Η Mάγισσα του Aέρα (Κεφάλαιο 11) - Το μενταγιόν των πέντε στοιχείων

«Έι, εσύ... ξύπνα! Κοπελιά, αν είσαι ακόμα ζωντανή ξύπνα, μίλα μου...»
Μέσα στη θολούρα του μυαλού μου ακούω μια γυναικεία φωνή παντελώς άγνωστη σε εμένα. Είναι αρκετά σπασμένη και λίγο βραχνή και στο τέλος κάθε δεύτερης λέξης κάνει μια μικρή παύση για να ρουφήξει τη μύτη της–υποθέτω πως μέχρι τώρα έκλαιγε. Δεν ξέρω αν μιλάει σε μένα ή σε κάποιον άλλον στο δωμάτιο αλλά σίγουρα αυτά που λέει είναι ανησυχητικά και για μένα.
«Σε παρακαλώ μίλα μου... θα τρελαθώ» συνεχίζει να λέει η άγνωστη φωνή.
Ακούγεται σίγουρα απελπισμένη. Προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Το σώμα μου ακόμα δεν με υπακούει οπότε θα πρέπει να περιμένω να περάσει η επίδραση από ό,τι κι αν ήταν αυτό που μου έριξε εκείνη η μάγισσα.
«Γιατί μου συμβαίνει αυτό; Σε παρακαλώ ξύπνα, ίσως να υπάρχει ακόμα ελπίδα αν ξυπνήσεις κι εσύ. Σε λίγο θα έρθουν να με πάρουν για το πρώτο τελετουργικό και μετά... μετά οι ώρες μου είναι μετρημένες. Ξύπνα σου λέω, γιατί σύντομα θα ακολουθήσει και η δική σου θυσία...»
Καθόλου μα καθόλου καλά δεν μας τα λέει αυτή η φωνή. Εντάξει, το ήξερα ότι κάτι κακό θα συμβεί από τη στιγμή που έσβησαν τα φώτα αλλά μάλλον η κατάσταση έχει χειροτερέψει πολύ. Έχω την αίσθηση ότι είμαι πολλές ώρες σε αυτήν την κατάσταση παράλυσης, πράγμα που σημαίνει ότι οι άλλοι ακόμα δε βρήκαν κάποιον τρόπο να με βοηθήσουν. Και αυτό σίγουρα είναι κακό σημάδι.
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω ή έστω να ανοίξω τα μάτια μου. Τουλάχιστον έχω την ακοή και την όσφρησή μου σε λειτουργία, αλλά μόνο με αυτές τις δυο αισθήσεις δεν μπορώ να προσδιορίσω το πού βρίσκομαι. Ακούω συνεχώς αυτή την φωνή να κλαψουρίζει κάπου πολύ κοντά μου και υπάρχει συνεχώς στο αέρα η μυρωδιά υγρού χώματος, μούχλας και καπνού.
«Είμαστε χαμένες.... και εμείς και όλος ο κόσμος...» συνεχίζει να παραληρεί μόνη της η απελπισμένη φωνή. «Σε λίγο θα έχουν στα χέρια τους άλλες δυο πέτρες των στοιχείων, πράγμα που σημαίνει ότι η αφύπνιση του Ντρέικο είναι μόνο τέσσερα κομμάτια μακριά... Είμαστε όλοι μας καταδικασμένοι σε μια μοίρα χειρότερη από το θάνατο!»
«Σταμ...άτα...τττην...κλαψ...α» καταφέρνω επιτέλους να ψελλίσω με αγανάκτηση. Δε μου φτάνουν όλα μου τα προβλήματα – για να μην αναλύσω το γεγονός του επικείμενου θανάτου μου - πρέπει να φέρω και το βάρος όλου του κόσμου στους ώμους μου αυτή τη στιγμή;
«Είσαι ζωντανή; ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ! Δεν το πιστεύω! Πρέπει να βρούμε τρόπο να φύγουμε, να το σκάσουμε...»
«Σςςςςςςς...» προσπαθώ να την ηρεμήσω, μπας και μιλήσουμε σαν άνθρωποι.
«Ναι έχεις δίκιο, είμαι πολυλογού» σχολιάζει και ξεσπά ξαφνικά σε κλάμματα.
Σκέτο δράμα πρέπει να είναι αυτό το πλάσμα, πραγματικά.
