Η Μελωδία του Λύκου και της Λέαινας (Κεφάλαιο 4)

Βορράς, κάστρο των Λάικανς


Όλο το κάστρο είχε στολιστεί καταλλήλως για την άφιξη των Φυλάκων του Νότου. Τα διαμερίσματά τους ήταν έτοιμα, ενώ όλοι οι υπηρέτες είχαν και από κάτι να κάνουν.

Ο Βασιλιάς, ο κυοφορούσα γυναίκα του, ο διάδοχος και ο μικρότερος γιος τους στεκόντουσαν μαζί με το συμβούλιο και τη στρατιωτική φύλαξη μπροστά απ'το κάστρο, περιμένοντας υπομονετικά τους καλεσμένους τους.
Όσο υπομονετικά θα μπορούσαν...
'' Γιατί αργούν τόσο; '', η εκνευρισμένη φωνή του βασιλιά ξαφνικά ακούστηκε.
Ο Ραλφ έστρεψε το βλέμμα του στον πατέρα του. Έπρεπε να κάνει κάτι, ώστε να συγκρατήσει την οργή του πατέρα του. Δε θα έκαναν ένα τόσο καλό ξεκίνημα με τον πατέρα του θυμωμένο... '' Είμαι σίγουρος ότι σε λίγο θα είναι εδώ. '', απάντησε εκείνος με όσο πιο ήπιο τρόπο μπορούσε, αν και δε γλίτωσε ένα λοξό αγριοκοίταγμα απ'τον πατέρα του.
'' Και καλά θα κάνουν. '', μουρμούρισε, κοιτώντας την πύλη ανυπόμονος, ενώ ο γιος του άφησε έναν μικρό άηχο αναστεναγμό να του ξεφύγει.
Ευτυχώς, σύντομα έκαναν την εμφάνισή τους τα λάβαρα με το κόκκινο λιοντάρι. Άντρες με κόκκινες και μαύρες πανοπλίες ήρθαν και στάθηκαν μπροστά τους.
Ο Βρούτος μαζί με τον διάδοχο και τον μικρότερο γιο του έκαναν την εμφάνισή τους μέσα απ'τους άντρες τους, ντυμένοι με ζεστές γούνες για να τους προστατεύουν απ'το κρύο.
Το ανοιχτό βλέμμα του πρίγκιπα στάθηκε λίγο στο πρόσωπο του Φύλακα. Ένα γερασμένο πρόσωπο, με κρύα και σοβαρά γκρι μάτια και έντονες γωνίες προσώπου. Έδειχνε ένας σίγουρος άντρας. Ένας σοφός και έξυπνος άντρας. Το βλέμμα του στράφηκε μετά στον διάδοχό του. Μαύρα μαλλιά, γκρι μάτια όμοια με του πατέρα του, νεανικό πρόσωπο και ένα απαλό μούσι που έδειχνε να ακουμπά ίσα-ίσα το λευκό δέρμα του. Έδειχνε τόσο όμοιος με τον πατέρα του. Σοβαρός και προσηλωμένος στον στόχο. Και όμως, όσο και σοβαρή και σίγουρη να έδειχνε η στάση του, άλλο τόσο ανήσυχη ήταν η ματιά του. Μπορούσε να καταλάβει γιατί. Ή τουλάχιστον, φανταζόταν... Δίπλα του είδε άλλον έναν νεαρό, που από ότι κατάλαβε απ'τα παρόμοια χαρακτηριστικά του με τον διάδοχο και τον Φύλακα, πρέπει να ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειας. Φαινόταν στο πρόσωπό του ότι ήταν έτοιμος να γίνει άντρας. Ένα αχνό χνούδι κάλυπτε το πιγούνι και τα μάγουλά του, τονίζοντας κάπως τα σκούρα γκρι μάτια του.
Ξαφνικά, από πίσω τους ξεπρόβαλε η μόνη γυναίκα ανάμεσά τους. Ντυμένη με χρυσές γούνες και βαριά φορέματα, με τα σκούρα μαλλιά της και τις μπούκλες της να πέφτουν γύρω της, φάνταζε εξωπραγματική. Ήταν μια οπτασία. Ήταν σαν ένα κομμάτι κρέας που το πήγαιναν ανάμεσα σε μια αγέλη λύκων. Μόνο που αυτό το κομμάτι κρέατος, προοριζόταν μόνο για αυτόν.
Και μόνο στη σκέψη ότι η νεαρή ομορφιά μπροστά του, από τη γέννησή της προοριζόταν να πουληθεί σε κάποιον σαν ένα ζώο, τον έκανε να αηδιάζει με τον εαυτό του. Έτσι ήταν, όμως, ο κόσμος τους, όσο και αν δεν ήθελε να το καταλάβει.
