Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 5)

Το καλοκαίρι κυλούσε αργά κι ωραία στο Μπουτζά. Οι άνθρωποι, με το τραγούδι στο στόμα, θέριζαν τα ώριμα στάχυα, περιποιούνταν τις ελιές και τ’ αμπέλια τους προσδοκώντας να τους δώσουν πολύ καρπό το φθινόπωρο κι αντάμα γιόρταζαν. Τρεις εκκλησιές ορθόδοξες είχε τούτο τ’ όμορφο προάστιο της Σμύρνης, των οποίων η μνήμη τιμώνταν το καλοκαίρι: τον Αη-Γιάννη τον Απάνω στη Γέννηση και τον Κάτω στην αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου και την Παναγιά τη Βαγγελίστρα στην Κοίμηση, παρά τ’ όνομά της.
Και τις τρεις αυτές μέρες στηνόταν πανηγύρι όπου συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μικροί και μεγάλοι, απ’ τους πιο πλούσιους μέχρι τους πιο φτωχούς και το γλέντι τέλευε μόλις τις πρώτες πρωινές ώρες.
Για αυτό το τελευταίο πανηγύρι της Παναγίας ξεσηκώνονταν και τώρα οι χωριανοί. Είχαν νηστέψει δυο βδομάδες σύμφωνα με το έθιμο κι ήταν έτοιμοι να γιορτάσουν με ευλάβεια την Κοίμηση της Θεοτόκου, κι ύστερα να ξεφαντώσουν με φαγητό, πιοτό και χορό έξω απ’ το ναό. Το ίδιο έκανε κι η οικογένεια της Κατίνας. Η κυρά Φωτεινή με τις παραδουλεύτρες της είχε ζυμώσει και πρόσφορο για τη λειτουργία, μιας κι έτυχε να ’χει τη μέρα εκείνη τη γιορτή της η Μαρίτσα. Αυτό θυμήθηκε η Κατίνα μόλις ξύπνησε κι έτρεξε σχεδόν στο δωμάτιο της θείας της, την ώρα που έβγαινε απ’ αυτό φορώντας ακόμα τα νυχτικά της, για να την αγκαλιάσει σφιχτά.
«Καλή σου μέρα, θεία! Χρόνια πολλά!» αναφώνησε.
«Σ' ευχαριστώ, ανιψούλα μου! Την ευκή του Θεού να ’χεις!» ανταπέδωσε η Μαρίτσα φιλώντας την.
«Ξύπνησαν τα παιδιά;» τη ρώτησε.
«Τώρα δα» απάντησε και την ίδια στιγμή η Σμαρώ αγουροξυπνημένη φάνηκε στην πόρτα. «Καλημέρα μανούλα» είπε τρίβοντας με τις γροθιές τα ματάκια της. Ύστερα αντίκρισε την ξαδέλφη της και το μούτρο της έλαμψε. Χωρίς να πει λέξη χώθηκε στην αγκαλιά της, κλείνοντας στα χεράκια της τη λεπτή της μέση κι η Κατίνα έσκυψε στοργικά πάνω απ’ το καστανόξανθο κεφάλι της.
«Θα τα βοηθήσεις να ντυθούν;» την παρακάλεσε η Μαρίτσα.
«Έννοια σου» συγκατένευσε.
Λίγη ώρα αργότερα όλοι ήταν έτοιμοι. Η Κατίνα είχε φορέσει στις ξαδελφούλες της τα καλά τους φουστανάκια(αποφόρια δικά της που είχε τύχει να κρατήσει η γιαγιά τους), στολισμένα με φιόγκους και δαντέλα κι είχε πλέξει τα μαλλιά τους σε κοτσίδες, ενώ η ίδια είχε επιλέξει το αγαπημένο της καλοκαιρινό φόρεμα που το συνδύασε με χαμηλό τακούνι. Κι έτσι λοιπόν κατέβηκαν τα τρία κορίτσια στη σάλα. Εκεί τις περίμεναν η κυρά-Φωτεινή κι η κόρη της, η μια ντυμένη αρχοντικά κι η άλλη μ’ ένα απλό μαύρο φόρεμα, δηλωτικό του πένθους της.
