Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 20) "Prepare yourself for everything"


Damian’s POV
Ένιωσα την ξένη παρουσία λιγο αργότερα απο όσο θα ήθελα και λίγο αργότερα απο όσο έπρεπε. Έφερα την λάμα του ξίφους μου στο λαιμό του δαίμονα απέναντι μου και μετά άνοιξα τα μάτια μου. Οταν είδα την Λίλιθ να στέκεται χιλιοστά απο την λεπίδα που τόσο απότομα είχα εκτοξεύσει προς το μέρος της μαζεύτηκα.

  Η επίσημη "σύζυγος" του αδερφού μου δε με επισκεπτόταν συχνά. Για την ακρίβεια δεν με επισκεπτόταν καθόλου. Τώρα όμως βρισκόταν στα πόδια του κρεβατιού μου μπροστά ακριβώς απο το κοιμισμένο σώμα του Αγγέλου που εξακολούθησε να είναι δεμένος στον πάσσαλο και χωρίς να μου ρίχνει ούτε μια ματιά. Σηκώθηκα κουρασμένος απο το απότομο ξύπνημα και αναστέναξα. Η αδρεναλίνη στο κορμί μου άρχισε να υποχωρεί και χασμουρήθηκα. Κάθισα στο κρεβάτι μου και περίμενα να με προσέξει. Άπλωσε το χέρι της στον Άγγελο και απομάκρυνε μια καστανή τούφα απο το πρόσωπο της.
  «Άργησες.» είπε μονάχα εννοώντας την καθυστερημενη αντίδραση μου στην εισβολή της. Έτριψα τα μάτια μου και την έβρισα. Εκείνη γέλασε. «Ευχαριστώ..» μου απάντησε στην ευχή μου και συνέχισε «Εγώ θα πάω. Εσυ?» Γύρισε να με κοιτάξει χαμογελώντας ειρωνικά και για μια στιγμη μετάνιωσα που δεν είχα προσγειώσει την λεπίδα του σπαθιού μου λίγα εκατοστά πιο μπροστά.
  Όταν μιλούσαμε για εκνευριστικούς δαίμονες εκείνη σίγουρα κατείχε τα πρωτία. Όντας ο πρώτος θηλυκός δαίμονας είχε μια υπεροψία και μια αυθάδεια απερίγραπτη. Όντας ο κάτοχος του μεγαλύτερου αμαρτήματος –Ίσως και μεγαλύτερο απο εκείνο του αδερφού μου- είχε έναν άλλο αέρα. Έναν αέρα που σε έκανε να σκύβεις το κεφάλι και να πέφτεις στα γόνατα να την προσκυνάς. Όντας η δημιουργός της αλυσίδας του αίματος του αδερφού μου κατείχε επίσης και την θέση της Βασίλισσας της μικρής κοινότητας που πάλευα να δημιουργήσω. Ήταν όμως και ο μεγαλύτερος μπελάς. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο αδερφός μου αν όχι ελεγχόταν τουλάχιστον συμμορφωνόταν στις παρατηρήσεις μου. Η Λίλιθ όχι. Δεν δεχόταν επουδενί να πάρει εντολή απο κανέναν. Ούτε καν απο τον αδερφό μου. Βέβαια δεν την κατηγορούσε κανείς. Δεν υποτάχθηκε στο θέλημα Του, ούτε καν στο πρώτο Του Δημιούργημα, τον Αδάμ, θα δήλωνε υποταγή σε εμένα ή τον αδερφό μου? Δεν είχαμε τέτοιες ψευδαισθήσεις. Παρόλες τις απειλές του Πατέρα ότι θα διωχτεί απο τον κήπο της Εδέμ και ότι θα ήταν καταδικασμένη πολλά απο τα παιδιά της να μην επιζούν εκείνη είχε διαλέξει να μην σκύψει το κεφάλι και να έχει δικαίωμα στην ελεύθερη βούληση. Και την θαύμαζα για αυτό. Εγώ δεν το είχα καταφέρει. Ούτε στον Πατέρα, ούτε στον αδερφό μου. Βέβαια, για να λέμε και την αλήθεια, η πράξη της είχε καθοδηγηθεί κα΄πως