Όμως, όσο και αν έπαιζε με το μυαλό του η εικόνα της, άλλο τόσο ήθελε να δει το πρόσωπό της.
Τα λιοντάρια, κατέβηκαν απ'τα άλογά τους, γονατίζοντας μπροστά στον Λύκο.
'' Βασιλιά μου, πάει καιρός. '', μίλησε πρώτο το γηραιό Λιοντάρι, παίρνοντας το θάρρος να κοιτάξει κατάματα τον Λύκο.
'' Πράγματι, Βρούτε. '', το -τρομαχτικά- έντονο ανοιχτό βλέμμα του ταξίδεψε στην νεαρή γυναίκα που βρισκόταν ανάμεσά τους. '' Η νεαρά να υποθέσω είναι η κόρη σου. '', είπε, κοιτώντας την με το εξεταστικό βλέμμα του.
'' Μάλιστα, βασιλιά μου. '', γύρισε πίσω. '' Λεάννα, έλα, κόρη μου. '', είπε, κάνοντάς της νόημα με το χέρι του να έρθει.
Εκείνη, δειλά στην αρχή αλλά με σταθερά βήματα, βγήκε μπροστά, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό της.
Για μια στιγμή, η ανάσα του πρίγκιπα κόπηκε. Τελικά, ο χρόνος ήταν με το μέρος της...
Το μαύρο βλέμμα της παρέμεινε σταθερό στον βασιλιά, ακόμα και αν ένιωθε το γνώριμο βλέμμα του πρίγκιπα να την τρυπά στο πρόσωπο. Δεν ήθελε να τον αντικρίσει. Όχι ακόμα τουλάχιστον...
'' Μια οπτασία... '', μουρμούρισε ο βασιλιάς. '' Ίσως, αν δε ζούσε η βασίλισσα, να έπαιρνες τη θέση της δίπλα μου. '', είπε, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν όλοι.
Ντροπιασμένη, κοίταξε αμέσως την ευγενική γυναίκα με το συνεχείς χαμόγελο στα χείλη. Τα περίεργα μάτια της, τόσο όμοια όσο και του γιου της, έδειχναν μόνο ευγένεια και κατανόηση. Η κακία δεν υπήρχε μέσα στο βλέμμα της. Εκείνη από την άλλη, ήταν σίγουρη ότι έμοιαζε πιο πολύ σαν το κατακόκκινο λιοντάρι πάνω στα λάβαρά τους.
'' Όμως, προς το παρόν θα πάρεις τη θέση σου σαν πριγκίπισσα, στο πλάι του γιου μου. '', τελείωσε, κρατώντας το τρομακτικό βλέμμα του στο πρόσωπό της.
Τότε, συνέβη αυτό που ο πρίγκιπας περίμενε απ'την ώρα που την πρωτοείδε. Έστρεψε το κατάμαυρο βλέμμα της προς αυτόν. Όμως, δεν ήταν όπως το θυμόταν. Όχι αυτό το βλέμμα με την παιχνιδιάρικη λάμψη. Τώρα, ήταν σαν ένας πάγος. Ανέκφραστη και ψυχρή απέναντι του. Τουλάχιστον, όχι όπως την τελευταία φορά... Ίσως, όμως, να ήταν χειρότερα έτσι.
Ο πατέρας του αποφάσισε να μιλήσει, διακόπτοντας την αμήχανη στιγμή ανάμεσά τους. '' Ραλφ, γιατί δεν οδηγείς την νεαρή αρχόντισσα στο δωμάτιό της; '', πρότεινε, έχοντας άλλους σκοπούς στο μυαλό του. Σκοπούς που δεν θα γινόντουσαν πολύ σύντομα...
'' Φυσικά, πατέρα. '', είπε εκείνος, χωρίς να μπορεί να πει κάτι άλλο. Έκανε νόημα στους υπηρέτες να πάρουν τα πράγματα της νεαρής κοπέλας και εκείνη να τον ακολουθήσει.
Απρόθημα αλλά χωρίς να έχει άλλη επιλογή, εκείνη τον ακολούθησε, με τα φουστάνια της να σέρνονται πίσω της.
Η διαδρομή ήσυχη αλλά με μια εμφανή ένταση ανάμεσά τους. Όσο εκείνη προσπαθούσε να μην τον κοιτάζει, τόσο εκείνος έλιωνε για ένα της μόνο βλέμμα.
Όταν επιτέλους φτάσανε, εκείνος άνοιξε την πόρτα, κάνοντάς της χώρο ώστε να περάσει.
