Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 13) - "Απρόσμενη συνεργασία"

Η Ρέη είναι νεκρή. Το άψυχο σώμα της κείτεται εδώ μπροστά μου, στο βρωμερό έδαφος του Κάτω Κόσμου. Δεν της άξιζε τέτοιο τέλος. Όχι, δεν της άξιζε.
Όμως, η Ρέη είναι νεκρή και σκοτώθηκε προσπαθώντας να μας σώσει. Προσπαθώντας να σώσει εμένα.
Η Ρέη είναι νεκρή εξαιτίας μου.
Μαύρες σκέψεις έχουν κατακλύσει το μυαλό μου και έχουν μπλοκάρει τις αισθήσεις μου. Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε για μένα κι εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Τίποτα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να φτάσω εκείνα τα ηλίθια κλειδιά και ίσως τώρα η Ρέη να ήταν ακόμα ζωντανή. Αλλά τόσο άχρηστη είμαι. Ούτε αυτό δεν μπόρεσα να κάνω. Και υπάρχει κόσμος που είναι διατεθειμένος να πεθάνει για μένα μόνο και μόνο επειδή συνδέομαι με μια πανίσχυρη μαγική πέτρα.

Και ο κόσμος αυτός τελικά όντως πεθαίνει για μένα. Δεν μπορώ να δω ή να ακούσω τίποτα από όσα γίνονται γύρω μου. Το μόνο που βλέπω είναι το πτώμα της. Το μόνο που ακούω είναι η κραυγή πόνου που έβγαλε όταν τη σήκωσε ο Ντέμιεν από τα μαλλιά για να τη χλευάσει. Και το μόνο που θέλω να κάνω είναι να πάρω εκδίκηση για το χαμό της.
«Έι, έι, Μπόνι μ’ακούς; Θα σε βγάλω τώρα από εδώ μέσα αλλά φρόντισε να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου εντάξει; Η Ρέη θα είναι μια χαρά», ακούω τη φωνή του προδότη να αντηχεί στο βάθος του μυαλού μου.
‘Η Ρέη θα είναι μια χαρά;’ Σοβάρα τώρα; Μα η Ρέη είναι νεκρή. Ποιον πάει να κοροϊδέψει ο ηλίθιος;
Ο ήχος από τα κλειδιά που γυρίζουν και το κλικ της ελευθερίας από το ξεκλείδωμα του κελιού μου γεμίζουν με ενέργεια κάθε κύτταρο στο σώμα μου. Τώρα είναι η ευκαιρία μου. Τώρα θα πάρω την εκδίκησή μου.
Αλλά όταν πάω να ανοίξω την πόρτα και να βγω επιτέλους έξω, μακριά από αυτή την καταρραμένη μαγεία που καταστέλλει τις δυνάμεις μου, συναντώ αντίσταση.
«Μπόνι, πριν σε αφήσω να βγεις και να αποκτήσεις πλήρη πρόσβαση στη δύναμή σου, πρέπει να μου επιβεβαιώσεις ότι καταλαβαίνεις αυτά που σου είπα νωρ...»
«ΑΝΟΙΞΕ ΜΟΥΥΥΥ! ΔΟΛΟΦΟΝΕΕΕΕ! ΠΡΟΔΟΤΗΗΗ! ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ, Μ’ΑΚΟΥΣ;», στριγγλίζω σε κατάσταση τρέλας και πέφτω με δύναμη πάνω στην πόρτα, σπρώχνοντας με όση δύναμη μπορεί να έχει μείνει στο σώμα μου, κλωτσώντας και φυσικά συνεχίζοντας τις απειλές. Όμως ο Ταϊσίν παραμένει στην πόρτα, εμποδίζοντας την έξοδό μου και παρατείνοντας το χρόνο ζωής που του απομένει.
«Χμ, υποθέτω δεν άκουσες τίποτα από όσα σου είπα», συμπεραίνει το προφανές και παίρνει μια μεγάλη ανάσα. «Άκουσέ με πανάθεμά σε!»
«Δεν έχω καμία όρεξη να ακούσω πάλι τα ψέμματα σου τιποτένιε σκλάβε! Την πρόδωσες! Τη σκότωσες!»
«Δεν πρόδωσα τη Ρέη, δεν θα το έκανα ποτέ!»
