Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 18) "Kidnapping was not the plan!"


  Lilianas POV

  Το κεφάλι μου γύριζε ασταμάτητα. Προσπαθούσα σκληρά να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά αλλά δεν μπορούσα. Ένιωθα εξαντλημένη σε βαθμό που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Προσπάθησα να κουνηθώ αλλά μάταια. Τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω μου και κάποιο αόρατο βάρος με κρατούσε ακινητοποιημένη στην καρέκλα. Έριξα το κεφάλι μου μπροστά κατάκοπη έτοιμη να παραδοθώ πάλι στον ύπνο αλλά ένα δυνατό χέρι με έπιασε από τα μαλλιά και έσπρωξε το κεφάλι μου πίσω.
  «Αρκετά πριγκίπισσα.» άκουσα μια τσιριχτή φωνή να μου λέει. Με ανάγκασε να σηκωθώ και με έσπρωξε έξω από το δωμάτιο που βρισκόμουν. Συνέχιζε να με κρατά από τα μαλλιά και να με κατευθύνει σε έναν μακρύ ελικοειδή διάδρομο. Τα μάτια μου πάλευαν να προσαρμοστούν σε αυτό το μισοσκόταδο τώρα, αφού μικρές αναμμένες δάδες φώτιζαν που και που τον χώρο και μια μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας έκανε το στομάχι μου να ανακατεύεται. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή σε μια μεγάλη αίθουσα και εκεί με άφησε. Έπεσα ζαλισμένη κάτω σκίζοντας τα γόνατα μου στο κακοφτιαγμένο μαρμάρινο πάτωμα.
  «Τι ωραία μυρωδιά.» άκουσα κάποιον να προφέρει με βαριά φωνή και προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου αλλά ένα χέρι με σταμάτησε.
  «Σεβασμός στον Άρχοντα.» η ίδια τσιριχτή φωνή με πριν. Ένας δυνατός ήχος ακολούθησε και ένα σιγανό κλαψούρισμα.
  «Μίλα καλύτερα στην καλεσμένη μας. Μην μας περάσει για άξεστους.» ένιωσα δυο δάχτυλα κάτω από το πηγούνι μου να με αναγκάζουν να σηκώσω το κεφάλι μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να επικεντρωθώ. Όταν η όραση μου άρχισε να επανέρχεται μπορώ να πω ότι αηδίασα. Το πρόσωπο του πράματος που είχε τα δάχτυλα του στο πρόσωπο μου ήταν μια μίξη λιωμένης σάρκας, κόκκινων φλεβών που πεταγόντουσαν από παντού και μιας αηδιαστικής ροζ απόχρωσης που τα περιέβαλλε όλα αυτά. Αντιστάθηκα στην παρόρμηση μου να κάνω εμετό αλλά σίγουρα η αηδία ήταν χαραγμένη  στο πρόσωπο μου σίγουρα. «Ω, με συγχωρείς. Ξεχνάω τι αηδία προκαλεί στο είδος σου αυτή η όψη.» Πρόφερε αργά και πήρε μακριά τα χέρια του αφήνοντας στο σημείο που με ακούμπησε μια έντονη αίσθηση καψίματος. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να αποτινάξω αυτή την αίσθηση και όταν τα άνοιξα ξανά ένα άλλο πρόσωπο βρισκόταν μπροστά μου. Ένα εντυπωσιακό, όμορφο πρόσωπο. «Καλύτερα έτσι?» Έμεινα να κοιτάζω παγωμένη το κενό μπροστά μου ενώ εκείνος έκανε κύκλους γύρω μου. «Μου είπαν ότι είσαι εντυπωσιακή για θνητή. Δεν είχαν άδικο.» Σήκωσα το βλέμμα μου όταν σταμάτησε μπροστά μου και μου πρόσφερε το χέρι του για να σηκωθώ. Έφτυσα στην παλάμη του και το επόμενο λεπτό το χέρι του προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπο μου. Με τράβηξε από τα μαλλιά καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό μου. «Έχεις μεγάλο θράσος.» Ένα μαύρο σύννεφο άρχισε να απλώνεται γύρω μας και τον είδα να χαμογελάει. Έμεινα όμως ατάραχη και αυτό φάνηκε να τον ενοχλεί. «Δεν φοβάσαι την σκιά του Θανάτου που απλώνεται γύρω σου κοριτσάκι?» Έφερε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και χαμογέλασε δείχνοντας μου τα δόντια του.