και απο τον αδερφό μου. Της είχα διδάξει ότι το σεξ δεν είναι μονάχα για αναπαραγωγή αλλά και απόλαυση. Εκείνη προσπάθησε να το μεταδώσει και στον Αδάμ αλλά εκείνος ήταν τούβλο. Θίχτηκε και το είπε στον μπαμπά του. Και ο Πατέρας δεν έχασε βέβαια χρόνο. “Η ερωτική πράξη όταν δεν είναι για αναπαραγωγή είναι απαγορευμένη απόλαυση” είχε πει, γέλασε μέχρι και η μηλιά, και ύστερα την έδιωξε απο τον Παράδεισο. Και εκεί εμφανίζεται πάλι ο αδερφός μου. Την εντόπισε, την “παντρεύτηκε” και την έκανε Αρχόντισσα του Σκότους. Το πιο αστείο στην ιστορία αυτή ήταν η αντίδραση του Αδάμ. Του έλειπε του ηλίθιου, λες και θα μπορούσε να κουμαντάρει τέτοια γυναίκα. έστειλε τρεις Αγγέλους να βρουν την Λίλιθ και να την φέρουν πίσω. Οι τρεις αυτοί Άγγελοι είναι ο Σανβί, ο Σανσαβί και ο Σαμεγκελάφ. Και οι 3 νεκροί απο το σπαθί μου, αλλά αυτό έγινε αργότερα. Την αναζήτησαν καιρό και την πέτυχαν στην Ερυθρά Θάλασσα. Βέβαια μέχρι τότε εκείνη είχε ασπαστεί τον ρόλο της ως Αρχόντισσα μας και είχε συνεχίσει την γενιά του αδερφού μου. Της είχαν πει ότι Πατέρας και Αδάμ την συγχωρούν και την θέλουν πίσω. Δεν την έχω ξανακούσει να βρίζει τόσο. Ύστερα την απείλησαν πως αν δεν το κάνουν θα έσφαζαν όλα της τα παιδιά. Τους είπε να πάνε στα τσακίδια και εκείνοι σκότωσαν τα πρώτα μου ανίψια. Βέβαια, οι ψυχές τους επανήλθαν, αυτή την φορά σε ανθρώπινα σώματα όταν ζευγάρωσε με τον Κάιν.
  Δεν αδικώ βέβαια τον τόσο ντόρο γύρω απο το όνομα της. Ήταν και παραμένει πανέμορφη. Μπορεί να έχει βουτηχτεί στην αμαρτία όσο λίγοι απο εμάς αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο – μάλλον όντας το πρώτο Δημιούργημα – παρέμενε αναλλοίωτη. Είχε μακρία κόκκινα μαλλιά μέχρι την μέση της και μεγάλα πράσινα μάτια. Το σώμα της ήταν θεικό και πολλοί δαίμονες την γούσταρα. Δυστυχώς ή ευτυχώς, εγώ δεν ήμουν ένας απο αυτούς.
  Έστρεψε την προσοχή της πάλι στο κορίτσι και το παρατηρούσε. Έστρεψα και εγω το βλέμμα μου εκεί. Κοιμόταν ακόμα αλλα κατι δεν πήγαινε καλά. Η Λίλιθ έφερε το μακρύ της νύχι κάτω από το πρόσωπο του Αγγέλου και το ανασήκωσε ελαφρά. Τα μάτια μου γουρλωσαν απο τρόμο συνειδητοποιώντας ξαφνικά τι δεν μου ταίριαζε στην εικόνα.
  «Που είναι οι πληγές της?» ρώτησα και πετάχτηκα απο το κρεβάτι μου.
  «Ντέιμιαν... Είναι απάνθρωπο να αφήνεις το καημένο το κορίτσι να πονάει έτσι. Είμαστε δαίμονες ναι, αλλα δεν θέλουμε το παιχνίδι σου να πεθάνει απο μόλυνση.» Ξεροκαταπια ενώ κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλά στην σπονδυλική μου στήλη.
  «Τι έκανες?» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή και έκανα ενα βήμα προς το μέρος της.
  «Της έδωσα λίγο απο το αίμα μου φυσικά!» Σκατά! Την έσπρωξα στην άκρη και έπιασα το πρόσωπο του Αγγέλου στα χέρια μου.
