Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 26)

Έναν μήνα μετά...
Βρισκόμουν σε ένα λευκό δωμάτιο, πιθανότατα νοσοκομείου, αν έκρινα καλά από τους λευκοντυμένους ανθρώπους γύρω μου. Μια κοπέλα έλεγξε ένα μηχάνημα δίπλα μου και έπειτα το σώμα μου.
«Γιατρέ, ξύπνησε!» φώναξε εκείνη χαρούμενη.
Με τη σειρά του ο γιατρός με εξέτασε σε όλο το σώμα, κάνοντας με να αγκομαχώ από τον πόνο. Η όρασή μου ήταν ακόμα θολή, κι έτσι τα πάντα έμοιαζαν τρομακτικά γύρω μου. Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου αλλά δεν μπορούσα.
«Εύα, θυμάσαι πως βρέθηκες εδώ;» με ρώτησε ο γιατρός και εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
Είδα τη νεαρή νοσηλεύτρια να δαγκώνει το χείλος της, σφίγγοντας τις γροθιές της. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί.
«Δεν θυμάσαι απολύτως τίποτα;» Δεν απάντησα. «Σε παρακαλώ, μίλα μου» με ικέτεψε, μα δεν μπορούσα να το κάνω.
Άνοιξα το στόμα μου όμως ήταν σαν να είχα χάσει τη φωνή μου. Ένιωθα ένα κενό. Ένα τεράστιο κενό, που όλες αυτές τις μέρες κανένας δεν μπορούσε να καλύψει. Μία ακόμα νοσηλεύτρια, μεγαλύτερη αυτή τη φορά, μπήκε στο δωμάτιο και απευθύνθηκε στον γιατρό.
«Έχει έρθει πάλι ο άντρας της. Ο Τζον Κάιν». Ο γιατρός αναστέναξε βαθιά και γρήγορα εξήλθε από το δωμάτιο, λέγοντας «Ετοιμάστε την. Το εξιτήριο έχει ήδη βγει».
Μισή ώρα αργότερα, αφού με βοήθησαν οι δύο γυναίκες να ντυθώ και να ετοιμαστώ πλήρως, μου παρέδωσαν τα ρούχα που φορούσα όταν πρωτοήρθα στο νοσοκομείο. Έξω από το δωμάτιο με περίμενε ένας άντρας ψηλός, ξανθός και αρκετά γεροδεμένος. Παρατηρώντας τον όλο και πιο πολύ, συνειδητοποίησα πως φορούσε στρατιωτική στολή, δεξιά και αριστερά του κρέμονταν αμέτρητα παράσημα.
Βλέποντας με, πήρε ό,τι κρατούσα στα χέρια μου, φιλώντας με απαλά στο μάγουλο. Τραβήχτηκα πίσω.
«Γιατρέ πότε θα γίνει καλά;» τον άκουσα να ρωτάει και ο γιατρός έδειξε σκεπτικός.
«Η Εύα… Ήταν έναν μήνα σε κώμα, τη χάσαμε πάνω από τρεις φορές αλλά εκείνη επανήλθε στη ζωή. Αυτό από μόνο του είναι ένα θαύμα» ψέλλισε με σταυρωμένα χέρια.
Άνοιξα αργά το στόμα μου «Ποια είμαι; Γιατί είμαι εδώ; Εσύ... Ποιος είσαι;» ρώτησα τον ξανθό άντρα δίπλα μου προβληματισμένη και φοβισμένη.
Ο άντρας πήγε να μιλήσει αλλά τον πρόλαβε ο γιατρός. «Εύα, μπορείς να μας αφήσεις μισό λεπτό;» η φωνή του ήταν ήρεμη σαν να μιλούσε σε παιδάκι. Ανήμπορη, έκανα ένα βήμα πίσω.
Είδα τον γιατρό να τοποθετεί το χέρι του στον ώμο του άντρα, ψιθυρίζοντας στο αυτί του. «Ίσως να είναι καλύτερο για εκείνη να μη βρει τη μνήμη της»
Εκείνος τον κοίταξε απογοητευμένος. «Τι της συνέβη όσο έλειψα;»
«Η αστυνομία μας ενημέρωσε πως πιθανότατα βρέθηκε μεταξύ πυρών… Ούτε εκείνοι ήξεραν ακριβώς» σταμάτησε για λίγο, κοιτώντας μ. Έπειτα γύρισε ξανά στον άντρα «Έχει χάσει τη μνήμη της και...»
Ο στρατιώτης μπροστά του λύγισε στις επόμενες λέξεις. «Ήταν έγκυος, μα το παιδί... Λυπάμαι». Η κραυγή του έσκισε την ησυχία του νοσοκομείου, προκαλώντας μου φόβο. Τον άκουσα να κλαίει και να χτυπά τα χέρια του στο μαρμάρινο δάπεδο.
Αμίλητος, στάθηκε μπροστά μου μόλις ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του, βάζοντας τον δείκτη του κάτω από το πηγούνι μου. Υψώνοντάς μου το κεφάλι είπε «Συγγνώμη που σε άφησα. Εγώ έφταιγα για ό,τι έπαθες».
«Τι... Τι εννοείς;» μουρμούρισα, αδύναμη ακόμα.
«Θα τα πούμε όλα μόλις επιστρέψουμε στο σπίτι μας» απάντησε ήρεμα, χωρίς να χάσει την οπτική επαφή.
Βάζοντάς με στο μαύρο τζιπ, έκλεισε την πόρτα πίσω μου. Κατεβάζοντας το παράθυρο, παρατήρησα τον γαλανομάτη στρατιώτη να κάθεται στη θέση του οδηγού.
«Που είναι το σπίτι μας;» ρώτησα εξουθενωμένη.
«Στην Πασαντένα. Φλόριντα». Μου έβαλε τη ζώνη και έβαλε μπρος το αμάξι. «Όλα θα πάνε καλά. Σε αγαπάω» .Φίλησε το μέτωπό μου.

Το βλέμμα μου κινήθηκε έξω από το παράθυρο, σε έναν άντρα ο οποίος στεκόταν ακίνητος έξω από τις πύλες του νοσοκομείου. Φορούσε μαύρα ρούχα και οι φακίδες στο πρόσωπό του φαίνονταν πεντακάθαρα κάτω από το φως του ήλιου. Τα γαλάζια μάτια του εισχώρησαν στην ψυχή μου. Στα χέρια του κρατούσε ένα μωρό...

Εύα Αναγνώστου