«Καλώς τσι κούκλες μου! Για να διω... Πω πω! Κατίνα μου; Τι εμορφιές είναι αυτές; Μπράβο κοκόνα μου!» θαύμασε η Μαρίτσα την ανιψιά και τις κόρες της.
«Θέλει να τση μοιάσουν βλέπεις» παρατήρησε η κυρά Φωτεινή με νόημα περνώντας τα δάχτυλά της τα οποία κοσμούσαν λογιών λογιών δαχτυλίδια ανάμεσα στους βοστρύχους της εγγονής της που έπεφταν λυτοί στους ώμους της κι η κοπέλα χαμογέλασε ντροπαλά.
«Άιντε μπρε γυναίκες! Θ’ αργήσομε στην εκκλησιά!» προειδοποίησε ο Σίμος. «Κατινάκι στις εμορφιές σου σήμερα» παίνεψε ωστόσο την κόρη του. «Κι εσύ μητέρα, όλες σας... Τιμή μου να συνοδεύω τέτοιες υπάρξεις! Ούτε σουλτάνος να ’μουνα!» αστειεύτηκε κι οι μικρές ανιψιές του γέλασαν.
«Σίμο μου τα παραλές» είπε η Μαρίτσα.
«Ποτές! Για τον άντρα οι συγγένισσές του είναι το καλύτερο χαρέμι» αντέταξε κοιτώντας τες τρυφερά. «Άιντες λοιπόν χανούμισσες, σύρετε! Σπύρο, εσύ σιμά μου, είσαι άντρας» επανέλαβε ζωηρά προτρέποντας τον ανιψιό του να προπορευτεί μαζί του κι εκείνος ακολούθησε με καμάρι.
«Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε...» έψαλλαν σύσσωμοι οι πιστοί το απολυτίκιο. Και λίγο πριν την απόλυση, ο πρωθιερέας καρπώθηκε την ευκαιρία να βγάλει ένα ένθερμο πατριωτικό λογύδριο: «Η φετινή εορτή της Κοιμήσεως, αδελφοί μου,» είπε «δεν είναι όπως οι άλλες... Τούτο το θέρος είναι φέρελπι για το λαό μας, για το χριστεπώνυμο πλήρωμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας... Ας ευχηθούμε όλοι μας στην Υπεραγία Θεοτόκο να οδηγήσει το λαό του Υιού της και Θεού ημών Ιησού Χριστού στην ελευθερία και την πολυπόθητον ένωσι μετά της μητρός ημών Ελλάδος, την οποία επί πέντε αιώνας ποθούμεν και αναμένομεν...»
«Αμήν Παναγιά μου!» ακούστηκαν κάποιες γυναίκες ενώ το εκκλησίασμα έκανε το σημείο του σταυρού στο σώμα του.
Η λειτουργία τέλειωσε και βγήκαν έξω κρατώντας στη χούφτα το αντίδωρο που είχαν πάρει απ’ το χέρι του παπά. Η Σμαρώ κι η Παρίτσα δε σταματούσαν να στριφογυρίζουν επιδεικνύοντας στη μάνα τους το στρογγυλό άνοιγμα της φούστας τους κι εκείνη προσπαθούσε να τις συμμαζέψει, μη τυχόν φανούν αυτά που δεν έπρεπε. Η κυρά Φωτεινή συζητούσε με δυο τρεις άλλες ομήλικές της, ενώ πολλοί χωριανοί, ιδίως άντρες, στέκονταν και χαιρετούσανε το Σίμο που αντάλλασσε μαζί τους το χαιρετισμό και καμιά κουβέντα για το πώς πήγαινε η δουλειά, η υγεία ή η φαμίλια τους. Κι η Κατίνα χαμογελούσε βλέποντάς τον να συνομιλεί εγκάρδια με όλους, ανεξάρτητα απ’ το αν ήταν πλούσιοι ή φτωχοί. Στα σαράντα του χρόνια ο πατέρας της είχε κατορθώσει να ’ναι τόσο σεβαστός κι αγαπητός στους συντοπίτες του, όσο ήταν στα γεράματα οι πρόγονοί του. Οι Μπουτζαλήδες εκτιμούσαν πολύ τους Σεκέρογλου. Νερό στ’ όνομά τους έπιναν. Κι αυτό γιατί κορίτσια του χωριού είχαν βρει δουλειά κοντά τους, κι η επέμβασή τους είχε γλιτώσει πολλούς όταν αδικήθηκαν ή ήρθαν σε διένεξη με Έλληνες ή Τούρκους, κυρίως για την ιδιοκτησία τους. Οι χαρές τους ήταν και δικές τους κι οι λύπες τους το ίδιο(πόσοι άντρες, θυμόταν η κυρά-Φωτεινή, δε δάκρυσαν όταν έχασε πρόωρα το σύζυγό της, ή πόσες γυναίκες δεν ωρύονταν μοιρολογώντας κι αυτές τη νύφη της; Και πόσοι πάλι δεν αναγάλλιασαν, ακούγοντας τον παπά να προσφωνεί την εγγονή της Αικατερίνη στο βάπτισμα...)
