Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Kεφάλαιο 13)


Βορράς, Κάστρο των Λάικαν

Από την ανακοίνωση του Βασιλιά και μετά, η Λεάννα ένιωθε ένα ανεξήγητο άγχος και έναν αλλόκοτο φόβο. Δεν ήξερε πώς να τα περιγράψει. Δεν ήξερε καν γιατί τα ένιωθε! Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ο μόνος λύκος που εμπιστευόταν -ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν- θα έφευγε μακριά, αφήνοντας δυο λέοντες στο λημέρι των λύκων.
Ο φόβος είχε χτυπήσει στο χρώμα του κόκκινου και το διεστραμμένο και καθόλου καθησυχαστικό χαμόγελο που υπήρχε στο πρόσωπο του βασιλιά δεν βοηθούσε καθόλου.Το μόνο στήριγμα δίπλα της; Ο Μπράντον. Και δεν ήξερε πώς θα τα βγάζανε πέρα χωρίς ο βασιλιάς, το δεξί του χέρι και τα καυστικά σχόλιά τους να τους βγάλουν εκτός ελέγχου...
Τώρα βρισκόταν στο δωμάτιό της, καθώς όλοι ετοιμάζονταν για την αναχώρηση του πρίγκιπά τους. Εκείνη δεν ένιωθε έτοιμη να τον αποχωριστεί. Ναι μεν, γνώριζε ότι οι προηγούμενες μέρες δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικές μεταξύ τους, μα ένιωθε ότι τον χρειαζόταν εκεί.
Ξαφνικά, άκουσε την πόρτα της να ανοίγει και γυρίζοντας, αντίκρισε τον πρίγκιπα, ντυμένο στην πανοπλία του. 
«Φεύγω» ψέλλισε και εκείνη απλώς έγνεψε το κεφάλι της, μαρμαρωμένη στη θέση της. Ήταν αμίλητη και εκείνος για πρώτη φορά μετά από καιρό ανυπόμονος. Μια λέξη της, μια λέξη και θα έμενε, μα δεν του έλεγε τίποτα. Κοιτώντας την μια τελευταία φορά, γύρισε να φύγει.
Μα τον πρόλαβε.
«Ραλφ!» γύρισε αμέσως, με ένα ελπιδοφόρο φως να φωτίζει το βλέμμα του. Φαινόταν να θέλει να πει πολλά, το στήθος της που ανεβοκατέβαινε ζωηρά το έδειχνε. Μα, τα χείλη της παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Μέχρι που επιτέλους μίλησε...
«Πρόσεχε».
Όλες οι ανησυχίες της, όλοι οι φόβοι της, τα πάντα φανερώθηκαν μέσα σε αυτή τη μικρή λεξούλα. Διάβαζε πίσω απ'τις λέξεις της, καταλάβαινε ότι τον ήθελε εκεί μα δεν ήθελε και φασαρίες. Το μόνο που του ζητούσε ήταν να γυρίσει σώος και αβλαβής, στο σπίτι. Σε εκείνη... Στο παιδί τους...
 Χαμογέλασε αχνά, ξαφνικά τα πάντα έμοιαζαν πιο φωτεινά. Ίσως να ήταν λόγω των λέξεών της, ίσως λόγω του χαμόγελού της, ίσως το ότι ήξερε ότι είχε να γυρίσει κάπου. Δεν τον ένοιαζε. «Θα το κάνω» της απάντησε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του και αφήνοντας και την ίδια μια στάλα πιο ανάλαφρη.
Ίσως πράγματι το μέλλον να φάνταζε πιο λαμπρό από ότι πίστευε...