Το δωμάτιο ήταν σχετικά μεγάλο, με ένα τεράστιο άνετο κρεβάτι με ουρανό, ένα γραφείο με καθρέφτη και ένα τραπέζι. Το μεγάλο παράθυρο απέναντί της, όμως, ήταν εκείνο που της τράβηξε πρώτο την προσοχή.
'' Ελπίζω να είναι άνετο. '', είπε ο νεαρός άντρας, κοιτώντας την.
'' Ευχαριστώ, πρίγκιπα. '', μουρμούρισε εκείνη ξερά και πλησίασε το παράθυρο, θέλοντας απ'την μία να δει την θέα και απ'την άλλη να απομακρυνθεί από κοντά του.
Εκείνος έμεινε να την κοιτά. Προσπαθούσε σκληρά να κρατήσει την υπομονή του. Δεν γινόταν να την χάσει. Δεν άρμοζε σε έναν πρίγκιπα. Αλλά εκείνη πάντα είχε τον τρόπο να τον προκαλεί και μόνο με την αναπνοή της.
'' Λεάννα... '', άρχισε αλλά δε κατάφερε να τελειώσει. Γύρισε και τον κοίταξε, με το ένα φρύδι της ανασηκωμένο. Ήταν λες και τον ειρωνευόταν μπροστά στα μάτια του.
'' Ναι, πρίγκιπά μου; '', μπορούσε να καταλάβει ότι το διασκέδαζε να τον βλέπει έτσι. Ίσως και να του άξιζε, όμως. Είχε κάθε δικαίωμα να του συμπεριφέρεται έτσι.
Με μια απότομη κίνηση, έκλεισε την πόρτα πίσω του. Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.
Τον είχε φέρει στα όριά του, χωρίς καν να κάνει κάτι. Ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή, θα εκραγόταν όπως ένα ηφαίστειο.
'' Ακόμα το θυμάσαι; Ακόμα;! '', φαινόταν ότι ήταν ένα βήμα πριν χάσει την υπομονή του τελείως. Φοβόταν, φοβόταν εκείνον και τι θα μπορούσε να κάνει. Αλλά, ο φόβος δε θα την οδηγούσε πουθενά. Ήξερε -ή τουλάχιστον ήλπιζε- ότι δε θα το παρατραβούσε. '' Ήμασταν μικροί! ''
'' Τι θέλετε να πείτε, πρίγκιπά μου; '', συνέχισε εκείνη, προκαλώντας τον ακόμα περισσότερο.
Το βλέμμα του τότε σκούρυνε επικίνδυνα. Δε τον είχε ξαναδεί έτσι. Δε της άρεσε έτσι. Αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Είχε πάψει να σημαίνει κάτι για αυτήν όταν εκείνος το επέλεξε να γίνει έτσι.
Με αργά βήματα γεμάτα ένταση, την πλησίασε. Το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο στο δικό της. Ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πίσω και σταμάτησε. Το καταραμένο παράθυρο ήταν ακριβώς από πίσω της. Ευτυχώς κλειστό.
Στάθηκε μπροστά της, σε απόσταση αναπνοής. Ψηλός και γεροδεμένος, έμοιαζε με έναν άγγελο, σταλμένο απ'το Παράδεισο μόνο για εκείνη. Αλλά, βλέποντάς τον τώρα έτσι, ίσως και να έμοιαζε με ένα πληγωμένο θηρίο, έτοιμο να επιτεθεί.
'' Πού είναι το κορίτσι που άφησα πίσω μου; '', ρώτησε. Η φωνή του επικίνδυνα ήρεμη. Έδειχνε να λυγίζει. Η ματιά του αμέσως ηρέμισε. Παρέμεινε, όμως, η ένταση.
Εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή αμίλητη. Μερικές φορές, και εκείνη αναρωτιόταν το ίδιο πράγμα. '' Εκεί που την άφησες. '', απάντησε τελικά, και για μια στιγμή, του φάνηκε σαν να έσπασε η φωνή της στο τέλος.
Έμεινε να την κοιτά.
Στο δευτερόλεπτα, με δυο μεγάλες δρασκελιές, βρέθηκε στην πόρτα και βγαίνοντας, την έκλεισε δυνατά πίσω του.
Η κίνησή του αυτή την έπιασε εξαπινής. Παρέμεινε στην θέση της, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα.
Προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό της από το να καταρρεύσει, γύρισε το βλέμμα της στο παράθυρο.
Το χιονισμένο τοπίο που απλωνόταν μπροστά της, προς έκπληξή της, ήταν σίγουρη παρηγοριά.


Despoina Andreou