Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 1)

«Παναγιά μου λυπήσου με...Μάνα είσαι και ξέρεις...Χάρισέ με το...»
Το δειλινό χρύσωνε την εκκλησιά, καθώς οι αχτίδες του ήλιου θώπευαν τα τζάμια κι έπεφταν μέσα της σαν πύρινα ρυάκια. Μπροστά στην εικόνα του Αϊ-Γιάννη του προστάτη του ναού και της Θεοτόκου μια νέα γυναίκα, με το μέτωπο κλιτό στο μάρμαρο, άρθρωνε άηχες προσευχές. Που και που ανασήκωνε τα υγρά της μάτια στο τέμπλο κι εναγώνια ο τόνος της φωνής της ανέβαινε.
«Α-Γιαννή μου σ’ ικετεύω... Χάρη μεγάλη δε σε γύρεψα... Μα τώρα πλια δε βαστώ...»
Οι λέξεις πνίγηκαν στο κλάμα. Αφημένη στον πόνο της, δεν άκουσε τα βήματα του άντρα, που ήρθε κι έβαλε το χέρι του στον ώμο της.
«Αννιώ;» μίλησε. Εκείνη ξαφνιασμένη, έπαψε προς στιγμήν το θρήνο και γύρισε να δει. Ένα αχνό χαμόγελο πήγε να φανεί στα χείλια της, σαν τον αντίκρισε. Το πρόσωπό του, σκεφτικό και λίγο θλιμμένο, την κοίταγε στοργικά.
«Τι κάμεις εδώ; Δε σ’ είπα να μην κουράζεσαι;» τη μάλωσε τρυφερά. Εκείνη δε μίλησε. «Έλα, πάμε σπίτι» πρόσθεσε και της έδωσε το χέρι του να σηκωθεί. Κάτω απ’ το φαρδύ φουστάνι ξεπρόβαλλε φουσκωμένη η κοιλιά της, μαρτυρώντας τη ζωή που σκιρτούσε μέσα της.
«Πως είν’ το παιδί;» ρώτησε, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα. «Καλά, Στρατή μου...» απάντησε, φέρνοντας το χέρι πάνω της. «Μα...Φοβούμαι» είπε κι ευθύς τα καστανά της μάτια σκοτείνιασαν. Βαριανάσανε ο Στρατής. Άγγιξε το μάγουλό της κι η γυναίκα του αιχμαλώτισε τα σκληρά του δάχτυλα στη χούφτα της.
«Κουράγιο Άννα μου...Ο Θιός μάς δοκιμάζει» έκανε εκείνος.
«Πόσο ακόμα, Στρατή;...Τρία βλαστάρια θάψαμε...Κι ένα πόχασα στην κοιλιά μου τέσσερα...Αν χάσουμε κι αυτό, δεν...»πήγε να πει, μα δε μπόρεσε. Ένας λυγμός ανέβηκε απ’ τα σωθικά στο στόμα της και σφίγγοντας τα βλέφαρα έκανε να τον κρύψει στον αγκώνα της.
«Άννα! Κοίτα με, σε παρακαλώ!» την ικέτεψε ο Στρατής, απλώνοντας τα μπράτσα του σαν φτερούγες γύρω απ’ το κορμί της που τρανταζότανε. Η γυναίκα του στράφηκε και τον θώρησε. Ήταν θολά τα μάτια της, τα μάγουλά της κόκκινα κι απ’ το στόμα της δεν έβγαινε λαλιά. Σφίχτηκε η καρδιά του Στρατή να τη βλέπει έτσι, έμοιαζε να’ χει στερέψει η ζωή από μέσα της.«Έλα μην κλαις... Μέρωσε» συνέχιζε να λέει ενώ είχε βρει πια καταφύγιο στην αγκαλιά του, φιλώντας τις άκρες των μαλλιών της που ξέφευγαν απ’ το τσεμπέρι.
«Δεν αντέχω Στρατή...»ψέλλισε παραπονεμένα. Ο Στρατής έκλεισε τ’ όμορφο κι αυλακωμένο απ’ τα δάκρυα πρόσωπο της γυναίκας του στις παλάμες του και την κοίταξε κατάματα. «Σάματις εγώ αντέχω; Με ρωτάς πόσο πόναγα να νεκροφιλώ τα παιδιά μου;» εξέφρασε πια κι αυτός τον πόνο του. «Μα δε θέλω ν’ απολπίζομαι... Αν θέλει ο Θιός, θα ζήσει»-κι έδειξε με το βλέμμα κάτω απ’ το στήθος της.