Ανατολή, Κάστρο των Μαρέλ

  Το ταξίδι όφειλε να ομολογήσει πως ήταν κουραστικό, μα με τα λόγια της στο μυαλό του να του κρατάνε συντροφιά και τα αστεία του Μάρκους, η ώρα πέρασε γρήγορα και πολύ ήρεμα. Ακόμα και ο φίλος του τού είχε πει ότι έμοιαζε πιο χαρούμενος.
«Είμαι πιο χαρούμενος» είχε απαντήσει, με ένα μεγάλο χαρούμενο στα χείλη του, κάνοντας τον σύντροφό του να γελάσει.
Φτάνοντας εν τέλη στο κάστρο των Μαρέλ μετά από 3 μέρες ταξιδιού με 1-2 στάσεις στον δρόμο, αντίκρισε το γνώριμο κάστρο του θείου του. Την Ανατολή όφειλε να ομολογήσει ότι την αγαπούσε, ίσως και περισσότερο απ'τον Βορρά. Ο δρόμος προς το κάστρο ήταν γεμάτος από ανθρώπους, οι οποίοι χαιρετούσαν τον πρίγκιπά τους με χαμόγελα. Κάπου στο βάθος μπορούσε να δει κάποιες γυναίκες να τρεμοπαίζουν τσαχπίνικα τα μάτια τους προς αυτόν, μα εκείνος μονάχα γέλασε και κοίταξε τον φίλο του, ο οποίος κοιτούσε μπροστά και δεν έδινε σημασία σε αυτά.
Ήξερε ότι ο όρκος που είχε δώσει σαν Ιππότης της Βασιλικής Φρουράς και φυσικά σαν Διοικητής της Φρουράς να μην πλαγιάσει ποτέ με γυναίκα και να μην αποκτήσει παιδιά ήταν πολύ βαρύς για να τον σηκώσει κάποιος, μα ο πιστός του σύντροφος και φίλος τόσα χρόνια δεν είχε δώσει ούτε ένα δικαίωμα. Και κρυφά, τον λυπόταν. Ήξερε ότι ποτέ δεν ένιωσε τη γυναικεία σάρκα ενάντια στη δική του, δεν μύρισε τη γυναικεία μυρωδιά από κοντά και δεν ένιωσε τα χείλη κάποιας να τον φιλάνε και τα χέρια της να τον αγκαλιάζουν σφιχτά. Δεν καταλάβαινε αυτούς τους νόμους. Οι πρόγονοί του, αν και μεγάλοι βασιλιάδες με πολλά ιστορικά γεγονότα να διαδραματίζονται στις εποχές τους, πίστευε πως στο θέμα της Φρουράς έσφαλαν. Ήξερε ότι ένας ιππότης και φυσικά φρουρός έπρεπε να είναι πιστός στο στέμμα και μόνο, να το υπερασπίζεται και στην ανάγκη να πεθάνει και για αυτό. Μα, κάτι δεν του κολλούσε. Θα μπορούσε να έχει την πίστη του στρατιώτη τόσο εκείνος όσο και η οικογένειά του. Χρειαζόταν στρατιώτες που ήταν χαρούμενοι και πρόθυμοι να ανταποδώσουν την καλοσύνη που τους έδειχνε, πληρώνοντας με πίστη. Είχε πολλά σχέδια, μα αμφέβαλλε αν τα κατάφερνε σύντομα...
Φτάνοντας μπροστά απ'την μεγάλη σκάλα που βρισκόταν μπροστά απ'την είσοδο του κάστρου, κατέβηκε απ'το άλογό του και έτρεξε στην αγκαλιά του θείου του, ο οποίος την είχε ορθάνοιχτη για τον ίδιο, θαρρείς πως τον καλωσόριζε σπίτι μετά από καιρό στα ξένα.
«Γιε μου! Τι χαρά είναι αυτή!» πάντα τον προσφωνούσε έτσι, σε σημείο που να πιστεύει ότι ο θείος του νόμιζε ότι το 'ανιψιός' είναι προσβολή. Μα, με τα χρόνια κατάλαβε ότι δεν ήταν ανιψιός του. Ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Όπως και για τον ίδιο. Η λέξη θείος έκρυβε πολλή απ'την αγάπη που ένιωθε για αυτόν τον άνθρωπο. 
«Μας έλειψες τόσο! Πέρνα μέσα!»
«Και μένα μου λείψατε, θείε! Δε ξέρεις πόσο!» είπε, με σχεδόν δακρυσμένα μάτια.
Ο μεγαλύτερος άντρας χαμογέλασε, κρατώντας τον λες και θα του έφευγε από στιγμή σε στιγμή αν τον άφηνε. «Κάτι μου λέει ότι έχεις πολλά να μου πεις, παιδί μου. Έλα, οι μαγείρισσες έχουν ετοιμάσει το αγαπημένο σου!»
Εκείνος χωρίς δισταγμούς τον ακολούθησε στο εσωτερικό του κάστρου. Μόλις έφτασαν στο μεγάλο δωμάτιο το οποίο μύριζε λουλούδια και καθαρό νερό -λόγω του κήπου που βρισκόταν απέξω με τρεχούμενο νερό-, κάθισαν, με εκείνον να παίρνει μια μεγάλη δόση αέρα. Το λάτρευε αυτό το μέρος με όλη του την ψυχή! Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει απ'τον ψυχρό Βορρά!
