Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 4) - Ελπίδα

ΙΟΥΝΙΟΣ 1990: Ο Δαμιανός και η Αναστασία είναι διακοπές στο Λασίθι της Κρήτης, στους γονείς του Δαμιανού. Η Αναστασία είναι ετοιμόγεννη. Είχε βρει έναν πολύ καλό γιατρό σε κάποιο νοσοκομείο της περιοχής για την υπόθεση της μικρής και ταξίδεψε με την μαία της, που της σύστησε τον συγκεκριμένο γιατρό. Θα γεννούσε στην Κρήτη και όλοι ήταν σε αναμονή για το ευχάριστο γεγονός. Η γιαγιά Παρασκευούλα με τη Φαίδρα ήταν και εκείνες στο σπίτι και έκαναν τα καλοκαιρινά τους μπάνια.

Στο μαιευτήριο  η Αναστασία και ο Δαμιανός περιμένουν να χειρουργηθεί η μόλις πέντε ημερών κορούλα τους. Ο γιατρός που ανέλαβε την περίπτωση είναι ένας απο τους καλύτερους στο είδος του. Εξάλλου οι ίδιοι θα έψαχναν να βρουν τον καλύτερο με κάθε κόστος. Δεν ήξεραν τι αντιμετώπιζαν. Είχαν αφήσει όλες τους τις ελπίδες στις ικανότητες του γιατρού. Οι ώρες κυλούσαν στο κρύο λευκό διάδρομο του μαιευτηρίου.
Η Αναστασία πότε καθόταν στις μαύρες καρέκλες, πότε έκανε βόλτα στον μεγάλο διάδρομο, πότε κοιτούσε έξω από το παράθυρο την απέναντι πολυκατοικία για να περάσει η ώρα πιο γρήγορα. Ο Δαμιανός έβγαινε έξω για να καπνίσει. Δεν άντεχε το κλίμα που επικρατούσε. Η Αναστασία βγήκε να μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γιαγιά Παρασκευούλα, που κρατούσε τη Φαίδρα μέχρι να τελειώσει το χειρουργείο. Η Αναστασία, αφού βεβαιώθηκε πως η Φαίδρα ήταν καλά, έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε τον Δαμιανό.

Έψαχνε να βρει στα μάτια του λίγη ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά. Μάταια όμως. Ανέβηκαν επάνω σιωπηλοί. Περίμεναν δυο ώρες από την τελευταία φορά που τους είπε μια νοσοκόμα ότι ο γιατρός προσπαθεί να διορθώσει κάποιο λάθος που έκανε. Τελικά ο γιατρός ήρθε με κατεβασμένο το πρόσωπο. «Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Αν είναι θέλημα Θεού θα σωθεί» είπε με δισταγμό.
 Ο Δαμιανός έκανε να ορμήσει αλλά η Αναστασία τον κράτησε ενστικτωδώς. «Δεν ντρέπεσαι λίγο. Μου περνιέσαι και για καλός γιατρός. Θα σκοτώσεις το παιδί μας» φώναξε ο Δαμιανός, κατακόκκινος από τα νεύρα του. Η Αναστασία συμπλήρωσε «Ευτυχώς που υπάρχει και Θεός γιατί άμα περιμέναμε από εσένα...»

Ο Δαμιανός δεν άντεχε να κάτσει άπραγος. Γνώριζε την περιοχή και ήξερε πως έχει μια εκκλησία εκεί κοντά, έτσι πήγε  με το αμάξι. Πήγε και βρήκε έναν παππά. «Με σώζετε πάτερ. Σας χρειάζομαι στο μαιευτήριο αμέσως». Εκείνος δεν δίστασε λεπτό πήρε τα πράγμα τα του και είπε « Φύγαμε».
Όταν έφτασαν εκεί τον οδήγησαν στο δωμάτιο που είχαν το μωρό. Αυτό που αντίκρυσε του έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Καλώδια παντού, ο γιατρός να δίνει οδηγίες ώστε να επαναφέρουν το μωρό, οι νοσοκόμες να τρέχουν πάνω κάτω και ένα μακρόσυρτο «μπιιιπ» που σου τρυπούσε τα αυτιά και σου ξερίζωνε την καρδιά.

