Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 10)

Το καλοκαίρι εκείνο, το γεγονός για το οποίο θα μιλούσαν όλοι οι σύμμαχοι της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών[1], το επισφράγισμα της νικηφόρου προέλασης του στρατού και των πολιτικών και διπλωματικών ελιγμών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Θ’ αποδίδονταν στην Ελλάδα εδάφη πολυπόθητα και το σημαντικότερο, η περιοχή της Σμύρνης ετίθετο υπό ελληνική διοίκηση και κατοχή για πέντε χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων θα διενεργούνταν δημοψήφισμα για να κριθεί η τύχη της. Δεν αμφέβαλλαν καθόλου οι Έλληνες τόσο της παλαιάς Ελλάδας όσο και της Ιωνίας, για το τι αποτέλεσμα θα έφερνε: η Ιωνία ελληνική! Κι η προσδοκία φούντωνε τα μυαλά, αναπτέρωνε το ηθικό. Δόξαζαν όλοι το μεγάλο ηγέτη, που ’χε κατορθώσει να καταστήσει την Ελλάδα τη χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών και τ’ όνομά του λάμπρυνε τις σελίδες της ιστορίας. Από μικρό κι ανίσχυρο κράτος, μεταμορφωνόταν σ’ ένα πανίσχυρο γίγαντα, που θ’ άπλωνε την κυριαρχία του στην πάλαι ποτέ Οθωμανική αυτοκρατορία- έτσι νόμιζαν τουλάχιστον. Διότι όπως αποδείχτηκε, αυτό ήτανε μια πλάνη, την οποία θα πλήρωναν ακριβά οι υποστηρικτές της.


Εντούτοις στο Μπουτζά η ζωή συνεχιζόταν. Το φημισμένο προάστιο της Σμύρνης έσφυζε τώρα από ζωή, καθώς οι αστοί που διέθεταν εκεί εξοχικά είχαν ξεχυθεί όπως κάθε χρόνο ν’ απολαύσουν τις διακοπές τους. Τα χωριατόπουλα έσμιγαν στους δρόμους με τους ομήλικούς τους απ’ την πόλη, και στα καφενεία Μπουτζαλήδες και Σμυρνιοί συζητούσαν το μεγάλο επίτευγμα. Οι εύποροι νέοι εκατέρωθεν επιδίδονταν σε βραδινά σεργιάνια, όπου το φλερτ κι οι κρυφές ματιές έδιναν κι έπαιρναν. Κι οι ωραίες Μπουτζαλιές γίνονταν το αντικείμενο του θαυμασμού των νεαρών, που τολμούσαν ενίοτε να τις πλησιάσουν για να τους μιλήσουν ή να τις πειράξουν· οι πιο ξεπεταγμένες ανταπέδιδαν κιόλας. Δεν ξέφυγαν ούτε οι δυο φιλενάδες, η Κατίνα κι η Βαγγελιώ. Βλέποντάς τες βέβαια αρχοντοντυμένες, απέφευγαν τα πολλά πολλά, τα κορίτσια ωστόσο αντιλαμβάνονταν ότι δεν περνούσαν απαρατήρητα. Τι να το κάνεις όμως, συλλογιζόταν ειρωνικά σχεδόν η Κατίνα. Δεν είχαν στο βλέμμα τους τη θέρμη, που είχε πάντα ο καλός της· σε πολλούς έλειπε κι η αυθεντικότητα, αυτή η αυθόρμητη διάθεση που έβρισκε περίσσια στο πρόσωπό του... Αναστέναζε μ’ αυτές τις σκέψεις. Όχι, για κείνη ο Μανώλης ήταν καλύτερος κι ομορφότερος από κάθε χαϊδεμένο πλουσιόπαιδο, και δε μετάνιωνε που του ’χε δώσει απλόχερα την καρδιά της, έστω κι αν γνώριζε πως αυτό το δόσιμο μπορεί να ’μενε ανεκπλήρωτο.

