Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 21)


ΠΑΡΟΝ.
«Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Όχι, όχι, όχι…» φώναξα σφίγγοντας τα χέρια γύρω από το σώμα μου.
Ο Θάνος με κρατούσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τον πόνο μέσα μου. «Πρέπει να είσαι δυνατή αγάπη μου.»
«Δυνατή; Κοίτα τι έκανες...» με το δάχτυλό μου έδειξα το μέρος γύρω μας, την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν.
«Μωρό μου, εσύ το προκάλεσες. Με τη συμπεριφορά σου.» είπε σιγανά φιλώντας τον λαιμό μου.
Τα πάντα έμοιαζαν μαύρα γύρω μου, θαμπά, σαν να είχε χαθεί και το τελευταίο κομμάτι ελπίδας από την ψυχή μου. Δεμένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου ούτε τους λυγμούς που ταρακουνούσαν το ήδη εύθραυστο από την εγκυμοσύνη σώμα μου.
Κοιτάζοντας τον μέσα από τις βρεγμένες βλεφαρίδες, το βλέμμα μου έπεσε στο κουρασμένο πρόσωπό του. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν εμφανιστεί στο μέτωπο και γύρω από το στόμα του, σημάδια των ενοχών του.

Μια εβδομάδα μετά...
Ο Θάνος στάθηκε απέναντι μου κρατώντας ορισμένους φακέλους στα χέρια του. Κάποιοι έμοιαζαν γνώριμοι μα όχι όλοι. Ανοίγοντας τους προσεκτικά, έβγαλε από μέσα μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών, οι οποίες είχαν βγει μήνες πριν, κατά τη διάρκεια εκείνου του πάρτυ.
Ναι, το θυμόμουν πολύ καλά. Τη μουσική, την ατελείωτη σκάλα, τον άντρα με τη μάσκα, τους δαιδαλώδεις διαδρόμους... Ο κόμπος στον λαιμό μου έγινε αφόρητος. Σέρνοντας τα δάχτυλά μου πάνω τους, κράτησα τα λόγια μου βαθιά μέσα, ανήμπορη να μιλήσω.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως είχε αποτύπωσε σε αυτά τα καρέ όλη μου τη συνάντηση με τον άγνωστο άντρα. Από την αρχή, όταν πρωτοβρεθήκαμε στη σάλα, έως το κόκκινο δωμάτιο στο οποίο είχαμε κάνει σεξ. Όλα ήταν μπροστά μου, όλη η γύμνια, το ψέμα... Φαίνονταν τα πάντα εκτός από το πρόσωπο εκείνου του άντρα.
«Τι έχεις να πεις για αυτές τις φωτογραφίες;» οι γροθιές του έσφιξαν στα πλαϊνά της καρέκλας.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα είπα «Νομίζω πως ξέρεις την απάντηση.»
«Την ξέρω;» αναρωτήθηκε με ένα στριγκό γέλιο.
«Νόμιζα πως ήσουν εσύ.» Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα ενώ έγειρε προς τα μπροστά. «Αρχικά πίστευα πως ήσουν εσύ, εξάλλου φορούσε ό,τι ακριβώς μου είχες πει εσύ. Βέβαια στην πορεία αντιλήφθηκα πως κάτι πήγαινε λάθος…» σταμάτησα, βλέποντας τον να θυμώνει.
«Αυτή η γραμμή υπεράσπισης δεν θα οδηγήσει πουθενά.» τόνισε σταυρώνοντας τα χέρια του.
Τώρα ήταν η δική μου στιγμή να γελάσω. «Θάνο, δεν θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου σε εσένα. Άλλωστε δεν είναι αυτό που σε νοιάζει.»
«Τι… τι εννοείς;»
«Το πρόβλημά σου δεν είναι ότι κοιμήθηκα με κάποιον άλλον. Αυτό δεν σε νοιάζει.» Άνοιξε το στόμα του έτοιμος να μιλήσει, μα τον πρόλαβα. «Έλα τώρα, αλήθεια είναι. Δεν με αγαπάς. Ποτέ δεν με αγάπησες.» αποκρίθηκα σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Κουνώντας το σώμα του μπρος πίσω για λίγο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η έκφρασή του ανεκτίμητη.
«Εσύ δεν ήθελες να μιλήσουμε σοβαρά, Θάνο; Τώρα είναι η ώρα.» ανακοίνωσα με τα χέρια παραταγμένα στο τραπέζι.
«Ποιος ήταν; Ο άντρας εκείνος.» ρώτησε ήρεμα λαμβάνοντας τους ανασηκωμένους μου ώμους. «Δεν ξέρω και πιθανότατα δεν θα το μάθω ποτέ.»
Σιωπή.
