Το πιάνο στη σοφίτα (Κεφάλαιο 9)

Το αρχοντικό του Αντώνη ήταν το στολίδι του χωριού μα και της γύρω περιοχής. Ακόμη και τώρα που όλα τα σπίτια έδειχναν πλέον πιο μουντά, σχεδόν νεκρά, το δικό του δεν είχε χάσει τίποτα από την ομορφιά του, λες και δεν το είχε αγγίξει στο ελάχιστο τούτος ο πόλεμος. Η Χρυσούλα Πολίτη είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό! Ναι μεν γνώριζε πώς ήταν απ' έξω, αφού είχε ξαναπεράσει από δω, μα για τους εσωτερικούς του χώρους δεν είχε ιδέα. Τα δωμάτια έμοιαζαν τεράστια. Αυτό δεν ήταν σπίτι, σωστό παλάτι ήταν! Ο Αντώνης καμάρωνε. Γνώριζε πως με την τρανταχτή του περιουσία μπορούσε να εξαγοράσει πολλά πράγματα, πολύ πιθανό και την αγάπη της μικρής. Μπορεί βέβαια κάποτε να τον είχε απορρίψει, μα τώρα τα δεδομένα είχαν αλλάξει, κατά πολύ μάλιστα! Ο βιασμός και ο χαμός των δικών της, γεγονότα που την είχαν κυριολεκτικά τσακίσει ψυχολογικά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ του.


Ο Peter Meier είχε επιστρέψει στο γραφείο του. Δεν είχε καμία διάθεση να πάει να βρει τον Vivaldi στο καφενείο κι ας του το είχε υποσχεθεί. Μέρα με τη μέρα ένιωθε όλο και πιο άβολα μέσα σ' αυτήν την τόσο φροντισμένη στολή του. Το περιβραχιόνιο με τη σβάστικα το αισθανόταν πλέον βαρύ σαν μολύβι. Το τράβηξε με νεύρα σκίζοντάς το. Έκατσε στην τεράστια πολυθρόνα και σφάλισε τα βλέφαρά του.
«Αγαπάει άλλον» ψέλλισε, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του.

Η Χρυσούλα αφού πλύθηκε και λούστηκε, φόρεσε ένα φόρεμα της αδελφής του Αντώνη, της Βασιλικής. Η μεγάλη του αδελφή που έμενε μαζί του, ήταν σχετικά μικρόσωμη. Αν και ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του έδειχνε σχεδόν συνομήλική του. Έμοιαζαν πολύ αγαπημένα αδέλφια σε σημείο υπερβολής.
Η Βασιλική δεν έδειχνε ενθουσιασμένη από την "εισβολή" της Χρυσούλας. Στην αρχή δεν εξέφερε γνώμη, μα κάποια στιγμή είπε στον Αντώνη:
«Αυτή ως τι την κουβάλησες μου λες;»
Ο άνδρας της έκανε νόημα να σωπάσει.
«Σσστ, ψυχή μου! Αφού ξέρεις πως μονάχα εσύ είσαι η αφέντρα της καρδιάς μου. Μα δεν μπορώ να μείνω κι άκληρος, τη χρειάζομαι τη μικρή. Κάποιος πρέπει να συνεχίσει το όνομά μας!» Η Βασιλική του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.
«Έστω... Αλλά να ξέρεις, έτσι και κάτι δεν μου αρέσει στον τρόπο της θα της κάνω τη ζωή κόλαση! Είσαι δικός μου, μονάχα δικός μου, τ' ακούς;» Ένα καυτό φιλί που της έδωσε την καθησύχασε αρκετά.
 
Εδώ μπορείς να κοιμηθείς καλή μου!» Ο Αντώνης αφού έδωσε στην Χρυσούλα καθαρά κλινοσκεπάσματα τής  παραχώρησε ένα δικό της δωμάτιο.
«Σε ευχαριστώ για όλα, καληνύχτα!» ήταν η τελευταία της φράση πριν κλείσει απαλά την πόρτα.
Ο ύπνος δεν άργησε να την οδηγήσει στους δαιδαλώδεις δρόμους του. Ήτανε λέει έξω από το πατρικό της. Η νύχτα είχε απλωθεί απ' άκρη σ' άκρη επιτρέποντας μονάχα σε λιγοστά αστέρια να αναβοσβήνουν. H σελήνη έμοιαζε λιγότερο φωτεινή απ’ ότι συνήθως, σχεδόν άτονη. Η Χρυσούλα ήταν όμορφα ντυμένη με ρούχα που άρμοζαν σε αρχόντισσα. Ο Αντώνης στεκόταν ακριβώς δίπλα της ντυμένος γαμπρός. Της έλεγε να φύγουν από κει και να επιστρέψουν στο αρχοντικό, μα εκείνη τον χιλιοπαρακαλούσε να μπούνε πρώτα στο πατρικό της.
«Τράβα μόνη σου, εγώ θα φύγω! Αν θέλεις με ακολουθείς!» της έκανε με νεύρα καβαλώντας το άλογό του.
Κι ενώ εκείνος ξεμάκρυνε, η ίδια άνοιξε την εξώπορτα που έτριζε ελαφρώς. Το σπίτι έδειχνε τελείως διαφορετικό. Η εσωτερική σκάλα που εμφανίστηκε από το πουθενά την ξάφνιασε ακόμη πιο πολύ.
«Χρυσούλα, Χρυσούλα, εδώ πάνω είμαστε παιδί μου, έλα σε περιμένουμε. Είμαστε όλοι στη σοφίτα!» Η φωνή της μητέρας της ακουγόταν ιδιαίτερα εύθυμη.
«Μα ποιά σοφίτα;» μουρμούρισε η Χρυσούλα. «Εμείς δεν είχαμε ποτέ σοφίτα».
Διστακτικά άρχισε να ανεβαίνει τα ξύλινα, θεόρατα σκαλιά. Ήταν σχεδόν στη μέση της σκάλας, όταν χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας. Ένας πένθιμος, παρατεταμένος ήχος.

«Χρυσούλα, βιάσου δε θα προλάβουμε. Πρέπει να φύγουμε, δεν ακούς που μας καλούν;» φώναξε αυστηρά ο πατέρας της.

Χριστίνα Καρρά