Το Νεραϊδώραμα του Νίκου Καρδαμπίκη

Στο σαλόνι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Είχα έρθει στο πατρικό του πατέρα μου, στο χωριό που τόσο αγαπούσα, για να βρω έμπνευση για το νέο μου βιβλίο. Η αίσθηση θύμιζε μια άλλη εποχή. Την εποχή που ήμουν παιδί, στο χωριό μαζί με τα ξαδέλφια μου. Καθόμασταν όλα τα ξαδέλφια σε κύκλο στο ξύλινο πάτωμα, πάνω σε μαξιλάρες, απέναντι από το τζάκι στο οποίο έκαιγε μια δυνατή φωτιά. Στην μέση του κύκλου καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα η  γιαγιά μας.
            Η ανυπομονησία ήταν απτή στην ατμόσφαιρα. Περιμέναμε να ξεκινήσει το πλέξιμο και μαζί με αυτό την βραδινή μας ιστορία. Ήταν παράδοση τα βράδια στο χωριό, μιας και τηλεόραση δεν υπήρχε, να ακούμε μια από τις πολλές ιστορίες του τόπου μας και η γιαγιά μας ήξερε αρκετές από αυτές.
Μια από εκείνες τις ιστορίες μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό. Είναι από εκείνες τις ιστορίες που σαν παιδιά μας τρομάζουν αλλά μας εξάπτουν και την φαντασία να κυνηγήσουμε και εμείς το παραμύθι. Να πάρουμε σβάρνα τα βουνά και τα λαγκάδια, να βρούμε και εμείς τα μέρη τα μαγικά και τις ιστορίες πίσω από αυτά. Τις νεράιδες και τα δαιμόνια που κυνηγούσαν όσους περιφέρονταν τα βράδια μόνοι τους.
Μια από αυτές είναι και η ιστορία για το Νεραϊδώραμα. Το Νεραϊδώραμα είναι ένα μέρος, μέσα στο δασωμένο βουνό όπου βρίσκεται και το χωριό του πατέρα μου. Όπως όλες η ιστορίες που δημιουργούνται στα περισσότερα χώρια της Ελλάδας έτσι και αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τις δεισιδαιμονίες των χωρικών σχετικά με την θρησκεία.
Ο χαρακτηριστικός ήχος των βελονών ανάμεσα στα επιδέξια δάχτυλα της γιαγιάς μου γέμισε το δωμάτιο. Όλα τα ξαδέλφια ανασκουμπωθήκαμε και κρεμαστήκαμε από τα λόγια της.
«Το Νεραϊδώραμα είναι ένα μέρος των δαιμόνων. Κάθε βραδύ βγαίνουν και περιμένουν τους τολμηρούς που δεν πίστευαν σε εκείνους, να τους πάρουν την ψυχή. Αυτή ήταν και η δουλειά τους, να παίρνουν τις ψυχές των ανθρώπων για το αφεντικό τους. Το Σατανά» την τελευταία λέξη την είπε έντονα.
«Τα δαιμόνια έχουν πολλούς τρόπους να παρασύρουν τους ανθρώπους. Έχουν την ικανότητα να βλέπουν την αδυναμία στην καρδιά του κάθε ανθρώπου και την βγάζουν στην επιφάνεια. Με τα χρόνια οι άνθρωποι έμαθαν να αποφεύγουν το Νεραϊδώραμα μιας και αρκετοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους.
»Ένας νεαρός του χωριού, όταν άκουσε την ιστορία για το μέρος και τους δαίμονες τη θεώρησε αστεία και κορόιδεψε τους χωρικούς για τις δεισιδαιμονίες τους. Ζήτησε οδηγίες για το πώς να φτάσει στο μέρος εκείνο και  οι χωρικοί με βάρος στην καρδιά του εξήγησαν πώς να πάει.
»Ο νεαρός ετοιμάστηκε και τα μεσάνυχτα ακολούθησε τις οδηγίες των χωρικών και έφτασε στο σημείο.  Ήταν ένα μικρό ξέφωτο ανάμεσα στο οποίο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ενώ το δασός έσφυζε από τη ζωή των πλασμάτων που ζούσαν σε αυτό  το ξέφωτο έμοιαζε νεκρό. Ακόμα και η νυχτερινή αύρα έμοιαζε να το αποφεύγει. Ο νεαρός όσο βρισκόταν μέσα στο δάσος ένοιωθε την δροσερή αύρα πάνω στο δέρμα του, στα φύλλα των δέντρων που χόρευαν σε αυτή καθώς και τα αρώματα που μετέφερε, στο ξέφωτο είχε άπνοια.
