Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 3) - Καινούριες συνήθειες

2010: Στο σπίτι των γονιών του Αλέξη, στον Κορυδαλλό, βολεύτηκαν δύσκολα μιας και ήταν μικρότερο απο το πατρικό της Φαίδρας. Η ίδια άρχισε να ψάχνει σπίτια που νοικιάζονταν. Σιγά σιγά πήραν όλα τα πράγματα τους απο το πατρικό της και μετα απο δυο μήνες νοίκιασαν ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο. Είχε δύο υπνοδωμάτια: ένα μεγάλο για τον Αλέξη και τη Φαίδρα, που είχε ένα διπλό σιδερένιο κρεβάτι και μια διπλή καφέ ντουλάπα για να έχουν τα πράγματά τους, όλο βαμμένο λευκό.
 Ένα δωμάτιο πιο μικρό για τον γιο τους, που έβαλαν το κρεβάτι του, τα ρουχα και τα παιχνίδια του, βαμμένο γαλάζιο, με τον μικρό πρίγκιπα ζωγραφισμένο στον έναν τοίχο, πίσω απο τη πλάτη του κρεβατιού. Μια κουζίνα που ενώνεται με το σαλόνι, με μεγάλα καφέ ντουλάπια, μαύρο φούρνο με μάτια, βρύση, μαύρο πλυντήριο πιάτων και καφέ πάγκο εργασίας. Στο σαλόνι ένας καναπές σε δυο αποχρώσεις του καφέ, δύο πολυθρόνες, τραπεζαρία με έξι καρέκλες και σύνθετο, για να μπαίνουν τα ποτήρια, οι φωτογραφίες, οι εικόνες και η λεπτή τους μαύρη τηλεόραση, όλα στο ίδιο χρώμα με τα ντουλάπια. Ένα μπάνιο μεγάλο με λευκά πλακάκια και ένα πατάρι που αποθήκευαν τα χαλιά, τα χριστουγενιάτικα, τα πασχαλινά και διάφορα αντικείμενα, όπως απορυπαντικά ή εργαλεία.
Η Φαίδρα δούλευε απο το πρωί ως το μεσημέρι στο μαγαζί με τα αντρικά ρούχα και ο Αλέξης απο το απόγευμα ως το βράδυ στο λογιστικό γραφείο. Έτσι, πάντα ήταν κάποιος με τον μικρό και είχαν χρόνο να περνούν και οι δυό τους τα μεσημέρια. Κάθε Κυριακή μαζεύονταν και έτρωγαν το μεσημέρι όλοι μαζί, ο Αλέξης με την Φαίδρα, οι γονείς του Αλέξη, η Μερόπη και ο Γιώργος και κάποιες φορές ήταν και οι γονείς της Φαίδρας. Πότε πήγαιναν στο πατρικό του Αλέξη, πότε στο σπίτι που είχαν ο Αλέξης με τη Φαίδρα, πότε έβγαιναν έξω.
 Ο Δαμιανός δεν άλλαξε και πολύ την καθημερινότητά του. Πήγαινε στο προπο της γειτονιάς, πήγαινε σε φίλους για επίσκεψη, διάβαζε εφημερίδες και έβλεπε τηλεόραση. Η Αναστασία άρχισε να δυσκολεύεται κάπως γιατί τώρα είχε δυο σπίτια να φροντίσει. Η γιαγιά Παρασκευούλα δεν ήθελε να κουράζεται τόσο η κόρη της. Έψαξε και βρήκε μια κοπέλα, φοιτήτρια, και της έκανε μια φορά την έβδομάδα όλες τις δουλειές του σπιτιού για ένα χαρτζιλίκι. Μόνο τα ψώνια είχε η Αναστασία στον φούρνο, στο φαρμακείο και κάθε τόσο πήγαιναν με τον Δαμιανό, με το μπλε τετράπορτο αμάξι τους, στο σουπερμάρκετ για να ψωνίσουν στη γιαγιά Παρασκευούλα.