«Και τότε γιατί βρίσκεται νεκρή στο πάτωμα με ένα από τα βέλη σου καρφωμένο στην κοιλιά της;»
«Για να μην είναι μόνιμος ο θάνατός της!»
Εντάξει, τώρα κέρδισε την προσοχή μου.
«Τι εννοείς;», κατάφερα να τον ρωτήσω τελικά, ρουφώντας μια γενναία ποσότητα αέρα για να μπορέσω να ηρεμήσω και να καταλάβω τι μου λέει.
«Εννοώ πως έπρεπε να καρφώσω ένα από τα βέλη μου στην κοιλιά της για να μην ασχοληθεί ο Ντέμιεν μαζί της και καταλάβει ότι είναι μάγισσα Φοίνικας. Θυμάσαι τι σημαίνει να είναι κάποια μάγισσα Φοίνικας; Θυμάσαι την πιο χαρακτηριστική από τις δυνάμεις τους;»
Μα, ναι! Είχα κάνει ένα φρεσκάρισμα στις γνώσεις μου για τις μάγισσες Φοίνικες τη μέρα της γνωριμίας μας με τη Ρέη! Μια μάγισσα Φοίνικας έχει τη δύναμη να αναγεννάται από τις στάχτες της και να μην πεθαίνει εύκολα. Ή τουλάχιστον δεν είναι ευρέως γνωστοί οι τρόποι που μπορούν να εξοντώσουν οριστικά μια μάγισσα Φοίνικα.
«Ναι, θυμάμαι», ενημερώνω τον Ταϊσίν και όσο περνάει η ώρα και συνειδητοποιώ πως η Ρέη δεν είναι μόνιμα νεκρή, τόσο μου περνά και η επιθυμία να κάνω κομματάκια τον καημένο τον Ταϊσίν. «Άρα... δεν μας πρόδωσες ποτέ; Όλο αυτό ήταν ένα κόλπο για να προστατεύσεις την Ρέη από τον Ντέμιεν;»
«Ουφ...» αφήνει να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης, «αυτό ακριβώς προσπαθώ να σου πω τόση ώρα», μου λέει και μου χαμογελάει απολογητικά. «Την ώρα που απομακρυνόμουν από τη σπηλιά, τον πέτυχα στο δρόμο του προς τα εδώ και κάτι έπρεπε να κάνω. Ήταν η μοναδική λύση που μπορούσα να σκεφτώ για να γλιτώσω τη Ρέη. Και τώρα, μπορούμε να φύγουμε επιτέλους από εδώ πέρα;»
Ο Ταϊσίν μου ανοίγει την πόρτα του κελιού και με μια μικρή θεατρική υπόκλιση μου κάνει νόημα να κατευθυνθώ προς την έξοδο. Με γρήγορα βήματα, παρά τον πόνο σε όλο μου το κορμί, βγαίνω έξω και αμέσως νιώθω τη μαγεία να επιστρέφει και πάλι στο σώμα μου και τις δυνάμεις μου να πλημμυρίζουν κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Η αίσθηση είναι αναζωογονητική.
Ο Ταϊσίν παίρνει στην αγκαλιά του το σώμα της Ρέη και κατευθύνεται προς την έξοδο. Όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν τον ακολουθώ, γυρίζει αγχωμένος προς το μέρος μου και αρχίζει τις ερωτήσεις.
«Τι συμβαίνει; Πρέπει να εξαφανιστούμε από δω. Μήπως πονάς και δεν μπορείς να περπατήσεις; Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι καμιά βλακεία έτσι;».
«Πήγαινε εσύ και θα σε βρω μετά. Πρέπει να σώσω τη Γιολάντα».
«Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω! Μα καλά είσαι τόσο ηλίθια; Έχεις ιδέα πόσο χάλια δείχνεις με όλα αυτά τα αίματα και τις λάσπες πάνω σου; Δεν θα αντέξεις ούτε πέντε λεπτά σε μια μάχη με τη Μαρί σε αυτήν την κατάσταση».
«Δεν με νοιαζει. Δεν μπορώ να αφήσω τη Γιολάντα. Πρέπει να τη βοηθήσω ακόμα και αν αυτό σημαίνει το τέλος μου».
«Μπόνι, έλα τώρα! Θα τους δωσεις και την Πέτρα του Αέρα στο πιάτο τώρα;»
Ο Ταϊσίν αφήνει μαλακά το σώμα της Ρέη στο έδαφος και έρχεται πιο κοντά μου με τη διάθεση να μου αλλάξει γνώμη. Με πιάνει απαλά από τα μπράτσα και με κοιτάζει βαθιά στα μάτια με ένα βλέμμα σκληρό αλλά ταυτόχρονα συμπονετικό και επεξηγητικό.
