Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 4)

Είχαν κάτι αυτές οι μέρες του Μαγιού. Με την πλάση ν’ αναγεννιέται και να οργιάζει, έμοιαζαν να κουβαλούν μια υπόσχεση ,μια αγγελία χαρμόσυνη. Την έφερε μια απ’ αυτές ο τελάλης του χωριού γυρνώντας στους δρόμους και φωνάζοντας για ν’ ακούσουν όλοι, άνθρωποι, γη και ζωντανά.
«Χωριανοί! Σήμανε η λευτεριά! Γρικάτε χωριανοί!..»
Πατέρας και γιος τούτη την ώρα δούλευαν στο χωράφι. Κι ακούγοντας τη φωνή που συνέχιζε να αντηχεί παράταιρα στο ήρεμο ανοιξιάτικο τοπίο σήκωσαν τον κορμό τους.
«Τι κρένει πάλι αυτός;» αναρωτήθηκε ο Στρατής.
«Σάμπως ακούω πατέρα;» είπε ο Μανώλης.
«Για ρώτα τον μπρε παλικάρι...Σα καλά χαμπέρια φέρνει μου φαίνεται» προέτρεψε το γιο του ενώ ο γερο-μαντατοφόρος είχε έρθει πια πολύ κοντά τους.
«Ε πατριώτη! Μέρχαμπα[1]!» έσυρε φωνή ο νέος υψώνοντας το χέρι σ’ ένδειξη χαιρετισμού κι ο γέρος κοντοστάθηκε.
«Μέρχαμπα Μανωλάκη! Γεια σου κι εσένα Στρατή εφέντη! Την ευκή του Θεού!» χαιρέτησε βιαστικά εκείνος κι έκανε να συνεχίσει το δρόμο του.
«Στάσου μια στιγμή! Τι είναι αυτά που φώναζες;» ρώτησε ο Μανώλης κάνοντάς τον ν’ ανακόψει την πορεία του και να τους πλησιάσει.
«Καλό μεγάλο ζύγωσε καρντάση! Ήρθαν οι Έλληνες!» απάντησε ενθουσιώδης ο ηλικιωμένος άντρας.
«Τι εννοείς;» έκανε τώρα ο Στρατής απορημένος.
«Ο ελληνικός στρατός λέγω! Αποβιβάστηκε στη Σμύρνη! Σήμερο το πρωί!» εξήγησε.
Κοιτάχτηκαν έντονα οι δύο άντρες. «Λες; Να ’ναι αυτή η αρχή να πλερωθούν όσα θέλαμε;» είπε ο Στρατής κι η μεσήλικη καρδιά του σκίρτησε.
«Αυτή είναι Στρατή εφέντη! Θα τσι διώξουμε τσι Τούρκοι ως την Κόκκινη Μηλιά!» επιβεβαίωσε μ’ έξαψη ο τελάλης. «Και τώρα να με συμπαθάτε, μα πρέπει να το πω κι αλλού» συμπλήρωσε και πήρε ξανά τη στράτα του φωνάζοντας.
Έμεινε ο Μανώλης να κοιτά για λίγο αφηρημένα. Κι όταν στράφηκε στον πατέρα του, τον είδε να χαμογελά κι ύστερα άνοιξε διάπλατα τα χέρια του για να τον κλείσει μια στιγμή μέσα.
«Χριστός ανέστη γιε μου!» είπε.
«Αληθώς ανέστη πατέρα!» ανταπέδωσε.


«Κατινάκι έλα δω» κάλεσε ο Σίμος την κόρη του την ώρα που έμπαινε στο σπίτι απ’ το σχολείο.
«Τι είναι πατέρα;» στάθηκε το κορίτσι.
«Δες» ένευσε κι η απρόσμενη ιλαρότητα του προσώπου του την έκανε να πλησιάσει.
«Τι να δω;» απόρησε ωστόσο, ενώ τα μάτια της έτρεχαν πάνω στο πυκνογραμμένο φύλλο της εφημερίδας.
