης στο συμβούλιό του, όταν επιστρέψει.  
Μία ανησυχία, ένα άσχημο προαίσθημα έσφιγγε την καρδιά του κυβερνήτη του Νόβγκοροντ. Έχοντας μάθει πια, ποιο ήταν το σκοτεινό σχέδιο της Ναντέζντα βρισκόταν αδιάλειπτα στο πλευρό του ηγεμόνα. Όμως, απ’ όταν χάραξε η μέρα της αναχώρησης δεν την είχε δει πουθενά. Δεν ήταν με την Αναστασία και την ακολουθία της. Όλο το προσωπικό του παλατιού είχε έρθει σύσσωμο να αποχαιρετήσει τον αφέντη που έφευγε. Μα η Ναντέζντα, άφαντη.
Μια ανησυχητική ιδέα του καρφώθηκε στο μυαλό. Κι αν έκανε καμιά τρέλα πάλι; Έτρεμε και μόνο στην σκέψη.
Πράγματι, πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος, εκείνη είχε οπλιστεί με το τόξο και την φαρέτρα, γεμάτη καινούργια βέλη, κλεμμένα από έναν φρουρό, κι έτρεξε στο δάσος. Έστησε καραούλι, σ’ ένα καλά επιλεγμένο σημείο. Ήταν πάνω στη στροφή του δρόμου απ’ όπου θα περνούσε οπωσδήποτε ο Καταραμένος για να φτάσει στο Βολοντιμίρ, τη μεγαλύτερη πόλη της Βολχίνια. Κρύφτηκε τελείως από τους θάμνους και τα δέντρα και περίμενε να φανεί ο Σβιατοπόλκ, με το βέλος στην τεντωμένη χορδή του τόξου. Αυτή τη φορά θα τον σκότωνε.
Αν ο Στεφάν τολμήσει ν’ ανακατευτεί, τότε θα σκοτώσω αυτόν πρώτο.  
Τα ποδοβολητά των αλόγων άρχισαν ν’ ακούγονται από μακριά. Η Ναντέζντα ατσαλώθηκε.
Ο Στεφάν πλησίαζε κι εκείνος με άγριο καλπασμό. Αν είχε δίκιο, αν πήγαινε να κάνει, αυτό που σκεφτόταν… Έπρεπε να την σταματήσει.
Την είδε έτοιμη να κάνει πράξη τις σκέψεις εκδίκησής της, κι η καρδιά του βούλιαξε. Ήθελε πολύ όλα αυτά να ήταν μια υπερβολή, αποτέλεσμα των δικών του αβάσιμων φόβων. Μα όχι, αυτή η γυναίκα ήταν απίστευτη. Θα τον έστελνε στον τάφο, πριν την ώρα του. Δεν ήξερε γιατί τον ένοιαζε τόσο. Απλά δεν μπορούσε να την αφήσει να πεθάνει, για κάτι τόσο ανόητο, όσο η εκδίκηση.
Εκείνη την στιγμή, άρχισαν να περνούν οι πρώτοι καβαλάρηδες. Ο Στεφάν έπρεπε να δράσει γρήγορα. Ξεπέζεψε και στη στιγμή, βρέθηκε δίπλα της. Την άρπαξε και κόλλησε την πλάτη της στον κορμό του δέντρου. Πίεσε το σώμα του πάνω στο δικό της, ώστε να μην μπορέσει να κουνηθεί καθόλου.  Εκείνη φώναξε, μα της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του, προσπάθησε ν’ αντισταθεί, ν’ απαγκιστρωθεί από την ατσάλινη αγκαλιά του, μα εκείνος ήταν πιο δυνατός. Είχε φυλακίσει τα χέρια της, δεν μπορούσε ούτε να τον χτυπήσει, ούτε να τον γρατσουνίσει.
