Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 38) - "Ρωγμή στη Επιφάνεια"

Νοτιανατολικό Μέτωπο, Ιούνιος 1020

Ο Στεφάν σταδιακά ανάνηψε, χάρη στις συνεχείς φροντίδες της Ναντέζντα. Όμως και πάλι, δεν ήταν σε θέση να σηκωθεί από το κρεβάτι πόσο μάλλον να εκτελέσει τα καθήκοντά του.
Εκείνη προσπαθούσε να μην σκέφτεται τα συναισθήματα που της προξενούσε αυτή η δύσκολη η κατάσταση. Προτιμούσε να σκέφτεται ότι απλώς έκανε το καθήκον της, ως θεραπεύτρια και μόνο.
Όμως, δεν μπορούσε να περνά όσο χρόνο μαζί του όσο θα ήθελε. Με το στρατηγό βαριά λαβωμένο, ο υποστράτηγος Λουντμίλ Μπολεσλάβιτς είχε πλέον στην εξουσία. Η Ναντέζντα δεν εμπιστευόταν την κρίση του όσο του Στεφάν. Έτσι, ήταν αναγκασμένη να συνδιαλέγεται μαζί του για το κάθε τι, και δεν ήθελε να τον αφήσει να πάρει καμία απόφαση μόνος του. Αυτό όμως αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο φανταζόταν, αφού σπανίως συμφωνούσαν.
Συνειδητοποίησε με μεγάλη οργή και απογοήτευση, ότι χωρίς τον Στεφάν να υποστηρίζει ό,τι κι αν έλεγε, ήταν σχεδόν αδύνατον  να κάνει τους σκληροτράχηλους πολέμαρχους να την ακούσουν. Όλοι εκείνοι που με δυσκολία αναγνώριζαν την αξία της, βρήκαν την ευκαιρία να ξεχάσουν όλες τις αρετές της και να επικεντρωθούν στο μοναδικό της μειονέκτημα: το φύλο της. Τώρα, ούτε καν η υποστήριξη του Μεγάλου Πρίγκιπα μπορούσε να τη βοηθήσει.
Και τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ο Μπολεσλάβτις αποδείχτηκε ανίκανος να πείσει για την αξία του, όχι μόνο τη Ναντέζντα, μα και τη συντριπτική πλειοψηφία των αντρών. Έτσι, το συμβούλιο δεν άκουγε τη Ναντέζντα, επειδή ήταν γυναίκα, διαφωνούσε με τον Μπολεσλαβιτς, επειδή δεν ήταν αξιόμαχος και ο καθένας υποστήριζε ότι η δική του γραμμή πλεύσης ήταν η καλύτερη λύση. Αυτή η αδυναμία συνεννόησης είχε επηρεάσει και τους πολεμιστές. Η  ανησυχία είχε φωλιάσει στις καρδιές τους, αδύνατο να εξαφανιστεί. Κι έχαναν τη μία μάχη μετά την άλλη. Το απόλυτο χάος επικρατούσε.
Η Ναντέζντα δεν μπορούσε να αφήσει την κατάσταση να διαιωνιστεί. Ακόμα δεν είχαν χαθεί όλα. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν κάποιες μελετημένες κινήσεις και θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση. Για μέρες σκεφτόταν την στρατηγική πού έπρεπε να ακολουθήσουν καθώς και το πώς θα τους έπειθε να συμφωνήσουν μαζί της. Σ’ αυτό βοήθησαν ιδιαίτερα οι γνώσεις της για τις πολεμικές πρακτικές των αρχαίων Ελλήνων.
Τελικά, αποφάσισε ότι η απλούστερη λύση ήταν και η καλύτερη.  Μάζεψε λοιπόν για άλλη μια φορά τους υψηλά ιστάμενους αξιωματικούς και αυτή τη φορά δεν έδωσε το λόγο σε κανένα. Μόνο η δική της φωνή ακουγόταν όσο τους ανακοίνωνε το σχέδιο επίθεσης, σαν τετελεσμένο γεγονός.
