M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 1) - "Gh۞s†" (μέρος 3ο)

Ναι, ξέρω πόσο στημένο και αφύσικο φαντάζει. Σαν επεισόδιο του Supernatural ή της Buffy, ωστόσο αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κατάθεση-ομολογία που κατέθεσαν ο Κάι Γκρίνγουντ, ο Τζέηκ Λι κι η Εστέλλα Ρότζερς στο δικαστήριο. Η δική μου δεν διέφερε και πολύ.
Κανείς δεν μπόρεσε να πιστέψει τους ισχυρισμούς μας. Όλοι έκαναν λόγο για έφηβους που έχασαν τον έλεγχο υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, για ανθρωποθυσία παιδιών που λάτρευαν τον Σατανά και για συγκάλυψη εγκλήματος.
Τα ΜΜΕ είχαν αφηνιάσει για εβδομάδες ολόκληρες παρουσιάζοντας τα γεγονότα όσο πιο διογκωμένα και θηριώδη γινόταν. Όχι πως τα γεγονότα δεν ήταν διογκωμένα και θηριώδη από μόνα τους, δηλαδή…
Σύμφωνα με την νεκροψία, η Μία Βάλενταϊν πέθανε κατά την διάρκεια κάποιας πρωτοφανούς επιληπτικής κρίσης, η οποία ίσως και να μην είχε αποβεί μοιραία εάν δεν συνδυαζόταν με σαράντα ένα σπασμένα οστά. Ο οργανισμός της δεν άντεξε το σοκ κι έτσι πέθανε. Για πάντα. Η ιστορία όμως δεν σταματά εκεί, αντίθετα εκεί ακριβώς αρχίζει.
Παρά τα ελλιπή στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την δίκη, η κοινή γνώμη και κατ’ επέκταση οι ένορκοι, τα είχαν βάλει με τους φίλους της Μία: ένα μάτσο τηνέιτζερ που είχαν μεθύσει, καπνίσει Κύριος-ξέρει-τι, και είχαν καταπατήσει ξένη ιδιοκτησία κατά την διάρκεια της νύχτας. Αδικήματα που ανεπίσημα, ίσως, οδήγησαν με ταχείς ρυθμούς σε ένα άλλο, αναντίρρητο και αμετάκλητο σφάλμα: Ανθρωποκτονία. Έτσι, ο Κάι, ο Τζέηκ και η Εστέλλα μεταφέρθηκαν με δικαστική απόφαση στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα Ντέιβις Πλέις για να μπορέσουν κάποια μέρα να επανενταχθούν στην κοινωνία ως μετανιωμένοι και ευυπόληπτοι πολίτες. Ναι, καλά
Όσο για μένα, η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν ξεκάθαρη: Αθώα, προφανώς και δεν έφερα καμία ευθύνη για όσα συνέβησαν σε εκείνη την σοφίτα. Η ετυμηγορία των γονιών μου ωστόσο ήταν άκρως διαφορετική. Δεν γνωρίζω σε ποιον απευθύνθηκαν, τι είπαν, τι έκαναν και πόσα πλήρωσαν, αλλά κατόρθωσαν να μου εξασφαλίσουν κι εμένα μια θέση στο Ντέιβις Πλέις.
Οπότε να ‘μαι κι εγώ… Στο πίσω κάθισμα της μαύρης γυαλιστερής BMW των Βάλενταϊν να κατευθύνομαι προς το νέο μου σπιτικό. Ή μάλλον, το νέο μου αναμορφωτήριο. Εξαίσια!
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εννιά ώρες οδήγησης, από το Μονρόε της Νέας Υόρκης  στην Ονάουα του Μέιν του, ήταν φρικιαστικές. Με το που πήρε μπρος η μηχανή, το οδικό μας ταξίδι μεταμορφώθηκε σε ταξίδι ενοχών. Και το μαρτύριο συνεχίστηκε για τα υπόλοιπα τετρακόσια ενενήντα οκτώ μίλια. Η μοναδική μου διέξοδος ήταν να προσποιούμαι την κοιμισμένη. Ώσπου τελικά αποκοιμήθηκα στ’ αλήθεια και επισκέφθηκα την Μία στις τελευταίες της στιγμές. Φίλε, παραπονιέμαι νοερά, πουθενά δεν μπορώ να βρω ηρεμία πια.