  «Ηλίθια!» της γρύλισε και έκανε κίνηση να με πιάσει. Όμως δεν πρόλαβε. Τα μάτια του κοριτσιού άνοιξαν διάπλατα και σπάζοντας τα δεσμά της έπιασε την Λίλιθ απο τον λαιμό. Έμπηξε τα νύχια της στην σάρκα της και η κοκκινομάλλα ούρλιαξε απο τον πόνο. Προσπάθησε να απομακρύνει το χέρι της απο πάνω της αλλά το Αγγελικό αίμα σε συνδυασμό με το δικό της την έκαναν άτρωτη. Την πέταξε στον πέτρινο τοίχο πίσω της και το σώμα της Λίλιθ έπεσε αναίσθητο στο τοίχο. Γύρισε το σώμα της προς το μέρος μου, έκανα να βγάλω το σπαθί μου αλλά σταμάτησα στα μισά. Δεν την ήθελα νεκρή. Έπρεπε να την κρατήσω ζωντανή και εδώ. Αλλά το θέμα ήταν πως? Όρμηξα προς το μέρος της και με έσπρωξε με δύναμη πίσω. Έσκισα την πλάτη μου στην πέτρα άσχημα αλλά όρμησα ξανά. Εκμεταλλευόμενος την σύγχυση της καθώς δεν γνώριζε τι να πρωτοκάνει η αγγελική φύση της και το αίμα του δαίμονα μέσα της, έπιασα τα χέρια της και τα παγίδεψα πίσω απο την πλάτη της. Άρχισε να ουρλιάζει και να χτυπιέται μανιασμένα αλλά τα χέρια μου την κρατούσαν σφιχτά. Έφερα το χέρι μου στον λαιμό της απο πίσω της προσπαθώντας να της κόψω το οξυγόνο αλλά δεν λειτούργησε. Η λαβή μου την κρατούσε αλλά μόνο μέχρι να αρχίσει να παλεύει πάλι. Μερικοί απο τους δαίμονες μου ακούγοντας την φασαρία έσπευσαν στον κοιτώνα μου και βλέποντας με να παλεύω με τον άγγελο έβγαλαν τα ξίφη και γύμνωσαν τα νύχια τους.
  «Κάντε πίσω!» διέταξα. Δεν ήθελα να τους τραυματήσει. Είδα με την άκρη του ματιού μου την Λίλιθ να συνέρχεται. «Βοηθήστε την!» τους γαύγισα και έτρεξαν στο πλάι της. Την σήκωσαν και την έβγαλαν απο το δωμάτιο. Άκουγα τα βογγητά της έξω απο την πόρτα μου και κατάλαβα ότι δεν είχε σκοπό να φύγει πριν τελειώσω την πάλη μου. Ο άγγελος στα χέρια μου πάλευε με όλες τις δυνάμεις του γδέρνοντας το δέρμα μου και πληγώνοντας μου κάθε κόκκαλο που έβρισκε εκτεθειμένο προσπαθώντας να ξεφύγει απο την λαβή μου. Τα κατάφερε αρκετές φορές αλλά ήμουν αρκετά γρήγορος ώστε να την πιάσω ξανά. «Φωνάξτε τον Τζέικ!» προσπάθησα να φωνάξω αλλά η φωνή μου βγήκε σαν πονεμένη ιαχή καθώς τα νύχια της βρήκαν τα πλευρά μου. Ένα κατεστραμμένο δωμάτιο αργότερα και άλλα 20 βέλη αργότερα το σώμα της απο την φαρέτρα του Τζέικ έδειχνε να ηρεμεί καθώς η επίδραση του αίματος εξασθενούσε.  Σταμάτησε να παλεύει και την ένιωσα να χαλαρώνει στα χέρια μου. Η πλάτη της ακούμπησε στο στήθος μου και μπορούσα να νιώσω την καρδιά της να βαράει ξέφρενα. Προσπάθησε να ελέγξει την ανάσα της.
  «Θα με ρίξεις πάλι για ύπνο?» με ρώτησε. Προσπάθησα πάρα πολύ να κρατηθώ και να μην γελάσω. Ήταν έξυπνη. Και ετοιμόλογη. Δεν μπορούσα να μην της το αναγνωρίσω αυτό.
