Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 16)

Στο νοσοκομείο..
«Γιατρέ, υπάρχει κάποια αλλαγή; Έχουν περάσει αρκετές μέρες και ανησυχώ», τον ρώτησα με σφιγμένες γροθιές ελπίζοντας για μια καλή απάντηση.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά και μου ζήτησε να κάτσω στην πολυθρόνα. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό τη στιγμή που αποφάσισε να μιλήσει επιτέλους.
«Κορίτσι μου, κάνουμε ό,τι μπορούμε, όμως δυστυχώς η κατάστασή της δεν έχει αλλάξει. Νομίζω πως θα πρέπει να προετοιμαστείς για το αναπόφευκτο»
Μισό λεπτό, υπονοούσε αυτό που σκεφτόμουν; Έλεγε πως πρέπει να προετοιμαστώ για το θάνατό της; Με βαριές ανάσες κοίταξα το λευκό τοίχο απέναντί μου, φέρνοντας το χέρι στην κοιλιά μου.
«Σίγουρα θα μπορείτε να κάνετε κάτι; Πρέπει να κάνετε κάτι», ούρλιαξα με απόγνωση αδιαφορώντας πλήρως για την συμπεριφορά μου και το τρομαγμένο βλέμμα του γιατρού.
«Να είσαι σίγουρη πως θα προσπαθήσω να τη σώσω, μα τα χτυπήματα ήταν πολλά και μανιώδη. Μπορεί να σταματήσαμε την εσωτερική αιμορραγία αλλά τα όργανά της υπολειτουργούν και ακόμα και αν ζήσει θα χρειάζεται καθημερινή φροντίδα..», προσπάθησε να πει μα πλέον δεν τον άκουγα.
Αργά σηκώθηκα και ψελλίζοντας «Με συγχωρείτε» βγήκα από το γραφείο του. Είχα ανάγκη να τη δω , να πάω στο δωμάτιο της. Μόλις έφτασα από έξω συνειδητοποίησα πως ο καθιερωμένος αστυνομικός που είχαν βάλει για να τη φυλάει, είχε άφησε κενό το πόστο του και φόβος κούρνιασε κάτω από τις φλέβες μου.
Διστακτικά γύρισα το πόμολο της πόρτας βλέποντας πάνω από το κρεβάτι της έναν άντρα με μαύρα ρούχα και κουκούλα. Στο χέρι του υπήρχε ένα τατουάζ, ένα φίδι , όμοιο με εκείνου του άντρα που με πέτυχε πριν από κάποιες μέρες στο στενάκι. Όμως δεν ήταν ο ίδιος.
Παρατηρώντας τον προσεκτικά, είδα δυο μεγάλα πράσινα μάτια, τα οποία θα ορκιζόμουν πως είχα ξαναδεί στο παρελθόν. Στο χέρι του κρατούσε μια ένεση και ετοιμαζόταν να τη χορηγήσει στους ορούς που κρέμονταν δεξιά και αριστερά της.
«Ένα βήμα πίσω», γρύλισα με το βλέμμα μου να πηγαινοέρχεται από εκείνον στην ένεση.
Ο άγνωστος άντρας με κοίταξε κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός. Η έκφρασή του ήταν απειλητική και το περπάτημά του γνώριμο.
«Είπα να σταματήσεις» και γρήγορα έβγαλα από την τσέπη μου το μαχαίρι που χρησιμοποιούσα πάντα.
«Έλα τώρα Εύα, δε θα με σκοτώσεις», είπε με μακρόσυρτη φωνή.
«Πως ξέρεις το όνομά μου;» τα μάτια μου κοκάλωσαν πάνω του.
«Ξέρεις ποιος είμαι»
«Ίσως..»
«Τι σκοπεύεις να κάνεις για αυτό;»
«Εάν φύγεις ειρηνικά τίποτα, μα αν κάνεις το λάθος να με πολεμήσεις τότε θα σε σκοτώσω.. Αλέξη»
Γέλιο βγήκε από τα χείλη του και με μια κίνηση πέταξε την κουκούλα κάτω ,αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του. Ναι, ήταν αυτός, το αγόρι της κολλητής μου. Σφίγγοντας πιο πολύ το μαχαίρι στο χέρι μου, έκλεισα την απόσταση ανάμεσά μας.
«Μπράβο, το ανακάλυψες. Τώρα άσε σαν κάλο κορίτσι το μαχαίρι και στρίψε με το κεφάλι στον τοίχο»
Τον κοίταξα γελώντας σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσω τι είχε στο μυαλό του.                «Θυμάσαι τι σου είχα πει τότε στο μπαρ; Πως κάποια στιγμή θα σε σκοτώσω..», τα χείλη μου σχημάτισαν ένα αφύσικο χαμόγελο.