Επιχειρώ και πάλι να ανακτήσω κάποιον έλεγχο στο σώμα μου. Αφού κατάφερα να μιλήσω, ίσως καταφέρω και κάτι περισσότερο άμεσα. Νομίζω πως τα μάγια έχουν αρχίσει να εξασθενούν μιας και έχω αρχίσει να νιώθω πόνο και πάλι. Λίγο τα σπασμένα πλευρά, λίγο η κλωτσιά στο κεφάλι, κάτι λίγο και η πληγή στο πόδι, όλα αυτά συνθέτουν ένα πολύ όμορφο παζλ πόνου πάνω στο κορμί μου.
«Αχ, αχ» μου ξεφεύγουν δυο επιφωνήματα προσπαθώντας να κουνήσω το αριστερό μου χέρι. Χμ, κάτι καταφέρνω. Μια μικρή κίνηση στα δάχτυλα.
«Πρέπει να πονάς πολύ» ξαναρχίζει να μου μιλάει η φωνή, έχοντας σταματήσει τα κλάματα και πιο ήρεμη τώρα από πριν. «Μακάρι να είχα την τσάντα μου εδώ. Πάντα κουβαλάω ένα μικρό φαρμακείο μαζί μου και ας γκρινιάζουν συνέχεια οι φίλοι μου ‘Γιολάντα, είσαι υπερβολική!’, ‘Γιολάντα, δε θα πας στον πόλεμο, μια βόλτα θα βγούμε’».
Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα στο άκουσμα του ονόματος της.
«Γιολ...άντα Ρί...βερς;»
«Ναι, Γιολάντα Ρίβερς είναι το όνομά μου» μου απαντάει αμέσως.
Δεν το πιστεύω, είναι ακόμα ζωντανή! Αχ, Κα, μόνο να ‘ξερες πόσο άδικο είχες... Πόσος πολύτιμος  χρόνος χάθηκε για την υποτιθέμενη ασφάλειά μου...
Προσπαθώ να ανασηκώσω λίγο το κεφάλι μου για να βρω την κοπέλα στο χώρο. Τριγύρω μου υπάρχουν μόνο κάγκελα και χώμα. Βρίσκομαι μέσα σε μια μικρή φυλακή, μόνη μου. Αφού καταφέρνω να ανασηκωθώ ελαφρώς και να στηριχτώ στους αγκώνες μου –με πολύ πόνο φυσικά- μπορώ να ρίξω μια καλύτερη ματιά στον χώρο. Φαίνεται σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά, αφού αντί για τοίχους υπάρχουν γύρω μας βράχια. Ο αχνός φωτισμός στο χώρο προέρχεται από μερικές αναμμένες δάδες, στηριζόμενες εδώ κι εκεί και τα μόνα αντικείμενα που υπάρχουν είναι δυο μικρά ξύλινα τραπέζια, πέντε επίσης ξύλινες καρέκλες και κάτι αλυσίδες στο δάπεδο. Δίπλα από το δικό μου κλουβί είναι το κλουβί της Γιολάντα, κοντά μεν αλλά όχι κολλητά μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό βρίσκεται μια κοπέλα μικροκαμωμένη, καθισμένη στο χώμα με τα γόνατά της αγκαλιά. Έχει σοκολατένια επιδερμίδα και μεγάλα κοκκάλινα γυαλιά μυωπίας. Φαίνεται πολύ ταλαιπωρημένη και τα σκισμένα ρούχα της είναι γεμάτα λάσπες και αίματα. Τα μαλλιά της είναι πλεγμένα σε πολλά μικρά πλεξουδάκια και από την αριστερή πλευρά είναι κομμένα πιο κοντά από την δεξιά, σαν να της έκοψαν μια τούφα με πολύ άτσαλο τρόπο. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα από το κλάμα και έχει μια μεγάλη πληγή στον δεξιό της κρόταφο.
«Χαίρομαι πολύ που είσαι καλά Γιολάντα» καταφέρνω να της πω χωρίς δυσκολία πλέον. «Άκουσα για την εξαφάνιση σου πριν από μερικές μέρες. Με λένε Μπόνι. Μπόνι Τίμπερλεικ. Και μαζί θα βγούμε από εδώ μέσα».
Ξέρω πως ίσως να μην μπορέσω να εκπληρώσω τις υποσχέσεις μου αλλά νιώθω την ανάγκη να προσφέρω κάποιου είδους ανακούφιση και ελπίδα σε αυτήν την κοπέλα. Ίσως αυτές να είναι οι τελευταίες μας στιγμές.