Έμειναν σ’ αυτή την στάση μέχρι να περάσει ο Σβιατοπόλκ και όλη η ακολουθία του. Η Ναντέζντα είδε το Σβιατοπόλκ να περνά από τη στροφή, ανίκανη να κάνει το παραμικρό. Τον είδε να φεύγει, να ζει άλλη μια μέρα ενώ ο Γιαροσλάβ, σάπιζε στο χώμα. Μια φωτιά θέριεψε στην ψυχή της. Βρήκε τη δύναμη κι έσπρωξε μακριά τον Στεφάν.  Εκείνος δεν προσπάθησε ν’ αντισταθεί, δεν είχε λόγο πια. Το θύμα της είχε ήδη καλπάσει μακριά.
Μόλις ελευθερώθηκε από τη λαβή του, ενέδωσε σε κείνο το θυμό που έκαιγε μέσα της. Χίμηξε πάνω του και προσπάθησε να μπήξει τα νύχια της στο πρόσωπό του. Εκείνος προσπάθησε να την αποφύγει, αλλά έπεσε πάνω του με ορμή. Κυλίστηκαν στο χώμα, σαν άγρια θηρία, ο καθένας προσπαθούσε να κάνει τον άλλον να υποκύψει. Τελικά ο Στεφάν κράτησε το κεφάλι της στα δυο του χέρια αδιαφορώντας για τα απανωτά χτυπήματα στην πλάτη του. «Δεν μπορείς να τον σκοτώσεις!», της είπε συλλαβιστά.
Εκείνη έπαψε να μάχεται και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του, που τώρα έμοιαζαν γκρίζα, διάφανα, σαν τις σταγόνες της βροχής. Ένιωσε σαν υπνωτισμένη… Κούνησε έντονα το κεφάλι της και προσπάθησε να σηκωθεί όρθια. Ο Στεφάν την άφησε, δεν πίστευε ότι θα προσπαθούσε να του χιμήξει ξανά.
Κι είχε δίκιο. Σειρά είχε ένα διαφορετικό ξέσπασμα τώρα.
«Τον είχα!», ξεφώνισε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια της. «Τον είχα, κι εσύ με σταμάτησες! Γιατί, δεν μπορείς να με αφήσεις ήσυχη; Γιατί του έσωσες τη ζωή;»
«Οι φρουροί θα σε σκότωναν την ίδια στιγμή! Τη δική σου ζωή έσωσα, όχι του Καταραμένου!»
«Δε με νοιάζει να ζήσω! Δεν το καταλαβαίνεις;»
«Ωραία! Τα σκέφτηκες όλα.», της είπε με το πιο ειρωνικό του ύφος.
«Ποιο είναι το πρόβλημά σου; Δική μου είναι η ζωή, και το μόνο πράγμα που θέλω είναι να τον σκοτώσω, πριν σκοτωθώ.»
«Θα χαραμίσεις τη ζωή σου για χάρη του;»
«Πρέπει να πληρώσει για τα εγκλήματά του κατά του ρωσικού λαού.»
«Έτσι λέμε τώρα την εκδίκηση; Κι ακόμα κι αν είναι έτσι όπως το λες, δεν είσαι η Θεία Δίκη. Να τον σκοτώσεις, δεν είναι λύση.»
«Γιατί;»
«Έχεις σκεφτεί καθόλου, τι θα συμβεί στη χώρα αν πεθάνει αυτός; Τι νομίζεις; Θα βασιλέψει η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η ευμάρεια;»
Η Ναντέζντα τον κοίταξε, εμβρόντητη. Τι έλεγε; Ο Σβιατοπόλκ ήταν ένας τύραννος. Ο φόνος του δεν ήταν έγκλημα, ήταν κοινωνική προσφορά.
Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Όχι, δεν είχε σκεφτεί καθόλου το μετά. Ήταν υπερβολικά προσηλωμένη στο καθήκον που η ίδια είχε επιβάλλει στον εαυτό της, για να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο.
«Όλεθρος. Η Ρωσία θα βυθιστεί στο αίμα για άλλη μια φορά.», έδωσε ο Στεφάν την απάντηση.
«Γιατί να συμβεί αυτό;»
«Κάνεις χαζές ερωτήσεις.»
«Απάντησέ μου, τότε!»