«Δεν την αφήνω Ταϊσίν», δηλώνω αποφασιστικά, πριν καν ανοίξει το στόμα του.
«Δεν σκέφτεσαι λογικά... είσαι υπερβολικά φορτισμένη συναισθηματικά και δεν μπορείς να δεις καθαρά τα γεγονότα. Άκουσε με σε παρακαλώ. Αυτή τη στιγμή η Μαρί πραγματοποιεί την τελετή για την ανεύρεση της Πέτρας του Νερού και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα την  πάρει στα χέρια της ό,τι και να γίνει. Δεν μπορείς να τη σταματήσεις. Κανένας δεν μπορεί. Αν μείνεις εδώ θα της δώσεις ακόμα έναν άσσο στο μανίκι της, με το να αποκτήσει και την Πέτρα του Αέρα, εύκολα και ανώδυνα. Τι θα της μείνει μετά να κάνει; Άλλα δυο-τρία σκοτεινά κόλπα και θα ‘χει στα χέρια της το Σπαθί των Πέντε Στοιχείων. Και αυτό θα είναι η αρχή του τέλους για όλους μας. Θέλεις πραγματικά να δημιουργήσεις το απόλυτο χάος μόνο και μόνο για να κάνεις αυτό που νομίζεις εσύ ότι είναι σωστό;»
«Αυτό που νομίζω ότι είναι σωστό;»
«Ναι, Μπόνι. Ακριβώς. Γιατί το σωστό στην πραγματικότητα είναι να κάνεις τα πάντα για να εμποδίσεις τη Μαρί να πετύχει στα σχέδια της. Αυτό έχει σημασία στην πραγματικότητα και τίποτα άλλο».
«Πώς μπορείς να το λες αυτό;», του λέω έτοιμη να λυγίσω σε ένα πνιχτό κλαψούρισμα που προσπαθεί να ανέβει από το στέρνο μου. «Η Γιολάντα είναι μια αθώα κοπέλα. Μια αθώα ψυχή που θα χαθεί αν δεν κάνουμε κάτι. Η ζωή της δεν αξίζει περισσότερο ή λιγότερο από κάποια άλλη ζωή».
Αφήνει τα χέρια του να πέσουν στο πλάι, παρατημένος από την προσπάθεια του να μου αλλάξει μυαλά.
«Καλά λοιπόν. Πάμε να τη σώσουμε. Ή τουλάχιστον πάμε να πεθάνουμε προσπαθώντας να τη σώσουμε», μου λέει και μου κλείνει το μάτι προσπαθώντας να κάνει λίγο μαύρο χιούμορ. Και μόνο που προσπαθεί, με κάνει να χαμογελάσω για λίγο.
Αφήνουμε το σώμα της Ρέη πίσω από κάτι βράχια κοντά στην έξοδο που υποτίθεται ότι θα ακολουθούσαμε για να βγούμε από τον Κάτω Κόσμο χωρίς να μας καταλάβει κάποιος. Έπειτα ακολουθώ τον Ταϊσίν μέσα από κάτι δαιδαλώδεις διαδρομές και σπηλιές σε έναν χώρο μάλλον ασφαλή για να προετοιμαστούμε λίγο καλύτερα για την επίθεσή μας στο χώρο της θυσίας. Παρόλο που επιμένει να φροντίσει τα τραύματα μου πριν να φύγουμε για μάχη δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα γιατί πολύ απλά δεν έχουμε τον χρόνο. Του ζητώ να μου δώσει κάποιο όπλο για να χρησιμοποιήσω στην μάχη και αυτός βγάζει από ένα κρυμμένο κουτί ένα άθεμε και τρία μπουκαλάκια με ένα κόκκινο υγρό μέσα και μου τα παραδίδει.
«Είναι φίλτρα απολίθωσης. Να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να πιάσουν πάνω στη Μαρί ή στον Ντέμιεν, παρά μόνο να τους καθυστερήσουν μπορούν, αλλά θα πιάσουν μια χαρά στα τσιράκια που θα έχουν μαζέψει γύρω τους. Είτε είναι Γκρίντιλοκ, είτε Μαύροι Κυνηγοί, είτε Σάντοουνους».
