Ιστορίες για Χειμωνιάτικες Νύχτες:"Τελευταία Νύχτα" (Ιστορία 1)

Κοίταξε προς τα δυτικά, όπου ο κόκκινος ήλιος πάλευε να στείλει τις τελευταίες του ακτίνες μέσα από την αιθαλομίχλη και τους καπνούς από τα εργοστάσια που συνέχιζαν να λειτουργούν ακόμα και τις ύστατες αυτές ώρες. Ο ορίζοντας έμοιαζε να έχει πάρει φωτιά.
Ήπιε μια γούλια από το ποτό της, αλλά της φάνηκε πικρό, όπως οι σκέψεις που την βασάνιζαν τις τελευταίες μέρες. Άφησε το ποτήρι να πέσει στο κενό που ανοιγόταν από κάτω της και έπιασε τον εαυτό της να περιμένει με κομμένη την ανάσα για να ακούσει τον ήχο που θα έκανε καθώς θα θρυμματιζόταν.
Δεν άκουσε τίποτα – το Smoking Lily ήταν στον τελευταίο όροφο του δεκαόροφου κτιρίου, ένα μικρό μπαράκι από αυτά που είτε λάτρευες, είτε δε γνώριζες την ύπαρξη τους. Είχε περάσει εκατοντάδες ώρες εδώ, πίνοντας, γελώντας, γνωρίζοντας νέους φίλους κι εραστές, νιώθοντας πραγματικά ζωντανή.
Αλλά όχι πια. Όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν και μόνο οι αναμνήσεις είχαν απομείνει να τη συντροφεύουν, καθώς ο χρόνος μετρούσε ανάποδα μέχρι τα μεσάνυχτα.

Τα τελευταία δυο εικοσιτετράωρα της είχαν φανεί σαν εφιάλτης από τον οποίο δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Ένιωθε ότι τρέχει για να ξεφύγει, ξέροντας ότι δεν υπήρχε καμιά διέξοδος. Όταν ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις των ηγετών για την κατάσταση που επικρατούσε στο Heimburg, βρισκόταν στο σπίτι με τη μητέρα της. Πάγωσε όταν άκουσε τον Πρόεδρο να δηλώνει με έναν προσποιητό πόνο στο βλέμμα ότι η κατάσταση ήταν πλέον εκτός ελέγχου και η πόλη έπρεπε να “απολυμανθεί”. Δεν ακουγόταν καλό αυτό.
Όταν τέλειωσε το διάγγελμα, η μητέρα της, με μια ανεξήγητη ηρεμία, κλείστηκε στο δωμάτιό της και αποφάσισε να επισπεύσει το μοιραίο, παίρνοντας μια χούφτα χάπια μονομιάς. Έτσι, ξερά, χωρίς αντίο, χωρίς εναγκαλισμούς. Κάποιος είχε πει κάποτε ότι στο τέλος μένει μόνο η αγάπη. Η Kristina μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι αυτά ήταν μαλακίες - η ίδια της η μάνα δε δέχτηκε να βάλει στην άκρη τον εγωισμό της και να καλύψει το χάσμα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους με μια απλή αγκαλιά.
Δεν έκλαψε – απλά έκλεισε την πόρτα πίσω της και βγήκε στους δρόμους, όπου οι αλλόφρονες κάτοικοι της μητρόπολης (ή τουλάχιστον όσοι από αυτούς δεν είχαν αρρωστήσει ακόμα) είχαν αρχίσει να υπακούν στα αρχέγονα ένστικτα τους.
Περπάτησε για λίγο σαν χαμένη, ενώ γύρω της ξεσπούσαν απίστευτες ταραχές. Οι κάτοικοι του Heimburg αποκτηνώνονταν μπροστά στα μάτια της, μεταμορφώνονταν σε άγρια θηρία που έσπαγαν βιτρίνες, χτυπούσαν με μανία ο ένας τον άλλον, βίαζαν και σκότωναν. Κι όλα αυτά ενώ είχε περάσει μόλις μια ώρα από την τελεσίδικη απόφαση του Προέδρου.
Αποφάσισε να αποφύγει τις κεντρικές οδικές αρτηρίες και να κατευθυνθεί προς το μόνο μέρος που ήξερε ότι είναι ασφαλές: το Smoking Lily.