Οι πατεράδες τους ανήκανε κι οι δύο στη μερίδα των βενιζελικών, ούτως ώστε ο θαυμασμός που επεδείκνυαν στο άτομο και τις ενέργειές του είχε φέρει τις ανίδεες από πολιτική έφηβες να πιστεύουν ότι διέθετε κάτι το μυθικό που τον έκανε αήττητο. Υπήρχε όμως κι η άλλη πλευρά, αυτή των βασιλοφρόνων της «μικράς και εντίμου Ελλάδος» , στην ουσία γερμανόφιλοι που στόχο τους είχαν να εμποδίσουν την κατάρρευση της αυτοκρατορίας, συμμάχου των Γερμανών στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η διαμάχη των δύο πλευρών, ο γνωστός εθνικός διχασμός, παρέμενε ακόμη οξυμμένος κι έμελλε εκείνη τη χρονιά να κορυφωθεί. Λίγες μόλις μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης, τον ελληνικό κόσμο συγκλόνιζε ένα φοβερό νέο: στο σταθμό της Λυών, έγινε απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου από δύο απότακτους αξιωματικούς, κι ο πρωθυπουργός, που γλίτωσε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των υπασπιστών του, νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Γαλλίας, ελαφρά τραυματισμένος στο χέρι.

«Ακούς εκεί να θέλουν να σκοτώσουν τον αρχηγό!» αναφώνησε ο Σίμος σαν έμαθε το νέο. «Βρε χωρίς το Λευτεράκη, μια καψομάνα θα ’μενε για πάντα η Ελλάδα! Βαλτοί του βασιλιά είναι σίγουρα!»

«Μα εσύ, πατέρα, δεν έλεγες ότι τον έχουνε εξορίσει;» απόρησε η Κατίνα.

«Και που τον έδιωξαν τι έγινε; Έχουν παντού δικούς τους αυτοί, πουλί μου» της απάντησε. «Μα τον εθνάρχη μας, το κρητικό λιοντάρι...» μονολογούσε.

Ύστερα μαθεύτηκε η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, από βενιζελικούς. Ήτανε, λέει, εκδίκηση για την απόπειρα κατά του πρωθυπουργού. Τότε ο Σίμος δε μίλησε, ούτε φανέρωσε πουθενά τις σκέψεις του, ο προβληματισμός του όμως έγινε αντιληπτός στην κόρη του. Δεν φαινόταν χαιρέκακος για τ’ αντίποινα όπως άλλοι. Ίσως συλλογίστηκε την αξία της ανθρώπινης ζωής, και το πόσο εύκολα θυσιαζόταν στο βωμό των συμφερόντων. Ίσως πάλι κάτι άλλο-η Κατίνα δε θα μάθαινε ποτέ.

Αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα, μα όσο δυνατός κι αν έφτανε ο απόηχός τους στην Ιωνία, δεν είχε καταφέρει να διαταράξει στο ελάχιστο την ανέμελη καθημερινότητα δύο γυμνασιοκόριτσων. Ωστόσο ένα απρόοπτο  θ’ αναστάτωνε τις διακοπές τους, που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή στον πατέρα της Βαγγελιώς.
Ήταν ένα ήρεμο βράδυ στα τέλη του Αυγούστου, όταν χτύπησε ξαφνικά την πόρτα τους μια υπηρέτρια του Σταύρου, ξέπνοη.

«Συμεών αφέντη ελάτε σας παρακαλώ! Γλήγορα, είναι επείγον!»

«Τι συνέβη;» τη ρώτησε ο Σίμος.

«Χτύπησαν τον αφέντη μου, όξω απ’ το σπίτι του!»

«Δε μπορεί! Αλήθεια λέγεις;»

«Ναι αφέντη μ’! Να με κοπεί η γλώσσα!»

«Ποιοί;»

«Δεν ηξεύρω αφέντη... Η κυρά μου είναι πολλά ταραγμένη... Εκείνη μ’ έπεψε να σας φωνάξω» αποκρίθηκε.

«Καλά... Πες της, έρχουμαι» παρήγγειλε κι έκλεισε την πόρτα. 

«Τι έγινε πατέρα;» ανησύχησε η Κατίνα, που είχε προλάβει ν’ αντιληφθεί την παρουσία της γυναίκας.
 
«Χτυπήσανε το Σταύρο» της ανακοίνωσε, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του.

«Ω Θεέ μου! Είναι σοβαρά;» έκανε η κοπέλα, καλύπτοντας το στόμα με το χέρι της.

«Δεν ηξέρω, μας μήνυσε η Ειρήνη να πάμε από κει... Ειδοποίησε τη θειά σου» είπε, ενώ πάσχιζε να οργανώσει τις σκέψεις του.

«Χριστέ μου, κάνε να μην πεθάνει!» μουρμούρισε κάνοντας το σταυρό της.