Για μια στιγμή, με το άκουσμα των λόγων μου, στα μάτια της έλαμψε η ελπίδα. Μόνο για μια στιμγή όμως. Έπειτα, το βλέμμα της σκοτείνιασε πάλι και εμφανίστηκαν ρυτίδες ανησυχίας στο μέτωπό της.
«Μερικές μέρες; Είμαι εδώ μερικές μέρες; Οι γονείς μου θα έχουν τρελαθεί από την ανησυχία τους» την ακούω να λέει με σπασμένη φωνή. Αλλά δεν είναι ώρα για να την αφήσω να βάλει πάλι τα κλάμματα.
«Όχι, όχι, μη σε παίρνει από κάτω τώρα. Πρέπει να συνεργαστούμε για να βγούμε από εδώ μέσα» δηλώνω και σέρνομαι προς τη μεριά του κελιού μου που είναι κοντά στο δικό της. «Πες μου τι ξέρεις.  Πού είμαστε; Ποιοι μας έχουν αρπάξει και τι σκοπεύουν να κάνουν με εμάς;»
Ακολουθώντας το παράδειγμά μου η Γιολάντα έρχεται και κάθεται στην αντίστοιχη πλευρά του δικού της κελιού.
«Είμαστε μέσα σε δυο κελιά αντιμαγείας στον κόσμο των δαιμόνων. Στον Κάτω Κόσμο».
Α, πολύ ωραία. Αν και το φανταζόμουν ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, αισθάνομαι κάπως όταν μου το επιβεβαιώνει και η Γιολάντα. Επιπλέον, αυτό σημαίνει ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να μας εντοπίσουν οι άλλοι. Ο Κάτω Κόσμος, απ’ όσα έχω ακούσει, είναι τεράστιος, δαιδαλώδεις και σκοτεινός.
«Ωραία. Άλλο; Τι ξέρεις;»
«Ξέρω ότι αρχηγός αυτής της ‘συμμορίας’ δαιμόνων είναι η Μαρί και δρουν ανεξάρτητα από τον Βασιλιά. Ψάχνουν τις Πέτρες των Πέντε Στοιχείων για τον εαυτό τους. Η Μαρί θέλει την δύναμη του Σπαθιού του Ντρέικο για να διεκδικήσει τον θρόνο».
«Η Μαρί... είναι η κοπέλα με τα ροζ μαλλιά, σωστά;» ρωτάω και μου γνέφει καταφατικά. «Τι είδους δαίμονας είναι αυτή; Μήπως ξέρεις;»
«Η Μαρί δεν είναι δαίμονας. Είναι Σκοτεινή Ιέρεια. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» με ρωτά με ένα απελπισμένο χαμόγελο του στυλ ‘την έχουμε ΠΟΛΥ άσχημα και το ξέρω’.
«Όχι ακριβώς» της απαντάω όσο πιο ψύχραιμα μπορώ, παρόλο που με τρομάζουν οι πληροφορίες της. Όχι ότι είναι τρομαχτικές αυτό καθ’αυτό, απλά γίνονται τρομαχτικές για μένα γιατί δεν γνωρίζω κάτι πάνω σε αυτά. Και οι άγνωστοι κίνδυνοι είναι αυτοί που μπορεί να αποβούν μοιραίοι.
«Έχει πρόσβαση σε ήδη μαγείας που εμείς ούτε να φανταστούμε δεν μπορούμε... νεκρομαντεία, μαύρα ξόρκια, απαγορευμένα φίλτρα είναι μόνο μερικές από τις επιλογές της» μου λέει με πολύ σοβαρό ύφος.
«Οκ, κατάλαβα» την  έχουμε όντως ΠΟΛΥ άσχημα. Ποιος ξέρει τι είδους μαγεία χρησιμοποίησε πάνω στον  καημένο τον Ματ. Ελπίζω μόνο να είναι ακόμα ζωντανός. Και η Μίμη; Η Μίμη ήταν μαζί μου όταν μου επιτέθηκε η Μαρί και τώρα; «Γιολάντα, πες μου σε παρακαλώ, ήσουν ξύπνια όταν με φέρανε οι δαίμονες; Ξέρεις αν φέρανε και κάποιον άλλον μαζί μου;»
«Όχι, κανέναν άλλον. Μόνο εσένα».
«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;»
«Ναι, νομίζω...» μου απαντάει σκεπτική. «Ναι, είμαι σίγουρη. Μόνο για την Μάγισσα του Αέρα μιλούσε η Μαρί και για την φοβερή επιτυχία της κατά της οικογένειας Χάλιγουελ».