«Αυτό!» έδειξε ο Σίμος με το δάχτυλό του κατευθύνοντας το βλέμμα της στον τίτλο που δέσποζε γιγάντιος στην κορυφή της σελίδας.
«Το πλήρωμα του χρόνου έφθασεν...Ο ελληνικός στρατός απεβιβάσθη σήμερον την 7:30 πρωινήν εις το λιμένα της Σμύρνης...» διάβασε από μέσα της. Κι από κάτω «Μέγας ο ενθουσιασμός των κατοίκων οι οποίοι από της παρελθούσης ήδη νυκτός ανέμενον άγρυπνοι τον στρατόν, παρακινηθέντες υπό του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου και του υπάτου αρμοστού Πλοιάρχου Ηλία Μαυρουδή...»
«Και λοιπόν;» είπε, υψώνοντας τα μάτια.
«Τι λοιπόν; Δεν κατάλαβες;» μίλησε εκείνος.
«Δηλαδή θες να πεις...»
«Λευτεριά Κατίνα! Λευτεριά!» έκραξε. Πετάχτηκε ολόρθος κι άρχισε να βηματίζει ρυθμικά στη σάλα.
«Ένωση με την Ελλάδα! Το ’ξερα γω! Ας είναι καλά ο Βενιζέλος κι οι συνεργάτες του!» έλεγε. Κι ενώ η μικρή τα ’χε χάσει με το ξέσπασμα χαράς του πατέρα της, γύρισε και την έσφιξε γερά στα μπράτσα του.
«Ευλογημένοι καιροί κόρη μου! Ευλογημένοι κι εμείς αν θέλει ο Θιός να ιδούμε τέτοιο θαύμα» μονολόγησε ανακατώνοντας τις χαλαρές μπούκλες που σκέπαζαν τον αυχένα της.
«Μακάρι πατέρα μου» συμφώνησε η Κατίνα όσο χωρούσε το εφηβικό της μυαλό.
Έτσι έγινε και σε λίγο ο Μπουτζάς υποδεχόταν παραληρώντας τον ελληνικό στρατό. Η γαλανόλευκη, έτοιμη ή ραμμένη απ’ τις γυναίκες του, κυμάτισε παντού. Κανένας χωριανός δεν έμεινε στο σπίτι· ντύθηκαν όλοι σαν να ’χανε γιορτή και βγήκανε στις στράτες να προϋπαντήσουν το στρατό. Και μήπως γιορτή δεν είχανε; Σωτήρα βλέπανε στα μάτια του, που εδώ κι αιώνες περίμεναν. Με βάγια και λουλούδια στα χέρια αλάλαζαν συγκινημένοι, έραιναν το στρατό μ’ ανθόνερο και ρύζι ,τα μάτια δάκρυζαν ασταμάτητα. Κι έσκυβαν έπειτα στο χώμα και το φίλαγαν κι ηχούσαν οι σάλπιγγες τριγύρω. Κι ύστερα οι παπάδες, με τις εικόνες του Αϊ-Γιάννη και της Παναγιάς στα χέρια κι από πίσω τα παιδιά με τ’ άγια σκεύη, συμπλήρωναν το σκηνικό. Και δωσ’ του σταυρούς και μετάνοιες οι Μπουτζαλήδες, που η ανέλπιστη χαρά τούς φάνταζε εξωπραγματική. Μέχρι που άπλωναν τα χέρια υπνωτισμένοι πάνω στους στρατιώτες ,μπας κι ήταν ονειροφαντασιά το θαύμα που αντίκριζαν μπροστά τους.
«Για ιδέστι νιάτα, λεβεντιά! Εχ και να ’μαν νιος! Πρώτος θα ’τρεχα να πολεμήσω μαζί τους!» καμάρωσε με νοσταλγία ένας ηλικιωμένος Μπουτζαλής.
«Τρέχα να πας εθελοντής, μπάρμπα!» γέλασαν πειραχτικά μερικοί νέοι.