«Αν και από τα χείλη σου ακούγεται όμορφο, είμαι σίγουρος πως δε θα το κάνεις. Βλέπεις, κρατάμε τη φίλη σου» και από το πουθενά το χέρι του βρέθηκε στον καρπό μου, κολλώντας με στον τοίχο.
Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα έλεγε, πως γινόταν να κρατάνε αιχμάλωτη τη φίλη μου. Αφού είχαμε μιλήσει πριν κάποιες μέρες και.. απελευθερώνοντας το χέρι μου, τον έσπρωξα με δύναμη πέρα.
«Που την έχεις;» φώναξα ,σφίγγοντας τις γροθιές μου.
«Εκεί όπου θα έπρεπε να είσαι εσύ. Την έχει ο Μπαρίσνικοφ» έκρωξε, κραδαίνοντας την ένεση σε θέση μάχης.
Η όλη μου διάθεση εξαφανίστηκε σε ένα δευτερόλεπτο, ξεχνώντας το νοσοκομείο, τη μανά μου, την εγκυμοσύνη, τη φίλη μου. Το μόνο που με ένοιαζε τώρα ήταν η εκδίκηση και θα την έπαιρνα πάση θυσία.
Με ορμή έτρεξα πάνω του, μπλοκάροντας το χέρι του ώστε η ένεση να κυλήσει στο πλάι. Εκείνος έσκουξε σαν μικρό παιδί τη στιγμή που του γύρισα τον καρπό προσπαθώντας απεγνωσμένα να με χτυπήσει.
«Πες μου που ακριβώς βρίσκεται» φώναξα με τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του.
Οι γροθιές του βρέθηκαν στο στομάχι μου και μια μικρή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη μου. Τον είδα να πιάνει τη θανατηφόρο ένεση και πλέον ήμουν πεπεισμένη πως θα πέθαινα. Όμως η ζωή πάντα είναι γεμάτη ανατροπές.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και είδα το Θάνο να μπαίνει κρατώντας στο χέρι του ένα όπλο. Προτού το καταλάβει ο Αλέξης, ο Θάνος του είχε κολλήσει το όπλο στον κρόταφο γρυλίζοντας «Σήκω πάνω απόβρασμα»
Ο Αλέξης σηκώθηκε ελαφρά, κοιτώντας μια εμένα και μια εκείνον. Με αργές κινήσεις σηκώθηκα από κάτω, αναπνέοντας βαριά, φοβούμενη για την κατάσταση του μωρού. Τα μάτια του Θάνου ήταν σκοτεινά, γεμάτα αίμα και ήξερα πως είχα μπροστά μου τον δολοφόνο και όχι τον καλοκάγαθο άντρα.
«Τι θα κανείς; Θα με σκοτώσεις;» τον ειρωνεύτηκε ο Αλέξης και εκείνος κόλλησε πιο πολύ το όπλο πάνω του.
«Θάνο, μην τον σκοτώσεις. Πρέπει να μάθω που βρίσκεται η φίλη μου» τον ικέτεψα ,νιώθοντας ένα μικρό πόνο στην κοιλία μου.
«Πήγε να σε σκοτώσει» αντέτεινε θυμωμένος, φτύνοντας την κάθε λέξη.
«Ναι αλλά πρόκειται για τη Γωγώ. Πρέπει να τη σώσω» αποκρίθηκα με δυσκολία.
Ο Αλέξης που μέχρι πριν λίγο μας κοιτούσε αμίλητος τώρα γέλασε δυνατά ,αποκαλύπτοντας μια σειρά από κίτρινα δόντια. Τον κοιτάξαμε με μίσος και νευρικότητα.
«Γιατί γελάς;» ρώτησε ο Θάνος .
«Εσείς οι δυο νομίζετε πως θα γλιτώσετε έτσι;» απάντησε με ειρωνεία ,τρίβοντας τα χέρια του.
Εκνευρισμένη πλέον, στάθηκα μπροστά του, παίρνοντας την ένεση από τα δάχτυλά του.
«Αναρωτιέμαι τι μπορεί να κάνει αυτό το πολύχρωμο υγρό» μουρμούρισα κοιτώντας τον Θάνο και έσυρα τη βελόνα πάνω στο στήθος του και έπειτα στο χέρι του.
Η ειρωνική του διάθεση έγινε καπνός βλέποντας με να σοβαρολογώ και ο Θάνος έσκυψε μπροστά για να με φιλήσει. Πρώτη φορά που εγώ και εκείνος κάναμε μαζί μια ανάκριση.. ένα έγκλημα.
« Μπορείς να με σκοτώσεις μα μπροστά σε αυτά που θα μου κάνει ο Μπαρίσνικοφ εάν μιλήσω..» το στόμα του έπεσε στο πλάι, αδυνατώντας να μιλήσει.
« Μωρό μου, δε θα μιλήσει» αποκρίθηκε ο Θάνος τραβώντας τα μαλλιά του Αλέξη ώστε να βλέπουμε το πρόσωπο του.