Οι γονείς του Αλέξη συνέχισαν και εκείνοι την καθημερινότητα τους, αφού μετακόμισαν ο Αλέξης με την Φαίδρα. Η Μερόπη  έκανε τις δουλειές, έβγαινε με φίλες και δεν χόρταινε να μαθαίνει καινούριες συνταγές μαγειρικής. Λάτρευε τη μαγειρική και δούλευε παλιότερα στην οικογενειακή ταβέρνα, που είχαν οι γονείς του άντρα της. Είχε σταματήσει τα τελευταία τρία χρόνια τη δουλειά για να ξεκουραστεί. Ο Γιώργος ακόμη διατηρούσε εκείνη την ταβέρνα. Τώρα είχε περάσει στα χέρια του δίδυμου αδελφού του Αλέξη, Λουκά, που πάντα ονειρευόταν να δουλέψει σε εκείνη την ταβέρνα, σε αντίθεση με τον Αλέξη που δεν του άρεσαν καθόλου τέτοιου είδους δουλειές.
Σε εκείνη την ταβέρνα γνώρισε και τη Μερόπη. Είχε έρθει να δουλέψει ως μαγείρισσα. Εκείνος ήταν στο ταμείο. Μέρα με τη μέρα άρχισαν να γνωρίζονται καλύτερα μέχρι που ερωτεύτηκαν και αποφάσισαν να παντρευτούν. Η Μερόπη αισθανόταν τυχερή που βρήκε τον άντρα της ζωής της και ταυτόχρονα έκανε αυτό που λάτρευε περισσότερο, να μαγειρεύει. Ο γάμος άργησε μόνο δυο χρόνια απο τη γνωριμία τους. Όλοι ήταν χαρούμενοι με το νέο ζευγάρι. Αργότερα ήρθαν και τα δίδυμα που έδωσαν ακόμη μεγαλύτερη χαρά. Η Μερόπη είχε μια κοπέλα συνεχώς στο σπίτι να την βοηθάει, καθώς δεν σταμάτησε να δουλεύει στην ταβέρνα, παρα μόνο όσο ήταν έγκυος μέχρι που σαράντησε.
Λάτρευε την δουλειά και ο Γιώργος όχι μόνο δεν της απαγόρευσε να δουλέψει, αλλά ανυπομονούσε να γυρίσει η Μερόπη στην ταβέρνα για να είναι συνέχεια μαζί. Αγαπιόντουσαν πάρα πολύ. Στα παιδιά δεν έλειψε τίποτα και αυτό γιατί η ταβέρνα πήγαινε καλά απο τότε που την είχαν οι γονείς του Γιώργου, Αλέξης και Σοφία. Η Μερόπη έφερε μερικές νέες συνταγές απο την Πόλη και το μαγαζί απογειώθηκε.  Έγινε γνωστό για τις Κωσταντινουπολίτικες σπεσιαλιτέ και όλη η γειτονιά το είχε κάνει στέκι. Μέχρι σήμερα οι συνταγές δεν είχαν αλλάξει. Παρόλαυτα ο κόσμος συνέχισε να έρχεται. Ο Λουκάς δεν ήθελε να αλλάξει το παραμικρό στο μαγαζί, γιατί το αγαπούσε έτσι ακριβώς όπως ήταν.
Οι γονείς του Δαμιανού, Νεκτάριος και Φαίδρα, παρότι ήταν μεγάλοι σε ηλικία, φρόντιζαν καθημερινά τον κήπο με τα λαχανικά, τα καρποφόρα δέντρα, τα λουλούδια και το σπίτι τους, στο νομό Λασιθίου της Κρήτης. Τις γιορτές επισκέπτονταν την οικογένεια του Δαμιανού και την οικογένεια του αδερφού του, Νίκου. Τα καλοκαίρια πήγαιναν ο Δαμιανός με την Αναστασία και τις μικρές και ο Νίκος με την γυναίκα του Μαρίνα και τον γιο τους Νεκτάριο. Πήγαιναν ενναλάξ διακοπές γιατί δεν μπορούσαν να συνδιάσουν τις άδειες τους ο Δαμιανός με τον Νίκο.
Ο Νεκτάριος και η Φαίδρα ζούσαν στην Κρήτη απο όταν παντρέυτηκαν τα παιδιά τους, σε ένα σπίτι που τους κληρoδότησε ένας θείος του Νεκτάριου. Εκεί ζούσαν μια ήσυχη ζωή κοντά στη φύση και την άγρια ομορφιά. Ο Νίκος, ο αδερφός του Δαμιανού, έμενε στο πατρικό τους, στη Πειραϊκή, με την οικογένεια του. Ως μεγαλύτερος αδερφός είχε κληρονομήσει αυτό το σπίτι. Ενώ ο Δαμιανός αγόρασε, με την οικονομική βοήθεια των γονιών του, το σπίτι στο Πασαλιμάνι.
