Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 15)

«Νιώθεις καλύτερα τώρα;» Με ρωτάει.
Νεύω και φοράω την ζεστή μαύρη ζακέτα αφού το κρύο είναι τσουχτερό.
«Πως κατάλαβες πως κάτι δεν πήγαινε καλά;»
Με κοιτάει σκεπτικός.
«Κοίταξα τα μάτια σου, Olivia. Σε έχω δει χαρούμενη, λυπημένη, σοκαρισμένη μα αυτή τη φορά δεν είδα τίποτα και τρόμαξα.» Παίρνει μία ανάσα.
Μετά την επίσκεψη της Scarlett τα πράγματα κύλησαν ήρεμα. Ο Stefan μου είπε πως είχε μία τρομερή ιδέα και τελικά καταλήξαμε Παρασκευή απόγευμα σε ένα παγκάκι στο κοντινό πάρκο.
Όχι πως δεν μου άρεσε η ιδέα. Απ’ αυτό το παγκάκι όλα φαίνονται γαλήνια, διαφορετικά. Οι άνθρωποι, τα αμάξια, τα φώτα της πόλης, οι δρόμοι. Ακόμα και τα παιδιά που κατάφερναν πάντα να μαλώνουν για διάφορα ασήμαντα παιχνίδια, τώρα φαινόντουσαν χαρούμενα.
«Ξέρεις, αν ήταν στο χέρι μου δεν θα ήθελα να σε ξανά δω με αυτό το κενό βλέμμα. Εννοώ πως ήταν λες και τίποτα δεν μπορούσε να αγγίξει την καρδιά σου. Με φόβισες.» Λέει ξέπνοα.
«Είχα άσχημα νέα αυτό είναι όλο. Δεν ήξερα πραγματικά πώς να αντιδράσω.» Κάνω μία παύση. Ανασαίνω βαθιά και συνεχίζω. «Ξέχνα το όμως, αυτό πέρασε.»
« Ελπίζω. Τι θα κάνεις το Σαββατοκύριακο;» Αλλάζει γρήγορα θέμα.
«Θα πάω να δω τον πατέρα μου και την οικογένεια του μαζί με τον Noah.» Tου λέω.
«Πηγαίνεις συχνά;» Με κοιτάει με όλη του την προσοχή.
«Ο αδερφός μου κάθε Σαββατοκύριακο. Εγώ μόνο όταν ο Τristan παίρνει την μαμά και της κάνει παράπονα ότι δεν πατάω το πόδι μου στο σπίτι του.»
«Χμ έχεις αλλά αδέρφια εκτός από τον Νoah;» Ρωτάει.
«Ναι έναν ετεροθαλή αδερφό τον Calum. Είναι τριών. Και μου μοιάζει ανατριχιαστικά πολύ.»
«Ενδιαφέρον.»
«Εσύ τι θα κάνεις αυτές τις μέρες;»
«Θα κάνω κάποιες εργασίες για την σχολή και θα βγω με την παρέα μου.» Απαντάει και κάθεται πολύ πιο κοντά μου.
Έτσι κύλησε η βραδιά με εμένα να γελάω και τον Stefan να λέει αστεία ή να κάνει αναδρομές στις προηγούμενες συναντήσεις μας.