«Θειά θα ’ρθεις στο πανηγύρι;» απευθύνθηκε η Κατίνα στη Μαρίτσα μόλις έφτασαν σπίτι.
«Χριστός κι Απόστολος!» σκανδαλίστηκε εκείνη. «Τι λες Κατινιώ μου; Χήρα γυναίκα; Ρεζίλι θα γένω! Και μ’ ηξεύρουν ούλοι στο Μπουτζά... Όχι δεν έρχουμαι!»
«Γιατί βρε θεία;» είπε απογοητευμένη. «Αφού έχουν περάσει τα σαράντα...»
«Ποιά σαράντα κόρη μου; Ένα χρόνο βαστά το πένθος» επέμεινε.
«Μα θεία... Όλοι εκεί θα ’μαστε» διαμαρτυρήθηκε η Κατίνα.
«Καλά σε λέγει το παιδί Μαριώ μου...Μόνο τα δουλικά θα μείνουν σπίτι» πήρε το μέρος της η κυρά-Φωτεινή.
«Θα μείνω κι εγώ! Πάρτε τα παιδιά και σύρτε στο καλό! Να χαρούν αυτά τουλάχιστον!» ύψωσε τη φωνή η Μαρίτσα κι ύστερα κάνοντας απότομη μεταβολή χάθηκε στο δωμάτιό της.
«Πάω να τη μιλήσω» ανήγγειλε η Κατίνα στα ξαδέρφια της που είχαν απορήσει με το ξέσπασμα της μάνας τους και στον πατέρα της που έξυνε σκεφτικός το φρεσκοξυρισμένο πιγούνι του, ενώ η γιαγιά της σταυροκοπιόταν μουρμουρίζοντας.
«Πήγαινε» συμφώνησε ο Σίμος. Η κοπέλα ανέβηκε τις σκάλες και χτύπησε την πόρτα του δωματίου. Ένας λυγμός την υποδέχθηκε κι αποφάσισε να γυρίσει το πόμολο.
«Θεία...» είπε κι η Μαρίτσα βιάστηκε να σκουπίσει τα μάτια της, αιφνιδιασμένη από την παρουσία της.
«Το ξεύρω είναι δύσκολο» έκανε μαλακά καθήμενη στο στρώμα δίπλα της κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της. «Μα κάμε το για μένα...»
«Δε μπορώ Κατινάκι μου» ψιθύρισε, μαζεύοντας μια υγρή σταγόνα στο δείκτη της. «Σύρετε εσείς στο γλέντι...»
«Έλα βρε θεία...» ανυποχώρητη η μικρή τρίφτηκε πάνω της. Και κάτω απ’ την πίεση των γλυκών ματιών της που την κοιτούσαν παρακλητικά, η γυναίκα ενέδωσε.
«Άχι κοκόνα μου! Τέτοια με κάμεις και δεν ημπορώ να σ’ αρνηθώ!» αναστέναξε.
«Θα ’ρθεις δηλαδή;» ρώτησε με προσμονή η Κατίνα.
«Θα ’ρχω! Μα να ξεύρεις, μόνο και μόνο γιατί με έπεισες!» αποκρίθηκε κι έλαβε ως "επιβράβευση" ένα ρουφηχτό φιλί απ’ την ανιψιά της.