Και συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι ο θάνατος της αδερφής μου με στοιχειώνει ακόμα και στον ύπνο μου δεν με καθιστά θύμα, αλλά θύτη στα μάτια των γονιών μου. Πιστεύουν ότι οι Ερινύες μου με κατατρέχουν με την μορφή εφιαλτών, όπως τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Από την άλλη, αν ήμουν τελείως ασυγκίνητη κι αδιάφορη είμαι σίγουρη ότι θα έλεγαν ότι πάσχω από κάποια μορφή σχιζοφρένειας, αφού η απουσία εμπάθειας είναι ατόφιο χαρακτηριστικό των σχιζοφρενών. Τι να πει κανείς…
«Αα. Καλωσορίσατε στο Μισητονάουα», μουρμούρισα όλο χωλή, καθώς διασχίζαμε την διαχωριστική γραμμή της πολιτείας. «Ή μήπως να το πω Καταθλιπτικονάουα; Ή μήπως…;»
«Αρκετά, Αντριάννα!» ο πατέρας μου διακόπτει το παραλήρημα μου με αυστηρό ύφος από την θέση του οδηγού της BMW.
Δυστυχώς όμως, δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Γνωρίζω πως σε λίγο φτάνουμε στο τέλος της διαδρομής και δεν έχουμε ανταλλάξει πάνω από δυο κουβέντες. Οι τελευταίες μου στιγμές με την οικογένειά μου και τις περνάμε στη μούγγα! Τα σχόλια μου γίνονται ακόμα πιο καυστικά όταν αρχίζει να βρέχει. «Ααα, Σεπτέμβρης στη Βροχονάουα!» σχολιάζω κλαψουρίζοντας. «Δεν είναι υπέροχο;». Αφήνω το βλέμμα μου να περιπλανηθεί ολόγυρα. Ο δρόμος που ακολουθούμε πλαισιώνεται δεξιά κι αριστερά από τις ψηλές, σκουροπράσινες κορυφές δέντρων και μαύρους πετρώδεις λόφους στο βάθος. Μοιάζει σαν απαγορευμένο δάσος. Όπως διαπιστώνουμε από πρώτο χέρι η γκρίζα άσφαλτος που έχει στρωθεί σαν χαλί στην βουνοπλαγιά παύει να υπάρχει από ένα σημείο κι έπειτα. Την θέση της παραχωρεί σε ένα απαίσιο λασπώδες έδαφος γεμάτο ανώμαλα σκαμπανεβάσματα και σάπια φύλλα. Το αμάξι κλυδωνίζεται και χοροπηδάει σαν να ‘χει λόξυγκα. Ωραία, σκέφτομαι, αυτό έλειπε τώρα.   
«Αχ… λίγο πιο προσεκτικά, Τομ», τον παρακινεί η μητέρα μου και μ’ έναν ενοχλημένο μορφασμό πιάνει την μέση της, για να του υπενθυμίσει, θαρρείς, την οσφυαλγία της.
«Με συγχωρείς, καλή μου», απολογείται εκείνος γλυκά. «Ο δρόμος εδώ… είναι όλο λακκούβες και κοτρώνες. Δεν μπορώ να το αποφύγω».
Ακόμα και σε στιγμές σαν και τούτη, όπου δεν τους τραβάει καμία κάμερα και δεν τους παρατηρεί κανένας άγνωστος (ως τις τοπικές διασημότητες του Μονρόε), εκείνοι φέρονται μελιστάλακτα μεταξύ τους σαν να προβάρουν ένα θεατρικό. Είναι τόσο… ψεύτικο. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα προτιμούσα να με μεγάλωνε ένα φτωχό, ανακατωσούρικο, φωνακλάδικο ζευγάρι παρά ο κύριος και η κυρία Τέλειοι.
«Προσωπικά βρίσκω τον χώρο σαν έναν φυσιολογικό χωματόδρομο που διατρέχει φιδογυριστά ένα ολόφυτο δάσος…», αρχίζω να λέω.
«Ναι, ας το δούμε καλύτερα έτσι», προτείνει λίγο πιο εύθυμα η μητέρα μου. Θυμάται ότι κάθομαι στο πίσω κάθισμα τώρα, για (σχεδόν) πρώτη φορά μετά από πεντακόσια μίλια.
«Ένα δάσος», επαναλαμβάνω με στόμφο, τσαντισμένη από την διακοπή. «Έπειτα από πτώση κομήτη», συνεχίζω με την γνωστή μου κυνικότητα. «Έπειτα από επίθεση ζόμπι, μετά τον αφανισμό της ανθρωπότητας και ξέρετε κάτι; Στοιχηματίζω το δεξί μου νεφρό ότι έτσι θα είναι και αυτή η φυλακή στην οποία με στέλνετε».
Το αυτοκίνητο σταματάει εγκάρσια μες στην μέση του ανώμαλου μονοπατιού. Η μηχανή σβήνει βυθίζοντας μας στην σιωπή, ώσπου ο πατέρας μου, ο Τόμας Βάλενταϊν λέει: «Δεν είναι φυλακή, Αντριάννα. Είναι μια ειδική μονάδα ψυχοκοινωνικής επανένταξης για νέους στην κοινωνία και δεν θα σε φέρναμε ως εδώ αν δεν ήταν απαραίτητο».