«Οκ, κατάλαβα», του απαντώ αμέσως και η πρώτη σκέψη που περνά από το μυαλό μου είναι ότι τρία μόνο φίλτρα δεν θα μου φτάσουν ούτε για το ζέσταμα της μάχης.
Κρατώντας σφιχτά στο δεξί μου χέρι το άθεμε και με την ελπίδα ότι δεν θα χρειαστεί να παλέψω σώμα με σώμα με όλους τους δαίμονες που θα είναι μαζεμένοι στο χώρο της θυσίας, ακολουθώ και πάλι τον Ταϊσίν μέσα από τους χαοτικούς διαδρόμους του Κάτω Κόσμου, αποφεύγοντας ύποπτες σκιές στους διαδρόμους και προσέχοντας πάντα να μην γίνουμε αντιληπτοί από κανέναν. Πολύ σύντομα φτάνουμε σε έναν υπερβολικά στενό διαδρόμο με ανηφορική κλίση, οπότε δένω πάνω στα κουρέλια μου το άθεμε, για να μπορώ να χρησιμοποιήσω τα χέρια μου και να σπρώξω λίγο το σώμα μου μέσα από τα πολύ στενά σημεία. Απορώ πώς περνάει ο Ταϊσίν τόσο εύκολα μέσα από αυτό το διάδρομο, αλλά μετά σκέφτομαι ότι θα έχει κάνει άπειρες φορές αυτές τις διαδρομές και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Οπότε είναι λογικό να έχει τέτοια άνεση στις κινήσεις του.
Περνώντας μέσα από τον μακρύ, στενό διάδρομο, μπαίνουμε σε έναν άλλο, λίγο πιο φαρδύ αλλά αναγκαζόμαστε να συνεχίσουμε την υπόλοιπη διαδρομή μας σκυφτοί. Σε πέντε λεπτά έχουμε φτάσει στο χώρο της θυσίας και μάλιστα είμαστε σε σημείο κρυφό και υπερυψωμένο, καλυμμένοι πίσω από κάτι βράχια.
Ακρίβως από κάτω μας βλέπω την καημένη τη Γιολάντα, δεμένη με μαύρα σχοινιά πάνω στο βωμό της θυσίας.  Το σώμα της έχει τοποθετηθεί έτσι ώστε να σχηματίζει πεντάλφα πάνω στην ήδη ζωγραφισμένη πεντάλφα από κάτω της. Γύρω της σπασμένα κόκκαλα, αίμα, απροσδιόριστων φυτών ρίζες και μαύρα αναμμένα κεριά. Πάνω στα μάτια της έχουν καρφώσει από τρεις βελόνες και το αίμα της έχει ξεραθεί ανάμεικτο με δάκρυα πόνου και απελπισίας πάνω στο ήδη ταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Επιπλέον παρατηρώ πως της έχουν κόψει μερικά ακόμα από τα κοτσιδάκια της. Φαντάζομαι ότι τα πέταξαν στη φωτιά που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι της, στην κορυφή του ζωγραφισμένου πεντάλφα, μαζί με τα γυαλιά της, τα οποία μπορώ να διακρίνω ότι ακόμα καίγονται μέσα σε αυτές τις φλόγες.
Ο χώρος δεν είναι μεγάλος αλλά επειδή είναι σχεδόν άδειος, φαίνεται αρκετά ευρύχωρος. Εκτός από τον θυσιαστικό βωμό από κάτω μας, υπάρχει και ένα κλουβί στη γωνία δεξιά μας-υποθέτω και αυτό αντιμαγείας- και ένα παλιό ξύλινο τραπέζι με μερικές καρέκλες κοντά στην είσοδο. Στα τριγύρω τοιχώματα της σπηλιάς έχει αναμμένες δάδες για φωτισμό αλλά και αλυσίδες για αιχμαλώτους. Μάλιστα, μερικοί από τους προηγούμενους αιχμαλώτους βρίσκονται ακόμα δεμένοι στις αλυσίδες αυτές, με τη μορφή σκελετού πια. Και φυσικά εκτός από τη Μαρί και τον Ντέμιεν, υπάρχουν άλλοι εφτά δαίμονες στη σπηλιά: δύο Σάντοουνους, τρεις Μαύροι Κυνηγοί και δύο Λάζαρους.