»Άφησε τα πράγματα του στο έδαφος και ξεκίνησε τις προετοιμασίες του για να περάσει την νύχτα στο Νεραϊδώραμα. Μάζεψε ξυλά, άναψε φωτιά και έστησε τη σκηνή του δίπλα σε εκείνη». Η γιαγιά σταμάτησε την αφήγηση της για να αλλάξει το κουβάρι με το μαλλί και εμείς βρήκαμε την ευκαιρία να ζητήσουμε ζεστό κακάο από τους γονείς μας.
Όταν η γιαγιά μας ήταν έτοιμη να ξεκινήσει να πλέκει ξανά η ιστορία άρχισε να παίρνει και πάλι μορφή με την φωνή της. «Οι ώρες πέρασαν και τα δαιμόνια δεν είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Το στομάχι του άρχισε να γουργουρίζει από την πείνα κι  έτσι ξεκίνησε να ψήνει λίγο κρέας που είχε μαζί του.
»Η τσίκνα άρχισε να γεμίζει με το άρωμα της το ξέφωτο κάνοντας το στομάχι του να γουργουρίζει ακόμα δυνατότερα. Έτσι άρχισε να τσιμπολογά από την φωτιά. Τελικά το φαγητό αποδείχτηκε παραπάνω από αρκετό για ένα άτομο και το μισό έμεινε πάνω στην φωτιά να σιγοψήνεται και να γεμίζει το ξέφωτο με την μυρωδιά του. Άλλη μια ώρα πέρασε και ο νεαρός λαγοκοιμόταν στην θέση του. ΚΑΙ ΞΑΝΦΙΚΑ». Η γιαγιά μας τρόμαξε όλους με την αλλαγή στον τόνο της φωνής της κάνοντας μας να ανασηκωθούμε από τα μαξιλάρια μας.
«Ένα δυνατό κρακ ακούστηκε στο ξέφωτο ξυπνώντας τον εντελώς. Μια περίεργη μυρωδιά που δεν είχε καμία σχέση με την τσίκνα άλλα του θύμιζε θειάφι τον χτύπησε στα ρουθούνια του και άρχισε να κρυώνει ξαφνικά. Η θερμοκρασία στο ξέφωτο είχε πέσει αρκετά. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε κάνοντας την ραχοκοκαλιά του να ανατριχιάσει και τα πόδια του να τρέμουν».
«Τρεις πανέμορφες γυμνές γυναίκες έκαναν την εμφάνιση τους. Ήταν τυλιγμένες σε ένα απόκοσμο λευκό χρώμα.
-Μας φοβάσαι; Τον ρώτησαν με γλυκιά φωνή.
-Όχι. Απάντησε εκείνος προσπαθώντας να δείξει γενναίος. Είχε άκουσε πως εάν παραδεχόταν το φόβο του θα του έπαιρναν την ψυχή.
-Τότε γιατί φόρας τον εσταυρωμένο. Τον ρώτησαν δείχνοντας του το στήθος του όπου φορούσε τον βαπτιστικό του σταυρό. Που το κατάλαβαν; Αναρωτήθηκε μιας ο κι σταυρός ήταν κρυμμένος μέσα στην μπλούζα του.
- Βγάλε-βγάλε, πέτα-πέτα το στην φωτιά, απαρνήσου Τον, έλα πλάγιασε μαζί μας, δώσε μας-δώσε μας την ψυχή σου και ο μαύρος-μαύρος κύριος μας θα σου δώσει αυτό που λαχταράς. Θα σου δώσει την κυρά-κυρά του καφενείου. Ο άντρας-άντρας της θα πεθάνει-πεθάνει και θα  τρέξει στην αγκαλιά σου. Δώσε-δώσε μας την ψυχή σου. Όσο μίλαγαν οι γυμνές γυναίκες τον πλησίαζαν και κουνούσαν τα σώματα τους αισθησιακά προκαλώντας τον.
Ο σταυρός άρχισε να τον καίει στο στήθος του, να γίνεται βαρύς καθώς ο πειρασμός του κατέτρωγε τα σωθικά. Ήθελε χρόνια την πληθωρική γυναίκα του καφετζή. Χρόνια την πολιορκούσε άλλα εκείνη ήταν πίστη στον άντρα της.
Το χέρι του κινήθηκε στο σταυρό και τον έπιασε τραβώντας τον έξω. Ήταν καυτός λες και τον είχε τοποθετήσει στην φωτιά καίγοντας του το χέρι.
-Ναι-ναι απαρνήσου-απαρνήσου Τον εσταυρωμένο. Οι γυμνές γυναίκες τον είχαν πλησιάσει και κινούνταν γύρω του άλλα δεν τολμούσαν να τον ακουμπήσουν όσο φορούσε τον σταυρό.