Η Κρυσταλλία ξεκίνησε να πηγαίνει στην νεα της δουλειά. Έγινε γραμματέας σε ένα φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης κοντά στο σπίτι του Μάριου. Ξεκίνησε να μαζεύει λεφτά για να μπορέσει να νοικιάσει μόνη της ένα σπιτάκι. Είχε ήδη ξεκινήσει τις σπουδές τις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η Κρυσταλλία είχε σταθεί τυχερή. Μια καθηγήτρια Αρχαίων, που είχε στο σχολείο, άνοιξε εκείνο το φροντιστήριο και κάπως έτσι η Κρυσταλλία ξεκίνησε να δουλεύει.
 Όταν είδε την αγγελία αναζήτησης υπαλλήλου, η Κρυσταλλία πήγε αμέσως το βιογραφικό της. Όταν αντίκρυσε την καθηγήτρια της ανακουφίστηκε. Βαθειά μέσα της πίστευε πως θα καταφέρει να πάρει την δουλειά γιατί είχε πολύ καλές σχέσεις μαζί της στο σχολείο, όπως και με όλους τους καθηγητές. Η καθηγήτρια της δέχτηκε να την προσλάβει γιατί είδε πάθος και όρεξη για την δουλειά στο βλέμμα της. Αυτό έψαχνε να βει. Τα υπόλοιπα θα τις τα μάθαινε με τον καιρό. Η Κρυσταλλία μάθαινε γρήγορα, αν και έκανε λάθη.
Καθημερινά πήγαινε το πρωί στη σχολή. Ήταν πολύ επιμελής και δεν έχανε κανένα μάθημα. Γύριζε σπίτι να φάει, να κάνει μπάνιο και μετά πήγαινε στο φροντιστήριο. Δύο φορές την εβδομάδα αργούσε να τελιώσει το μάθημα και έτρωγε στο λεωφορείο, αφού μετά πήγαινε κατευθείαν για δουλειά.Τα Σαββατοκύριακα πήγαιναν βόλτες με τον Μάριο ή πήγαινε στους γονείς της. Έψαχνε για σπίτι να νοικιάσει αλλά ο Μάριος της είπε «Μην χαλάς τα λεφτά σου για σπίτι, αφού θα το θες για ένα μπάνιο και έναν ύπνο. Μείνε εδώ να κάνουμε περισσότερη παρέα».
Η Κρυσταλλία τον αγκάλιασε σφιχτά για να τον ευχαριστήσει. Εκείνα τα δευτερόλεπτα ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Όταν απομακρύνθηκαν αισθάνθηκε έντονα την ανάγκη να τον φιλήσει. Πλησίασε μα κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει και δίστασε. Είπε «Σε ευχαριστώ. Είσαι πολύ γλυκός» και εκείνος χαμογέλασε. Η Κρυσταλλία άλλαξε κουβέντα. Του διηγόταν πως πέρασε στη δουλειά μα το μυαλό της γύριζε σε εκείνη τη στιγμή. Τι ήταν αυτό που ένιωσε? Τόσα χρόνια ήταν μόνο φίλοι και τώρα... τον είχε ερωτευτεί? «Δεν μπορεί αποκλείεται» σκέφτηκε «απλως ήταν μια πολύ φορτισμένη στιγμή. Τίποτα άλλο».
Αρνιόταν στον εαυτό της να θυμάται εκείνα τα δευτερόλεπτα, αλλά όσο επέμενε τόσο το ξανασκεφτόταν. Καθόταν στο δωμάτιο και θυμόταν όλα όσα είχαν περάσει μαζί. Ήταν πολύ δεμένοι. Τον εμπιστευόταν, τον αγαπούσε και ήθελε πάντα εκείνος να είναι καλά.

 Έβγαιναν βόλτα μόνο οι δυο τους και πολλοί τους είχαν περάσει για ζευγάρι, ειδικά τώρα που έμεναν και μαζί. Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν γραφτό να γίνουν ζευγάρι, ίσως όμως ήταν ακατάλληλη στιγμή. Τώρα που έμεναν μαζί θα ήταν σαν η Κρυσταλλία να εκμεταλεύεται τη σχέση για να μένει σπίτι του, και ας της είχε πει ο ίδιος να μείνει. Επιπλέον αν τα χαλούσαν θα έπρεπε να φύγει απο το σπίτι του. Να μην βρεθούν ποτέ ξανα. Αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε με τίποτα να συμβεί.

Δέσποινα Τ.