«Ο κάθε ξιπασμένος βογιάρος, με αρκετό χρυσάφι και στρατιώτες υπό τις διαταγές του, θα προσπαθήσει να αυτονομηθεί και να γίνει κύριος του δικού του βασιλείου. Εμφύλιος πόλεμος θα ξεσπάσει, και χαμένοι θα βγουν για άλλη μια φορά οι αθώοι πολίτες της Ρωσίας. Στο τέλος, αυτός που θ’ ανεβεί στην εξουσία θα είναι το ίδιο μοχθηρός με τον Καταραμένο ή και χειρότερος ακόμα. Αυτό θα συμβεί. Και θα φταις εσύ.»
Τα λόγια του ήταν βέλη που βυθίστηκαν στην καρδιά της. Εκείνη ποτέ δε θέλησε να κάνει κακό σε κανέναν, εκτός από τον Σβιατοπόλκ. Πώς μπορούσε να λέει ότι θα ήταν υπεύθυνη για τόσα δεινά; Εκείνη που τόσο είχε υποφέρει από τη θανατική επέλασή του, να γίνει αιτία για περισσότερο πόνο και θάνατο; Αμέσως, αμύνθηκε με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Προσβολές, κατηγορίες και ξεσπάσματα θυμού.
«Τι ξέρεις εσύ, ε; Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα επιθυμούσε την πτώση του Καταραμένου. Είσαι το δεξί του χέρι. Και μην το αρνηθείς. Η εύνοιά του στο πρόσωπό σου είναι απροκάλυπτη.»
Μια σκιά εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Στεφάν. Αυτός ο τίτλος, αυτή η εμπιστοσύνη του Σβιατοπόλκ σ’ εκείνον… Ήταν φράχτες που απαγόρευαν την επικοινωνία του με τη Νάντια. Απαγόρευαν την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Πώς τα είχε κάνει έτσι;
«Ξέρω ότι δεν μπορείς να πιστέψεις ότι τον μισώ σχεδόν όσο κι εσύ. Αλλά πίστεψε αυτό. Η Ρωσία είναι καζάνι που βράζει. Ο Σβιατοπόλκ είναι το καπάκι της χύτρας, που κρατά την κατάσταση σ’ ένα οριακό σημείο. Αν εξαφανιστεί, θα επικρατήσει το απόλυτο χάος και αναρχία.»
Κάτι στο βλέμμα του την έκανε να αμφιβάλλει για μια στιγμή για τις καλά εδραιωμένες στη συνείδησή της πεποιθήσεις. Τελικά, πίστεψε ότι ο Στεφάν πίστευε πως έλεγε την αλήθεια.
«Και νομίζεις ότι το να τον αφήσουμε να αφανίζει τη χώρα είναι καλύτερο;», ρώτησε σε μια κρίση διαλλακτικότητας.
Χρησιμοποίησε εκείνο τον πληθυντικό, ασυναίσθητα. Σαν να ήταν στην ίδια ομάδα, σαν να είχαν τον ίδιο σκοπό και πάλευαν μαζί για ένα καλύτερο μέλλον.
«Δεν ξέρω. Εσύ είσαι η πριγκίπισσα. Εσύ βρες τη λύση.»
Τι κεραυνός ήταν αυτός; Μέχρι αυτή την στιγμή ποτέ δεν είχα σκεφτεί όσα φαίνονται τόσο προφανή στον Στεφάν. 
Δεν είναι δυνατόν αυτό που συμβαίνει. Αυτός ο άνθρωπος με κάνει να φαίνομαι τελείως στενόμυαλη και εγωίστρια. Και δεν είμαι. Ο Καταραμένος απλά πρέπει να πεθάνει. Τελείωσε!
Όμως… αν υπάρχει έστω και μία πιθανότητα όσα λέει είναι αλήθεια, μπορώ στ’ αλήθεια να προξενήσω μια τόσο μεγάλη πληγή στην πατρίδα μου, για χάρη της δικής μου, προσωπικής βεντέτας εναντίον του;
Ναι, μπορώ και θα το κάνω.



Σοφία Γκρέκα