«Ξέρω πως βρήκες τους φακέλους... Όπως ξέρω πως εσύ είσαι ο Beast .»
«Πως το έμαθες;»
«Από τον Τούπακ. Τόσες μέρες στο νοσοκομείο μου μιλούσε για σένα, όχι συγκεκριμένα λόγια, περισσότερο σκόρπιες λέξεις. Αναφερόταν στη Βαγδάτη, στο πόσο σατανικός είσαι, στο τατουάζ που είχε ο Beast στην πλάτη του.» Σταμάτησα για να πάρω μια ανάσα.
«Δεν σου έδειξα ποτέ το τατουάζ μου. Κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια το κρύβω με μια ειδική κρέμα και τώρα μου λες » η φωνή του υψώθηκε λίγο, σαν να μην πίστευε στα αυτιά του.
«Ηρέμησε, δεν είναι δικό σου λάθος. Τυχαία το είδα.» στο βλέμμα του είδα πόσο απεγνωσμένος ήταν για απαντήσεις. «Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που ήρθες να με βρεις στο γυμναστήριο και κάναμε ό,τι κάναμε;»
«Ναι.» είπε μονολεκτικά, τρίβοντας το μέτωπό του σαν να καταλάβαινε. «Έφυγε η κρέμα λόγω του νερού, σωστά;» Κοίταξα κάτω επιβεβαιώνοντας τα λόγια του.
«Έχω εντολή να σε σκοτώσω.» η φωνή μου βγήκε πιο ψυχρή από όσο θα ήθελα.
«Γιατί δεν το έκανες ως τώρα;»
«Είσαι ο πατέρας του παιδιού μου.» Τον έβλεπα ξανά έτοιμο να με διακόψει, οπότε και συνέχισα γρήγορα. «Δεν θέλω να σε σκοτώσω Θάνο, όχι αν δεν με αναγκάσεις.» Η καρδιά μου σφίχτηκε έπειτα από όσα είχαμε περάσει μαζί.
«Τότε γνωρίζεις εξίσου καλά πως η ρωσική μαφία με έβαλε να σε βγάλω από τη μέση. Τα λεφτά… όλα όσα ζητάνε…» Όλη του η στάση σκλήρυνε και σκοτείνιασε, ξεστομίζοντας πέντε λέξεις.
Μόνο πέντε λέξεις. «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!»
Τι μπορούσα να κάνω για να του αλλάξω γνώμη; Πώς θα μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου από αυτήν την κατάσταση; Παίρνοντας το χέρι του στο δικό μου, ψιθύρισα «Είναι εντάξει, Θάνο. Έπαιξα και έχασα.»
Τέλος συζήτησης.
Δύο μέρες αργότερα, βρισκόμουν καθισμένη μαζί του σε ένα παλιό αυτοκίνητο για να μην κινούμε υποψίες, με κατεύθυνση άγνωστη προς εμένα. Η συζήτησή μας είχε λήξει με μια συμφωνία. Μια συμφωνία που ήλπιζα να μην άλλαζε, αν και το ένστικτό μου με προειδοποιούσε πως το μέλλον μου προδιαγραφόταν ζοφερό.
Άκουγα τον ήχο από τις ρόδες να αντηχεί κάτω από τον πλακόστρωτο δρόμο, δημιουργώντας μου έντονο άγχος. Τα μάτια μου διαπέρασαν τον καθρέφτη, παρατηρώντας τον άντρα μπροστά μου, χλωμό, με κόκκινα μάτια και τρεμάμενα χέρια.
Έμοιαζε διαφορετικός… Ήταν διαφορετικός.
«Ξέρω πως με μισείς για αυτό που κάνω αλλά είναι ο μόνος τρόπος.» η βραχνή φωνή του ταξίδεψε ως τα αυτιά μου δημιουργώντας ένα κύμα αντιδράσεων.
Δεν μίλησα. Το βλέμμα του περόνιαζε τα κόκκαλά μου όπως το κρύο τον χειμώνα.  Ανέπνεε βαριά, σχεδόν μηχανικά.
«Πίστεψέ με, προσπάθησα να σε κρατήσω μακριά από όλα αυτά. Μόλις έμαθα ποια είσαι προσπάθησα να κάνω πίσω. Προσπάθησα.» Την ίδια φράση επαναλάμβανε την τελευταία ώρα, έστω και αν δεν μου εξηγούσε τι ακριβώς συνέβαινε.
Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε, σηκώνοντας ένα κύμα σκόνης, με εκείνον να βγαίνει κουρασμένος. Σίγουρα κάτι είχε συμβεί μα δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς.