Το πρωινό του Σαββάτου ήρθε πολύ άσχημα. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 8 και μισή το πρωί. Δεν μπορούσα με τίποτα να ανοίξω τα μάτια μου αφού άργησα να κοιμηθώ χθες το βράδυ. Για όλα φταίει ο Stefan, το χαμόγελο του και τα φιλιά του.
Ακούω την φωνή της Sara να φωνάζει να ξυπνήσουμε. Μουγκρίζω και προσπαθώ να σηκωθώ. Αρχίζω και μετανιώνω το διήμερο στο σπίτι του πατέρα μου. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα τώρα. Το έχω ήδη κανονίσει.
Σηκώνομαι επιτέλους από το κρεβάτι μου και κοιτάω την ώρα. Το ρολόι δείχνει πως είναι 9 παρά τέταρτο. Τέλεια σε λιγότερο από μία ώρα πρέπει να είμαι έτοιμη. Τρέχω προς το μπάνιο και κλείνομαι εκεί μέχρι να φωνάξει ξανά η μαμά από κάτω.
Έχω λούσει τα μαλλιά μου, τα έχω πιάσει σε δύο μικρές γαλλικές πλεξούδες, έχω πλύνει τα δόντια μου και έχω μαζέψει τα πράγματα που θα χρειαστώ από το μπάνιο για αυτές τις δύο μέρες. Κατεβαίνω με τις πιτζάμες τις σκάλες αργά λες και θέλω να μη φτάσω ποτέ. Στην κουζίνα συναντώ την Sara. Με καλημερίζει ενώ εγώ κάθομαι στο τραπέζι.
Το πρωινό είναι γάλα με δημητριακά. Τρώω ήσυχα και περιμένω να εμφανιστεί ο μικρός μου αδερφός. Όταν μπαίνει μέσα βλέπω έναν ετοιμασμένο Noah να αφήνει στην άκρη την τσάντα που παίρνει πάντα μαζί του. Ξαφνιάζομαι γιατί δεν το περίμενα ενώ η μαμά του χαμογελάει.
«Ωραία τα ρούχα σου, Olivia. Είμαι σίγουρη πως ο μπαμπάς θα το εκτιμήσει.» Χαχανίζει.
Τον χτυπώ στο κεφάλι με το ελεύθερο μου χέρι και συνεχίζω να τρώω. Δεν του δίνω περαιτέρω σημασία και τελειώνω γρήγορα το μπολ με τα δημητριακά.
«Olivia σε δέκα λεπτά φεύγουμε.» Με ενημερώνει η Sara κι εγώ τρέχω μέχρι το δωμάτιο μου.
Ντύνομαι γρήγορα και βάζω σε μία τσάντα ρούχα, και παπούτσια και σε μία άλλη το laptop μου, την οδοντόβουρτσα μου, ένα βιβλίο και κάποια άλλα χρήσιμα πράγματα.
Παίρνω τα πράγματα μου, το κινητό και κλείνω το δωμάτιο μου. Ευτυχώς δεν έχω αργήσει πολύ και η μαμά είναι στις καλές της.
Στον δρόμο ακούω μουσική με τα ακουστικά μου και στέλνω μηνύματα στον Stefan.
Προς:Stefan
Από: Olivia
Καλημέρα. Πως είσαι; Μόλις ξεκίνησα.
Στέλνω γρήγορα και κλείνω τα μάτια μου. Το σπίτι του πατέρα μου βρίσκεται 1 ώρα έξω από την πόλη άρα έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.
Το κινητό μου ηχεί. Έχω ένα νέο μήνυμα και είναι από τον Stefan.
Προς: Olivia
Από:Stefan
Καλημέρα και σε σένα όμορφη. Καλό δρόμο σου εύχομαι.
Διαβάζω το μήνυμα του. Χαμογελάω.
Προς:Stefan
Από: Olivia
Έχουμε ξεκινήσει εδώ και λίγη ώρα. Ήδη το έχω μετανιώσει. Εσύ τι κάνεις;
Δεν παίρνω λεπτό τα μάτια μου από το κινητό μου και ανακουφίζομαι όταν βλέπω πως απαντάει γρήγορα.
Προς: Olivia
Από:Stefan
Προφανώς και σε σκέφτομαι. Θα ήταν καλύτερα να ήσουν εδώ δίπλα μου στο κρεβάτι. Πρέπει σίγουρα να γευτώ αυτά τα χείλη ξανά.
xxx
H απάντηση του με αφήνει άφωνη. Κοιτάω επίμονα το μήνυμα αυτό ξανά και ξανά. Γράφω μία γρήγορη απάντηση.
Προς:Stefan
Από: Olivia
Προσπαθείς να με δελεάσεις αλλά δεν θα τα καταφέρεις. Θα σου στείλω αργότερα.
xxx
Αλλάζω τραγούδι και κοιτάω έξω από το παράθυρο. Έχουμε κάμποσα λεπτά που έχουμε βγει από το κέντρο του Phoenix και κατευθυνόμαστε προς τα προάστια. Το σπίτι του Tristan βρίσκεται στο Gilbert μία μικρή πόλη. Εκεί όλα δείχνουν πιο ήρεμα. Οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους και όλοι είναι φιλόξενοι. Όλα δείχνουν ωραία εκτός ότι εκεί μένει ο πατέρας μου. Το σπίτια είναι μεγάλα με κήπους και τα μαγαζάκια είναι γραφικά. Ο κόσμος δείχνει χαρούμενος. Καμία σχέση με το Phoenix, την τεράστια πόλη.
Με αυτές τις σκέψεις πέφτω σε ένα βαθύ ύπνο με άσχημες αναμνήσεις.
Τρέχω μέσα στο νοσοκομείο. Τρέχω τόσο γρήγορα που νιώθω πως χάνω την αναπνοή μου. Πρέπει να την βρω.
303
Ο αριθμός της εντατικής.
Ανεβαίνω σκαλιά, περνάω ανάμεσα από σκυθρωπούς ανθρώπους, κοιτάω γύρω μου τα δωμάτια και τους αριθμούς μα κανένα δεν δείχνει να είναι αυτό της εντατικής.
Το κινητό μου ηχεί και με κάνει να σταματήσω. Παίρνω βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσω για να σηκώσω το τηλέφωνο. Είναι ο Marcus.
«Olivia που είστε; Είναι χτυπημένος ο Elliot ;» Τον διακατέχει η ανησυχία.
« Ναι, ναι πο… πολύ. Πρε.. πρέπει να βρω την ε.. εντατική.»
Τα λόγια δεν βγαίνουν καθαρά ενώ τα δάκρυα πέφτουν στο πρόσωπο μου.
«Ηρέμισε και πες μου σε ποιο όροφο είσαι. Έχω φτάσει στο νοσοκομείο.»
Σταματάω στην μέση του διαδρόμου και κοιτάω γύρω μου. Σκουπίζω τα μάτια μου.
«Ει.. είμαι στον δε… δεύτερο ορ.. όροφο.» Λέω σιγανά πιο πολύ για να ακούσω εγώ η ίδια.
«Ανεβαίνω σε πέντε λεπτά είμαι εκεί.»
Τερματίζω την κλήση και σωριάζομαι σε μία καρέκλα. Βάζω τα κλάματα ξανά. Κι αν δεν σωθούν εγώ πως θα συνεχίσω; Πως;
«Olivia, γαμώτο είσαι καλά;» O Marcus με πιάνει από τους ώμους και με κλείνει στην αγκαλιά του. Δάκρυα πέφτουν από τα μάτια του σαν χείμαρρος. Ξεσπάω ενώ αγκαλιάζω σφιχτά το σώμα του.
«Κι αν …αν δεν ζη… ζήσουν;» Ρωτάω σιγανά
«Μην το ξανά πεις αυτό, θα επιβιώσουν και θα γυρίσουν πίσω σε εμάς.»

Do you ever wonder why things turned out the way that did?

Vas A.