«Μη γελάτε, παλικάρια, κι ήκουσα πως θα πάρουν κι από σας… Ήλεγε τσι προάλλες η γαζέτα πως καλούνται στα όπλα όλοι οι άντρες από 21 μέχρι 35, δεκαπέντε κλάσεις, προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού» επενέβη ένας πενηντάρης, μόλις είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά του.
«Τ’ άκουσες Μανώλη;» σκούντησε ο Δαμιανός το φίλο του. «Για λίγο δε μας πιάνει! Αλλιώς...»
«Αλλιώς τι Δαμιανέ; Θα ’τρεχες κι εσύ να πολεμήσεις;» ρώτησε ο Μανώλης.
«Γιατί να μην τρέξω; Αφού τη θέλουμε λεύτερη τη γη μας» παραξενεύτηκε εκείνος.
«Δεν ξεύρω...Λησμονάς τι γένηκε στον πόλεμο το ’14;» έκανε δύσπιστα.
«Λησμονιούνται αυτά;...» ψιθύρισε σχεδόν ο Δαμιανός-ο πόλεμος του ’χε στερήσει τον πατέρα του κι από τότε το βάρος του προστάτη έπεσε σ’ εκείνον ως μεγαλύτερου αδελφού.
«Σχώρα με Δαμιανέ» προσπάθησε να επανορθώσει ο Μανώλης. «Δεν είμαι κιοτής... Και χαίρουμαι που οι Έλληνες πάτησαν πόδι στη Μικρασία» συμπλήρωσε ρίχνοντας μια ματιά στο πλήθος. «Μα δεν ηξεύρω...»
«Δεν πειράζει αρκαντάς, μη σε μέλει» τον καθησύχασε ο φίλος του κι ο Μανώλης τον έσφιξε φιλικά απ’ τους ώμους.
«Ωραίοι που ’ναι οι Έλληνες!» σχολίαζε το ίδιο βράδυ η Βαγγελιώ, η φίλη της Κατίνας, κόρη κι αυτή ενός πλούσιου Μπουτζαλή, ενώ κάθονταν μαζί στο γλέντι που είχε στηθεί για την άφιξη του στρατού.
«Ε Κατίνα σου μιλάω!» φώναξε στη φίλη της που έδειχνε αφηρημένη.
«Τι;» ξαφνιάστηκε εκείνη.
«Λέω, δεν είναι ωραίοι οι Έλληνες;» επανέλαβε η Βαγγελιώ.
«Α! Ναι καλοί είναι» απάντησε η Κατίνα προσπαθώντας να μη φανεί αδιάφορη. Δε καταλάβαινε την εμμονή της φίλης της με τους νιόφερτους στρατιώτες ,η οποία απ’ τη στιγμή που ξεκίνησε το γλέντι δεν είχε πάρει τα μάτια της από πάνω τους.
«Άντρες παιδί μου!» εξακολούθησε η κοπέλα. «Τι ανάστημα, τι τρόποι...»
«Ε καλά Βαγγελιώ μου... Δεν είναι όλοι αριστοκράτες» την προσγείωσε η Κατίνα γελώντας.
«Και; Τι μας μέλει; Εγώ Κατίνα μου σ’ το λέω: Έλληνα φαντάρο θα πάρω!» κοκορεύτηκε εκείνη.
«Καλά κάμε όνειρα» αποδοκίμασε ελαφρά το κορίτσι. Κι ύστερα αναστέναξε. Το εφηβικό κορμί της που άνθιζε τριβέλιζε ολοένα το μυαλό της με σκέψεις κι αίσθησες πρωτόγνωρες. Κι ανάμεσά τους σκεφτότανε τον έρωτα· όχι όμως αυτόν που περιοριζότανε στο σώμα ,μα αυτόν που γιόμιζε τις καρδιές τόσο ώστε να υπερβαίνει το θάνατο-να, όπως έγινε με τους γονείς της... « Έτσι», συλλογίστηκε, «πρέπει να ’ναι η αγάπη...Κι ο πατέρας ακόμα την αγαπά τη μάνα μου, κι ας έχουν αδιάβει τόσα χρόνια...»