  «Έχω δει χειρότερα.» του απάντησα καταπίνοντας το αίμα από τα ματωμένα χείλη μου.
  «Παλιο....» ξεκίνησε να λέει αλλά μια άλλη δυνατή φωνή τον σταμάτησε.
  «Σταμάτα αδερφέ.» Προσπάθησε να κοιτάξω την πηγή της διακοπής του αλλά δεν μπορούσα να κουνήσω το κεφάλι μου.
  «Ντέιμιαν πως τολμάς?» Άκουσα τα βήματα του πράγματος που ενοχλούσε τόση ώρα να απομακρύνονται προς τα πίσω μου.
  «Έδωσες μια υπόσχεση Λούσιφερ. Το κορίτσι είναι δικό μου.» Ψιθυρίζανε. Και όχι στην γλώσσα μας. Αυτά ήταν... Λατινικά? Και εγώ πως στο καλό τα καταλάβαινα?
  «Και από πότε λέω αλήθεια?» άκουσα το σατανικό γέλιο του πράγματος ξανά. Αυτός ήταν ο Διάβολος? Περίμενα περισσότερα είναι η αλήθεια. Αλλά καλύτερα να κρατούσε το μεγάλο μου στόμα για τον εαυτό μου γιατί ίσως και να μου έδειχνε πόσο λάθος είχα.
  «Από τότε που θες οργάνωση εδώ και σεβασμό.»
  «Τα έχω ήδη αυτά μικρέ.»
  «Τότε κράτα τα. Γιατί εγώ θα κρατήσω το κορίτσι.» Και τώρα βήματα ερχόντουσαν προς το μέρος μου. «Πάρτε την στο δωμάτιο μου.» φώναξε και ένιωσα κάποιον να με σηκώνει στα χέρια και να με τραβάει προς το βάθος ενός διαδρόμου. Για πόσο ακόμα θα έπρεπε να ζω τα ίδια πράγματα σε λούπα? Η πλάτη μου χτύπησε σε κάτι σκληρό και έπνιξα μια κραυγή. Ένα αηδιαστικό πλάσμα με σήκωσε στα πόδια μου και μου έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη μου σε έναν ψηλό πάσσαλο.
  «Μια συμβουλή: Κράτα το στόμα σου κλειστό.» Με κοίταξε. Τα μάτια του θύμιζαν κάτι ανθρώπινο για μια στιγμή αλλά εξαφανίστηκε σε μια δίνη ανέμου σε δευτερόλεπτα για να προλάβω να το παρατηρήσω. Και έτσι έμεινα μόνη σε έναν χώρο γεμάτο από την μυρωδιά θειαφιού, με εμένα αλυσοδεμένη και τελείως ανήμπορη που ούτε καν το κεφάλι μου να δω τι ήταν εδώ που βρισκόμουν δεν μπορούσα να κουνήσω. Αναστέναξα βαθιά. Τι σκατά είχε συμβεί? Η τελευταία μου ανάμνηση ήταν ένα σπαθί να έρχεται προς το μέρος μου. Πως είχα βρεθεί εδώ?



Damiens POV

Χτύπησα το τραπέζι μπροστά μου συνθλίβοντας το.
  «Άντε πάλι.» μουρμούρισε ο Τζέικ.
  «Σκάσε!» γρύλισα έξαλλος και κόβοντας βόλτες στο δωμάτιο σαν άγριο θηρίο.