Δυο θετικά συμπεράσματα μπορώ να βγάλω από αυτήν την πρόταση: πρώτον, η Μίμη πρέπει να είναι καλά και ασφαλής επάνω στον κόσμο μας. Και δεύτερον, αυτή η Μαρί πρέπει να έχει μεγάλο στόμα και αυτό μπορεί να μας φανεί χρήσιμο.
«Με ποιον μιλούσε για την επιτυχία της; Με κάποιο από τα τσιράκια της; Έναν από τους Λάζαρους;»
«Λάζαρους; Δεν ξέρω αν έχει μαζί της Λάζαρους. Εγώ έχω δει μόνο Γκρίντιλοκ και Μέγαιρες να την υπηρετούν. Α, και έναν δαίμονα αγνώστου ταυτότητας, που δεν μοιάζει για τσιράκι».
«Σε αυτόν μιλούσε;»
«Ναι. Και πολύ θερμά μάλιστα. Δεν την αδικώ βέβαια, ο τύπος είναι πολύ ωραίος» μου λέει με πονηρό ύφος.
«Ωραίος και δαίμονας; Αντιφατικό αυτό» σχολιάζω αηδιασμένη για το ερωτικό ενδιαφέρον της Σκοτεινής Ιέρειας. «Τι άλλο άκουσες; Γιατί μιλούσαν για μένα;»
«Κάτι λέγανε, ότι με έναν σμπάρο πιάσανε δυο τριγώνια τελικά. Με εσένα στα χέρια τους θα έχουν άλλη μία πέτρα και απ’ ότι κατάλαβα αυτό δεν ήταν ακριβώς στα σχέδια τους».
«Ναι, είχαν τύχη βουνό» λέω ειρωνικά και καταριέμαι ταυτόχρονα τη δική μου τύχη. «Βρέθηκα στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή».
«Σςςςςς... Το άκουσες αυτό;» μου λέει σχεδόν ψιθυριστά η Γιολάντα και ανοίγει τα μάτια της διάπλατα από τον φόβο.
«Κάποιος έρχεται» την επιβεβαιώνω ακούγοντας βήματα στο βάθος.
«Γρήγορα, ξάπλωσε κάτω και μείνε ακίνητη. Ό,τι και να γίνει μην κουνηθείς, καλύτερα να μη ξέρουν ότι συνήλθες».
«Οκ» συμφωνώ αμέσως, έχοντας σοκαριστεί από την τόσο γρήγορη αντίδρασή της. Βέβαια, πολύ λογικό αυτό που σκέφτηκε. Αν καταφέρουμε να τους αιφνιδιάσουμε, ίσως να υπάρχει ελπίδα να το σκάσουμε.
Ξαπλώνω γρήγορα στη θέση περίπου που βρισκόμουν πριν και κλείνω τα μάτια. Ακούω τον βαρύ βηματισμό όλο και πιο κοντά μας. Πρέπει να είναι τρεις ή τέσσερις γεροδεμένοι δαίμονες. Σταματούν υποθέτω μόλις φτάνουν μπροστά από το κελί της Γιολάντα.
«Φόρα αυτό και βγες έξω, χωρίς κόλπα» ακούω μια βαριά αντρική φωνή να προστάζει. Ακούγεται και θόρυβος από κάτι μεταλλικό που χτυπάει στα κάγκελα.
«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά μαζί σας» δηλώνει θαρραλέα η Γιολάντα. «Ξέρω τι θέλετε να πετύχετε και δεν θα το κάνω εύκολο για εσάς».
«ΦΟΡΑ ΤΟ ΕΙΠΑ» ακούγεται και πάλι επιβλητική και βαριά η φωνή του δαίμονα. Ελπίζω να μην παρατήρησε κανείς ότι τραντάχτηκα από το φόβο μου.
«Αν δεν το φορέσεις με το καλό, υπάρχει και ο διασκεδαστικός τρόπος» προσθέτει μια γυναικεία φωνή.
«Μαρί...» ακούω την προσφώνηση της Γιολάντα με αλλαγμένο ύφος τώρα, πιο γλυκό και παρακλητικό. «Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό. Άσε μας να φύγουμε και ξέχνα το Σπαθί των Πέντε Στοιχείων. Είναι μια δύναμη που δεν μπορείς να τιθασεύσεις, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Αν ήθελα συμβουλές, θα πήγαινα σε ψυχολόγο» της απαντάει κοροϊδευτικά η Ιέρεια. «Βάλε τώρα το κολάρο αντιμαγείας και πάμε, ήρθε η ώρα για την πρώτη τελετή. Εκτός και αν θέλεις να στο βάλω εγώ, αλλά σε προειδοποιώ, θα πονέσεις».