  «Όχι.» της απάντησα αλλά την ίδια στιγμή το μετάνιωσα. Και τι θα την έκανα δηλαδή? Δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο που να μπορούσα να την δέσω. Κοίταξα τριγύρω βιαστικά. Η δοκός είχε σπάσει όταν είχε ελευθερώσει τα χέρια της. Γραφείο, κρεβάτι και ένα σαχλό έπιπλο με ανθρώπινα ρούχα για τα ταξίδια μου στην Γη είχαν γίνει χίλια κομμάτια. Η βιβλιοθήκη μου επίσης. Κομμάτια ξύλου και σκόρπιες σελίδες και βιβλία βρίσκονταν παντού τριγύρω. Γιατί σε εμένα? Δεν ήμουν καλός στο να μαζεύω. Κοίταξα τα πόδια της. Οι αλυσίδες εκεί είχαν χαλαρώσει αλλά δεν είχαν βγει τελείως. Μπορούσα να επιχειρήσω να της δέσω και τα χέρια εκεί αλλά φοβήθηκα που θα μπορούσε να συρθεί μέσα στον χαμό. Προχώρησα λίγο μπροστά με εκείνη στα χέρια μου. Ο Τζέικ δεν είχε βγει απο το δωμάτιο και περίμενε εντολή με το τόξο του έτοιμο. «Κατέβασε το όπλο καιέλα να την κρατήσεις.» είπα και με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός. Του έριξα ένα βλέμμα να καταλάβει ότι δεν σήκωνα αντιρρήσεις και έκανε αυτό που του είπα. Όταν βεβαιώθηκα ότι η λαβή του ήταν αρκετά ισχυρή την άφησα. Όχι ότι θα χρειαζόταν και τεράστια δύναμη να την κρατήσεις. Ήταν εξαντλημένη και δεν είχε μείνει ίχνος ενέργεια στο σώμα της. Φάνηκε μια στιγμή αργότερα που κατέρρευσε στα χέρια του Τζέικ. Βγήκα απο το δωμάτιο θέλοντας να πάρω μια ανάσα. Αλλά εκεί με περίμενε η Λίλιθ και εγώ αναστέναξα ενοχλημένος.
  «Τι..?» άρχισε να λέει
  «Ο αγαπημένος μου αδερφός δεν σου είπε ότι είναι Άγγελος έτσι?» Γούρλωσε τα μάτια της και το στόμα της τώρα έχασκε ορθάνοιχτο.
  «Δεν ήξερα...» άρχισε να λέει αλλά την σταμάτησα με ένα νεύμα του χεριού μου.
  «Το κατάλαβα.» της είπα και έφερα το χέρι μου στα μαλλιά μου τρίβοντας τα νευρικά. Και τώρα τι θα έκανα? Χωρίς δωμάτιο, με έναν Άγγελο στα πρόθυρα κώματος απο αδυναμία και με μια Αρχόντισσα που έμπλεκε την μύτη της παντού? Έπρεπε να λύσω τα προβλήματα μου ένα- ένα. Θα άρχιζα με το πιο δύσκολο. «Πήγαινε στον άντρα σου και ρώτα για εκείνη γιατί δεν πρόκειται να με πιστέψεις. Είναι δική μου. Αυτό σημαίνει ότι ούτε καν εσύ δεν έχεις δικαίωμα πάνω της.» έκανε κάτι να πει αλλά έκανα μεταβολή και μπήκα πάλι στο δωμάτιο μου χτυπώντας το μοναδικό πράγμα που είχε μείνει αλώβητο. Την πόρτα. Κοίταξα τον Τζέικ ο οποίος φαινόταν σαν χαμένος με το κορίτσι στα χέρια του. Πήγα κοντά, την σήκωσα στα χέρια μου και του χαμογέλασα. «Δεν ξέρω τι να πω για σένα.» ο Τζέικ αναστέναξε καθώς ένα βάρος έφυγε απο τους ώμους του. Ήξερε ότι ήμουν ευχαριστημένος μαζί του για ότι έγινε. Μου έσφιξε το μπράτσο.
  «Να μην πεις τίποτα. Να την πάρεις στο δωμάτιο μου και να μείνεις εκεί. Θα βρω κατάλυμμα στον κοιτώνα των παιδιών.» Και λέγοντας παιδιών εννοούσε το στράτευμα του. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και έκανε να φύγει. Κοντοστάθηκε για λίγο στην πόρτα και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει ρώτησε: «Κανόνας νούμερο ένα Άρχοντα μου.» Γέλασα κουρασμένα και απάντησα:
  «Να είσαι πάντα προετοιμασμένος για τα πάντα.» και με αυτό έκλεισε την πόρτα πίσω του....


Nadia