  «Αναρωτιέμαι...» ξεκίνησε και γύρισα να τον κοιτάξω με μίσος.  «Τι σε πείραξε περισσότερο?» Από πού να άρχιζα? Όλα είχαν πάει σκατά. Όταν όρμησα πάνω στον Μιχαήλ ένα λευκό φως είχε σταματήσει την ορμή μου και το κορίτσι που βρισκόταν τώρα στο δωμάτιο μου είχε εμφανιστεί μπροστά στον Μιχαήλ. Είχα φέρει την λεπίδα μου στον λαιμό της και είχα σταματήσει εκεί. ΕΙΧΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΕΚΕΙ! Γιατί είχα σταματήσει στα μισά της επίθεσης? Και το επόμενο δευτερόλεπτο με τίναζε πολλά μέτρα μακριά με μια έκρηξη ενέργειας να εκτοξεύεται από την παλάμη της στο στήθος μου και εμένα να πετάγομαι ανήμπορος στην άλλη άκρη της πύλης. Δεν μπορώ να πω με διασκέδαζε το γεγονός ότι υπήρχε κάποιος που είχε τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο σε μένα. Αλλά δεν νομίζω να το έκανε επίτηδες. Και εξάλλου ένας άγγελος, και μάλιστα νεογέννητος, δεν μπορούσε να κατέχει τέτοια δύναμη. Τι έτρεχε μαζί της? Ο Μιχαήλ έδειχνε τρομοκρατημένος με το που συνειδητοποίησε τι γινόταν και προσπάθησε να την απομακρύνει από μπροστά του αλλά εκείνη είχε κάνει το απίστευτο: Είχε αρπάξει το σπαθί του και ερχόταν προς το μέρος μου. Είχα σηκωθεί δεύτερα μετά την πτώση μου και την περίμενα να πλησιάσει και άλλο. Τα πράσινα μάτια της καίγανε με μια φλόγα που δεν είχα ξαναδεί και με εντυπωσίασε. Έκανε να με χτυπήσει αλλά φυσικά δεν ήξερε τι έκανε και το απέφυγα με μια κίνηση, ξαναπροσπάθησε, την μπλόκαρα και έδιωξα το σπαθί της μακριά. Έφερα πάλι την λάμα μου στον λαιμό της και κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό μου. Κοίταξα με την άκρη του ματιού μου βλέποντας τους συντρόφους μου να υστερούν απέναντι στους αγγέλους. Είχαν βγει πλέον όλοι από τους κοιτώνες και προσπαθούσαν να μας αντικρούσουν. Έπρεπε να φύγουμε αλλιώς θα έχανα καλούς πολεμιστές. Είχα ήδη καταφέρει να στείλουμε στο Καθαρτήριο περισσότερους από κάθε άλλη φορά. Εκείνη άρπαξε την λάμα μου και με τα δυο της χέρια και την έφερε ακόμα πιο κοντά στον λαιμό της.
  «Κάνε το.» με προκάλεσε. Προσπάθησα να πιέσω την λάμα και άλλο στην σάρκα της αλλά δεν μπόρεσα. Κάτι στην φωνή της, στον τρόπο που με προκαλούσε δεν με άφηνε. Εξάλλου ζωντανή μου χρησίμευε περισσότερο. Της έπιασα το χέρι από την λάμα και βύθισα το βλέμμα μου στο δικό της. Η ευκολία με την οποία έπιασε επάνω της η ύπνωση έδειχνε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος της το έκανε. Τι να την είχαν κάνει οι Άγγελοι να ξεχάσει άραγε? Την άρπαξα προτού προλάβει να χτυπήσει στο έδαφος και την σήκωσα στα χέρια. Άνοιξα τα φτερά μου και έριξα μια τελευταία ματιά στον Μιχαήλ. Καθαρός τρόμος αντικατοπτριζόταν στα μάτια του. Τόσο σπουδαίο ήταν αυτό το θηλυκό για εκείνον? Έπρεπε να μάθω το γιατί.