Εκμεταλλευόμενοι την πεποίθηση των Πετσενέγων, ότι ο στρατός τους είχε πάθει πανωλεθρία, θα χώριζαν τον στρατό σε δύο σώματα, συγκροτημένα σε σχήμα παρόμοιο με αυτό της σπαρτιατικής φάλαγγας, δηλαδή παραταγμένοι πολύ συνεπτυγμένα,  σε θέση άμυνας. Το ένα τμήμα θα έμενε πίσω, κοντά στο στρατόπεδο και το άλλο θα πραγματοποιούσε την επίθεση. Βλέποντάς τούς ολιγάριθμους και συνασπισμένους, οι Πετσενέγοι θα πίστευαν ότι εύκολα θα τους εξολόθρευαν. Και θα γίνονταν αλαζόνες και απρόσεκτοι. Αυτό που δε θα γνώριζαν, ήταν ότι  χάρη στη πλούσια βλάστηση του πεδίου της μάχης, ένας αξιόλογος αριθμός τοξοτών θα κρύβονταν πίσω από τα δέντρα, περικυκλώνοντάς τους. Εκείνοι αιφνιδιάζοντάς τους με την έναρξη της μάχης, θα έκαμπταν το ηθικό τους και θα τους θέριζαν. Και όταν θα βρίσκονταν στο πιο αδύναμο σημείο, όταν θα είχαν τραπεί σε φυγή, τότε θα έκανε την εμφάνισή του και ο δεύτερος σχηματισμός, στερώντας τους κάθε ελπίδα επιβίωσης.
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες, ενόσω τους εξηγούσε τι θα έκαναν, και γιατί θα το έκαναν. Δεν σταμάτησε, αν δεν ήταν βέβαιη, ότι όλοι θα έκαναν αυτό που τους έλεγε. Όσοι τόλμησαν να αντιμιλήσουν αντιμετώπισαν το δολοφονικό της βλέμμα κι έναν ορυμαγδό επιχειρημάτων, που εξουδετέρωναν την πρόταση του ομιλητή και αναδείκνυαν την αξία της δικής της. Όχι δεν έπρεπε να ακολουθήσουν τη συμβατική μέθοδο, γιατί έπρεπε να κάνουν ένα αποφασιστικό βήμα που θα εξασφάλιζε τη νίκη. Ναι, ήταν ριψοκίνδυνο, ναι πολλοί θα πέθαιναν μα αυτό συμβαίνει σε κάθε μάχη, και τουλάχιστον αυτή τη φορά, οι θυσίες θα γίνονταν για κάποιο σκοπό. Και τελικά όλοι συμφώνησαν πως αυτό έπρεπε να γίνει.
Δεν σταμάτησε όμως, εκεί. Συγκέντρωσε και τους πολεμιστές και έβγαλε έναν πύρινο λόγο, για να αναπτερώσει το ηθικό τους.  Και τους συνεπήρε. Τους θύμισε για ποιο σκοπό πολεμούσαν, ότι έπρεπε να δώσουν τα πάντα για την πατρίδα και τις οικογένειές τους, ότι δεν υπήρχε θάνατος πιο δοξασμένος και τιμημένος από αυτόν που γίνεται για ένα σκοπό που  είναι σωστός. Μπορεί να πέθαιναν σήμερα, μα θα στην πραγματικότητα θα ζούσαν για πάντα, θα τους θυμούνταν ες αεί ως ήρωες. Έβαλε φωτιά στις καρδιές τους και τους όπλισε με θάρρος και υπομονή για τις δύσκολες στιγμές που θα έρχονταν.
Κι όταν την επομένη ξεκίνησαν να μπουν στη μάχη, κανείς δεν είχε αμφιβολία για ποιον λόγο πολεμούσε ή για ποιον άνθρωπο. Η Ναντέζντα καβάλα στο άλογό της τους οδήγησε, παρά τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων, φροντίζοντας όμως, να μην εμπλακεί στην πάλη. Και γι’ αυτό όταν κατόρθωσαν μια θριαμβευτική νίκη, σε κανέναν δε φάνηκε παράλογο.