Αυτή η αλαζονεία στη φωνή της μου χτυπάει πολύ άσχημα στα νεύρα. Αφού περνάνε μερικά δευτερόλεπτα σιωπής ακούω ένα κλικ από κάποιο κούμπωμα που σφραγίζει και την Γιολάντα να έχει αρχίσει πάλι να κλαίει. Έπειτα, ο θόρυβος από ένα κλειδί που γυρίζει και το τρίξιμο από τους σκουριασμένους μεντεσέδες της πόρτας του κελιού της, μου επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τελικά αποφάσισε να τους ακολουθήσει πειθήνια.
Όταν επικρατεί και πάλι ησυχία στο χώρο, σηκώνομαι σιγά σιγά από τη θέση μου, συγκρατώντας κάθε επιφώνημα πόνου που προσπαθεί να βγει από μέσα μου και προσπαθώ να σταθώ όρθια. Πλησιάζω την πόρτα του κελιού μου και δοκιμάζω να την σπρώξω, μήπως και ξέχασαν να την κλειδώσουν αλλά φυσικά δεν είμαι τόσο τυχερή. Έπειτα προσπαθώ να βρω κάποιο ελλάτωμα που θα την κάνει να ανοίξει. Φαίνεται πολύ παλιά άλλωστε και εκτός από το γεγονός ότι το κελί απορροφά κάθε είδους μαγεία για να συγκρατεί τα μαγικά πλάσματα αποτελεσματικά, δεν φαίνεται να έχει κάτι άλλο που να το καθιστά απαραβίαστο. Δυστυχώς οι μεντεσέδες δεν είναι αρκετά ευάλωτοι στα χτυπήματα ώστε να χαλαρώσουν ή να σπάσουν και η κλειδαριά της είναι αρκετά περίπλοκη για να ανοίξει με ένα απλό τσιμπηδάκι. Γαμώτο. Πώς θα βγούμε από εδώ μέσα;
Απογοητευμένη, κάθομαι και πάλι στο πάτωμα. Θέλω τόσο πολύ να βάλω τα κλάμματα αυτή τη στιγμή. Αλλά το ξέρω πως δεν έχω χρόνο να σπαταλήσω στην απογοήτευση και την απελπισία μου. Η ζωή αυτής της κοπέλας εξαρτάται από εμένα. Χρειάζομαι το μυαλό μου καθαρό για να μπορέσει να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία διαφυγής.
Μετά από ώρες μοναξιάς και πολύ μα πολύ σκέψη πάνω στο πώς θα κάνουμε το ακατόρθωτο, καταλήγω στο συμπέρασμα πώς μόνο όταν θα μου ανοίξουν το κλουβί θα έχω την ευκαιρία να κάνω κάτι. Από τη μία εύχομαι να είχα προλάβει να κάνω καμιά προπόνηση στη μάχη σώμα με σώμα με τη Ρίκα, από την άλλη σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να βρω ένα  τρόπο να χρησιμοποιήσω τη δύναμή μου, παρά το κολάρο που θα μου φορέσουν.
Ωπ, ακούγονται βήματα πάλι. Έρχονται. Και ελπίζω να φέρνουν πίσω τη Γιολάντα σώα και αβλαβή. Αυτή τη φορά δεν θα κάνω τον ψόφιο κοριό. Θα τους αντιμετωπίσω και θα τους μελετήσω. Πρέπει να συλλέξω πληροφορίες για να καταστρώσω σχέδιο μάχης.
Δυο απίστευτα άσχημοι δαίμονες, φαλακροί, με χλωμό δέρμα και μεγάλους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια εμφανίζονται στην είσοδο της σπηλιάς σέρνοντας από τους ώμους μια εξαντλημένη Γιολάντα, γεμάτη με φρέσκα αίματα αλλά ζωντανή. Το κεφάλι της σχεδόν κρέμεται από το υπόλοιπο σώμα της και με τα πυκνά μαύρα μαλλιά της να πέφτουν χείμαρρος στο πρόσωπό της δεν μπορώ να καταλάβω σε τι κατάσταση διαύγειας βρίσκεται. Οι δαίμονες την πετάνε σαν σακί με πατάτες πίσω στο κελί της αφού της βγάλουν πρώτα το κολάρο αντιμαγείας και τότε παρατηρώ κάτι καινούριο πάνω στην συγκρατούμενή μου που μου προκαλεί τεράστια έκπληξη. Είναι ένα πανέμορφο μενταγιόν στο λαιμό της που μοιάζει καταπληκτικά με αυτό της μαμάς μου. Είναι δυνατόν οι δαίμονες να μου κλέψανε το μενταγιόν; Και για ποιο λόγο;
«Γιολάντα; Γιολάντα! Τι της κάνατε;» ξεκινώ το ‘ψάρεμα’ πληροφοριών, ξεπερνώντας γρήγορα το σοκ με το μενταγιόν.
