Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφαλαιο 36) - "Τραύμα"

Ηγεμονία της Πρεσλάβα, Ιούνιος 1020

Η Ναντέζντα για άλλη μια φορά αγνόησε τις συστάσεις του Στεφάν και μπήκε οικειοθελώς στη φωτιά της μάχης, με όπλο το τόξο της.
Οι μάχες συνεχίζονταν, χωρίς σταματημό. Δεν υπήρχε ευκαιρία για ανάπαυση˙ ήταν όλοι τους συνεχώς σε επιφυλακή. Άλλες μάχες τις έχαναν, άλλες τις κέρδιζαν. Το σημαντικό ήταν ότι κέρδιζαν έδαφος. Προχωρούσαν ολοένα και πιο κοντά στα σύνορα αναγκάζοντας τους Πετσενέγους να απελευθερώσουν όσες μικρές πόλεις και χωριά είχαν λεηλατήσει στο διάβα τους. Αλλά είχαν δρόμο ακόμα, αν ήθελαν να τους διώξουν μια και καλή από τη χώρα.

Με την ενεργό συμμετοχή της στη μάχη, κλόνιζε την εμπιστοσύνη των αξιωματικών οι οποίοι είχαν μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα του πώς έπρεπε να φέρεται μια γυναίκα. Εντούτοις,  κέρδιζε το σεβασμό των συμπολεμιστών της, και αυτό για κείνη ήταν πολυτιμότερο. Φυσικά και η υποστήριξη των δυνατών ήταν σημαντική, όμως την υποστήριξη του λαού τη χρειαζόταν περισσότερο. Αυτοί ήταν που θα στέκονταν στο πλευρό της όταν θα ερχόταν η ώρα, να διώξει τον Καταραμένο από το προσκήνιο.
Ο Στεφάν της είχε επισημάνει πολλές φορές τον κίνδυνο που διέτρεχε μα δεν τον άκουγε. Ούτε καν όταν τραυματίστηκε σοβαρά στο μπράτσο, αποθαρρύνθηκε, προς μεγάλη του απογοήτευση. Έμεινε πίσω λίγες μέρες κι έπειτα ξανά στα όπλα. «Δεν είναι τίποτα», εξακολουθούσε να του λέει κάθε φορά που ρωτούσε.
Τουλάχιστον δεν πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Είχε μια στάλα σύνεση και συναίσθηση της πραγματικότητας, αναλογιζόταν ο Στεφάν μα στην πραγματικότητα τη θαύμαζε κι εκείνος. Και την αγαπούσε περισσότερο για το αδάμαστο πνεύμα και το πείσμα της. Κι ας υπήρχαν στιγμές που πίστευε ότι θα τον οδηγούσε σε φρενοκομείο.
Τώρα, με τα ανθεκτικά δερμάτινα παπούτσια, το δερμάτινο αντρικό παντελόνι, τη λεπτή μάλλινη φορεσιά, τον αλυσιδωτό θώρακα, που προστάτευε τα ζωτικά της όργανα, και τα μαλλιά πιασμένα σ’ ένα κότσο, χωρίς το απαραίτητο γυναικείο κάλυμμα, έσπερνε το θάνατο στους εχθρούς. Σπανίως αστοχούσε και συνέχιζε χωρίς σταματημό για ώρες. Οι υπόλοιποι τοξότες την θαύμαζαν και αντλούσαν θάρρος από την παρουσία της. Μια πριγκίπισσα που κατοικούσε σε παλάτι ήταν στο πλευρό τους. Ήταν ποτέ δυνατό να χάσουν;