«Πωπω, με σκλαβώνετε!» αντιγυρίζω καυστικά και τους βλέπω να δυσανασχετούν. Όμως δεν έπεται κανένα επικό κατσάδιασμα, ούτε επίπληξη, ούτε βρισιές. Ποτέ δεν ακούγονται τέτοια με μας. Κι αυτό, διότι, οι γονείς μου δεν αντιδρούν ποτέ με τις κλασσικές φωνές των συνηθισμένων γονιών. Πράγμα που σημαίνει  ότι κάθε φορά που κάνω κάτι πραγματικά άσχημο, με αντιμετωπίζουν με την γνωστή μέθοδο της αδιαφορίας.
Κι αυτό με τη σειρά του με κάνει να θυμάμαι την φράση του Τζακ Νίκολσον: «Ποτέ μην μαλώνεις με κάποιον που δεν αγαπάς».
Και ξέρω πως οι γονείς μου δεν με αγαπούν.
Όχι πια.
Ο μπαμπάς μου ανοίγει την πόρτα του οδηγού και αφού ρίχνει μια ερευνητική ματιά για να βεβαιωθεί ότι οι καφέ νερόλακκοι δεν θα λερώσουν τα ολοκαίνουρια μαύρα Prada μοκασίνια που φοράει, πηδάει έξω. Κάνει το κύκλο του αμαξιού και στέκεται στο πίσω μέρος, ανοίγοντας την πόρτα του πορτ μπαγκάζ.
Όταν ξεπροβάλει ξανά στο πλάι του αμαξιού και μου ανοίγει την πόρτα καλώντας με έξω, κρατάει το μεγάλο κόκκινο σακίδιο μου. Αυτή είναι η μόνη αποσκευή που παίρνω μαζί μου στο Ντέιβις  Πλέις, κι εκεί μέσα έχω χωρέσει ηρωικά τα ρούχα μου, τα παπούτσια μου, τα τετράδιά μου, την οδοντόβουρτσά και τα άλλα μου προσωπικά αντικείμενα, την απογοήτευση, τον θυμό και την θλίψη μου.
Γλιστράω απρόθυμα από το κάθισμά μου βγαίνοντας. Στα κρυφά αποζητώ μιαν αγκαλιά, ένα χάδι, μια στοργική κουβέντα για να συνεχίσω, αλλά ο άντρας μπροστά μου που κινείται με ψυχρή λογική, απλώς περνά το κόκκινο λουράκι της σάκας πάνω από το κεφάλι μου και το αφήνει να κρέμεται διαγώνια απ’ τον ώμο μου.
Μετά κάνει μεταβολή και μπαίνει στο αυτοκίνητο. Γεμάτη αγωνία στρέφομαι στην μητέρα μου, ίσως είναι η τελευταία φορά που την βλέπω για τους επόμενους μήνες.
«Μανούλα…», ψελλίζω.
Είναι λες και η φωνή μου δεν αρκεί για να την φτάσει, επειδή όταν μιλάω δεν με κοιτάζει καν. «Πήγαινέ μέσα, καλή μου», λέει άκρως αποστασιοποιημένα. Αν και το «καλή μου» είναι μια γλυκιά προσφώνηση το κάνει να ακούγεται σαν βρώμικη κουβέντα.
Βλέπω τα σκυθρωπά τους πρόσωπα και σκέφτομαι χολωμένα: Αν αυτός είναι τρόπος να αποχαιρετήσουν δύο άνθρωποι την αγαπημένη τους κόρη, να μου τρυπήσεις την μύτη.
«Δεν ντρέπεστε;» θέλω να τους ουρλιάξω. «Πώς μπορείτε να με εγκαταλείπετε σε αυτή την τρύπα την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής μου; Είμαι δεκαέξι, κορίτσι στην εφηβεία και πρόσφατα έχασα την αδερφή μου που να πάρει! Μην με αφήνετε κι εσείς!»
Πάνω που οι λέξεις που απειλούν να με πνίξουν βρίσκουν διέξοδο απ’ τον λαιμό στο στόμα μου, η μηχανή της BMW παίρνει μπρος μουγγρίζοντας και οι δυο τους γίνονται άφαντοι.   
Αναστενάζοντας, συνειδητοποιώ πως η μοίρα μου έχει προδιαγραφεί και πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να την αλλάξω. Είμαι τελείως ανίσχυρη σε αυτόν τον τομέα.
Κάνω στροφή 180ο μοιρών και αντικρίζω το ίδρυμα που από αυτήν κιόλας τη στιγμή γίνεται σπίτι μου. Το Ντέιβις Πλέις.

«Αα, θαυμάσια», μουρμουρίζω άκεφα. «Τουλάχιστον θα κρατήσω το νεφρό μου. Γιατί το μέρος είναι ένα ερείπιο με Ε κεφαλαίο». 



Σβετλιν