Ο καιρός περνούσε και ο ρωσικός στρατός ξαναβρήκε την ορμή και δύναμή του. Όμως, αυτή η κατάσταση ήταν εξουθενωτική για τη Ναντέζντα. Μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στην κατάστρωση στρατηγικής, την επίβλεψη του έργου των κοριτσιών που γινόταν ολοένα και πιο δυσβάσταχτο με τους αμέτρητους νεκρούς και τραυματίες και στη φροντίδα του Στεφάν. Δεν υπήρχε ανάπαυλα, μήτε η πιθανότητα ανάπαυσης για κείνη. Όλο κάτι είχε να κάνει, κάτι σημαντικό που δεν επιδέχονταν αναβολή.
Από μια μεριά, αυτό ήταν καλό. Δε χρειαζόταν ούτε τις σκέψεις και τα συναισθήματα που την αποπροσανατόλιζαν να ξεδιαλύνει,  ούτε να αναλωθεί σε αναμνήσεις που τώρα τελευταία εμφανίζονταν διαρκώς ολοζώντανες μπροστά της. Κυρίως, είχαν να κάνουν με τη φρικαλέα νύχτα, όταν δηλαδή έχασε το Γιαροσλάβ, και την περίοδο της αιχμαλωσίας της. Κάθε φορά λοιπόν, που προέκυπτε κάποιο ζήτημα, δεν ήταν ενόχληση αλλά ευκαιρία να ξεφύγει από τα μονοπάτια του μυαλού της.
Έτσι και σήμερα. Αφού οι νέες τη διαβεβαίωσαν πως μπορούσαν να χειριστούν τους λαβωμένους για τη νύχτα, χωρίς τη βοήθειά της, και αφού την προέτρεψαν επανειλημμένα να πάει να ξεκουραστεί, τις άφησε να δουλέψουν μόνες. Όμως, δεν είχε σκοπό να πάει να κοιμηθεί. Είχε μέρες που κοιμόταν μονάχα δυο, τρεις ώρες την ημέρα, λίγο πριν φανεί το χρυσαφένιο φως της ανατολής.
Μπήκε μέσα στην σκηνή του Στεφάν, βιαστική όπως πάντα. Εκείνος το διασκέδαζε να τη βλέπει έτσι, να πηγαίνει πάνω κάτω, πέρα δώθε σαν καμιά μύγα, χωρίς να στέκεται ποτέ. Η Ναντέζντα επιθεώρησε την επούλωση της πληγής, του έφτιαξε περισσότερο κατάπλασμα, αφέψημα με αναλγητική δράση, αφέψημα με αντιφλεγμονώδη δράση, του έδωσε να φάει ένα περίεργο κατασκεύασμα που έμοιαζε με σούπα αλλά ο Στεφάν ήταν βέβαιος πως δεν ήταν, του άλλαξε επιδέσμους, καθάρισε την πληγή και έβαλε πάνω τη νέα δόση φαρμάκων που μόλις είχε παρασκευαστεί. Όλα χωρίς να μιλά, χωρίς να σταματά.
«Τελείωσες ή ακόμα;», ρώτησε εκείνος ξαφνικά.
«Τι θες να πεις;»
«Εννοώ ότι από την στιγμή που εμφανίστηκες μοιάζεις να λειτουργείς στον αυτόματο».
Τον κοίταξε με εμφανή απορία, σαν να μην καταλάβαινε καθόλου τι της έλεγε. «Φάε τη σούπα», του είπε κουρασμένα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν είχε πια το κουράγιο να καβγαδίζει μαζί του.
Εκείνος έκανε ότι του είπε. Καθώς έτρωγε όμως στραβοκατάπιε και κόντεψε να πνιγεί.  Ξερόβηξε δυνατά. Η Ναντέζντα ακαριαία βρέθηκε πλάι του με λίγο νερό.
«Είσαι καλά;», τον ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον, σκύβοντας από πάνω του. Το πρόσωπό της ήταν πολύ κοντά στο δικό του.