«Μπα, ξυπνήσαμε;» ακούω τη φωνή της Μαρί με έναν τόνο κοροϊδίας από την είσοδο της σπηλιάς. «Και αναρωτιόμουν πότε θα ‘παίξουμε’ οι δυο μας».
«Τι της έκανες;» ξαναρωτάω με αποφασιστικότητα τη Σκοτεινή Ιέρεια και πλησιάζω τα κάγκελα του κελιού μου, προσπαθώντας να δείχνω απειλητική, παρά τους τραυματισμούς μου και -γενικότερα- τα χάλια μου.
Η Μαρί με κοιτάζει με ύφος υπεροπτικό και σιγά σιγά περπατάει προς το μέρος μου με τον αέρα του ‘έχω το πάνω χέρι’. Φτάνει μπροστά από το κελί μου και πλησιάζει το πρόσωπό της απέναντι από το δικό μου, με τα κάγκελα και ελάχιστη απόσταση πλέον να μας χωρίζουν.
«Γιατί ρωτάς; Πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό;»
«Θα το μετανιώσεις που ρώτησες» της απαντάω με περισσή αυτοπεποίθηση.
«Χα χα χα χα χα! Για μελλοθάνατη, είσαι αρκετά διασκεδαστική» μου απαντά αλαζονικά και απομακρύνεται δυο βήματα. Έπειτα το πρόσωπό της σοβαρεύει και στέκεται να με κοιτάξει για λίγο, με παρατηρεί. «Ίσως όχι και τόσο εντυπωσιακή όσο λένε, αλλά σίγουρα διασκεδαστική. Ανυπομονώ να παίξω με το άψυχο κουφάρι σου» σχολιάζει τελικά και μου έρχεται να ξεράσω από την αηδία που μου προκαλεί αυτή η εικόνα.
«Δεν ήξερα ότι συμμετέχω σε καλλιστεία» της απαντώ.
«Πολλά πράγματα δεν ξέρεις, μικρή ξελογιάστρα».
Ξελογιάστρα; Σοβαρά τώρα;
«Μπορεί να μην ξέρω πολλά. Ένα πράγμα μόνο ξέρω στα σίγουρα: αυτή η ιστορία δεν θα τελειώσει καλά για σένα» συνεχίζω τις απειλές μου μπας και την κάνω να πει τίποτα χρήσιμο πάνω στον εκνευρισμό της.
«Χμ, δεν ξέρω» μου λέει σε ήρεμο τόνο. «Εσύ βρίσκεσαι πίσω από τα κάγκελα, όχι εγώ. Και μόλις εντοπίσουμε και το επόμενο μενταγιόν, έχεις τελειώσει. Υποθέτω δεν θέλεις να μου πεις πού βρίσκεται από μόνη σου;» με ρωτά με γλυκανάλατο ύφος. «Να με γλιτώσεις και από τον κόπο να κάνω το ξόρκι εντοπισμού;»
Μπίνγκο!
«Ποιο μενταγιόν;»
Η ερώτηση μου φαίνεται να την ξαφνιάζει. Μένει για δυο δευτερόλεπτα να με κοιτάζει καχύποπτα, έχοντας σοβαρέψει το πρόσωπό της και προσπαθώντας να καταλάβει αν τη δουλεύω ή όχι. Τελικά ξαναποκτά τη γνωστή αλαζονική της έκφραση και αυτό το απαίσιο χαιρέκακο γελάκι για να μου απαντήσει.
«Πραγματικά, δεν έχεις ιδέα για ποιο πράγμα μιλάω, έτσι; Χα! Πάμε αγόρια. Πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη τελετή» προστάζει τις δυο ασχημόφατσες και την ακολουθούν αμέσως έξω από την σπηλιά.