Εν τω μεταξύ ο ενθουσιασμός που περιέβαλλε τους Έλληνες της Ιωνίας για την άφιξη των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στη γη τους διατηρούνταν αμείωτος. Μία μία οι πόλεις και τα χωριά των παραλίων έπεφταν στα χέρια τους.Τα πρώτα νέφη όμως δεν άργησαν να φανούν. Στις 17 Ιουνίου, ένα μήνα μετά την κατάληψη του Αϊδινίου, o στρατός δέχθηκε επίθεση απ’ τους Τσέτες. Παρά τον αιφνιδιασμό τους τα ελληνικά τάγματα αμύνθηκαν με προεξάρχοντες τους Εύζωνες, έχοντας συμμάχους όλους τους κατοίκους του και κυρίως τους νεαρούς προσκόπους, που πρόθυμα έτρεξαν να βοηθήσουν στη μάχη, κι εν τέλει να θυσιαστούν. Εκατόμβες τραγικές γνώρισε η όμορφη πόλη... 6.5 χιλιάδες Αϊδινιώτες, πάνω απ’ τους μισούς , άφησαν τα κόκαλά τους στη γη που τους γέννησε στη διάρκεια της τρίμερης σφαγής, που διήρκησε μέχρι την 19η Ιουνίου. Όσα γυναικόπαιδα γλίτωσαν κατέφυγαν στα γύρω όρη των Τράλλεων, ικετεύοντας τους Έλληνες να μην τους εγκαταλείψουν. Όταν πια ο στρατός το ανακατέλαβε, το σημαντικό αυτό κέντρο του ελληνισμού έμοιαζε να ’χει σβηστεί απ’ το χάρτη. Περιουσίες σωριασμένες σε ερείπια, πτώματα παντού, το παντοδύναμο μάτι του Θεού θαρρείς πως έκλεισε κι αυτό στη θέα του ολέθρου...
Στο μαρτυρικό Αϊδίνι έμενε κι η θεία της Κατίνας, η μικρότερη αδερφή του Σίμου. Εμφανίστηκε στην πόρτα τους λίγο μετά τη θηριωδία, όταν ο αδελφός, η ανιψιά και η μάνα της, μουδιασμένοι, κάθονταν σ’ αναμμένα κάρβουνα για την τύχη της οικογένειάς της. Και να, που την έβλεπαν μ’ ανακούφιση μπροστά τους. Η κατάσταση όμως της γυναίκας και των τριών μικρών παιδιών της ήταν οικτρή. Η κυρά Φωτεινή τούς πέρασε στο σαλόνι, όπου κάθισαν εξαντλημένοι, ενώ η θεία πήρε να εξιστορεί τα βάσανά τους.
«Δε μπορείς να φανταστείς Σίμο μου τι έγινε στ’ Αϊντίνι!» μίλησε στον αδελφό της με φωνή που πιανόταν εύκολα απ’ την αγωνία. «Σκοτωμοί, μαρτύρια... Σφάζαν τα προσκοπάκια μας και σκύλευαν το πτώμα τους... Άρπαζαν γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια, τ’ ατίμαζαν και τα σκότωναν... Δεν ημπορείς να φανταστείς...»
Η διήγησή της διακόπηκε από λυγμούς. Αμήχανη η Κατίνα παρατηρούσε απ’ τη μια τον πατέρα της που στεκόταν σοβαρός και συννεφιασμένος και τη γιαγιά της που βούρκωνε κι απ’ την άλλη τα ξαδέλφια της, ένα αγόρι και δυο κορίτσια, που είχαν λουφάξει το ένα στην αγκαλιά του άλλου και δάκρυζαν σιωπηλά, ενώ ο φόβος αντιφέγγιζε ακόμα στα ματάκια τους.