Ο Στεφάν τα ‘χασε, βλέποντας ότι πράγματι ανησυχούσε. Ήπιε το νερό, αλλά δε μίλησε. Τελικά όμως, αποφάσισε να ρωτήσει αυτό που τον βασάνιζε.
«Γιατί με βοήθησες στη διάρκεια της μάχης, ενώ ήταν τόσο επικίνδυνο; Γιατί συνεχίζεις να με περιποιείσαι ενώ έχεις τόσα άλλα στο κεφάλι σου;»
Η Ναντέζντα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν ήταν σίγουρη ότι είχε ακούσει σωστά την ερώτηση. Μόνο τα μάτια του κοιτούσε, που την είχαν μαγνητίσει. Ένιωθε πάλι σαν υπνωτισμένη όπως κάθε φορά που τον κοιτούσε πολύ ώρα κατάματα. Αισθανόταν ότι όλη η ατμόσφαιρα γύρω της ήταν ηλεκτρισμένη. Συγκέντρωσε όμως, το μυαλό της και σκέφτηκε λογικά την ερώτηση. Είπε το μόνο πράγμα που έβγαζε νόημα.
«Γιατί δεν ήθελα πια να σου είμαι υποχρεωμένη. Με αυτό σου ξεπλήρωσα και το χρέος και για τότε στο Νόβγκοροντ, και για τότε με τους ληστές –αν δεχτούμε ότι το δεύτερο υφίσταται».
«Αυτό μόνο;», ρώτησε προβληματισμένος. Δεν ήξερε αν έπρεπε να την πιστέψει ή όχι. Ήταν μια πειστική απάντηση –άσχετο που δεν τον ευχαριστούσε. Όμως τα φωτεινά πράσινα μάτια που τον κοιτούσαν… νόμιζε ότι του έλεγαν κάτι διαφορετικό.
«Τι παραπάνω;», είπε με το συνηθισμένο ειρωνικό ύφος της η Ναντέζντα και ανασηκώθηκε. Έπρεπε να πάψει να τον κοιτά στα μάτια, αλλιώς σίγουρα θα πετούσε καμιά μεγάλη βλακεία.
* * *
Είμαι φυλακισμένη.  Βαριές αλυσίδες με κρατούν ακινητοποιημένη. Μια μεγάλη φωτιά καίει ολόγυρά μου, όμως δε με αγγίζει. Γιατί πνίγομαι σε μια βαθιά λίμνη αίματος. Η στάθμη ολοένα ανεβαίνει, το αίμα καταβροχθίζει τα πάντα. Ξαφνικά δεν μπορώ να αναπνεύσω. Είμαι ολόκληρη βουτηγμένη στο βούρκο. Και τότε ένα χέρι με τραβάει ψηλά.
Το τοπίο αλλάζει. Μετατρέπεται σ’ ένα πανέμορφο ολάνθιστο λιβάδι, φωτισμένο από το φεγγάρι που μοιάζει με ασημένιο δίσκο.
Κοιτώ το σωτήρα μου. Βλέπω ολοκάθαρα τον Στεφάν κι η ψυχή μου γαληνεύει.
Ωστόσο άξαφνα, η μορφή του παραμορφώνεται. Το δέρμα του μαυρίζει, μαύρα φτερά νυχτερίδας φυτρώνουν στην πλάτη του, δυο γυαλιστερά κέρατα φυτρώνουν στην κορφή του κεφαλιού του, η μύτη του γίνεται μια σχισμή, σαν των φιδιών, το ασπράδι από τα μάτια του εξαφανίζεται, όπως και το σπάνιο χρώμα τους και τώρα τα μοιάζουν σαν δυο μεγάλες σταγόνες άλικου αίματος, σαν κι εκείνο που με περικύκλωνε ένα λεπτό πριν. Είναι ένα τέρας.
Με το δεξί του πόδι, με τα γαμψά σαν γερακιού νύχια, χτυπά το γρασίδι. Ένας βροντερός κρότος ακούγεται απ’ άκρη σ’ άκρη του μέχρι πρότινος παραδεισένιου λιβαδιού. Η γη ανοίγει στα δυο σ’ εκείνο το σημείο, ένα βαθύ χάσμα εμφανίζεται, γεμάτο καυτή λάβα που κοχλάζει.  Με αρπάζει από το χέρι και πετά ψηλά με τα δυνατά φτερά του, τραβώντας με μαζί του.