Ο ήλιος κατηφόριζε νωχελικά στον ορίζοντα όταν άρχισε το πανηγύρι. Οι γυναίκες κουβαλούσαν χίλια δυο φαγητά και γλυκά και τ' αράδιαζαν πάνω στα τραπέζια, ενώ οι άντρες προμήθευαν κρασί και ρακί τα βαρέλια απ' τα οποία θα γέμιζαν ύστερα κανάτες και ποτήρια. Όλοι κουβέντιαζαν εύθυμα και που και που ένα χωρατό ή ένα πείραγμα απ' την πλευρά των αντρών έκανε τα θηλυκά μέλη να ξεσπούν σε γάργαρα ή πνιχτά γέλια. Η Κατίνα παρατηρούσε τριγύρω έκθαμβη, θαρρείς κι δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Κι ήταν αλήθεια εν μέρει, τόσα χρόνια στο χωριό και τη λαϊκή ζωή δεν την πολυήξερε(αν μπορούσε βέβαια να λεχθεί χωριό ο Μπουτζάς). Ωστόσο της άρεσε αυτή η απλή κι αυθόρμητη εορταστική ατμόσφαιρα- στο σπίτι τους, όποτε τυχόν δεξιώθηκαν κάποιον εκτός των συγγενών τους, το μόνο που θυμόταν ήταν κουστουμαρισμένοι κύριοι και κυρίες φορτωμένες μπιχλιμπίδια σαν λατέρνες να μιλούν για δουλειές και πολιτικά, τελείως βαρετά πράγματα για ένα παιδί ή μία έφηβη, όπως η ίδια.
«Μιχάλη εφέντη, το πιο καλό βάνε» μίλησε ο Σίμος σ’ έναν απ’ τους άντρες την ώρα που το πορφυρό γέννημα της αμπέλου χοχλάκιζε πέφτοντας στη φυλακή του κι εκείνος ανασηκώθηκε ξαφνιασμένος.
«Καλώς όρισες Συμεών εφέντη!» τον προσφώνησε. «Η κόρη σου είναι αυτή ε; Πωπω πως μεγάλωσε!»
«Καλώς σας ήβρα Μιχαλιό! Ναι η κόρη μου είναι... Το Κατινάκι μου!» περηφανεύτηκε σφίγγοντάς την στο πλευρό του.
«Να σου ζήσει εφέντη μ’! Κάτσε να σε κεράσομε ένα ποτήρι» τον προσκάλεσε.
«Θα κάτσω. Χαρά μου να είμαι μαζί σας απόψε» δέχτηκε ο Σίμος και προχώρησε σ’ ένα απ’ τα τραπέζια.
«Καλώς ήρχες αφέντη!» χαιρέτισαν ευγενικά και καλοσυνάτα οι γυναίκες. Παρά την αντίδρασή τους αυτή όμως, τα νέα κορίτσια συνέχιζαν να κοιτούν με δέος σχεδόν την Κατίνα.
«Γιατί με θωρούν έτσι;» στράφηκε στ’ αυτί της γιαγιάς της. «Άνθρωπος είμαι κι εγώ... Κορίτσι σαν κι αυτές!»
«Δεν είσαι σαν κι αυτές Κατίνα μου...Όσο και να το κάμεις, είσαι αρχοντοκόρη! Μην τηράς που ο κύρης σου τσι καταδέχεται» της εξήγησε.
«Δε θέλω να ’μαι αρχόντισσα» παραπονέθηκε.
«Καλά καλά... Σώπα τώρα» προσπέρασε τη ρήση της η κυρά Φωτεινή χτυπώντας ελαφρά το μπράτσο της. « Ό, τι γράφει δε ξεγράφει. Αρχόντισσα γεννήθηκες κι αρχόντισσα θ' αποθάνεις!» δήλωσε με στόμφο κι η εγγονή συμφώνησε απρόθυμα.