Τους υποδέχτηκε η Βαγγελιώ, η οποία βουρκωμένη, έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά της φίλης της, που την έκλεισε μέσα μουδιασμένη. Ο Σίμος προχώρησε στο δωμάτιο, όπου κείτονταν ο φίλος του. Η Ειρήνη δίπλα του έσερνε ένα σιγανό γοητό, ενώ η Ζωή παρέστεκε τη μάνα της, δίνοντάς της το μαντήλι για να στεγνώνει τα δάκρυα. Δυο τρεις παρακόρες άλλαζαν τα επιθέματα στις πληγές του Σταύρου. Το μέτωπό του ήταν μωλωπισμένο.
«Σταύρο» πλησίασε. «Μ’ ακούς; Ο φίλος σου είμαι, ο Σίμος» είπε πιάνοντας το χέρι του.

«Καρντάση! Πως βρέθηκες εδώ;» μίλησε βραχνά ο Σταύρος, με κόπο, μέσα απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρα.

«Η γυναίκα σου με μήνυσε... Πως το ’παθες αυτό καρντάση; Τι σ’ έκαμαν;»

«Καθόμασταν έξω, στην αυλή» επενέβη η Ζωή. «Ξαφνικά, ακούμε θόρυβο, φωνές... Κι ήρθε ένας δούλος να μας πει πως τον βάρεσαν. Στο τσακ τους πρόλαβαν να μη βγάνουνε μαχαίρι... »

«Τόσο πολύ; Ποιοί ήτανε, τους είδαν;»

«Τούρκοι μάλλον... Ξεχώρισαν το φέσι τους, τα λόγια τους»

Ξεφύσησε με δυσφορία ο Σίμος. «Τούρκοι λοιπόν...» αναμάσησε την πληροφορία. «Μήπως τους είχε κάμει τίποτα ο Σταύρος;»

«Όχι Σίμο μου, ποτές» πήρε το λόγο η Ειρήνη. «Μ’ όλους καλός είναι ο άντρας μου... Στη δούλεψή του είχε την Τουρκιά, τους πλέρωνε, τους βόηθαγε... Κι εκείνοι μ’ ένα ευχαριστώ ήταν πάντοτε και τον καλό το λόγο... Ποιός να ’θελε να τον βλάψει;»

«Ξεχνάς τον Ρεσάτ, μάνα» τη διόρθωσε η κόρη της. «Αυτός ποτέ δεν έδειξε ευγνωμοσύνη στον κύρη μας...»

«Ποιός είναι ο Ρεσάτ;» θέλησε να μάθει η Κατίνα, που κρατούσε ακόμη στην αγκαλιά της τη Βαγγελιώ κι είχαν καθίσει στο ντιβάνι πλάι στο κρεβάτι.

«Ένας Τούρκος δουλευτής μας. Υποκριτής με φαίνονταν, κι εθελόδουλος... Κι ο πατέρας τού ’δινε ψωμί...»

«Μα έτσι, στα καλά καθούμενα;» μίλησε τώρα η Βαγγελιώ με παράπονο. «Τι του ’φταιξε;»

«Βαγγελιώ μου, δεν νομίζω να θαρρείς πως όλοι οι Τούρκοι είναι φιλέλληνες...» είπε σοβαρά η Ζωή. «Οι πιο πολλοί λατρεύουν τον Κεμάλ. Κι αφότου μπήκαν οι Έλληνες στη Μικρασία, έχουν λυσσάξει... Δεν τ’ αποκλείω να ’ναι δικός τους- ή μάλλον, είμαι σίγουρη»

«Που τα ξεύρεις αυτά;» απευθύνθηκε η Βαγγελιώ στην αδελφή της.

«Μου εξήγησε κάποια πράματα ο Δήμος. Για γυναίκα και πολλά ξεύρω» αποκρίθηκε η κοπέλα. 

Σιωπή έπεσε στο χώρο. Η Κατίνα είχε περασμένο το μπράτσο της στους ώμους της κολλητής της κι ο νους της βυθιζότανε σε σκέψεις. Τέτοια κρούσματα υπήρχαν τον τελευταίο καιρό στη Σμύρνη, δεν φανταζόταν όμως ποτέ ότι θα μπορούσε να πληγεί κάποιος γνωστός τους. Σκέφτηκε τον πατέρα της κι ο φόβος κυρίευσε με μιας την ψυχή της. Ήταν κι αυτός σημαίνον πρόσωπο στη μικρή τους κοινωνία, πως λοιπόν δεν έτρεμε μην τυχόν τον βλάψουν; Ούτε ο κυρ- Σταύρος έτρεμε καθώς φαίνεται, νόμιζε ότι τα είχε όλα υπό έλεγχο...