«Φωτιά παντού...» συνέχισε μόλις οι σπασμοί των σπλάγχνων της κάπως καταλάγιασαν. «Μας έκαψαν τα σπίτια μας, το βιός μας... Πάνε οι άντρες μας...» είπε και κάλυψε την όψη με τις παλάμες. «Κι ο Γιώργης μου... Μπροστά μου είδα τον Τούρκο να του ανοίγει τα σπλάγχνα...»
Η θεία της πια σπάραζε και τα πόδια της Κατίνας ένιωσε πως δε θα την κρατούσαν. Στήριξε το βάρος της στην καρέκλα του πατέρα της κι εκείνος νιώθοντας τη φρίκη της την έπιασε απ’ τη μέση και την κάθισε στα γόνατά του, κι άφησε τα δάκρυά της να κυλούν σιγά στο λαιμό του. Κι εκείνου το βλέμμα όμως είχε τώρα θολώσει κι έκανε γενναία προσπάθεια να μη κλάψει, να φανεί δυνατός για την αδερφή του και τα ορφανά ανίψια του.
«Μαρίτσα μου... Σύχασε κόρη μου» είπε συντετριμμένη η κυρά Φωτεινή, πλησίασε την κόρη της κι έβαλε το κεφάλι της ν’ ακουμπήσει στο στήθος που την είχε θρέψει. Εκείνη ακούμπησε πάνω του και έχυνε ποτάμι τα δάκρυα καθώς η μάνα της τής χάιδευε τα μάγουλα κι εφάρμοζε απαλά τα χείλια της στην κορυφή του κρανίου της.
«Πως να ’συχάσω μάνα;» ολόλυζε. «Ώχου η δύστυχη! Τι συφορά μ’ ήβρε!»
«Αδερφή...» παρενέβη ο Σίμος ,αφήνοντας την Κατίνα καθισμένη στη θέση του. «Μην κλαις...Σε χρειάζουνται τα παιδιά σου» είπε πιάνοντας το χέρι της.
«Τι να κάμω αδερφέ μου; Τι να κάμω; Πως θα τα θρέψω τα δύστυχα; Που θα μείνομε;» γόγγυξε κοιτώντας τα με οίκτο.
«Εδώ θα μείνετε...Θα σας φιλοξενήσομε εμείς» απάντησε ο Σίμος κι η αδερφή του τον κοίταξε μια στιγμή ξαφνιασμένη.
«Αλήθεια Σίμο; Μη σας γένω βάρος...» έκανε διστακτικά.
«Βάρος εσύ κορούλα μου;» μπήκε στη μέση η κυρά Φωτεινή. «Ποτέ! Θα κάμει καλό και στην Κατίνα μας...» συμπλήρωσε ρίχνοντας μια ματιά στην εγγονή της- ήξερε δα τον καημό της να ’χει κι αυτή αδέλφια.
«Σ’ ευχαριστώ μανούλα μου! Πολύ σ’ ευχαριστώ!» αναφώνησε κι ασπάστηκε με σεβασμό την ανάστροφη των παλαμών της. Ύστερα στράφηκε στην ανιψιά της.
«Κατίνα μου...» την προσφώνησε. «Συγγνώμη κοριτσάκι μου! Τόση ώρα δε σε χαιρέτησα...» απολογήθηκε και τη φίλησε σταυρωτά.
«Δεν πειράζει θεία» της είπε. «Καταλαβαίνω...»
«Γλυκιά μου...» μίλησε τρυφερά εκείνη κι έσυρε τους αντίχειρές της στα ζυγωματικά της, «Για στάσου να σε ιδώ! Πω πω! Καλέ συ μεγάλωσες!» διαπίστωσε. «Πόσο είσαι;»
«Δεκαπέντε, θεία, τα ’κλεισα το Μάρτη» απάντησε η Κατίνα.
«Κούκλα! Φτου σου κοκόνα μου! Ίδια η μάνα σου!» πρόσθεσε η Μαρίτσα σταυρώνοντάς την στον αέρα κι η μικρή χαμογέλασε ντροπαλά.