Πλησίασε την φωτιά και έσκυψε από πάνω της.
 -Ναι-ναι απαρνήσου-απαρνήσου Τον εσταυρωμένο. Τον ενθάρρυναν από πίσω του. Ο σταυρός έκαψε το χέρι του,  πάνω στις φλόγες που είχαν φουντώσει και χόρευαν άγριες, είδε εικόνες του εαυτού του δεμένο στην κόλαση και δαίμονες να τον βασανίζουν. Τον έκοβαν με καυτά μαχαιριά, του έριχναν αλάτι στις πληγές και άλλα πολλά που έκαναν την καρδιά του να σταματήσει για μερικούς χτύπους.
Είχε πάρει την απόφαση του. Ο σταυρός του γύρισε στην θέση του, πάνω στο στήθος του δίπλα στην καρδιά του. Άρπαξε μερικά ξύλα και τα έριξε στις γυμνές γυναίκες και άρχισαν να τρέχει μακριά από το ξέφωτο.
-Οχιιιιιιιιιι-οχιιιιιιιιι θα πεθάνεις-πεθάνεις. Θα σε πιάσουμε-πιάσουμε, ο μαύρος κύριος θέλει την ψυχή σου. Πάνω στην τρομάρα του σκόνταψε σε μια ρίζα και έπεσε ανάσκελα. Οι γυμνές γυναίκες έπεσαν από πάνω του μόνο που τώρα δεν ήταν όμορφες άλλα τρομερές στην όψη. Μαύρα απύθμενα ματιά και δόντια μυτερά, έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Τα χέρια τους με μακριά, μαύρα τα γαμψά νύχια άρχισαν να τον ξεσκίσουν.
Η ποιο άσχημη σήκωσε το χέρι της με τα νύχια της έτοιμα να τον τρυπήσουν στο στήθος, κατευθείαν στην καρδιά του. Τη στιγμή που ένιωσε τα νύχια της πάνω του, από το χωριό ακούστηκαν οι λαλιές των κοκοριών που σήμαιναν ότι είχε έρθει το ξημέρωμα.
Άνοιξε τα ματιά του απότομα φέρνοντας τα χέρια του στο στήθος του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν να είχε τρέξει σε μαραθώνιο και τα ρούχα του κολλούσαν πάνω του από τον ιδρώτα. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος. Βρισκόταν μπροστά από την φωτιά η οποία τώρα ήταν μόνο στάχτες που κάπνιζαν. Η ζωή είχε επιστρέψει στο ξέφωτο μαζί με τον ήλιο.
 Η ανάσα του επεστρεψε στο φυσιολογικό και  χαμογέλασε. Οι ιστορίες τον είχαν επηρεάσει και είδε εφιάλτη, καθώς τον είχε πάρει ο ύπνος από την κούραση. Εκείνη την στιγμή μέσα στο κεφάλι του οι απόκοσμες φωνές των γυμνών γυναικών ακούστηκαν άλλη μια φορά.
-Είσαι τυχερός που λάλησαν τα κοκόρια και ξημέρωσε-ξημέρωσε. Πάντα σημαδεμένος-σημαδεμένος θα είσαι. Ο μαύρος- μαύρος κύριος μας σε περιμένει-περιμένει σε κάθε παραστράτημα-παραστράτημα σου.
Μια έντονη φαγούρα τον έπιασε στο στήθος του έκανε την εμφάνιση της. Έβγαλε την μπλούζα του και κοίταξε το στήθος του. Κόκκινα σημαδια στο σημείο όπου τα νύχια της γυμνής γυναικάς τον είχαν ακουμπήσει, είχαν κάνει την εμφάνιση τους.
Ο νεαρός έφυγε από το Νεραϊδώραμα τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του τρομαγμένος. Αρκετές ημέρες δεν μπορούσε να μιλήσει και ήταν χλωμός σαν φάντασμα.
Οι γονείς του μην ξέροντας τι να κάνουν έφεραν γιατρούς, μα εκείνοι έλεγαν ότι είναι μια χαρά, τουλάχιστον σωματικά. Τότε έφεραν τον παπά του χωριού να τον διαβάσει και να κοινωνήσει. Μόλις ο παπάς τέλειωσε την ευλογιά του και την θεια κοινωνία ο νεαρός εξιστόρησε την εμπειρία του. Ακόμα ανέφερε ότι ήθελε να μιλήσει άλλα δεν μπορούσε, του είχε κοπεί η μιλιά και ότι μόλις έπεφτε για ύπνο έβλεπε συνέχεια τα τρία δαιμόνια. Μόλις όμως κοινώνησε, ο φόβος έφυγε από πάνω του. δεν έμεινε πολύ καιρό στο χωριό. Αφού συνήλθε εντελώς εξαφανίστηκε για πολλά χρόνια από το χωριό. Τέλος».