«Να πηγαίνουμε εμείς» διέκοψε τη ροή του νου της ο πατέρας της. «Είναι αργά και πρέπει να ησυχάσετε...»

Σηκώθηκαν. Ο Σίμος αγκάλιασε την Ειρήνη, τα μάτια και τα μάγουλα της οποίας κοκκίνιζαν απ’ το κλάμα.

«Σύχασε Ρηνιώ... Δόξα τω Θεώ να λες που τον πρόφτασαν» την παρότρυνε. Η γυναίκα έγνεψε, πνίγοντας ένα λυγμό.

«Βαγγελιώ μου» γύρισε ύστερα στη μικρή της κόρη, που στεκόταν μαραμένη πλάι στη δική του. «Μη σε μέλει, θα γιάνει ο κύρης σου» Τύλιξε τα χέρια του γύρω τους, κι εκείνες ακούμπησαν για λίγο στο σβέρκο του, πιο θαρρετά η Κατίνα, με επιφύλαξη η Βαγγελιώ.

«Να τον φροντίσετε» είπε, κοιτώντας στοργικά το φίλο του. «Κι ό, τι χρειαστείτε, εδώ είμαι» τις καθησύχασε.

«Φχαριστώ  πολύ Σίμο!» έσφιξε το χέρι του η Ειρήνη. «Δεν ημπορούσα να υποφέρω μόνη τούτη τη στιγμή...»

«Μη το συζητάς, γι’ αυτό είναι οι φίλοι» χαμογέλασε κι η αντίδρασή του μεταδόθηκε στιγμιαία στις τέσσερις γυναίκες.

«Πατερούλη... Φοβάμαι» εκμυστηρεύτηκε στο Σίμο η Κατίνα, λίγο πριν τον καληνυχτίσει.

«Τι φοβάσαι Κατινιώ;»

«Για σένα... Είδες τι έπαθε ο κύριος Σταύρος... Δε θα μπορούσε κάποιος να μισεί κι εσένα;»

«Μην σκοτίζεσαι» την έφερε δίπλα του. «Ποιός να με μισεί; Η Εμινέ, που σε μεγάλωσε σα μάνα;»

«Δίκιο έχεις» παραδέχτηκε η κοπέλα. «Απλά να, σκιάχτηκα»

«Λογικό, κοντινοί μας άνθρωποι... Άντε τώρα, πάγαινε να πλαγιάσεις» την προέτρεψε, φιλώντας την στο κούτελο. «Οι Σεκέρογλου είμαστε άτρωτοι!» πρόσθεσε κι εκείνη γέλασε.

 Ο Στρατής με το Μανώλη, όπως κάθε χρόνο, είχαν κατεβεί στη Σμύρνη να πουλήσουν το εμπόρευμά τους, κάμποσα κιλά διαλεχτό σταφύλι. Γι’ άλλη μια χρονιά, η γη τούς είχε αποδώσει πολλαπλάσιο τον κόπο τους. Ήταν Σεπτέμβρης μήνας και δίπλα στη θάλασσα που μολύβιζε αντικατοπτρίζοντας το μουντό, συννεφιασμένο ουρανό, η κίνηση στην προκυμαία της, το περίφημο Και, παρέμενε έντονη. Τα μάτια του παλικαριού είχανε δει πολλές φορές τα κάλλη της, κι όμως πάντα τον γοήτευε. Τι κι αν δε γνώριζε άλλες πόλεις, γι’ αυτόν και για πολλούς άλλους η Σμύρνη ήτανε η πριγκίπισσα των πόλεων, η πιο όμορφη απ’ όλες, κι αν η ίδια η γη είχε καρδιά, εκεί χτυπούσε.