« Όχι, πρέπει να μάθω. Πες μου» τα χέρια μου βρέθηκαν στο στήθος του, κρατώντας τον σφιχτά από την μπλούζα. «Που στον διάολο την έχει;» σφύριξα με αγωνιά ,νιώθοντας τη θερμοκρασία να ανεβαίνει.
Δεν απάντησε μα αντίθετα με έφτυσε κατά πρόσωπο. Θυμωμένος ο Θάνος τον χτύπησε με την ανάστροφη του όπλου στον αυχένα με αποτέλεσμα να πέσει κάτω. Βγάζοντας ένα μαντήλι σκούπισε το μάγουλό μου .
«Άφησε με να τον σκοτώσω μωρό μου» τα δάχτυλα του ζωήρεψαν γύρω από την σκανδάλη.
Τον κοίταξα γεμάτη λατρεία φιλώντας το χέρι με το όποιο κρατούσε το όπλο προτού το πάρω από αυτόν.
«Άσε να το χειριστώ εγώ που είμαι λίγο πιο ήρεμη» εκείνος έγνεψε ελαφρώς και δευτερόλεπτα αργότερα στεκόμουν πάνω από το «αγόρι » της φίλης μου.
«Η Γωγώ ήξερε πως ήσουν το τσιράκι του Μπαρίσνικοφ;»
«Το έμαθε τη στιγμή που την έπαιρνα στα τέσσερα» ένα διεστραμμένο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του «Έπρεπε να τη έβλεπες πως έκλαιγε και ούρλιαζε. Φώναζε το όνομά σου λες και θα μπορούσες να τη σώσεις»
Με δυσκολία κοίταξα το απόβρασμα μπροστά μου και ο Θάνος είχε δίκιο. Καθάρματα σαν αυτόν δεν αξίζουν τη ζωή. Βάζοντας σιγαστήρα, κοίταξα τον άντρα μπροστά μου και έπειτα την μάνα μου.
«Εύχομαι να σαπίσεις στην κόλαση σκουλήκι» τραβώντας τη σκανδάλη η σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του, γεμίζοντας με αίμα το γυαλισμένο πάτωμα.
Ο Θάνος ήρθε από πίσω μου σφίγγοντας με στην αγκαλιά του, αφήνοντας φιλιά στον εκτεθειμένο λαιμό μου.
«Πως ήξερες πως θα είμαι εδώ;» ρώτησα κολλώντας τον στον τοίχο.
«Μυστικά του επαγγέλματος. Άλλωστε δεν ήταν δύσκολο να φανταστώ πως θα ερχόσουν εδώ» εξομολογήθηκε περνώντας το χέρι του κάτω από την μπλούζα μου          «Σήμερα το βράδυ γίνεται ένα μασκέ πάρτι και είμαστε καλεσμένοι. Θα ήθελες να με συνοδέψεις;», τα υπέροχα γαλανά μάτια του βυθίστηκαν στα δικά μου.
Έγνεψα θετικά «Μα καλά μασκέ πάρτι τέτοια εποχή;» τα δάχτυλα μου άνοιξαν τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του, φιλώντας το στήθος του.
«Με το πτώμα τι θα κάνουμε;» ακούστηκε η φωνή του ξαφνικά, βγάζοντάς με από την παραζάλη στην οποία βρισκόμουν.
Δαγκώνοντας τα χείλια μου, κίνησα για την έξοδο «Εσύ είσαι ο άντρας. Σίγουρα θα βρεις μια λύση» ανακοίνωσα γελώντας με εκείνον να περνά το χέρι μέσα από τα μαλλιά του.
Από την στιγμή που άφησα το Θάνο στο νοσοκομείο να κανονίσει το μικρό μας θέμα ,πήγα στον γυναικολόγο μου για να διαπιστώσω εάν υπήρχε κάποιο πρόβλημα με το έμβρυο. Για καλή μου τύχη με διαβεβαίωσε πως όλα βαίνουν καλώς και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Με ανανεωμένη διάθεση γύρισα πίσω στο σπίτι μου, διαβάζοντας το μήνυμα του Θάνου στο κινητό μου «Στις 8.00 να είσαι σε αυτή τη διεύθυνση. Θα φοράω ένα μαύρο σακάκι, γκρι γραβάτα και μια κουκούλα. Να είσαι έτοιμη για μια νύχτα πάθους μωρό μου»

Κάνοντας ένα μπάνιο, αισθανόμουν πιο σίγουρη από πότε για εκείνον. Πλέον ήξερα πως ό,τι και αν έκανα, όσο και αν μάλωνα μαζί του, αυτός ο άντρας ήταν το άλλο μου μισό. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να κάνει την καρδιά μου να χτυπά τόσο γρήγορα, το κορμί μου να αποζητά το άγγιγμα του.


Εύα Αναγνώστου