Το αρχιπέλαγος του πόνου (Πρόλογος-Σημείωμα συγγραφέα)

Δεν ξέρω τι να γράψω για τη Μικρασία. Ό,τι και να γράψω λίγο θα ‘ναι. Μικρό για να χωρέσει το μεγαλείο και συνάμα τον πόνο της. Μικρό για να νιώσω το δράμα του 1.5 εκατομμυρίου προσφύγων, που φύγανε άρον άρον, αφήνοντας πίσω ολόκληρη ζωή, για να βρουν καταφύγιο στη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Μικρό επίσης για να περιγράψω τα δεινά τους, πόσα πέρασαν μέχρι να ριζώσουν εδώ και να ενσωματωθούν.


Η Μικρασία υπήρξε. Δεν είναι μύθος. Όπως και η καταστροφή. Θεωρημένη πέραν πάσης πολιτικής οπτικής γωνίας, στο πρίσμα το ανθρώπινο. Μαρτυρούν την ύπαρξή τους τα πολλά σχετικά τοπωνύμια της νεότερης Ελλάδας, οι αφηγήσεις των παλιών που σώζονται ακόμα, τα ντοκουμέντα, η ίδια η ιστορία. Βέβαια ο πανδαμάτωρ χρόνος τείνει κάποια στιγμή να ξεθωριάσει αυτή τη μνήμη –λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα κι οι απόγονοι προσφύγων πρώτης γενιάς είναι ήδη σε πολύ προχωρημένη ηλικία.

Κι όμως δεν πρέπει. Οι άνθρωποι αυτοί μπόλιασαν την «παλαιά Ελλάδα» με στοιχεία ζωτικά. Χωρίς αυτούς δε θα ’ταν ποτέ ίδιο το ελληνικό έθνος. Σκεφτείτε λόγου χάριν πόσο προώθησαν τη βιομηχανία οι πρόσφυγες ή τι νέο έφεραν στην πνευματική ζωή του τόπου και στην παλαιοελληνική κουλτούρα. Πόσοι Έλληνες μέχρι σήμερα δε συγκινήθηκαν διαβάζοντας Διδώ Σωτηρίου, Ηλία Βενέζη, Γιώργο Σεφέρη κι όλους τους άλλους Μικρασιάτες λογοτέχνες, δε μερακλώθηκαν με το ρεμπέτικο τραγούδι και δε γεύτηκαν τα επιτεύγματα της κουζίνας τους; Δε θα 'ταν φτωχότερη η λαογραφική έρευνα χωρίς τη Δόμνα Σαμίου, αυτή τη μεγάλη κυρία του δημοτικού τραγουδιού; Αποδείξεις ζωντανές χιλιάδες, αμέτρητα δείγματα, αδιάψευστα, της παρουσίας του μικρασιατικού ελληνισμού στη χώρα μας.

Κυρίως όμως, αυτό που έμεινε παρακαταθήκη σ' εμάς απ' τους Μικρασιάτες, είναι οι ιστορίες ζωής τους. Ιστορίες ανθρώπινες, σκληρές ή τρυφερές, για την παλιά και τη νέα πατρίδα. Τις έφεραν μαζί με τα υπάρχοντά τους κι αυτές συν τω χρόνω πλούτισαν κι επεκτάθηκαν. Έγιναν μαρτυρίες, κουβέντες σ’ αυλές και σε νυχτέρια, βιβλία, τραγούδια. Κι έζησαν έτσι στη μνήμη του λαού μας.

Δε θέλω να θεωρηθώ εθνικίστρια. Βιώνουμε άλλωστε ένα νέο προσφυγικό δράμα, αυτό των κατοίκων της Μέσης Ανατολής, που χειμαζόμενοι απ' τον πόλεμο και την τρομοκρατία του ISIS αφήνουν τις ζωές τους στο έλεος των διακινητών, για να βρουν σωτηρία στην Ευρώπη. Οι πρόσφυγες αυτοί, όσο κι αν διαφέρουν απ’ τους ομοιοπαθείς πατριώτες μας, εντούτοις έχουν κάποια κοινά. Πόσο απέχει ο βασανισμένος Σύριος που βρεγμένος και με βλέμμα κενό και αβέβαιο πατάει πόδι στη στεριά των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου απ’ τον Μικρασιάτη που κολυμπά απ’ τα παράλια στις ίδιες ακτές για να σωθεί, γιατί δεν πρόλαβε να μπει στη βάρκα; Ο χρόνος, η εθνικότητα, η θρησκεία, όλα συναιρούνται κι οι δυο μορφές θαρρείς γίνονται ένα.

Είμαι στ’ αλήθεια κατά βάση παλαιοελληνίδα. Όμως μέσα μου νιώθω το σπέρμα της Μικράς Ασίας, και τολμώ να πω ότι είμαι περήφανη γι’ αυτό. Έτσι λοιπόν το νέο μου βιβλίο, με το οποίο ελπίζω να αποτίσω ελάχιστο, μηδαμινό φόρο τιμής στις αλησμόνητες πατρίδες, τ’ αφιερώνω στους απογόνους προσφύγων και σε όσους νεοέλληνες έσκυψαν πάνω στο μικρασιατικό ελληνισμό κι ενδιαφέρθηκαν για την τύχη του. Το αφιερώνω ακόμα σ' όσους έχουν διπλή ρίζα, μια εδώ και μια στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Μα πάνω απ’ όλα, σ’ όλους αυτούς που χάθηκαν, στα εκατοντάδες(ανώνυμα κι επώνυμα) θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής, που δε βρέθηκαν ποτέ «εις αναίρεσιν»...

Ζητώ συγγνώμη αν φλυάρησα, αν έθιξα κάποιους ή αν σας κούρασα. Είθε η μνήμη όλων τους να ζει πάντα στις καρδιές μας.

Λίνα Δώρου.