«Αμήν Παναγία μου! Δώσ’ με Θε μου το παιδί μου, κι εγώ το τάζω στο Μονογενή σου!» αναφώνησε η Άννα και έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό της.
Βγήκαν απ’ το ναό και μέσα απ’ τα στενά δρομάκια του χωριού κατευθύνθηκαν στο σπίτι τους. Το χαμόγελο, αν και μελαγχολικό, είχε επιστρέψει στα χείλη της Άννας και παρατηρούσε ήρεμα γύρω της τον τόπο, ενώ βαστούσε γερά το πάνω μέρος του δεξιού χεριού του άντρα της. «Τι σκέφτεσαι, γυναίκα;» τη ρώτησε βλέποντάς την ν’ ατενίζει. «Να άντρα μου...Θέλω να ζήσει ούλα αυτά το παιδί μας. Να δει τον πλούσιο τόπο μας, να χαρεί παιγνίδι με τσι φίλοι του...»εξήγησε εκείνη, στρέφοντας παράλληλα το βλέμμα μια στα σπίτια και τους αγρούς που απλώνονταν ολόγυρα και μια στα γειτονόπουλα που αναστάτωναν τον κόσμο με τις φωνές τους, λίγο πριν οι μανάδες τους σημάνουν τη λήξη του παιχνιδιού. Ήταν στ’ αλήθεια βλογημένος τόπος το χωριό τους, ο Μπουτζάς, όπως κι όλη η γη της Μικρασίας. Χτισμένος λίγο έξω από τη Σμύρνη, είχε γίνει ο παράδεισος της υψηλής της κοινωνίας λόγω του εξαιρετικού του κλίματος και της φυσικής του ομορφιάς. Κι οι αριστοκράτες συνέρρεαν να φτιάξουν βίλες πολυτελείς στο Μπουτζά, για να περνούν εκεί τις διακοπές τους. Ακόμα και διάσημοι του περασμένου αιώνα είχαν αφήσει το στίγμα τους εκεί. Κι αυτές οι επαύλεις δίπλα στα ταπεινά αγροτόσπιτα συνέθεταν ένα πολύμορφο σκηνικό που χάριζε διπλή όψη στο προάστιο αυτό της Σμύρνης.
Α ναι! Ήταν χαρά Θεού. Οι Έλληνες, φιλόξενοι κι ανοιχτόκαρδοι, καλλιεργούσαν με επιμονή κι υπομονή την πεδιάδα του ποταμού Μέλητα, που σαν μήτρα γόνιμη έδινε κάθε χρόνο πλούσια σοδειά. Λάδι, ελιές, κρασί, καπνά, σύκα και σταφύλια ξεκινούσαν απ’ το Μπουτζά για να φτάσουν ποιός ξέρει που. Άνυδρος ο τόπος κι όμως οι νοικοκυραίοι στα περιβόλια τους φύτευαν λογιών λογιών κηπευτικά. Κάποιοι είχαν και κοπάδια, ενώ άλλοι καταπιάνονταν με επαγγέλματα αστικά.
Γεωργοί ήταν και το ζεύγος Ασλάνογλου, ο Στρατής κι η Άννα. Παντρευτήκαν από αγάπη κι ονειρεύονταν μια μεγάλη οικογένεια, η μοίρα όμως τους τα ’φερε ανάποδα. Δεν προλάβαιναν να χαρούν τα παιδιά τους, κι ο Χάρος τ’ άρπαζε στα άσπλαχνα χέρια του. Με πόσα δάκρυα πότιζαν το χώμα, όταν σκέπαζε για πάντα τα κορμάκια τους... Είχαν χάσει πια το μέτρημα· μόνο ο πόνος έμενε, να ρίχνει μαχαιριές στην καρδιά τους. Σαν έμεινε για πέμπτη φορά έγκυος η Άννα, την έπιασε λαχτάρα. Έπρεπε να ζήσει τούτο το βλαστάρι τους, δε βαστούσε άλλο. Κι έτσι έλιωνε τα γόνατα στις προσευχές, ελπίζοντας να τους σπλαχνιστεί ο Μεγαλοδύναμος.
