Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 31)

Περίπου έναν μήνα πριν...

Της έβαλαν ακόμα έναν ορό. Την είχαν τρυπήσει σχεδόν σε όλο το μήκος του χεριού της. Έψαχναν αγωνιωδώς για υγιείς φλέβες. Ένοιωθε μια ζαλάδα και δεν είχε κουράγιο να ανοίξει τα μάτια της. Το σώμα της το ένοιωθε μουδιασμένο και πονούσε παντού. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια μεγαλύτερη για να αντιδράσει στον πόνο, απλά τον άφησε να την κυριεύσει. Ένας μορφασμός πόνου σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.

Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε από την θέση του και της έπιασε το χέρι. Μόλις είχε δώσει το πρώτο σημάδι ότι ήταν ζωντανή, ότι μπορεί κι να ξυπνούσε. Της χάιδεψε το κεφάλι της.
«Κοριτσάκι μου!» της ψιθύρισε και άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπό της. «Έλα γλυκιά μου, ήρθε ώρα να ξυπνήσεις», την προέτρεψε.
Αυτό γινόταν από εκείνη την μέρα σχεδόν για μια εβδομάδα. Κάθε μέρα εκείνη μόρφαζε από τον πόνο κι εκείνος πεταγόταν μήπως κι του έλεγε τίποτα. Προσευχόταν μερόνυχτα να ανοίξει τα μάτια της, να του ψιθυρίσει κάτι ή να του χαμογελάσει. Δεν άντεχε να την βλέπει έτσι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κλινικής, απαθής. Η όμορφη πριγκίπισσα του που άλλοτε του γελούσε ναζιάρικα και κρυβόταν κάτω από καρέκλες για να την ψάξει, τώρα δεν του έδινε καμιά ελπίδα πως θα σηκωνόταν ξανά.
Δεκατέσσερις φιάλες αίμα είχαν χρειαστεί για να ισορροπήσει ο οργανισμός της. Θα έκανε τα πάντα για να την δει ξανά χαμογελαστή. Θα έδινε κι την ζωή του.
Το κινητό του χτύπησε. Ο αριθμός άγνωστος με πολλά ψηφία. Το σήκωσε βαριεστημένα και θυμωμένος που του χαλούσαν την ησυχία του μέσα στην αγωνία του.


Την ίδια ώρα, περίπου έναν μήνα πριν…

Κοιτούσε σκεπτική το πιάτο με την λαχανόσουπα που μόλις είχε σερβιριστεί μπροστά της. Μόνο που έβλεπε τα καρότα να επιπλέουν εκεί μέσα, ήθελε να ξεράσει. Άρπαξε την σαλάτα που υπήρχε εκεί και άρχισε να μασουλάει, νοιώθοντας σαν κατσίκα την ώρα της βοσκής. Είχε να βάλει κρέας στο στόμα της, από τότε που είχε έρθει σε αυτό το μοναστήρι.
Μια γλυκιά μοναχή διάβαζε από ένα τεράστιο βιβλίο, την ώρα του φαγητού. Δεν καταλάβαινε πολλά απ’ όσα άκουγε παρά μονάχα μερικές λέξεις που αναγκάστηκε να μάθει. Εξάλλου όλη μέρα τριγυρνούσε μόνη της στον κήπο, θαυμάζοντας τα φυτά. Μερικές φορές έδινε κι ένα χέρι βοηθείας στις μοναχές που εργαζόταν πολύ σκληρά για να καταφέρουν να τον διατηρήσουν τόσο όμορφο. Όμως αυτές οι λίγες ώρες ήταν το οξυγόνο της. Ένοιωθε πως επιτέλους έκανε κάτι όμορφο, αν κι κοντοζύγωνε η ώρα που θα έπρεπε να τις αποχωριστεί.
«Γλυκιά μου, δεν έφαγες τίποτα!» παρατήρησε η γερόντισσα, ενώ την πλησίασε λίγο μετά το φαγητό.
«Δεν έχω όρεξη!»
«Θέλεις κάτι άλλο;»
Έγνεψε αρνητικά και σηκώθηκε να φύγει. Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει σε όλα όσα είχε να αντιμετωπίσει. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος.




        «Τι στο διάολο σας πληρώνω; Που είναι η κόρη μου;» εξαγριωμένος ο Δούκας φώναζε στους τρομοκρατημένους μπράβους που κοιτούσαν άλαλοι το άδειο κρεβάτι της Νεφέλης. «Που στο διάολο είναι το παιδί μου; Σας ρωτώ λοιπόν! Γιατί κανείς δεν απαντάει; Μπάσταρδοι!» ούρλιαξε σχεδόν.
        Δεν γινόταν να είχε εξαφανιστεί. Εξήντα δύο μπράβους είχε προσλάβει για να διασφαλίσει την ασφάλειά της. Δεν γινόταν να είχε χάσει για ακόμα μία φορά την πριγκίπισσά του. Κοίταξε απελπισμένος το άδειο κρεβάτι και ήθελε να καταρρεύσει. Δεν άντεχε πια αυτό το παιχνίδι. Έπρεπε να είχε βάλει τέλος σε αυτή την ιστορία από την αρχή. Κινδύνευε η ίδια του η κόρη και εκείνος έμενε άπραγος, έτοιμος να χάσει την παρτίδα.

Λίγο πριν… 

        Παραμέρισε τον ορό από το χέρι της και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Ένοιωθε μια αστάθεια στο βήμα της, δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να το κάνει. Ο άντρας όμως που βρισκόταν απέναντί της, της φαινόταν ειλικρινής. Έπρεπε να του δώσει μια ευκαιρία. Αν όλοι τους είχαν παραιτηθεί από τον πόλεμο, εκείνη είχε μια μάχη να κερδίσει και δεν θα το έβαζε κάτω.
        «Δεν μπορώ…» μόρφασε από τον πόνο και κάθισε ξανά στο κρεβάτι.
        «Πρέπει Νεφέλη!» της είπε εκλιπαρώντας ο άντρας και εκείνη του έριξε ένα στραβό χαμόγελο.
        «Δώσε μου ένα σημάδι για να σε εμπιστευτώ», τον προκάλεσε η Νεφέλη και εκείνος δεν έδειξε να ξαφνιάζεται.
        «Δεν έχουμε τώρα χρόνο. Το σημάδι που χρειάζεσαι μας περιμένει! Σε παρακαλώ, κάνε γρήγορα!»
        «Δεν είναι εύκολο! Ζαλίζομαι!» είπε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις.
        «Γαμώτο!» ψέλλισε ο άγνωστος άντρας και την πήρε στην αγκαλιά του.

Βασιλική Κυργιαφίνη