«ΤΙ έγινε τώρα;» αναρωτιέμαι φωναχτά. Μα γιατί έφυγε; Δεν το έπαιξα καλά, δεν έπρεπε να δείξω ανίδεη.
«Μπόνι» ακούγεται με το ζόρι η φωνή της Γιολάντα από το διπλανό κελί.
«Εδώ είμαι Γιολάντα, σε ακούω. Είσαι καλά; Σε βασανίσανε;»
«Μπορείς να το πεις κι έτσι» μου λέει προσπαθώντας να γελάσει, αλλά δεν της βγαίνει τελικά. Αφού ξεροβήχει λίγο και καθαρίζει το λαιμό της, σηκώνεται από τη θέση της, απομακρύνει τα μαλλιά από το πρόσωπό της και διορθώνει τα ραγισμένα γυαλιά της πάνω στη μύτη της για να με κοιτάξει.
«Φαίνεσαι...»
«Χάλια;»
«Εξαντλημένη, ήθελα να πω» τη διορθώνω, ελπίζοντας ότι δεν την κάνω να νιώθει άβολα.
«Είμαι. Το ξόρκι αυτό με εξάντλησε. Νιώθω ότι μου πήρε όλη μου την ενέργεια. Και παρόλο που για να πετύχει χρειαζόταν μόλις λίγες σταγόνες από το αίμα μου, η Μαρί αποφάσισε να το κατευχαριστηθεί κατακρεουργώντας με» λέει και πιάνει στα χέρια της το μενταγιόν που κρέμεται από το λαιμό της. «Αλλά πρέπει να μιλήσουμε. Πρέπει να σου πω τι συνέβει εκεί μέσα και γιατί».
Της γνέφω καταφατικά, αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω την απορία που στριφογυρνά εδώ και λίγη ώρα στο μυαλό μου.
«Γιολάντα, γιατί σου έδωσαν το μενταγιόν μου;»
«Το μενταγιόν σου;» απορεί για λίγο αλλά όταν της δείχνω το στέρνο της καταλαβαίνει αμέσως. «Αυτό δεν είναι το μενταγιόν σου. Είναι το μενταγιόν της οικογένειάς μου, το μενταγιόν του νερού» μου απαντά και το βγάζει από το λαιμό της για να μου το πετάξει ώστε να το επεξεργαστώ.
Αρπάζω το μενταγιόν που έχει πέσει έξω από το κλουβί μου και το πρώτο πράγμα που παρατηρώ είναι δυο σκαλιστά κύματα χαραγμένα στο πίσω μέρος του. Ναι, όντως δεν είναι το μενταγιόν της μητέρας μου.
«Κι όμως μοιάζει εκπληκτικά με αυτό που είχε η μητέρα μου» της λέω σχεδόν μη μπορώντας να το πιστέψω ότι υπάρχει ένα παρόμοιο τέτοιο κόσμημα.
«Η μητέρα σου δεν σου εξήγησε τι σημαίνει αυτό για την κληρονομιά σου;» με ρωτάει η Γιολάντα με γνήσια απορία.
«Δεν πρόλαβε... την έχασα όταν ήμουν μικρή» της απαντώ.
«Συγγνώμη, δεν...» προσπαθεί να απολογηθεί αλλά της κάνω νόημα ότι δεν χρειάζεται. Δεν θέλω να μείνουμε σε αυτό, μας πιέζει ο χρόνος.
«Τι συμβαίνει με αυτά τα μενταγιόν; Γιατί τα ψάχνει η Μαρί;»
«Αυτό – όπως και της μητέρας σου– ανήκει στα πέντε μενταγιόν των Στοιχείων της Φύσης. Το μενταγιόν αυτό συνδέει άμεσα τον μάγο ή την μάγισσα των Στοιχείων που το κληρονομεί με την αντίστοιχη Πέτρα του Στοιχείου που εκπροσωπεί. Και αυτό για εμάς σημαίνει πρακτικά δύο πράγματα. Πρώτον, ο κάτοχός του μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει τη δύναμη του απέναντι στις διάφορες απειλές και να προστατευτεί...»
Έτσι εξηγούνται τα όνειρα που έβλεπα τελευταία. Η μητέρα μου προσπαθούσε να με προειδοποιήσει για να προστατευτώ. Η φωνή της ακόμα αντηχεί μέσα στο κεφάλι μου ‘Χρησιμοποίησε το μενταγιόν’.