Στο μεταξύ ο χώρος ολοένα γιόμιζε. Τα παιδάκια τρέλαιναν τον κόσμο με τις φωνές τους, καθώς ζουζούνιζαν γύρω απ’ τους μεγάλους · ανάμεσά τους και τα ξαδέλφια της Κατίνας, που είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν θάρρος και να πλησιάζουν τους συνομηλίκους τους. Αν ήταν πιο παλιά, μπορεί να ’βλεπες και Τουρκάκια να ρίχνονται στο παιχνίδι. Τιμούσαν πολύ οι Τούρκοι την Παναγία, τη Μεριέμ Ανά, όπως την έλεγαν, και στη Χάρη της ευφραίνονταν μαζί με τους Έλληνες. Κάποιοι μάλιστα έκαναν και τάματα, κι έβλεπες τότε να κοσμείται η εικόνα της πλάι σ’ αυτά των χριστιανών με μαλάματα των μουσουλμάνων, όταν εκπληρώνονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως, με το κίνημα των Νεοτούρκων και τον πόλεμο, η κατάσταση είχε αρχίσει ν’ αλλάζει. Κι εκείνη την άνοιξη του 1919, σαν μπήκε ο στρατός στη Σμύρνη και πέρασε απ’ το Μπουτζά, οι Τούρκοι λούφαξαν. Πίσω απ' τα καφάσια των παραθύρων τους παρακολουθούσαν μουδιασμένοι τις οπλές των αλόγων να χτυπούν ρυθμικά στο χώμα και τους στρατιώτες να δέχονται με νικητήρια χαμόγελα τις ιαχές και τις επευφημίες των Ελλήνων. Κι ύστερα κλείστηκαν στο δωμάτιο κοντά στο δικαστήριο που χρησιμοποιούσαν ως κέντρο της λατρείας τους και προσεύχονταν ώρες στον Αλλάχ, ενώ οι μουλάδες τους προσήλθαν κρυφά στους χριστιανούς παπάδες ζητώντας βοήθεια. Δεν ήταν όλοι οι Τούρκοι φιλοκεμαλικοί · αντιθέτως, πολλοί που ζούσαν αρμονικά με τους Έλληνες δεν ήθελαν καν τον πόλεμο. Θυμόταν καλά η Κατίνα τη συμπεριφορά της Εμινέ: δούλευε χρόνια κοντά τους κι ήταν από τις πιο έμπιστες κι αφοσιωμένες υπηρέτριες, κι εκείνες τις μέρες έδειχνε πολύ προβληματισμένη και σκυθρωπή. «Μα τι θέλουν τέλος πάντων οι μεγάλοι; Φασαρίες γυρεύουν; Καλά δε ζούμε πλάι στους Ρωμιούς; Δε μας έδωσαν ποτέ αφορμή» την άκουσε να μουρμουρίζει κάποια στιγμή. Καημένη Εμινέ, πόσο δίκιο είχες- θα συλλογιζόταν χρόνους μετά η Κατίνα...
Κι έτσι φέτος κανένας Τούρκος δεν πάτησε το πόδι του στο πανηγύρι. Τους Έλληνες πάντως λίγο τους ένοιαζε. Μεθυσμένοι απ’ τη χαρά τους, η πλειονότητά τους δεν αντιλήφθηκε καν την απουσία τους. Κι η γιορτή προχωρούσε όπως πάντα. Σε μιαν άκρη είχαν στηθεί τα όργανα: ούτι, βιολί, σαντούρι... Και δίπλα στους οργανοπαίχτες η τροφαντή Ευταλία, η γυναίκα του Νίκου του ουτιτζή, το αηδόνι του Μπουτζά, που απ' τα πλούσια αιχμάλωτα στον κορσέ στήθια της έβγαινε μια φωνή ευαίσθητη που καθήλωνε τους πάντες. Δοκίμαζαν τις πρώτες πενιές κι ύστερα με το πρόσταγμα του τουμπελεκιού ξεκίνησε ο χορός, με το σμυρναίικο συρτό να ’χει την πρωτοκαθεδρία. Ανέμιζαν οι μακριές φούστες των γυναικών κάθε φορά που φυσούσε λίγο ο άνεμος κι οι βράκες των αντρών κυμάτιζαν κι αυτές καθώς κινούνταν στους όμορφους σκοπούς. Η όψη της Κατίνας αντιφέγγιζε από πεθυμιά, κι αν δεν ήταν η θέση της θα ’χε σηκωθεί ευθύς να χορέψει μαζί τους.
«Σύρε Κατινάκι μου να χορέψεις κι εσύ... Αφού το βλέπω στα μάτια σου πως το θέλεις» μίλησε η Μαρίτσα για να ενθαρρύνει την ανιψιά της, εκείνη ωστόσο διίστατο.
