Αννάμεσα (Κεφάλαιο 6)

Κοίταζε τη θάλασσα, το απαλό αεράκι έπεφτε πάνω της και το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο έκανε μορφασμούς ανακούφισης. Ούτε θυμόταν από πότε είχε να έρθει εδώ, σε αυτή τη γωνιά του μικρού λιμανιού, που τόσο πολύ της θύμιζε κάτι ξεβαμμένα νιάτα. Ούτε θυμόταν πώς σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, περπάτησε ως εδώ.
Από το υπόγειο δεν έβγαινε πια. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, για να ζητιανέψει χαρτί υγείας ή κάποιον αναπτήρα. Το μόνο που ερχόταν στη μνήμη της ήταν οι ούγιες του χαλιού, που αντίκρυσε ανοίγοντας τα μάτια της. Tο σώμα της πεσμένο στο πάτωμα, αδύναμο, της έφερε δάκρυα στα μάτια.
«Αυτή τη ζωή άξιζα εγώ; Εγώ που ανέστησα τέσσερα παιδιά; Αυτή την τύχη έπρεπε να μου δώσεις, Θεε; Ανάθεμα… Μόνο ανάθεμα!»
Καταριόταν βουβά τη ζωή την άδικη, τη μάνα της τη χαζή, τα παιδιά της, τον καφετζή από δίπλα, τη θάλασσα, την ύπαρξή της την ίδια. Όχι γιατί έβρισκε άδικο σε εκείνην. Όχι.
Εκείνη… Εκείνη νόμιζε πως υπήρξε υπόδειγμα γυναίκας και μάνας. Το πρώτο της παιδί πιάστηκε με έναν ανθυποπλοίαρχο παντρεμένο. Μόλις στα είκοσι δύο της έμαθε για την εγκυμοσύνη της και ένιωσε τη γη να γίνεται κινούμενη άμμος στα πόδια της και να τη ρουφάει αργά. Γραπώθηκε από την ομορφιά της, το χιλιοααγγισμένο της κορμί, τη ματαιοδοξία της και αυτό το αχόρταγο συναίσθημα που την οδήγησε ως εδώ. Ήταν γκρεμός από κάτω μα εκείνη έβλεπε μόνο την Ανατολή στο ύψος των ματιών της.
Ο Βαγγέλης Χαρίτος φυσικά καμία όρεξη δεν είχε να αναγνωρίσει ένα νόθο παιδί μιας πουτάνας. Απορούσε πώς η Αννα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να παρατήσει την οικογένειά του για μια γυναίκα του σωρού. Και αφού οι σφαλιάρες του και οι απειλές του δεν ήταν ικανές να διώξουν μακρυά τον καρπό μιας ανώμαλης συνάντησης της έταξε λεφτά.
Τα μάτια της Αννας αστραψαν στη θέα των δεκαχίλιαρων. Καθόλου δεν ενδιαφερόταν για το παιδί που άμοιρα και αδικα είχε επιλέξει τόσο λάθος ρίζες.
Είχε κιόλας αποφασίσει να το δώσει μόλις γεννηθεί σε μια θεία της άκληρη. Και κανένας ποτέ δε θα μάθαινε τη σχέση της με αυτό το αθώο πλάσμα. Εκείνη θα συνέχιζε την καριέρα της και η θεία θα είχε ό,τι περισσότερο πόθησε ποτέ στη ζωή της.
Τα λεφτά όμως του Χαρίτου την έκαναν να δει με άλλο μάτι την εγκυμοσύνη της. Πιο φιλάργυρο. Οι μήνες περνούσαν και η Αννα με εκβιασμούς και οσκαρική υποκριτική μασουλούσε δεκαχίλιαρο δεκαχίλιαρο την περιουσία του Χαρίτου.