***
Οι τελευταίες στρατιωτικές δυνάμεις είχαν φύγει έντεκα ώρες πριν, αφού ασφάλισαν και την τελευταία έξοδο του τείχους που περιέβαλλε την πόλη. Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει πικρά καθώς η ειρωνεία της κατάστασης δεν της διέφευγε – το τείχος είχε χτιστεί την περίοδο του Μεγάλου Χάους, όταν ο ιός είχε πρωτοεμφανιστεί, ώστε να προστατέψει την πόλη από όσους κυκλοφορούσαν στις Έρημες Περιοχές που αποτελούσαν πλέον το 95% της ξηράς της Γης. Όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν ακολουθήσει αυτό τον τρόπο προστασίας, που όπως αποδεικνυόταν πλέον, είχε αποτύχει. Το πρώτο κρούσμα είχε εμφανιστεί μόλις τρεις μέρες πριν και σύντομα πάνω από τους μισούς κατοίκους της πόλης είχαν μολυνθεί. Οι αρχές της πόλης έντρομες κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε σωτηρία. Και το τείχος που υποτίθεται ότι θα εμπόδιζε τους μολυσμένους να μπουν μέσα, τελικά έγινε η φυλακή τους.


***


Ο ήλιος έδυσε και η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η εταιρεία Ηλεκτρικού είχε διακόψει τη λειτουργία της, μιας και όσοι υπάλληλοι δεν ήταν ήδη νεκροί, είχαν αποφασίσει να περάσουν τις τελευταίες τους ώρες οπουδήποτε αλλού εκτός από τη δουλειά τους.
Ένιωσε δυο λεπτά χέρια να την αγκαλιάζουν από τη μέση και ένα κεφάλι να ακουμπά στην πλάτη της. H καρδιά της χτύπησε δυνατά και δάγκωσε το κάτω χείλι της για να μην βάλει τα κλάματα. Χάιδεψε τα εύθραυστα χέρια που την αγκάλιαζαν με αγωνία και απέραντη αγάπη και το μυαλό της πέταξε σε περασμένες, πιο ευτυχισμένες εποχές.
Γύρισε και αγκάλιασε την Anna με όλη τη θέρμη που ένιωθε στην καρδιά της και τη φίλησε στο μέτωπο, στα μάτια, στο στόμα. Έμειναν αγκαλιασμένες στο μπαλκόνι μιας πόλης που περίμενε να ξεψυχήσει, έρμαια των αποφάσεων που είχαν πάρει κάποιοι τρίτοι. Η ζωή τους δεν τους ανήκε πια, αλλά είχαν καταφέρει να τη ζήσουν όπως ήθελαν, χωρίς να τις ενδιαφέρει ο υπόλοιπος κόσμος, έχοντας έρθει σε σύγκρουση με τους δικούς τους, έχοντας αφήσει πίσω τους τους πάντες.
Είχαν ζήσει περισσότερα από όσα θα ήθελαν και αυτή τη στιγμή, ήταν ευτυχισμένες. Γιατί ήταν μαζί.


