Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 16) - "Λίγο πριν το τέλος...

22 ΝΟΕΜΒΡΗ 2009: Η Κρυσταλλία έχοντας τελειώσει με τα μαθήματα του σχολείου αποφάσισε να γράψει στο ημερολόγιο της. Γράφει καθημερινά διάφορες σκέψεις και πράγματα που συνέβησαν. Δεν το έχει πει σε κανέναν και κρύβει το ημερολόγιο μέσα στα βιβλία της για να μην το βρει κανείς. Σήμερα στο τεστ Ιστορίας πήγε πολύ καλά. Άραγε θα έκανε τη μητέρα της χαρούμενη;  Ή μήπως ούτε που θα την ένοιαζε; Αυτές οι σκέψεις της έφερναν έναν κόμπο στο λαιμό. 
Κάθε μέρα προσπαθούσε να κάνει περήφανους τους γονείς της. Την ανάγκη να τους κάνει περήφανους της την είχε δημιουργήσει η Φαίδρα με όσα της έλεγε. Αισθανόταν οτι έπρεπε να τη διαψεύσει με κάποιο τρόπο. Σκεφτόταν πως ίσως οι βαθμοί να μην είναι αρκετοί αλλά τι περισσότερο μπορούσε να κάνει; Ένιωθε πραγματικά ανίκανη για όλα. Δεν πίστευε ούτε η ίδια στον εαυτό της. Αλλά έπρεπε συνεχώς να ξεπερνάει τον ίδιο της τον εαυτό και να γίνεται καλύτερη για να δείξει σε όλους οτι αξίζει, και περισσότερο στον εαυτό της.

19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2012: Ο Μάριος έχει ένα περίεργο συναίσθημα απο χτες. Σαν να συνέβη κάτι κακό. Δεν πίστευε πως θα μπορούσε να έχει δίκιο. Παρόλαυτα σιγουρεύτηκε πως και η μητέρα του και η Μυρτώ είναι καλά.
Αργότερα το κινητό του χτύπησε. Ήταν ο αριθμός της Κρυσταλλίας.

« Καλημέρα» άκουσε μια γυναικεία φωνή να λέει.
« Καλημέρα σας. Ποιος είναι;» ρώτησε απορημένος.
« Είμαι η μητέρα της Κρυσταλλίας» ακούστηκε απο την άλλη γραμμή.
Πάγωσε. Η μητέρα της Κρυσταλλίας; Γιατί του τηλεφωνούσε;
« Τι κάνετε;» είπε ευγενικά
« Δεν έχω καλά νέα. Η Κρυσταλλία...» είπε και δίστασε.
« Τι έπαθε;» κατάφερε να ρωτήσει με αγωνία ο Μάριος
«Χτύπησε πολύ άσχημα και τώρα...είναι στο νοσοκομείο» είπε και αναστέναξε.

Ο Μάριος κρατήθηκε για να μη λιποθυμήσει. Αφού έμαθε σε ποιο νοσοκομείο βρισκόταν, πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο να ντυθεί. Εκεί ήταν μισοξαπλωμένη η Μυρτώ και τεντωνόταν. Τον κοίταξε με ένα χαμόγελο.
«Καλημέρα γλυκέ μου» είπε χαρούμενα.
« Πρέπει να φύγω. Η Κρυσταλλία χτύπησε...»  λαχανιασμένος.
« Έζησε; Θέλω να πω.... πόσο σοβαρά είναι;» είπε και ξεροκατάπιε.
«Ζει αλλά δεν ξέρω σε τι κατάσταση βρίσκεται» απάντησε και άρχισε να ντύνεται
« Δεν χρειάζεται να πας τώρα κάτσε να φάμε πρωινό. Έτσι και αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να τη βοηθήσεις» είπε ενοχλημένη.
« Μπορώ όμως να είμαι κοντά της. Εξάλλου μου κόπηκε η όρεξη» δήλωσε και έτρεξε στην εξώπορτα. Καθώς έκλεινε η πόρτα η Μυρτώ σηκώθηκε δαγκώνοντας τα χείλη της και το βλέμμα της άστραφτε. Είχε νευριάσει που την παράτησε μόνη της.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ: Ο Μάριος όταν μπήκε στο νοσοκομείο έψαχνε σαν μανιακός να βρει το δωμάτιο της Κρυσταλλίας. Έτρεχε απο όροφο σε όροφο και κοιτούσε γύρω του να εντοπίσει το δωμάτιο που την είχαν βάλει.  Στο διάδρομο βρήκε τη μητέρα της, Αναστασία, και λαχανιασμένος προσπαθούσε να μιλήσει.
« Τι έγινε; Πως χτύπησε;» είπε με δυσκολία
« Μια συμφοιτήτρια της μας είπε πως καθώς πήγαινε προς το λεωφορείο τη χτύπησε ένα βανάκι. Μας ειδοποίησε η αστυνομία όταν την έφερναν εδώ...» είπε με λυγμούς.
« Και τώρα πως είναι;» απόρησε με φόβο
« Έπεσε σε κόμμα... Δεν ξέρουμε πότε θα συνέλθει» αποκρίθηκε η Αναστασία και έκατσε στο σαλόνι αναμονής δίπλα στο Δαμιανό.

Ο Δαμιανός καθόταν αμίλητος και σκυθρωπός ενώ η γιαγιά Παρασκευούλα προσπαθούσε να ηρεμήσει την Αναστασία. Ο Μάριος πηγαινοερχόταν και περίμενε να τον αφήσουν να τη δει. Το επισκεπτήριο δεν ήταν στα σχέδια των γιατρών γιατί μπορεί να είχαν σταματήσει την αιμορραγία και να ήταν σε σταθερή κατάσταση, αλλά αν κάποιος που θα την επισκεπτόταν ήταν κρυωμένος, θα είχαν άσχημα αποτελέσματα.
Με την ώρα να περνάει ο Μάριος πήγαινε σε όποιον γιατρό έβρισκε και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να μπει μέσα. Ακόμα και τις νοσοκόμες ρωτούσε. Κάποια στιγμή μίλησε στη γραμματεία και ζήτησε απο τον ίδιο τον διευθυντή να του επιτρέψει να την δει.

Τελικά με την παρέμβαση του διευθυντή κατάφερε να μπει μέσα στο δωμάτιο με ειδική στολή. Είδε την Κρυσταλλία καλυμμένη με γάζες στο πρόσωπο. Είχε μάσκα οξυγόνου και πολλά σωληνάκια της έδιναν τα φάρμακα και τις βιταμίνες.

Βλέποντας την σε αυτή την κατάσταση κατέρρευσε στην καρέκλα. Κάθισε για λίγο σκυφτός και μετά προσπάθησε να σηκωθεί. Έφυγε απο το νοσοκομείο και περπατούσε αργά χαμένος στις σκέψεις του. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε σπίτι του. Εκεί τον περίμενε με έτοιμο πρωινό η Μυρτώ. Έφαγε δυο μπουκιές και έκατσε στο μικρό μπαλκονάκι.

Δέσποινα Τ.