«Κατίνα!» την έβγαλε απ’ τ’ αδιέξοδο η Βαγγελιώ, που φάνηκε την επόμενη στιγμή δίπλα της. «Κι εσύ εδώ; Τι κάθεσαι; Έλα!» είπε και την τράβηξε ελαφρά απ’ τον καρπό της. Η κοπέλα κοίταξε ερωτηματικά τον πατέρα της.
«Κύριε Σίμο να τη πάρω;» απηύθυνε φωναχτά την ερώτηση η Βαγγελιώ.
«Παρ’ την» απάντησε δεκτικά εκείνος. «Σύρε» διαβεβαίωσε και την κόρη του μ’ ένα νεύμα και τα δυο κορίτσια βρέθηκαν στον κύκλο. Μέσα σ’ αυτόν βρισκόταν κι η Μαριάνθη, πάνω στην οποία είχε από ώρα καρφώσει ο Δαμιανός το βλέμμα του.
«Δαμιανέ τι θα γένει; Με ματιές θα τη βγάνουμε; Πήγαινε μπρε να πιάσεις το χέρι τση!» τον παρότρυνε ο Μανώλης.
«Κιοτεύω μπρε αρκαντάση... Δε με νιώθεις; Είναι κι οι δικοί της εδωνά» δικαιολογήθηκε ο νέος.
«Μπρε αρκαντάς θυμάσαι τι έλεγε ένας μύθος του Αίσωπου; Συν Αθηνά και χείρα κίνει!» επιδείχτηκε ο φίλος του.
«Καλά εντάξει, θα διώ...Ίσως αργότερα, μόλις πιάσει ο κυρ-Νίκος τ’ αντικριστά» αποδέχτηκε την πρότασή του ο Δαμιανός. «Κι εσύ όμως μπρε Μανώλη, αντί να κάμεις μοναχά την προξενήτρα, δεν τηράς να βρεις καμιά κοπελιά;» τον τσίγκλισε.
«Κοίτα συ τι θα κάμεις μ’ ελόγου της κι άσε με εμένα! Έχω χρόνο μπροστά μου» τον έκοψε. Κι ο Δαμιανός μουρμούρισε κάτι σαν «καλάαα» κι έτρεξε να προλάβει διότι οι χορευτές γίνονταν ζευγάρια για τον καρσιλαμά.
«Ξάδερφε θα με συνοδέψεις;» γύρεψε μια πρώτη ξαδέλφη του Μανώλη σκύβοντας λίγο προς το μέρος του.
«Μετά χαράς Ελένη μου» αποκρίθηκε τρυφερά εκείνος και σηκώθηκε.
«Σύρε να πεις της μάνας σου να κάμει κι άλλη γέννα/να κάψει κι αλλουνού καρδιά ως έκαψε κι εμένα...»τραγουδούσε η Ευταλία το γνωστό κι αγαπημένο τραγούδι που συνόδευε τα βήματα του χορού και τη μουσική. Τα παλικάρια, όσα παρευρίσκονταν κι είχαν έρωτα για κάποια νέα, την είχαν πλευρίσει και τη φλέρταραν, όπως ο Δαμιανός τη Μαριάνθη, της οποίας τα μάγουλα φλόγιζαν απ’ τη μικρή απόσταση που τους χώριζε κι από το φόβο μην τυχόν αντιληφθούν κάτι οι γονείς της. Λίγο το πρόσεξε αυτό ο Μανώλης γιατί τα δικά του μάτια τράβηξε το όμορφο κορίτσι που χόρευε πιο πέρα. Χωρίς να το θέλει, η θωριά της τον μαγνήτιζε. Δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει: το λυγερό κορμί, το γελαστό της πρόσωπο, τα λυτά μαλλιά που το πλαισίωναν πέφτοντας χείμαρρος ως τη μέση της... Η καρδιά του αναπήδησε παράξενα.
«Τι τηράς Μανώλη;» τον ρώτησε η Ελένη.
«Τίποτα...» υποκρίθηκε κι όμως το μυαλό του είχε κατακλυστεί απ’ την εικόνα της. «Ποιά να ’σαι συ πεντάμορφη» συλλογίστηκε, μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να την κοιτάει. Κάποια του θύμιζε, αλλά ποιά;
«Αν τηράς την κοπελιά, είναι η κόρη του αφέντη Σεκέρογλου» μίλησε η ξαδέλφη του. «Μακριά από μας...»