Η Lisa, η σερβιτόρα του Smoking Lily, ήρθε κι έκατσε δίπλα τους, σκουπίζοντας τα χέρια της με μια λερωμένη πετσέτα. Η Kristina είχε κάτσει με την πλάτη στον τοίχο και η Anna είχε ξαπλώσει στα πόδια της, παρακολουθώντας και οι δυο τον βρώμικο, συννεφιασμένο ουρανό και προσπαθώντας να ξεχωρίσουν κάποιο αστέρι. Η Lisa έριξε μια μάτια γεμάτη μίσος στην πόλη με τα τεράστια κτίρια νεογοτθικού ρυθμού, με τους δεκάδες καθεδρικούς που αυτή τη στιγμή θα ήταν γεμάτοι από κόσμο που προσευχόταν, με τα εκατοντάδες εργοστάσια που δεν σταματούσαν να ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα ακόμα και τώρα που τους είχε απομείνει μόλις μια ώρα ζωής. Οι φασαρίες στο δρόμο είχαν σταματήσει εδώ και μερικά λεπτά – φαίνεται ότι όλοι πλέον είχαν αποδεχτεί ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Μια παράξενη ησυχία είχε τυλίξει την πόλη, αλλά για τις κοπέλες αυτό ήταν καλοδεχούμενο.
Η Kristina άνοιξε την αγκαλιά της και η Lisa κούρνιασε μέσα της. Έμειναν έτσι καθισμένες και οι τρεις, χαζεύοντας τον ουρανό, ενώ το ρολόι μετρούσε ανάποδα.


***


Ήταν δέκα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, όταν ακούστηκε ο βόμβος από ένα αεροπλάνο, κάπου πέρα στα νότια. Η Kristina ανατρίχιασε και η Anna σηκώθηκε από τα πόδια της κι έκατσε δίπλα της.
«Φοβάμαι», ψιθύρισε. Η Kristina την ξαναφίλησε καθησυχαστικά.
«Κι εγώ… αλλά είμαστε μαζί».
Πέντε λεπτά ακόμα. Ο θόρυβος του βομβαρδιστικού δυνάμωνε καθώς πλησίαζε την πόλη για να ρίξει το φονικό του φορτίο. Οι τρεις κοπέλες αγκαλιάστηκαν σφιχτά.


Τέσσερα λεπτά ακόμα. Η Anna κοιτούσε ακόμα με επιμονή τον ουρανό, για να βρει ένα αστέρι, ένα φως στο σκοτάδι που τις τύλιγε.


Τρία λεπτά ακόμα. Κάποιος ούρλιαζε στο δρόμο, δέκα ορόφους χαμηλότερα.


Δυο λεπτά ακόμα. Μια καμπάνα ακούστηκε από κάπου μακριά, για μια και μόνη φορά, σαν κάλεσμα σε μια τελευταία λειτουργία.


Ένα λεπτό ακόμα.


«Κοιτάξτε! Εκεί!» έδειξε η Lisa κάπου στον ουρανό και πράγματι, σε ένα μικρό άνοιγμα των σύννεφων είδαν και οι τρεις τους ένα αστέρι να τρεμοπαίζει, τόσο μακρινό, τόσο αδιάφορο για τον πόνο όσων έμεναν στη Γη… τόσο ζωντανό. Θα συνέχιζε να υπάρχει όταν αυτοί δεν θα υπήρχαν, θα συνέχιζε να λάμπει όταν αυτοί θα ήταν πλέον αστρική σκόνη, γιατί το σύμπαν είναι αιώνιο, ενώ οι άνθρωποι όχι…


…και τελικά αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι τι θα κάνεις με το χρόνο που σου έχει δοθεί.
Η Kristina χαμογέλασε δακρυσμένη καθώς διαπίστωνε ότι ίσως τελικά αυτό που είχε πει κάποιος, κάποτε, δεν ήταν τελείως ψέμα. Και οι τρεις ήταν αγκαλιασμένες στο βρώμικο μπαλκόνι ενός κτιρίου σε μια ετοιμοθάνατη πόλη, αλλά πλέον καμιά τους δε φοβόταν.


Γιατί όντως, στο τέλος μένει μόνο η αγάπη.



Έσφιξε η μια την άλλη στην αγκαλιά της, για μια στερνή, ατέλειωτη φορά, καθώς μια σιωπηλή, λευκή λάμψη τύλιξε όλη την πόλη του Heimburg.


Γιώργος Κωστόπουλος