«Θα πρέπει να πεινάτε πολύ κόρη μου...» μίλησε η γιαγιά της. Η Μαρίτσα από ευγένεια ήταν έτοιμη να πει όχι, όμως το βλέμμα των τριών παιδιών της την ανάγκασε να παραδεχτεί ότι είχε ανάγκη κι η ίδια την τροφή κι έτσι έγνεψε καταφατικά στη μάνα της.
«Θα πω στσι παρακόρες μας να ’τοιμάσουν... Κατινιώ μου δεν πας μέσα τα ξαδερφάκια σου να τα φροντίσεις μέχρι να στρώσουμε; Άντε κόρη μ'» παρακίνησε την εγγονή της.
«Καλά σας λέγει η γιαγιά! Πηγαίντε μάτια μου εδώ με την ξαδερφούλα σας, να γνωριστείτε κιόλα καλύτερα...» επηύξησε η Μαρίτσα. «Έτσι μπράβο!» τα επαίνεσε, την ώρα που επιτέλους ξεσφίχτηκαν και με δειλές κινήσεις σηκώθηκαν απ’ το καναπεδάκι όπου είχανε ζαρώσει απορημένα. Στάθηκαν μπρος της και την ατένιζαν σοβαρά, κι η αθωότητα στο βλέμμα τους έκανε την Κατίνα να ριγήσει. Ήταν ταλαιπωρημένα, όμως οι κόρες τους παιχνίδιζαν απ’ αυτή τη ζωηράδα, ζωηράδα που βλέπει κανείς στα παιδιά και τους νέους, σ’ αυτούς που η ζωή ανοίγεται απλόχερα μπροστά τους και τους καλεί να την αδράξουν, όσα κι αν έχουν περάσει.
«Έχεις κούκλες;» ξεθάρρεψε το ένα απ’ τα δύο κοριτσάκια που έδειχνε και το πιο μικρό.
«Αμέ! Και κούκλες και τα πάντα!» γέλασε η Κατίνα.
Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασε ασχολούμενη με τα ξαδέλφια της. Ξέθαψε το μπαούλο στο οποίο είχε κρύψει τις κούκλες της-όλες σχεδόν πορσελάνη, δώρα του πατέρα της σε γενέθλια- κι έγινε ξανά παιδί συνοδεύοντας πρόθυμα στο παιχνίδι τις ξαδελφούλες της, την εννιάχρονη Σμαρώ και την επτάχρονη Παρίτσα(Παρασκευή το κανονικό της). Ακόμα κι ο εντεκάχρονος Σπύρος, ελλείψει άλλων μέσων, πήρε μέρος στο παιχνίδι· η Κατίνα ωστόσο του υποσχέθηκε πως θ’ αγόραζαν και γι’ αυτόν κάτι, να μη νιώθει μειονεκτικά. Θωρούσε η Μαρίτσα τα βλαστάρια της να τριγυρίζουν όπως οι μέλισσες το μέλι την ξαδέλφη τους κι έσταζε βάλσαμο στην πικραμένη της ψυχή. «Βλογημένο το κορίτσι σου Σίμο μου!» είπε κάποια στιγμή συγκινημένη στον αδελφό της. «Θα γένει καλή μητέρα το βλέπω...Τ’ αγαπάει τόσο πολύ τα κούτσικα...»
«Νωρίς είναι ακόμα Μαριώ» αντιμίλησε ο Σίμος.
«Ε όταν γένει» διόρθωσε εκείνη. Και συνέχισε «Θ’ αγαπήσει πολύ το Κατινάκι Σίμο...Θ’ αγαπήσει και θ’ αγαπηθεί...Όποιος την πάρει θα ’ναι από μεγάλο έρωτα!»
«Λες ε;» έκανε σκεφτικός.
«Αμέ! Θα κάψει καρδιές αυτή! Ποιόν θα τσουρουφλίσει κιόλα δε ξεύρω...» είπε με στόμφο κι ο αδερφός της μ’ ένα νεύμα της υπέδειξε ότι είχε ανεβάσει πολύ τον τόνο της.