Βέβαια. Πως δεν το ’χε αντιληφθεί; Τόσες φορές την είχε δει, όταν ήταν μικρότερη. Μα τώρα πια το μικρό κορίτσι είχε μεταβληθεί σε μια θελκτική έφηβη...
Το τραγούδι έσβησε κι αφού υποκλίθηκαν οι άντρες στις γυναίκες, αποσύρθηκαν όλοι μαζί προς τα τραπέζια να πιούν κάτι να δροσιστούν και να ξαποστάσουν, δεχόμενοι το θερμό χειροκρότημα των συγχωριανών τους. «Μπράβο μπράβο! Και του χρόνου!» εύχονταν οι γυναίκες. «Και στις χαρές σας!» συμπλήρωναν στους ανύπαντρους. Ο Μανώλης πήρε θάρρος κι αφού χώθηκε μες στον κόσμο πλησίασε την Κατίνα.
«Ελπίζω να μην ενοχλώ» πρόφερε κι εκείνη γύρισε το κεφάλι.
«Όχι, γιατί να ενοχλείς;» είπε σαν τον αντίκρισε. Από κοντά το πρόσωπό της έδειχνε ακόμα πιο χαριτόβρυτο, δίνοντάς του μια γερή κλωτσιά στο στήθος.
«Εσύ είσαι λοιπόν η κόρη του Συμεών Σεκέρογλου...»
«Ναι εγώ είμαι» έκανε. «Εσύ ποιός είσαι; Που με ξέρεις;»
«Δε με θυμάσαι Κατίνα;» τη ρώτησε αφήνοντάς την χρόνο να τον αναγνωρίσει μόνη της. Τον κοίταξε μια, δυο, τρεις φορές...
«Μανώλη Ασλάνογλου;;;» ψέλλισε. «Εσύ;»
«Εγώ, ναι!» τη βεβαίωσε.
«Απίστευτο!» συνέχισε, ενώ το βλέμμα της περιδιάβαινε πάνω του. «Πόσα χρόνια...»
«Πολλά» συμπλήρωσε. Ζεστή συγκίνηση μ’ αφωνία μαζί τον κατέλαβε, καθώς συναντούσε το βλέμμα της, κι η Κατίνα ένιωσε να ποντίζεται ολόκληρη στο δικό του. Τα χείλη της είχαν μισανοίξει σ’ ένα αμήχανο ψέλλισμα, που όμως σκάλωνε εκεί. Κι όλη η βουή του πανηγυριού έμοιαζε απόκοσμος ψίθυρος στ’ αυτιά τους...
«Δεν ξεύρεις πόσο χαίρουμαι που σε ξαναβλέπω!» ομολόγησε όταν βρήκε τη μιλιά του.
«Κι εγώ χαίρομαι!» κατάφερε να πει. «Έγινες άντρας όμως, Μανώλη...»
«Κι εσύ μεγάλωσες» αποκρίθηκε. «Κι έχεις τα πιο όμορφα μάτια που ’χω δει...» πρόσθεσε κι ο σφυγμός της φτερούγισε.
«Φχαριστώ» ψιθύρισε με συστολή, κάμπτοντας τον αυχένα για να κρύψει τα φλογισμένα της μάγουλα.

Όλο το βράδυ τη σκεφτόταν και τολμούσε να της ρίχνει έντονα όσο και φευγαλέα βλέμματα, τον έφλεγε ως τα τρίσβαθα της ψυχής του το μαυράδι της. Μόνο σαν σηκώθηκε ο πατέρας της να χαιρετήσει τους χωριανούς, ήλθε στα συγκαλά του κι η συνειδητοποίηση αυτή τον έκανε να πονέσει. «Μανώλη σύνελθε όσο είναι καιρός... Δεν είναι αυτή για σένα» επέπληξε τον εαυτό του προσπαθώντας να κρύψει το σκυθρώπιασμά του. «Υπάρχουν τόσες έμορφες στο μπόι σου» αποπειράθηκε να λογικευτεί, αγνοώντας τι του επιφύλασσε η μοίρα του...

Λίνα Δώρου