Η γιαγιά σηκώθηκε από την καρέκλα της μαζί και τα υπόλοιπα ξαδέλφια μας γελώντας και κάνοντας πλακά μεταξύ τους για το ποιος φοβήθηκε περισσότερο. Εγώ έμεινα στην θέση μου. Πρώτη φορά η γιαγιά μας έλεγε μια τόσο τρομακτική ιστορία, τουλάχιστον για τα τότε παιδικά μας αυτιά. Ήθελα να μάθω εάν είναι ήταν αληθινή η ιστορία. Πάντα μου άρεσαν η ιστορίες με φανταστικά πλάσματα και περιοχές.
«Γιαγιά να σε ρωτήσω κάτι».
«Πες μου μικρέ μου».
«Η ιστορία του νεαρού στο Νεραϊδώραμα είναι αληθινή;».
«Είναι μια ιστορία μικρέ μου, έλα ώρα για ύπνο».
«Γιαγιά δεν μου απάντησες, πες μου σε παρακαλώ. Θέλω να μάθω  αν είναι αληθινά τα δαιμόνια όπως και ο Θεος».
Η γιαγιά μου έκατσε στην κουνιστή καρέκλα και με πήρε στην αγκαλιά της. «Θα σου πω άλλα θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα το πεις στα ξαδέλφια σου. Μόνο εσύ δεν τρομάζεις τόσο εύκολα».
Έκλινα το κεφάλι μου καταφατικά και εκείνη απάντησε.
«Στο Νεραϊδώραμα έχουν συμβεί πολλά κακά πράγματα άλλα αυτή είναι η μόνη ιστορία που την έχουν επιβεβαιώσει. Ο νεαρός που εκείνη την νύχτα συνάντησε τις τρεις γυναίκες δαιμόνια είναι ο πάτερ-Αντώνιος. Όταν εξαφανίστηκε από το χωριό αποφάσισε να γίνει παπάς για να έχει τον Θεό πάντα κοντά του και να βοηθά όσους έχουν έρθει σε επαφή με δαιμόνια. Μπορείς εάν θέλεις να πας και τον ρωτήσεις, να του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Να ξέρεις ότι οποίο  κακό δαιμόνιο και να σε βάλει σε πειρασμό, εάν πιστεύεις στο Θεό εκείνος θα σε προστατεύει».
Εκείνη την στιγμή έβγαλε ένα ξύλινο σταυρό που φόραγε και μου τον πέρασε στο δικό μου λαιμό.
«Αυτό στο χαρίζω, εάν πότε φοβηθείς να τον κρατάς και να θυμάσαι ότι ο Θεός είναι πάντα μαζί σου, αρκεί να πιστεύεις σε εκείνον και τον έχεις πάντα στην καρδιά σου. Έλα τώρα είναι ώρα για ύπνο».
Τότε δε βρήκα το κουράγιο να πάω να τον ρωτήσω μα εκείνη η ιστορία μου εξίταρε την φαντασία και έγινα ο παραμυθάς που πάντα ήθελα. Τώρα μετά από τόσα χρόνια που βρίσκομαι στο πατρικό του πατέρα μου η θύμηση της ιστορίας μου έφερε μια νέα ιδέα για βιβλίο.
Δεισιδαιμονίες και πίστη στα χωριά της Ελλάδος. Ξεκίνησα να πάω να βρω τον πάτερ-Αντώνιο. Ο πάτερ ζούσε ακόμη. Του εξήγησα τι τον ήθελα και εκείνος με λίγα παρακάλια καθώς και με λίγη βοήθεια από τη γιαγιά μου, η οποία του είχε πει ότι ήθελα να μάθω την αλήθεια, ενέδωσε στο τέλος. Δε μου απάντησε αμέσως άλλα μου έδειξε τα σημαδια στο στήθος του.  
Ήταν εκεί. Πέντε σημαδια από νύχια και ο σταυρός ανάμεσα σε αυτά. Η ιστορία του μου έδωσε το έναυσμα να κάνω ένα παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα. Να γυρίσω την Ελλάδα ψάχνοντας για ιστορίες και τόπους μαγικούς. Να ανακαλύψω ποιες τρομακτικές ιστορίες είναι αληθινές και ποιες όχι.


Νίκος Καρδαμπίκης