Και με αφήνει να πέσω στο φαράγγι με τη λάβα.
Τουλάχιστον θα πεθάνω γρήγορα.

Η Ναντέζντα ξύπνησε έντρομη, μ’ ένα δυνατό ουρλιαχτό. Η καρδιά της δεν σταματούσε  να χτυπάει σ’ ένα ξέφρενο ρυθμό, λες και ήταν κρουστό όργανο. Της πήρε λίγα λεπτά να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν.
Ήταν στην σκηνή του Στεφάν, ξαπλωμένη στο σκληρό έδαφος. Ναι, τώρα θυμόταν. Ένιωσε την θερμοκρασία του να ανεβαίνει οπότε αποφάσισε να καθίσει μαζί του, ώστε να είναι έτοιμη σε περίπτωση που η κατάστασή του μεταβαλλόταν.
Τι ήταν αυτό, παναγίτσα μου;
Η Ναντέζντα σπανίως επικαλούταν το όνομα του Θεού ή της Παναγίας. Δεν το θεωρούσε σωστό να το κάνει μόνο, όταν είχε ανάγκη από βοήθεια. Πίστευε ότι ήταν απλά υποκρισία. Τώρα όμως ήταν πολύ ταραγμένη.
Ανασηκώθηκε και στήριξε το κεφάλι της στα λυγισμένα γόνατά της. Το πρόσωπό της ήταν τώρα κρυμμένο, μόνο ο χείμαρρος των ξανθών μαλλιών της φαινόταν.  Προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα επέτρεπε στον εαυτό της να κλάψει ή αν θα παρίστανε τη γενναία, τη στιγμή που άκουσε τη φωνή του.
«Είσαι καλά;», τη ρώτησε αγωνιώντας ο Στεφάν που είχε ξυπνήσει από την απεγνωσμένη κραυγή της.
Τέλεια, τον ξύπνησα. Τι του λένε τώρα; Πως όχι, δεν είμαι καθόλου καλά;
«Φυσικά και είμαι καλά. Είμαι μια χαρά», απάντησε σηκώνοντας το κεφάλι της. Το βλέμμα της όμως, ήταν άδειο. Κι ο Στεφάν δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή  να την πιστέψει.
«Εφιάλτης;»
«Αν πω όχι θα με πιστέψεις;», είπε σε μια προσπάθεια να αστειευτεί.
«Δοκίμασε.»
«Δεν ήταν εφιάλτης».
«Δε σε πιστεύω».
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο Στεφάν δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της, όμως εκείνη απέφευγε επιμελώς να τον αντικρίσει. Δεν άντεχε να τη βλέπει έτσι. Ήθελε να την τραβήξει κοντά του και να διώξει μακριά όλες τις σκιές που την τάραζαν. Να ξορκίσει όλους τους κακούς δαίμονες.
«Έλα εδώ», της είπε απλά.
«Τι;»
«Δίπλα μου στο στρώμα. Το έχεις ξανακάνει».
Πράγματι το είχε κάνει, εκείνο το πρώτο βασανιστικό βράδυ, παρασυρμένη από το παραμιλητό του, την εξάντληση της και την αγωνία της μήπως υπέκυπτε στο τραύμα και πέθαινε. Αυτό όμως, δεν είχε καμιά σημασία. Τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Μολαταύτα, το σώμα της, σηκώθηκε αυτόματα, λες και μια ακατανόητη δύναμη κινούσε τα μέλη της, παρά τις προσταγές της λογικής της. Ξάπλωσε στο στρώμα και τυλίχτηκε με την κουβέρτα του. Απέφυγε όμως να ακουμπήσει το κεφάλι της πάνω του, όπως και να τον κοιτάξει.

Και για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό βυθίστηκε σ’ ένα ύπνο γαλήνιο, βαθύ, όμοιο με λήθαργο. Έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Σοφία Γκρέκα