«...και δεύτερον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ειδικές τελετές μαγείας για να εντοπιστεί το μενταγιόν κάποιου άλλου Στοιχείου - και κατά συνέπεια ο μάγος-κάτοχός του ή εναλλακτικά να εντοπιστεί η ίδια η Πέτρα του Στοιχείου που αντιστοιχεί στο μενταγιόν, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να θυσιαστεί ο μάγος που είναι συνδεδεμένος με αυτήν. Αλλά μπορείς να έχεις ή το ένα ή το άλλο. Το μενταγιόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για μία από τις δύο τελετές γιατί μετά χάνει οριστικά τη μαγεία του».
Δίνω στον εαυτό μου ένα λεπτό να επεξεργαστεί αυτές τις νέες πληροφορίες. Πολλές πληροφορίες. Πολλά πράγματα που δεν ήξερα και θα μπορούσαν να μου φανούν τόσο χρήσιμα. Είχα τέτοια δύναμη στα χέρια μου και δεν ήξερα τίποτα. Και τώρα το μενταγιόν του Αέρα αγνοείται. Πόσο στραβά μπορεί να πάνε τα πράγματα; Τουλάχιστον ξέρω ότι δεν το έχει η Μαρί στα χέρια της, κάτι είναι και αυτό.
«Οπότε η Μαρί θέλει να χρησιμοπιήσει με τη σειρά τα μενταγιόν για να βρει τους Μάγους των Στοιχείων που θα χρησιμοποιήσει σε θυσιαστικές τελετές για να βρει τελικά τις ίδιες τις Πέτρες».
«Ακριβώς. Με χρησιμοποίησε στην τελετή εντοπισμού για να βρει το μενταγιόν της Γης. Μέχρι τώρα θεωρούσε δεδομένο ότι με μερικά βασανιστήρια θα κατάφερνε να σου αποσπάσει το μενταγιόν του Αέρα, αλλά τώρα μάλλον κατάλαβε ότι δεν έχεις ιδέα που είναι. Ή μπορεί να πήγε να ψάξει τα πράγματά σου».
«Όχι, ελπίζω πως όχι. Η αδερφή μου κινδυνεύει αν την βρουν στο σπίτι μας. Γιολάντα πρέπει να φύγουμε από εδώ μέσα άμεσα. Πώς θα τους κάνουμε να μας βγάλουν από τα κλουβιά μας;»
«Μόνο για την τελετή θα ανοίξουν αυτές οι πόρτες Μπόνι. Και με τα κολάρα αντιμαγείας και τους τραυματισμούς μας δεν νομίζω πως έχουμε και πολλές ελπίδες» λέει και μου δείχνει τις πληγές στους καρπούς και  στα πλευρά της που αιμοραγούν ακόμα.
«Γιολάντα, μη απελπίζεσαι τώρα! Είσαι η Μάγισσα του Νερού και εγώ η Μάγισσα του Αέρα. Πρέπει να βρούμε τρόπο να ανακτήσουμε την πρόσβαση στη μαγεία των στοιχείων μας».
«Αυτό είναι αδύνατον Μπόνι! Έχουν τα κολάρα αντιμαγείας!»
«Τα οποία έχουν κλειδαριές» της υπενθυμίζω κάνοντας επίκληση στη λογική της.
Ακολουθεί παύση για ένα λεπτό.
«Αν καταφέρουμε να πάρουμε τα κλειδιά από έναν από τους φρουρούς...»
«Θα τους σκίσουμε!»  συμπληρώνω αισιόδοξη εγώ. «Πώς είναι οι γνώσεις σου στη μάχη σώμα με σώμα;»
«Εμ, όχι και πολύ καλές» μου απαντά ειλικρινέστατα.
«Δεν πειράζει, θα τα καταφέρουμε όπως και να ‘χει αρκεί μόνο να είμαστε γρήγορες. Ξέρω κάποια κολπάκια για ελαφροχέρηδες».
«Εμ, τι μπορείς να μου δείξεις μέσα στα επόμενα δυο λεπτά; Γιατί τόσο χρόνο έχουμε μέχρι να έρθουν να με πάρουνε για τη θυσία» μου λέει με έντρομο βλέμμα η Γιολάντα, και δεν την αδικώ. Ήδη τα βιαστικά βήματα των δαιμόνων ακούγονται στο διάδρομο πολύ καθαρά.
«Ή τώρα ή ποτέ» της λέω προσπαθώντας να την ενθαρρύνω. «Θα αυτοσχεδιάσουμε». Και ελπίζω να αποδειχθούμε καλές σε αυτό.

Foni Nats