«Σώπα αδερφή! Θα σ’ ακούσει η Κατίνα...»
«Συγγνώμη αδερφέ μου» παραδέχτηκε. «Έχεις έμορφη κόρη... Να την προσέχεις» τον συμβούλεψε κι εκείνος ένιωσε να φουσκώνει από πατρική υπερηφάνεια.
«Ναι... Πολύ έμορφη» συμφώνησε. «Είναι το μόνο πλάσμα που μου θυμίζει τη γυναίκα μου ,που μου ’δωκε κουράγιο να ζω... Χωρίς αυτήν δε θ’ άντεχα» εξομολογήθηκε χαμηλόφωνα κι η Μαρίτσα τού κάλυψε στοργικά το χέρι με το δικό της.
«Κατίνα εσύ δεν έχεις μαμά;» ρώτησε έξαφνα η Σμαρώ. Η κοπέλα σοβάρεψε. Ακούμπησε το ξανθόμαλλο κοριτσίστικο ομοίωμα στο στρώμα του κρεβατιού της και ξεφύσησε. Την περίμενε τούτη την ερώτηση. Μα η απόκριση δεν ήταν εύκολο να βγει απ’ το στόμα της.
«Όχι... Πέθανε μετά που γεννήθηκα» πρόφερε τελικά. Ένιωσε τις βρύσες των ματιών της να τσούζουν και σφάλισε τα βλέφαρα για να το διώξει, πιέζοντάς τα με τους δείχτες της. Τα μικρά την κοίταζαν βουβά.
«Κατίνα...» έσπασε τη σιωπή η Σμαρώ αγγίζοντας με το σαγόνι τον αριστερό της ώμο. «Λυπούμαι...»
«Μη λυπάσαι Σμαρώ μου» την παρηγόρησε. «Έμαθα να ζω δίχως της...»
Το κοριτσάκι τύλιξε με θέρμη τα αδύνατα μπρατσάκια του γύρω απ’ τη μέση της κι η Κατίνα ανταποκρίθηκε. «Θέλω κι εγώ αγκαλιά!» διαμαρτυρήθηκε η Παρίτσα και σύρθηκε κοντά τους.
«Σπύρο εσύ; Δε θες;» ρώτησε γλυκά το αγόρι ενώ οι μικρές κόντευαν ν’ αποκοιμηθούν στο πλάι της, θωπεύοντας αργά τις πλατούλες τους.
«Μπαα...Εγώ είμαι άντρας» κορδώθηκε ο Σπύρος.
Χαμογέλασε εκείνη. «Ώρα για ύπνο αντράκι μου» ανήγγειλε βλέποντας τη Σμαρώ και την Παρίτσα να ’χουν γλαρώσει για τα καλά. Τις ξύπνησε μαλακά και τα οδήγησε και τα τρία στο δωμάτιό τους, όπου θα κοιμόταν μαζί κι η θεία της. Κι αφού τα καληνύχτισε, πρόλαβε να σκάσει ένα φιλί στο μαγουλάκι του Σπύρου που έκανε τάχα πως ντροπιάστηκε ,στην πραγματικότητα όμως τον ξάφνιασε ευχάριστα η εκδήλωσή της-δε συνήθιζε βλέπεις να λαμβάνει φιλιά από εκπροσώπους του αντιθέτου φύλου, ούτε καν απ’ τη μάνα του που κατά τ’ άλλα ήταν μια πολύ τρυφερή γυναίκα...
«Θεέ μου δώσε ανάπαψη στο θείο Γιώργο» προσευχήθηκε το βράδυ η Κατίνα μπρος στο εικονοστάσι. «Και κάμε να μην κλάψουν ποτέ ξανά τα ξαδέρφια μου...»







[1] Merhaba= γειά σου

[2] Το Αϊδίνι διέθετε την εποχή εκείνη 11.000 Έλληνες κατοίκους.

Λίνα Δώρου