Πιάνοντάς με από τον αγκώνα, με οδήγησε σε μια άγνωστη περιοχή. Από εδώ δεν περνούσαν ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι, όπως πολύ σύντομα συνειδητοποίησα. Μαύρα σύννεφα περικύκλωναν τα βήματά μας, όσο το βλέμμα μου σάρωνε τα μικροσκοπικά σπιτάκια τριγύρω μου. Η λαβή του Θάνου έσφιξε γύρω μου προκαλώντας με να τον κοιτάξω.
Τα πάντα έμοιαζαν διαφορετικά σε αυτό το μέρος: όλα σκοτεινά, με τους λιγοστούς κατοίκους να μιλάνε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Οι περισσότεροι στέκονταν κρυμμένοι πίσω από πόρτες και παράθυρα, παραμονεύοντας ανάμεσα στις σκιές. Σίγουρα ήταν εχθρικό το περιβάλλον.
Σταματώντας γύρισα σε εκείνον, περιμένοντας για μια απάντηση.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις μαζί μου, Θάνο;» η ίδια ερώτηση την τελευταία εβδομάδα.
Κάνοντας ένα βήμα πίσω, αναστέναξε «Γιατί με ρωτάς συνέχεια;»
«Θα ήταν καλύτερα αν ήξερα τι πρόκειται να συμβεί.»
«Δεν θα σου αρέσει Εύα.»
Η ατμόσφαιρα γύρω μας πάγωσε, όλη η αγάπη που υπήρχε μέσα μας είχε εξαφανιστεί πλέον. Μπορούσα να ακούσω τον ήχο των αυτοκινήτων που μας πλησίαζαν… Κάθε λεπτό όλο και πιο κοντά μας.
Ο Θάνος έμοιαζε νευρικός, απρόθυμος να αποκαλύψει την αλήθεια. Βέβαια ήξερα τι θα συνέβαινε. Δυο τζιπ φρέναραν μπροστά μας και η ανάσα βγήκε βαριά από το στήθος μου. Αυτόματα άνοιξαν όλες οι πόρτες και βγήκαν δέκα άντρες με όπλα. Στη μέση αυτών, ένας άντρας αρκετά μεγάλος, γύρω στα 60 με γκρίζα μαλλιά και γένια.
Τα χέρια του κοσμούσαν δύο βαριά δαχτυλίδια σαν αυτά που φορούσαν οι μαφιόζοι, δείχνοντας τη φατρία στην οποία ανήκαν. Προχωρώντας αργά προς το μέρος μας, ενώ στήριζε το γέρικο κορμί του στο μπαστούνι, άνοιξε το στόμα του.
«Την έφερες βλέπω.» είπε στον Θάνο με βαριά ρωσική προφορά, ο οποίος έσφιξε το χέρι του γύρω από το μπράτσο μου.
Έγνεψε θετικά και με έσπρωξε ελαφρώς, ώστε να κάνω μπροστά. «Ναι. Περιμένω να κρατήσεις τον λόγο σου.» Το στόμα του μια ευθεία γραμμή, όμοια με χάρακα.
Τελικά, ίσως ποτέ δεν ήταν για την αγάπη. Ίσως… Ίσως… Υψώνοντας το κεφάλι, στάθηκα μπροστά στον γέρο άντρα. «Καιρός να μάθω και εγώ τι συμβαίνει.»
«Θα μάθεις, όχι όμως προτού κάνουμε μια κουβέντα.» απάντησε εκείνος γυρνώντας την πλάτη.
Με βαριά βήματα και υποβασταζόμενος από έναν φρουρό, μπήκε στο κατάμαυρο τζιπ, όχι πριν με πιάσουν δυο άντρες πετώντας με στα πίσω καθίσματα.
Όπου και να κοιτούσα, δεν έβλεπα σωτηρία. Με απογοήτευση και πόνο είδα τον Θάνο να στέκεται έξω στον σκονισμένο δρόμο, χλωμός σαν φάντασμα. Φυσικά και μου έκρυβε κάτι. Όμως θα το μάθαινα, για αυτό δεν ήμουν εδώ άλλωστε;
Η διαδρομή ήταν αρκετά δύσκολη με το αυτοκίνητο να αναπηδάει συνεχόμενα λόγω των πετρών που βρίσκονταν από κάτω μας και τη ζέστη να πνίγει κάθε ίντσα του κορμιού μου. Ανασαλεύοντας στο κάθισμα, ξεροκατάπια, πλήρως αφυδατωμένη και ζαλισμένη. Ώστε αυτό ήταν; Έτσι θα τελείωναν όλα;
«Σίγουρα θα αναρωτιέσαι γιατί είσαι εδώ.» Η φωνή του γέροντα με έκανε να αναπηδήσω.
«Σίγουρα έχει να κάνει με το παρελθόν μου.» τόνισα αργόσυρτα.
«Το παρελθόν αλλά και το παρόν σου.» αντιγύρισε με μια δόση δηλητηρίου στην φωνή του. «Το παρόν μου» βόγκηξα, πλέκοντας τα δάχτυλά μου νευρικά.