Μόλις τον είδαν όλα πάγωσαν. Ο γιατρός και οι νοσοκόμες έκαναν στην άκρη για να πάει κοντά ο παπάς, σαν να ήταν πιο ειδήμων γιατρός. Ξεκίνησε την ευχή. Η Αναστασία και ο Δαμιανός κρατούσαν τα δάκρυα τους, ενώ το προσωπικό του νοσοκομείου περίμενε με υπομονή να τελειώσει ο πάτερ την ευχή. Το «Αμήν» ακούστηκε σαν να βγήκε από το στόμα και την καρδιά όλων όσων βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο. Μια τελευταία ελπίδα πέταξε ψηλά. Και μετά μια πένθιμη σιωπή. Λίγα δευτερόλεπτα έμοιαζαν να κυλούν αργά.  Με τα μάτια κλειστά περίμεναν... περίμεναν κάποιος να τελειώσει αυτό το μαρτύριο.

Και μετά... μπιπ μπιπ μπιπ σημάδι ζωής! Όλοι γύρισαν και κοίταξαν αποσβολωμένοι το μηχάνημα που έδειχνε τον χτύπο της καρδιάς. Η Αναστασία ανέπνευσε πέφτοντας απαλά στην αγκαλιά του Δαμιανού. Εκείνος έκλεγε στην αγκαλιά της Αναστασίας. Ήθελαν να ουρλιάξουν αλλά έπνιγαν τη φωνή τους αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο πάτερ συγκινημένος τους ευχήθηκε και έφυγε.
Οι γονείς αποφάσισαν να δώσουν το όνομα που ήταν αφιερωμένη η εκκλησία στη μικρή. 

Η εκκλησία ήταν η Παναγιά η Κρουσταλλιώτισσα και έτσι την ονόμασαν Κρυσταλλία. Η γιαγιά Παρασκευούλα ήθελε να πάρει η μικρή το δικό της όνομα. Όμως περισσότερο ήθελε να σωθεί. Έτσι δεν έφερε αντίρρηση για την επιλογή του ονόματος. Η Κρυσταλλία επισκεπτόταν τα καλοκαίρια την εκκλησία και ένιωθε δέος όποτε έμπαινε μέσα. Είχε πολλές μικρές φορητές εικόνες από πολλούς Αγίους και μία μικρή φορητή εικόνα της Παναγίας Κρουσταλλιώτισσας, που τις είχε πάρει μαζί της φεύγοντας απο το πατρικό της για το σπίτι του Μάριου.

2004: Ο Νεκτάριος και η Φαίδρα, οι γονείς του Δαμιανού, επιστρέφουν οδικώς απο μια ταβέρνα, που βρίσκεται στο Λασίθι, αργά το βράδυ. Ο δρόμος δεν έχει παντού φώτα και είναι αρκετά σκοτεινά. Το κόκκινο αμάξι τους είναι πολύ παλιό. Ο δρόμος έχει αρκετές λακκούβες και τραντάζονται, μα έχουν συνηθίσει τη διαδρομή γιατί περνάνε συχνά από αυτόν τον δρόμο για να πάνε στο σπίτι τους. Σε μια στροφή έχουν πέσει λάδια αλλά τα φώτα δεν είναι αρκετά για να τα δει ο Νεκτάριος και να τα αποφύγει. Το αμάξι αρχίζει να περιστρέφεται γύρω γύρω. Ο Νεκτάριος πατάει φρένο μα δεν μπορεί να το σταματήσει. Οι ρόδες βγάζουν καπνό. Το αμάξι βρίσκεται πολύ κοντά στο να πέσει πάνω σε ένα σπίτι ή στη θάλασσα.

Στο μυαλό τους περνά ο φόβος του θανάτου. Τα δευτερόλεπτα που έκανε το αμάξι γύρω γύρω φάνηκαν ατέλειωτα. Η Φαίδρα κοίταξε στο καθρεφτάκι και είδε την εικόνα του Αγίου Νικολάου που ήταν κρεμασμένη. Φοβισμένη είπε «Άγιε μου, σώσε μας και εγώ θα φέρω πέντε πρόσφορα». Το αμάξι ακινητοποιήθηκε αμέσως. Γύρισαν γύρω τους για να καταλάβουν πως έχουν σταματήσει. Ο Νεκτάριος έστριψε και πέρασε τα λάδια. Έφτασαν στο σπίτι και ήταν χλωμοί από το φόβο. Ο φόβος όμως δεν ήταν ικανός να τους κάνει να χάσουν την ελπίδα τους.



Δέσποινα Τ.