Τη δουλειά τη σταμάτησε μόνο επειδή κάποιος πελάτης στη θέα της φουσκωμένης κοιλιάς πριν προλάβει να ξανακουμπώσει το παντελόνι του ξέρασε αηδία και αλκοολ πάνω της.
«Χαζοί, άντρες. Τι σε νοιάζει τι έχω εγώ μέσα μου; Το έξω μου προορίζεται για εσάς».
Ο Χαρίτος άπαξ και έμαθε τα καμώματά της, ότι όχι μόνο δεν έριξε το παιδί αλλά συνέχιζε τη βρώμικη εργασία της αποφάσισε να λάβει ισχυρά μέτρα.
Ήταν βράδυ Ιούνη. Η Αννα αναπαυόταν στο ανάκλιντρο μετρώντας χιλιάρικα, τελευταία μπάζα από ένα μεγάλο όργιο. Το τελευταίο της για φέτος. Η πόρτα χτύπησε τρεις φορές. Η Άννα άνοιξε χωρίς να κοιτάζει και μόνο όταν δέχτηκε την πρώτη μπουνιά είδε. Τέσσερεις αυτοί, οκτώ τα χέρια τους. Έσκιζαν υφάσματα και σάρκα. Χτύπαγαν ανελέητα, ένας από δαύτους την έστησε στα τέσσερα και δε λύγισε καθόλου στη θέα της φουσκωμένης κοιλιάς, όπως ο πελάτης. Εκείνος την εκδικήθηκε. Στην πράξη του έβλεπε ότι τιμωρούσε όλες τις ανάξιες μάνες αυτού του κόσμου.
Την άφησαν λιπόθυμη σε μια λίμνη αίματος. Η πόρτα έμεινε επίτηδες ανοικτή από τους παρ’ ολίγον φονιάδες. Και έτσι οι γείτονες στη θέα του ­–σχεδόν– πτώματος ειδοποίησαν το ασθενοφόρο.
Η κόρη της γεννήθηκε πρόωρα. Ενα θαύμα η επιβίωσή της. Οι γιατροί δεν είχαν άνθρωπο να ειδοποιήσουν παρα μόνο την κυρά Φώφη. Και αυτό γιατί η Αννα μέσα στη ζάλη και τον πόνο της φώναζε συνεχώς το όνομά της.
Η κυρά Φώφη σήκωσε το τηλέφωνο ανόρεκτα.
«Ποια γέννησε; Χα χα χα, δεν έχω εγώ παιδιά μάνα μου. Α! Η Αννα, η ζαβή! Ναι, δεν είμαι μάνα της αλλά ξέρω πού θα δοθεί το παιδί. Θα τηλεφωνήσω στη θεία της και πού ‘σαι, λεβέντη, μη με ξαναπάρεις».
Η θεία έφτασε βουρκωμένη στο νοσοκομείο. Στη θέα της μικρής υπάρξης που ανοιγόκλεινε τα μάτια, κουρασμένη από τώρα θαρρείς, φορτωμένη με τις αμαρτίες της μάνας της, έκλαψε. Έκλαψε και ζήτησε συγχώρεση από το σπλάχνο της. Γιατί χωρίς αμφιβολία μόνο εκείνη ήταν μάνα της.
Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν η Αννα είχε ήδη φτιάξει το δικό της «Σπίτι Προσφοράς». Έτσι το έγραφαν οι αγγελίες στις εφημερίδες και έτσι το παρουσιάζε και εκείνη. Η αλήθεια δεν απείχε πολύ. Σε αυτό το σπίτι άντρες γυναίκες κάθε ηλικίας πρόσφεραν αφειδώς τον έρωτά τους με πενιχρά ανταλλάγματα. Η Αννα έτριβε τα χέρια της και άνοιγε τα πόδια της επιλεκτικά.
Για εκείνη την κόρη που γέννησε κάποτε ούτε μιλούσε, ούτε καν ήθελε να θυμάται την ύπαρξή της.
Και κοίτα τι κρίμα, να έχει υπάρξει τόσο σκληρή και ανίκανη και να μη θυμάται καμία από τις αμαρτίες της. Ή να μη θέλει να θυμάται. Έτσι, έστω σαν λύτρωση μέσα στην τρέλα της να έχει μικρές αναλαμπές της απληστίας της και κάπως να νιώθει ανακουφισμένη που πληρώνει τώρα έναένα όλα της τα λάθη. Όλα τα κομμάτια ζωής που σκόρπισε απερίσκεπτα. Ζωής όχι δικής της. Τη δική της ας την έκανε κουρέλι να σκουπίζονται οι γύφτοι.

Ζωή των γονιών της και ζωή εκείνων… Των φορτωμένων αηδία και ντροπή. Των παιδιών της.


Μαρία Π. Ψαθά