Στρογγυλοκάθισε, παίρνοντας ένα ποτήρι Ανατολικό κρασί. Εκείνη την ώρα, η ίδια η μαγείρισσα έμπαινε στο δωμάτιο, αφήνοντας στο τραπέζι ένα μεγάλο πιάτο γεμάτο απ'τις αγαπημένες του λιχουδιές. Στάθηκε λίγο να τον κοιτάξει, χαμογελώντας.
«Μεγάλωσες, πρίγκιπά μου! Τελευταία φορά που σε είδα ήταν πριν δύο χρόνια! Άντρα έγινες και έμαθα ότι παντρεύτηκες κιόλας! Με όλη μου την καρδιά εύχομαι να σου πάνε όλα όπως τα θες, αγόρι μου!» του είπε με ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο να είναι χαραγμένη στα χείλη της και του χάιδεψε το μάγουλο.
Εκείνος χαμογέλασε λες και χαμογελούσε σε κάποιον οικογενειακό του άνθρωπο. «Σε ευχαριστώ, Μάρθα» της είπε, χαρίζοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο, όπως τότε που ήταν μικρό παιδί που τα βράδια έτρεχε κρυφά στην κουζίνα της, προσπαθώντας να πάρει κρυφά κάτι για να μην τον μαλώσουν, μα τελικά του το έδινε η ίδια και το μόνο που της έδινε ήταν ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλό της.
«Άντε, έχω δουλειές, θα τα πούμε μετά! Μη με ξεχάσεις, έλα να με δεις καθόλου κάτω στην κουζίνα!»
«Φυσικά, ξεχνιέσαι εύκολα;» της είπε χαριτολογώντας, καθώς εκείνη έφευγε με ένα γάργαρο γέλιο να ακούγεται απ'την ίδια. 
Το γέλιο του θείου του είχε σειρά να ακουστεί, ο οποίος καθόταν απέναντί του με ένα κύπελλο κρασιού στο χέρι του. Τα γκρι μάτια του έλαμπαν από χαρά που έβλεπε τον 'γιο' του μπροστά του μετά από τόσο καιρό. 
«Καλή γυναίκα η Μάρθα. Μεγαλόψυχη. Όλη της η πίστη ήταν προς εμάς και μόνο. Και σε αγαπά σαν παιδί της».
«Δεν έχω κανένα παράπονο από εσάς, θείε. Μπορώ να πω με ευκολία ότι εσείς είστε η οικογένειά μου!» του είπε και εκείνος χαμογέλασε.
Ξαφνικά σοβάρεψε. «Πώς είναι η αδελφή μου; Άκουσα πως περιμένει ξανά παιδί».
Ο Ραλφ έγνεψε καταφατικά. «Πράγματι, η μητέρα είναι έγκυος. Τώρα σε 2 φεγγάρια θα γεννήσει από ότι το υπολογίζουμε».
Κούνησε το κεφάλι του, σκεπτικός. «Η γυναίκα σου; Δεν μπόρεσα να έρθω στον γάμο σου, κάποια επείγοντα θέματα με κρατούσαν απασχολημένο» του είπε με νόημα στα μάτια. Λέξεις που δεν έπρεπε να ειπωθούν τα μάτια τις έλεγαν ολοκάθαρα.
«Μην ανησυχείς για αυτό.», τον διαβεβαίωσε. «Παντρεύτηκα τη Λεάννα Λάναστερ.»
Αμέσως τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη και δεν μπορούσε να τον αδικήσει... «Τη λέαινα;» εκείνος μόνο έγνεψε καταφατικά. Ο θείος του γνώριζε, γνώριζε τόσα πολλά. Μα ευτυχώς το στόμα του ήταν κλειστό. Κοίταξε κάτω τριγύρω, παραμένοντας έκπληκτος. «Πώς έγινε αυτό;», εκείνος δε μίλησε. Ο γηραιότερος άνθρωπος κατάλαβε. Αναστέναξε σχεδόν αγανακτισμένα. «Φυσικά. Ποιος άλλος;! Πριν 5 χρόνια τα κατέστρεψε όλα και τώρα κάνει σαν να μην συμβαίνει τίποτα!» ο Ραλφ έσκυψε το κεφάλι του, σχεδόν ντροπιασμένος μα περισσότερο επειδή δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν είχε άδικο. Κάθε άλλο παρά άδικο είχε! Βλέποντας έτσι τον ανιψιό του, αναστέναξε. «Τέλος πάντων. Να τη φέρεις από εδώ κάποια στιγμή, θέλω να γνωρίσω τη νύφη μου».
Τότε μόνο ο Ραλφ χαμογέλασε. Μα, σύντομα αυτό το μικρό χαμόγελο χάθηκε. 
«Σχετικά με αυτό... Ίσως σε χρειαστώ πιο γρήγορα από ότι υπολογίζω...»
Αμέσως ο θείος του ξανά σοβάρεψε, κοιτώντας τον περίεργος. Βάζοντας το ποτήρι του στο τραπέζι, έστρεψε εξολοκλήρου την προσοχή του σε αυτόν. «Τι συμβαίνει;»
Ο πρίγκιπας παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έσκυψε το κεφάλι του προσπαθώντας να σκεφτεί σοφά τα επόμενά του λόγια. 
Διότι, τα λόγια που ήταν έτοιμος να πει ήταν λόγια που μπορούσαν να τον οδηγήσουν κατευθείαν στην κρεμάλα... 


Despoina Andreou