Αμέτρητες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου αυτή τη μαύρη ώρα αλλά μία συγκεκριμένη είχε κάνει τις τρίχες μου να σηκωθούν από φόβο. Πιάνοντας ελαφρά την κοιλιά μου, σκέφτηκα πως όλα αυτά ήταν αντίποινα.
Αντίποινα για τα οποία θα πλήρωνε το παιδί μου. Ένα παιδί που δεν είχε γεννηθεί καν, που δεν μας είχε επιλέξει για γονείς. Η ανάσα στάθηκε στον λαιμό μου σαν καυτό μέταλλο. Ήθελα να αναπνεύσω μα μου ήταν αδύνατο. Ο βήχας έγινε όλο και πιο δυνατός, σε μια ύστατη προσπάθεια να γεμίσω με αέρα τα πνευμόνια μου.
«Τι κάθεστε έτσι; Δώστε της ένα μπουκάλι νερό. Δεν θέλουμε να πεθάνει. Όχι ακόμα.» φώναξε ο άγνωστος άντρας και αμέσως οι δύο άντρες που κάθονταν μαζί μου στο πίσω κάθισμα έβγαλαν ένα μπουκάλι νερό.
Ανοίγοντας μου το στόμα έχυσαν μέσα λίγο νερό, το οποίο και δέχτηκα με λαχτάρα. Αναζωογονημένη, με την καρδιά μου να χτυπά βαθιά στο στήθος μου, παρατήρησα από τον κεντρικό καθρέφτη τον άντρα. Εάν ήθελα να ξεφύγω, έπρεπε να μάθω ποιος είναι.
Παρά τη δυστροφία του δεξιού ποδιού του, έμοιαζε αρκετά ψηλός, γεροδεμένος ακόμα, με εμφανείς ούλες από σφαίρες και μαχαίρια. Η μία από αυτές εκτεινόταν από την πάνω αριστερή γωνία του μετώπου, διέσχιζε το μάτι και κατέληξε στην δεξιά πλευρά του σώματος.
Ώρες αργότερα…
Βρισκόμουν δεμένη σε μια καρέκλα στη μέση ενός σκοτεινού δωματίου. Μόνα πράγματα γύρω μου ένα παλιό τραπέζι και από πάνω μου μια λάμπα φθορίου. Δέκα άντρες ήταν παραταγμένοι κυκλικά, με τους δείκτες στις σκανδάλες. Έτοιμοι να με σκοτώσουν.
«Νομίζω πως έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει εδώ.» Ο γέρος άντρας, ας τον πούμε Κύριο Χ καθώς δεν μου είχε συστηθεί, έσκυψε μπροστά μου πιάνοντας το πρόσωπό μου.
«Μακριά τα χέρια.» γρύλισα τινάζοντας πίσω το κεφάλι μου.
«Πριν από πέντε χρόνια μου πήρες ότι πιο πολύτιμο είχα…» ξεκίνησε να λέει, βγάζοντας μια σιδερογροθιά από την τσέπη του. Τον κοίταξα απορημένη. «Θυμάσαι μια κοπέλα, γύρω στα 17; Ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα, ένας άγγελος επί της γης.» σήκωσε το χέρι του, κατεβάζοντας το με δύναμη πάνω μου.
Το πρώτο αυλάκι αίματος κύλησε από το στόμα μου. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Δεύτερη γροθιά. Το κεφάλι μου έπεσε στο πλάι και έσφιξα τα δόντια μου για να μην ουρλιάξω.
«Απάντησέ μου.» ούρλιαξε με τη σιδερογροθιά να καίει τα σημεία από τα οποία περνούσε.
Φτύνοντας αίμα, κοίταξα το ταβάνι. «Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς.»
Κάνοντας ένα βήμα πίσω, έπιασε το σακάκι του βγάζοντας από την εσωτερική τσέπη μια φωτογραφία. Πλησιάζοντας με απειλητικά, την κόλλησε στο πρόσωπό μου για να κοιτάξω.
«Ιζαμπέλλα Γκελίκοβα.» πρόφερε με σθένος, γονατίζοντας μπροστά μου.
«Συγγνώμη, δεν την ξέρω.» Αποφεύγοντας να κοιτάξω τη φωτογραφία, έκλεισα τα μάτια μου.

Το χτύπημά του έπεσε πάνω μου σαν φωτιά, κάνοντας με να ουρλιάξω. «Αφήστε την εδώ χωρίς νερό και τροφή. Κλειδωμένη.» Έκλεισε την πόρτα πίσω του ρίχνοντάς μου μια τελευταία ματιά, με τους φρουρούς του να ακολουθούν.

Εύα Αναγνώστου