«Να μεγαλώσει, να πάει σκολειό...»εξακολούθησε η Άννα. «Να σε βοηθά στα χωράφια, αν είναι αγόρι, κι εμέ στο σπίτι, αν είν’ κοράσι...Κι όντα θα ’ρθει η ώρα, να το παντρέψουμε και να δούμε αγγόνια...»
Ο Στρατής δεν απάντησε. Πέρασε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της και την κράτησε πάνω του. «Ούλα θα γενούν Αννιώ μου» την ενθάρρυνε. «Μακάρι Στρατή μου...»μονολόγησε.
Διάβηκε ο καιρός κι ήρθε η ώρα να γεννηθεί το πολυπόθητο τέκνο του Στρατή και της Άννας. Βιάστηκε κιόλας να ’ρθει στον κόσμο, σαν να ’θελε ν’ αποδείξει στους γονιούς του πως υπήρχε. Με το που βγήκε κι είδαν πως ήταν υγιέστατο, την Άννα την κατέκλυσε ανυπόμονη ευτυχία. Φώναζε στις γυναίκες που την παραστέκονταν να τελειώσουν γρήγορα το φάσκιωμα, για να το πάρει αγκαλιά και να του δώσει τα στήθια της. Και σαν μπήκε ξέπνοος ο Στρατής στο σπίτι, που είχε πληροφορηθεί τη γέννησή του από έναν ανιψιό του, σήκωσε στα χέρια το παιδί και το επεδείκνυε σ’ αυτόν ως τρόπαιο.
«Σιγά μαρή λωλή, θα το κατσιάσεις!» μουρμούρισε η γριά μαμή, η κόνα Σωσώκα, που τόσες γυναίκες είχε ξεγεννήσει στο χωριό, μα η Άννα την αγνόησε.
«Έλα να διείς το γιόκα σου!» πρόσταξε τον άντρα της ενθουσιασμένη. Πλησίασε ο Στρατής αργά κι αφού της έδωσε ένα φιλί στο κούτελο απέθεσε απαλά στα χέρια του το βρέφος.
«Δεν είναι θάμα;» έκανε συγκινημένη.
«Ναι είναι...»αποκρίθηκε ο Στρατής βραχνά, αφού περιεργάστηκε άλαλος ώρα πολλή το γιό του.
«Καλά τα λέγει η Άννα μας! Θάμα! Αχ μακάρι να ζήσει αυτό τ’ ολάν!» ευχήθηκε μια γυναίκα. «Αμήν!» μουρμούρισαν κι οι άλλες κι έμειναν λίγο σιωπηλές, σαν να προσεύχονταν.
«Πως θα το πούμε Στρατή;» έσπασε τη σιωπή η Άννα κι οι γυναίκες κοιτάχτηκαν παραξενεμένες. «Καλέ θέλει και ρώτημα; Του παππού του τ’ όνομα δεν θα πάρει;» πετάχτηκε μία.
«Όχι...Έχουμε κάμει τάμα» απάντησε ο Στρατής με τα μάτια στεριωμένα στη σύζυγο και το γιο του. «Του Χριστού μας τ’ όνομα θα πάρει... Εμμανουήλ!» ανακοίνωσε κι είδε το πρόσωπο της Άννας να φωτίζεται.
«Εμμανουήλ... Μανώλης δηλαδή... Ωραίο ακούγεται! Έτσι κοκόνες;» επικρότησε η ίδια γυναίκα κι οι υπόλοιπες ένευσαν, διστακτικά στην αρχή κι ύστερα πιο ζωηρά.
«Μανώλης Ασλάνογλου...»μονολόγησε κι η Άννα χαϊδεύοντας το μέτωπο του γιού της κι έδειχνε να της αρέσει η επιλογή του άντρα της. «Όνομα και πράμα! Λιοντάρι!» καμάρωσε ο Στρατής.
«Τη δύναμή του να πάρει! Τη λεβεντιά σου, Στρατή, και τη χάρη τση κυράς σου!» παίνεψε τους γονείς η κόνα Σωσώκα.
«Γιε μου...Αγόρι μου...Φως τω ματιώ μου» γλυκοψιθύριζε η Άννα στ’ αυτί του γιού της, που χορτάτος με το γάλα της γλάρωνε τα ματόκλαδά του πάνω στον κόρφο της. «Καλότυχος γιόκα μου...Πολλά χρόνια να ζήσεις» μουρμούρισε κι ο Στρατής, κυλώντας το δάχτυλό του στ’ αραιά μαλλάκια του.
Λίνα Δώρου