«Λοιπόν, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Τους έχουμε;», με ρωτάει ο Ταϊσίν χωρίς να κρύψει ένα κόμπιασμα στη φωνή του.
«Δεν έχει σημασία αν τους έχουμε. Πρέπει να προσπαθήσουμε να σώσουμε τη Γιολάντα. Και πρέπει να το κάνουμε γρήγορα». Ήδη φαίνεται πως ο χρόνος της Γιολάντα είναι μετρημένος. Η Μαρί είναι τελείως απορροφημένη στο ξόρκι εντοπισμού της Πέτρας του Νερού και αυτό με κάνει να πιστεύω πως δεν θα αναμειχθεί στην οποιαδήποτε μάχη ακολουθήσει. Όχι αμέσα, τουλάχιστον.
«Ωραία, συμφωνώ», με διαβεβαιώνει ο Ταϊσίν. «Και τι λέει το σχέδιο;»
«Ότι θα αυτοσχεδιάσουμε», του απαντώ σχεδόν αντανακλαστικά και χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, πηδάω με φόρα από την κρυψώνα μας στο έδαφος, ακριβώς πάνω σε έναν Μαύρο Κυνηγό που βρισκόταν από κάτω μου. Με τη φόρα της πτώσης, τον ξαπλώνω εύκολα κάτω και το ίδιο εύκολα αιφνιδιάζω τους δυο Λάζαρους που ήταν κοντά του, πετώντας τους δυο φίλτρα απολίθωσης. Τα μπουκαλάκια με το κόκκινο υγρό σπάνε πάνω τους, απελευθερώνοντας κόκκινο καπνό που σε μερικά δευτερόλεπτα υγροποιείται και μένει πάνω στο δέρμα τους. Έπειτα στερεοποιείται, σε μια μορφή γκριζοκόκκινης τσιμεντένιας στρώσης και βλέπω τους δυο δαίμονες να αγαλματοποιούνται με μια έκφραση απορίας και πόνου στα πρόσωπά τους.
Ωραία. Οι δυο πιο επικίνδυνοι -κατά τη γνώμη μου, μετά τη Μαρί και τον Ντέμιεν φυσικά- δαίμονες βγήκαν σχεδόν ανώδυνα από τη μέση. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στη Μαρί και ανακουφίζομαι που ακόμα είναι συγκεντρωμένη στην τελετή της. Βέβαια, με αγχώνει το γεγονός ότι δεν έχω ιδέα πόσο χρόνο έχω για να πάρω τη Γιολάντα ζωντανή από τα χέρια της, αλλά πρέπει να βγάλω μερικούς ακόμα δαίμονες από τη μέση και μετά να στραφώ εναντίον της.
«Γρήγορα ηλίθιοι, πιάστε την!», ξεφωνίζει ο Ντέμιεν εξοργισμένος στα τσιράκια του και τότε οι δυο Μαύροι Κυνηγοί που κάθονταν μαζί του κοντά στην είσοδο στρέφουν τις οπλισμένες βαλίστρες τους πάνω μου. Καταφέρνω με ένα στρίψιμο του καρπού μου να χρησιμοποιήσω τη δύναμη του αέρα για να απομακρύνω τις βαλίστρες από τα χέρια τους. Και τότε νιώθω κάτι να μπλοκάρει την αναπνευστική μου οδό. Κοιτάζω γρήγορα προς τα αριστερά που στεκόντουσαν νωρίτερα οι Σάντοουνους για να αντικρίσω το ανατριχιαστικά λαμπερό βλέμμα τους που υποδηλώνει πως χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους πάνω μου. Σκατά, σκατά, σκατά.
«Όχι τόσο εύκολα μάγκες», ακούω τη φωνή του Ταϊσίν από ψηλά και έπειτα έναν γδούπο δίπλα μου, από την κομψή προσγείωση του στο πλάι μου. Ο ήχος της βαλίστρας του που εκτοξεύει τρία βέλη απανωτά, συνοδεύεται από μια ανακουφιστική απελευθέρωση του αναπνευστικού μου συστήματος, πράγμα που σημαίνει πολύ απλά ότι τα βέλη του βρήκαν μια χαρά το στόχο τους.
«Ω, αυτό θα το μετανοιώσεις πολύ πικρά, αχάριστο δουλικό», είναι η αντίδραση του Ντέμιεν και με ένα χτύπημα των δαχτύλων του εμφανίζονται μέσα από μαύρο καπνό άλλοι δυο Μαύροι Κυνηγοί δίπλα του και τέσσερις Σάντοουνους στην είσοδο της σπηλιάς.