  «Ντέιμιεν!» μου φώναξε ο Τζέικ βγάζοντας με από την ανάμνηση μου. Τον κοίταξα παγωμένος. Είχα αντιτεθεί στον αδερφό μου για εκείνη και σίγουρα ήταν κάτι που θα πλήρωνα ακριβά. Μου την είχε τάξει όμως και το γνώριζαν όλοι. Την προόριζε για σύντροφο μου αν κατάφερνα να την κάνω έκπτωτο, πράγμα απίστευτα εύκολο, και δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Ήθελα να μάθω τι έκρυβε, τι την έκανε τόσο ξεχωριστή ώστε οι Άγγελοι να την ψάξουν, να την μετατρέψουν, γιατί ο Μιχαήλ είχε παγώσει στην εικόνα μου με εκείνη στα χέρια και πως μπορούσε να χειρίζεται κάτι τόσο σπάνιο όσο η καθαρή ενέργεια. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου την πόρτα. Στην άλλη άκρη του δωματίου μου βρισκόταν η απάντηση σε όλα αυτά, δεμένη σε έναν από τους πασσάλους του κρεβατιού μου. Πως θα την έκανα να μιλήσει όμως? Η θαρραλέα αντίδραση της απέναντι στον αδερφό μου έδειχνε ότι ήταν δύσκολο καρύδι και δεν θα έσπαγε εύκολα ακόμα και να την βασάνιζα. Κοίταξα τον Τζέικ ξανά.
  «Τι θα κάνω?» τον ρώτησα αβέβαιος. Ξαφνιάστηκε ακούγοντας με για πρώτη φορά έτσι.
  «Πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Φάνηκες τόσο βέβαιος για την επίθεση.»
  «Ήμουν βέβαιος.» Να πάρει τα είχα σχεδιάσει όλα και τώρα έπρεπε να τα κάνω ξανά λογαριάζοντας και τον εξωτερικό παράγοντα που μας είχε τύχει.
  «Ήταν στο σχέδιο?» με ρώτησε. Τίποτα δεν είχε πάει σύμφωνα με το σχέδιο και το ήξερε! Τι με ρωτούσε τώρα?
  «Το ξέρεις ότι δεν ήταν. Το να την απαγάγω δεν ήταν στο σχέδιο. Το σχέδιο ήταν να τελειώνουμε με τον Μιχαήλ.»
  «Ντέιμιεν δεν φταις εσύ. Μας ξάφνιασε το πόσο άδειος ήταν ο χώρος. Και όταν άρχισαν να βγαίνουν κατά μιλιούνια.... Δεν είχαμε αφήσει τόσους.»
  «Φυσικά και όχι Τζέικ. Επιστρατεύουν θνητούς και το ξέρεις. Επαναφέρουν αγγελικές ψυχές.»
  «Αυτό δεν είναι σωστό.» Γύρισα τα μάτια μου.
  «Από πότε έχεις ηθικές αξίες δαίμονα?» τον ρώτησα και έσκυψε το κεφάλι. Αν και δαίμονας πλέον ήξερα ότι η αίσθηση σωστού και λάθους, ηθικού και ανήθικου ήταν κάτι που ακόμα πάλευε να αποτινάξει από την παλιά του ζωή. Είχε δίκιο βέβαια. Δεν βάζαμε στο παιχνίδι τις αναγεννημένες ψυχές. Ήταν άγραφος κανόνας. Οι Άγγελοι το είχαν παραβιάσει. Εμείς δεν θέλαμε.
  «Συγνώμη Άρχοντα μου.» Τον χτύπησα ελαφρά στην πλάτη και αναστέναξα.
  «Δεν πειράζει Τζέικ. Καταλαβαίνω.» Ο Τζέικ με κοίταξε με απόγνωση.
  «Και τώρα τι Ντέιμιεν?» Μια πολύ καλή ερώτηση που απαιτούσε πολύ σκέψη. Δεν ήξερα τώρα τι θα γινότανε. Αλλά έπρεπε να φανώ δυνατός για εκείνους και σίγουρος. Πήρα μια βαθιά ανάσα.

  «Τώρα Τζέικ πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να την κάνουμε να μιλήσει.»

Nadia