Και τότε τον είδε. Μέσα στην αέναη πάλη για επιβίωση, μέσα στο χάος που επικρατεί μονάχα ο νόμος «σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι», είδε τον Στεφάν από μακριά να μονομαχεί μ’ ένα γιγαντόσωμο πολεμιστή. Κατάλαβε από τα πετράδια πάνω στην πανοπλία του, που αστραποβολούσαν κάτω από το χλωμό φως του ήλιου, ότι είχε μεγάλο αξίωμα. Η Ναντέζντα ποτέ δεν έβγαινε αφύλαχτη στη μάχη, φρόντιζε πάντα να πολεμά έχοντας για κάλυψη συστάδες δέντρων. Γι’ αυτό και δεν είχε σκοπό να κουνηθεί από τη θέση της.
Ο γιγαντόσωμος ξένος όμως, κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στον Στεφάν. Η Ναντέζντα ένιωσε μεμιάς τον κόσμο να τραντάζεται. Όλα γύρω σκοτείνιασαν και κάθε κύτταρο του κορμιού της επικεντρώθηκε στον Στεφάν, που είχε σωριαστεί αιμόφυρτος στο χλωρό γρασίδι. Βίωσε ένα συναίσθημα τόσο δυνατό που σάρωσε τα πάντα και δεν άφησε χώρο για τίποτα άλλο.
Την ίδια στιγμή πετάχτηκε και έκανε μερικά βήματα μπροστά. Με αστραπιαίες κινήσεις έστειλε θανατηφόρα βέλη στον αντίπαλο του Στεφάν. Το πρώτο τον βρήκε στον ώμο του χεριού που ετοιμαζόταν να σκίσει το λαιμό του θύματός του. Ανέκοψε την  κίνησή του και της χάρισε μερικά δευτερόλεπτα. Το δεύτερο ήταν καλύτερα ζυγισμένο και τον βρήκε στο θώρακα. Το τρίτο και το τέταρτο τον πέτυχαν ίσια στην καρδιά. Όπως και το πέμπτο. Και το έκτο στο μάτι. Τελικά, σωριάστηκε κι εκείνος στο γρασίδι, ετοιμοθάνατος ή ήδη νεκρός.
Όμως, ο Στεφάν δεν μπορούσε να συνεχίσει να κείτεται εκεί, απροστάτευτος. Αργά η γρήγορα κάποιος θα τον αποτελείωνε.
Γι’ αυτό και η Ναντέζντα χωρίς να νοιαστεί για τη δική της ασφάλεια όρμησε στην ανοιχτή πεδιάδα, όπου δεν υπήρχαν δέντρα για κάλυψη. Σαν από θαύμα κανείς δεν την στοχοποίησε. Πρόλαβε να φτάσει στο πλάι του. Είδε ότι το τσεκούρι του εχθρού είχε διαπεράσει το μέταλλο της πανοπλίας του Στεφάν και είχε αφήσει ένα βαθύ τραύμα που διέσχιζε οριζόντια την κοιλιά του. Το αίμα έτρεχε ποτάμι, κι έβαφε τα χόρτα γύρω βαθυκόκκινα, σε πλήρη αντίθεση με το πράσινο της φύσης.
Περισσότερο αισθάνθηκε παράάκουσε τον άντρα πίσω της. Ψύχραιμη, άρπαξε το σπαθί του Στεφάν και απέκρουσε την επίθεσή του. Μετά από μια ολιγόλεπτη ξιφομαχία η Ναντέζντα έμπηξε το ξίφος στην καρδιά του και τον σκότωσε.
Ύστερα από την αποτυχία της να υπερασπιστεί τον εαυτό της  σ’ εκείνη την επίθεση ληστών, είχε εξασκηθεί. Δεν ήθελε να χρωστά ευγνωμοσύνη σε κανέναν. Γι’ αυτό είχε βάλει σκοπό να διορθώσει τις αδυναμίες της. Τώρα, ήταν ευγνώμων για το δύσκολο και περήφανο χαρακτήρα της.
Μα, δεν της περίσσευε χρόνος να σκεφτεί. Δεν μπορούσε φυσικά να σταθεί εκεί και να συνεχίσει να πολεμά σώμα με σώμα, πάνω από τον βαριά τραυματισμένο Στεφάν. Θα την σκότωναν, κι εκτός αυτού έπρεπε να τον μεταφέρει σ’ ένα ασφαλές μέρος, ώστε να τον περιποιηθεί. Θα πέθαινε χωρίς φροντίδα  και άμεση θεραπεία.
Συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και τον ανασήκωσε. Έπειτα πέρασε το δεξί του μπράτσο πάνω από τον ώμο της, έτσι που να στηρίζεται στην πλάτη της. Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερε με την πρώτη. Βλέποντας όμως, τα πτώματα που σωριάζονταν γύρω της, το θάνατο, που πλησίαζε, βρήκε τη δύναμη.
Με κομμένη την ανάσα, τον μετέφερε έτσι, ως πίσω στα δέντρα. Όμως, δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Αν ήθελε να είναι ασφαλείς έπρεπε να φτάσει στο στρατόπεδο. Μολαταύτα, σαν παραπάτησε σ’ ένα βραχάκι, δεν άντεξε και έπεσε κάτω. Ένιωσε το βάρος του Στεφάν να την πλακώνει. Η αίσθηση του αίματος του, που έρρεε άφθονο από τη χαίνουσα πληγή και κυλούσε πάνω στα ρούχα της, ήταν αποκρουστική. Της θύμισε πόσο καίρια ήταν η σημασία του χρόνου που περνούσε. Κάθε λεπτό που σπαταλούσε, ο Στεφάν έχανε περισσότερο αίμα.
Έτσι, συνέχισε. Πρώτα όμως του αφαίρεσε την περικεφαλαία, τον μεταλλικό θώρακα και τις περικνημίδες, ώστε να ελαφρύνει το βάρος. Τα παράτησε σκόρπια στο έδαφος.
Μετά από υπεράνθρωπη προσπάθεια, είδε τα πρώτα αντίσκηνα, τη μεγάλη, πλατιά τάφρο που τους προστάτευε από τον εχθρό, το στρατόπεδο. Την αναγνώρισαν αμέσως κι έριξαν την σανίδα.
Δεν τον πήγε στο σημείο όπου μεταφέρονταν όλοι οι πληγωμένοι που φρόντιζε με τις κοπέλες αλλά, στη δική του σκηνή.
Τον ακούμπησε στο αυτοσχέδιο στρώμα από ξερά χόρτα, φύλλα και άχυρα. Αφαίρεσε και τα υπόλοιπα κομμάτια της πανοπλίας του. Έσκισε το ρούχο για να δει καλύτερα την πληγή. Τρόμαξε. Η έκτασή της ήταν μεγάλη. Τα βοτάνια και οι αλοιφές δε θα αρκούσαν. Όμως, είχε δει και χειρότερα. Είχε δει ανθρώπους να επιβιώνουν και από χειρότερα.  Κι εκείνη δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να πεθάνει.
Καθάρισε προσεκτικά τη μαχαιριά με άπλετο νερό και οινοπνευματώδες ποτό. Ευτυχώς που ήταν αναίσθητος αλλιώς θα σφάδαζε από τους πόνους. Έπειτα, με νήμα και μια ειδική βελόνα καμωμένη από χαλκό, την οποία είχε βράσει σ’ ένα τσουκάλι,  έραψε το τραύμα. Κάθε βελονιά, ήταν προσεκτική, μελετημένη και επιδέξια. Ευτυχώς, είχε περάσει πολλές ώρες κάνοντας εξάσκηση στο εργόχειρό της τις τεχνικές ραμμάτων που ήταν καταγεγραμμένες σε βιβλία του Ιπποκράτη, του αρχαίου Έλληνα ιατρού.

Μόλις τελείωσε απόθεσε στην πληγή ένα κατάπλασμα από βότανα και την έδεσε με καθαρούς επιδέσμους. Τον σκέπασε με μια μαλακιά κουβέρτα. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Μόνο να περιμένει. 

Σοφία Γκρέκα