«Ας ξεκινήσει το πάρτυ», μου λέει ο Ταϊσίν, και ορμάει με φόρα προς τη μεριά των Σάντοουνους.
Σηκώνομαι γρήγορα στα πόδια μου, πιάνω το άθεμε στα χέρια μου και ορμάω κι εγώ στη μάχη. Βάζω στόχο μου τους Μαύρους Κυνηγούς γύρω από τον Ντέμιεν με τη λογική ότι θα είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσω εγώ τους Σάντοουνους από τη στιγμή που μπορούν να στρέψουν την αύρα μου εναντίον μου. Έχοντας στο πλευρό μου την δύναμη του αέρα και μια πρωτόγνωρη αίσθηση αυτοπεποίθησης κατά το χειρισμό της, καταφέρνω γρήγορα να αφοπλίσω τους Μαύρους Κυνηγούς και με το άθεμε, κόβω αρκετά βαθιά το λαιμό του ενός και καρφώνω με δύναμη τη καμπυλωτή λεπίδα στα πλευρά του άλλου. Αυτό, δυστυχώς με αφήνει άοπλη προς το παρόν, αλλά μαλλον έπρεπε να το σκεφτώ νωρίτερα.
«Όλα μόνος μου πρέπει να τα κάνω πια για να γίνουν σωστά;»
Το σαρκαστικό τόνο στη φωνή του Ντέμιεν έρχεται να συνοδέψει ένα αλαζονικό χαμόγελο στο πρόσωπο του τη στιγμή που κατευθύνεται προς το μέρος μου. Κρατάει τη βαλίστρα του στα χέρια και αφού μου ρίχνει δυο βέλη τα οποία αποφεύγω με μια βουτιά στα δεξιά μου, την πετάει από τα χέρια του και χρησιμοποιεί μια ξύλινη καρέκλα για να τη σπάσει στην πλάτη μου όταν ξανασηκώνομαι στα πόδια μου. Η δύναμη του χτυπήματος με ξαναρίχνει με φόρα κάτω και μου προκαλεί μια ελαφριά ζαλάδα. Όμως τον πόνο πλέον, έχω αρχίσει να τον αγνοώ.
Ο Ντέμιεν έρχεται από πάνω μου και με κλωτσάει. Πρώτα στην πλάτη και μετά στα πλευρά. Το δεύτερο χτύπημα με αναγκάζει να κάνω μερικές στροφές πάνω στο βρώμικο έδαφος της σπηλιάς, αλλά πιέζω τον εαυτό μου να συνέλθει γρήγορα και να αντεπιτεθεί, πριν να είναι πολύ αργά. Σηκώνομαι στα γόνατά μου και χρησιμοποιώ τη δύναμη του αέρα για να εκσφεντονίσω τις υπόλοιπες ξύλινες καρέκλες πάνω στον εχθρό μου. Ο Ντέμιεν φυσικά διαχτινίζεται για να αποφύγει την παιδιάστικη επίθεσή μου και όταν φτάνει και πάλι κοντά μου με πιάνει από το λαιμό και με σηκώνει με ευκολία στον αέρα, στερώντας μου πολύτιμο οξυγόνο.
«Ξέρεις τι χρειάζεσαι μικρή μάγισσα; Ένα καλό μάθημα για να καταλάβεις τη θέση σου σε αυτή την ιστορία. Μπορεί να μην μπορώ να σε σκοτώσω άμεσα, αλλά μπορώ να σε κάνω να βλασφημάς κάθε ώρα και λεπτό που είσαι ακόμα ζωντανή».
«Μπόνι, μην τον αφήνεις να σε αγγίζει! Έχει το Άγγιγμα του Κακού!», μου φωνάζει λαχανιασμένος ο Ταϊσίν μέσα από τη μάχη του με τους υπόλοιπους δαίμονες.
Και ενώ αρχίζω να βλέπω αστεράκια από την έλλειψη οξυγόνου και να χάνομαι, η αίσθηση του καψίματος στο λαιμό μου, συνεφέρει γρήγορα όλες τις αισθήσεις μου και πάλι. Η καυτή λαβή του άρχοντα των Μαύρων Κυνηγών μου προκαλεί πόνο χειρότερο από έγκαυμα και μπορώ να φανταστώ το λαιμό μου να καρβουνιάζει και να γίνεται στάχτη από λεπτό σε λεπτό. Να δεις που αυτό εννοούσε ο Ταϊσίν όταν με προειδοποίησε για το άγγιγμα του Κακού.
Παρόλα αυτά όμως, το μυαλό μου πάει κατευθείαν στη Γιολάντα. Στο τι θα απογίνει αν τα κάνω πάλι θάλασσα, αν αποτύχω να αντιμετωπίσω αυτόν τον τύπο. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω πως η Μαρί έχει υψώσει ένα περίτεχνο μαχαίρι με αστραφτερή λεπίδα στον αέρα και συνεχίζει να ψέλνει τα ξόρκια της σε μια ανατριχιαστική μελωδία. Όχι, δεν θα την αφήσω να ολοκληρώσει το σχέδιο της. Δεν θα την αφήσω να σκοτώσει μια αθώα.
Επικεντρώνομαι και πάλι στη δύναμη του αέρα γύρω μου και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να συγκεντρώσω δύο πολύ μεγάλες ποσότητες αέρα προς διαχείρηση. Την  πρώτη τη χρησιμοποιώ για να χτυπήσω τον Ντέμιεν. Από την έκπληξή του, αφήνει αμέσως το λαιμό μου και τον απομακρύνω βίαια από κοντά μου. Έπειτα, τη δεύτερη την κατευθύνω προς το στόμα και τα ρουθούνια του με σκοπό να περάσω κάθε μόριο αυτής της αέρινης μάζας στα πνευμόνια του και ουσιαστικά να τον κάνω να σκάσει!
Ο αέρας εισβάλλει βίαια στο σώμα του και πραγματικά η έκφραση τρόμου στο πρόσωπό του είναι ανεκτίμητη. Τα μάτια του γουρλώνουν και γίνεται κατακόκκινος όσο εγώ κατευθύνω όλο και περισσότερο αέρα μέσα του. Το σχέδιο μου όμως απαιτεί πολύ ενέργεια την οποία δεν διαθέτω αυτή τη στιγμή, και έτσι αφήνω το έργο μου μισοτελειωμένο. Τελικά, το μόνο που έχω καταφέρει είναι να τον τρομάξω και να κερδίσω το χρόνο που θα χρειαστεί μέχρι να συνέλθει από τον τρελό του βήχα για να ασχοληθώ με την Γιολάντα.
Ρίχνω μια ματιά στον Ταϊσίν για να βεβαιωθώ ότι τα καταφέρνει με τους δαίμονες και έπειτα κατευθύνομαι προς τον θυσιαστικό βωμό. Η Μαρί μόλις έχει τελειώσει την ψαλμωδία της αλλά συνεχίζει να κρατά το μαχαίρι στον αέρα, κρατώντας κλειστά τα μάτια της. Τρέχω προς το μέρος της για να τη ρίξω κάτω με το σώμα μου αλλά μόλις φτάνω στο σημείο που έχει σχεδιάσει την πεντάλφα στο πάτωμα, μια αόρατη δύναμη με πετάει προς τα πίσω.
«Τι έγινε τώρα;» εκφράζω δυνατά την απορία μου και μάλλον η φωνή μου καταφέρνει κατά κάποιον τρόπο να αφυπνίσει τη Μαρί από την εκστασιακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν τόση ώρα. Ανοίγει τα μάτια της, με κοιτά και μου κλείνει το μάτι.
«Κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει», μου δηλώνει προκλητικά με μια απόκοσμη χροιά στη φωνή της.
Βγάζω το τελευταίο φίλτρο με το κόκκινο υγρό μέσα από τα κουρέλια μου και το πετάω προς το μέρος της, αλλά και πάλι αυτό σκάει πάνω στο αόρατο ενεργειακό πεδίο που έχει δημιουργήσει η Μαρί με τη ζωγραφισμένη πεντάλφα στο πάτωμα.

«ΌΧΙΙΙΙΙ!!! ΓΙΟΛΑΝΤΑ!!!» Ξεφωνίζω πλημμυρισμένη με οργή, θυμό και απελπισία καθώς παρακολουθώ τη Μαρί να καρφώνει το τελετουργικό μαχαίρι στο στήθος της αθώας μάγισσας, έχοντας ακόμα το σατανικό βλέμμα της καρφωμένο στο δικό μου.

Foni Nats