Φτάσανε στην αγορά, όπου κάθε λογής έμποροι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Το κέρας της αμάλθειας λιγότερα αγαθά διέθετε απ’ ότι ετούτη η σύναξη: εδώδιμα, κοσμήματα, ρούχα, χαλιά... Ανάμεσά τους πολλοί μικροτεχνίτες επεδείκνυαν κι αυτοί τον κόπο τους. Κι οι λαλιές μπερδεύονταν μεταξύ τους όπως στον πύργο της Βαβέλ. Το βλέμμα του Μανώλη έπεσε σ’ ένα πάγκο, όπου ένας χρυσοχόος είχε απλώσει αμέτρητα χρυσά κι αργυρά στολίδια, από κείνα που αγαπούσαν οι γυναίκες κάθε ηλικίας. Τι βραχιόλια, τι δαχτυλίδια, τι σκουλαρίκια... Η μητέρα του δεν πρέπει να τα ’χε δει ούτε στον ύπνο της.

Έκανε ένα βήμα κοντύτερα να τα περιεργαστεί. Φάνταζαν όλα υπέροχα, μα εκείνον τον μαγνήτισε ένα χρυσό λεπτεπίλεπτο βραχιολάκι, μ’ ένα ψεύτικο φλουρί περασμένο στην αλυσίδα του. Το σήκωσε και το κοιτούσε μαγεμένος, σίγουρα θα ταίριαζε γάντι στον αδύνατο καρπό της Κατινιώς του...

«Μάστορα πόσο το πουλάς;» ρώτησε εν τέλει τον κουγιουμτζή, προτείνοντας τη χούφτα του.

« Είκοσι λίρες» αποκρίθηκε.
Συννέφιασε ο Μανώλης. Είκοσι λίρες; Εκείνος δεν βάσταγε πάνω από δέκα στο σαλβάρι του...

«Δέκα σε φτάνουν;» παζάρεψε – ήθελε να κάνει τούτο το δώρο στην αγαπημένη του με κάθε κόστος.

«Δεν είν’ κετσές[2] ο χρυσός, παλικάρι» - ο πωλητής φαινόταν ανένδοτος.

«Σε παρακαλώ, μάστορα, δέξου τα... Είναι για την αρραβωνιαστικιά μου. Πλερώνω όσο-όσο» κατέφυγε αλλού ο Μανώλης, προσπαθώντας να του κεντρίσει το συναίσθημα.

«Καλά» υποχώρησε εκείνος, μετρώντας τον απ’ την κορυφή ως τα νύχια. «Δείχτεις φτωχός αλλά τίμιος... Θα σ’ το δώκω, έστω και μισοτιμής, αν είναι να χαρεί η κοπελιά σου»

«Να ’σαι καλά μπρε μάστορη» τον ευχαρίστησε κι έβγαλε τα λεφτά να του τα δώσει.

Στην τσέπη του, κλεισμένο σ’ ένα μικρό πουγκί, βαστούσε τώρα το χαριτωμένο κόσμημα. Δεν τον ένοιαζε που είχε ξοδέψει “αλόγιστα”, όπως θα ’λεγε ο πατέρας του, το ισχνό του βαλάντιο. Το ’κανε επειδή ήταν ερωτευμένος κι ήθελε να ’χει η μικρή κατιτίς δικό του. Ακουμπούσε συχνά το μηρό του για να το νιώθει, κι η ψυχή του αναγάλλιαζε. Συλλογιόταν τη στιγμή που θα της το ’δινε: ήθελε να ’ναι μόνοι, να το περάσει ο ίδιος στον καρπό της... Πόση χαρά θα φώτιζε άραγε τα μάτια της! Κι εκείνος θα πετούσε στον έβδομο ουρανό...

 Όλα έγιναν όπως τα ονειρεύτηκε. «Κλείσε τα μάτια σου» της είπε κι εκείνη πειθάρχησε, ενώ ο Μανώλης απίθωσε στη χούφτα της το δώρο του. «Άνοιξέ τα» ξανάπε.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε, μόλις το αντίκρισε.

«Δε το θωρείς; Για σένανε» απάντησε κοιτώντας την τρυφερά.

«Απίστευτο! Χρυσό βραχιόλι... Που το ’βρες;»

«Τ’ αγόρασα σαν βρέθηκα στη Σμύρνη. Δέκα λίρες είχα όλες κι όλες, και τις έδωκα για να το πάρω... Για σένα Κατινάκι μου» επανέλαβε κι η φωνή του ξεχείλιζε από αγάπη.
«Μανώλη μου είναι υπέροχο! Σ’ ευχαριστώ πολύ! Μα δε σου γύρεψα μαλάματα...»

«Καρδιά μου δεν πειράζει» την καθησύχασε φέρνοντάς την πάνω του, και θώπευσε το μάγουλό της. «Εγώ το ’θελα...»

«Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου» είπε μιμούμενη την κίνησή του κι η συγκίνηση ήταν εμφανής στα λόγια της.

«Δεν κάμει τίποτα γλυκιά μου» ανταπέδωσε μέσα απ’ τον κόμπο που ’χε σταθεί στο λαιμό του. «Μον’ άσε με να σ’ το φορέσω...»

 Κλείδωσε τέλεια γύρω απ’ τον καρπό της. Το καμάρωσε, αφήνοντας να λάμψει στον ήλιο. «Θα το φοράω πάντοτε» υποσχέθηκε. Ύστερα το βλέμμα της χάθηκε στο δικό του, κι άφησε δειλά ένα φιλί στο στόμα  του.

«Σ’ αγαπώ» του είπε. Κι εκείνος ένωσε ξανά τα χείλη τους.

Κι ενώ ο Μανώλης πίστευε ότι ο φίλος του βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα απ’ αυτόν με την καλή του, εμφανίστηκε μια μέρα στο σπίτι του ο Δαμιανός, πολύ ταραγμένος. Δρασκέλισε σαν κυνηγημένο αγρίμι το κατώφλι της αυλόπορτας κι έπεσε πάνω στο στέρνο του Μανώλη.

«Καρντάση... Καρντάση μου τι έπαθα!» μονολόγησε σχεδόν κλαίγοντας.

«Ηρέμησε καρντάση ... Γιατί βαλάντωσες; Μην πέθανε κανείς;» αποπειράθηκε να τον ανακουφίσει ο Μανώλης σηκώνοντας το κεφάλι του, κυριευμένος από αγωνία για την εικόνα που παρουσίαζε ο φίλος του.

«Την χάνω, Μανωλιό!» βόγκηξε.            

«Τι λέγεις Δαμιανέ; Ποιά χάνεις;»

«Τη Μαριάνθη μου! Την αγάπη μου!»

«Τι εννοείς;» έκανε ο Μανώλης με κομμένα γόνατα.

«Τη δίνει αλλού ο κύρης της! Π’ ανάθεμά τον!»

Βόμβα ήχησε στα ώτα του. Αποσβολώθηκε τελείως. Έμεινε να κοιτάζει ανήμπορος το φίλο του, που έχυνε δάκρυα βουβά σαν μικρό παιδί. Ξαφνικά ο κίνδυνος να χάσει την Κατίνα τού φάνηκε πλησιέστερος και τρανταχτά πιο βέβαιος.

«Πως γένηκε αυτό φίλε μου; Αφού ’λεγες θα τη γυρέψεις...»

«Δεν πρόφτασα» είπε ο Δαμιανός κι οι λυγμοί του ακόμα τον ταλάνιζαν. «Κιότευα... Μόλις προψές ετόλμησα να ειπώ στη μάνα μου πως θέλω να παντρευτώ. Μα σαν άκουσε ποιά είχα κατά νου και του ’πα τη Μαριάνθη, σοβάρεψε απότομα κι έσκυψε το κεφάλι. Μ’ έζωσαν τα φίδια... Κι αφού τη ρώτησα, μ’ είπε με κόπο πως άκουσε ότι ο Αραμπατζής ... την αρραβώνιασε...»

Οι στερνές του λέξεις πνίγηκαν σ’ αναφιλητά κι έχωσε την όψη στις παλάμες του. «Δαμιανέ... Λυπούμαι... Λυπούμαι πολύ» ψέλλισε ο Μανώλης, ανακατώνοντας στοργικά όσες τούφες απ’ τα μαλλιά του φίλου του έφταναν στον αυχένα. Τα μάτια του τον έτσουζαν.

«Τι έκαμα, καρντάση μου, για ν’ αξίζω τέτοια δυστυχία; Ε; Με λες;» μίλησε απεγνωσμένα ο νέος, γραπώνοντας τα μπράτσα του Μανώλη.      «Να διώ την κόρη που ποθώ να παίρνει άλλον...Να ξεύρω πως άλλος πια θα τη φιλά, θα την αγγίζει... Και πως του ξένου τα παιδιά θα φέρει στο κόσμο...»

«Αλλά κατέχω» εξακολούθησε σ’ άλλο τόνο, πιο δηκτικό. «Ο γερό- μπαμπέσης μου την είχε στημένη... Θα πρόσεξε που τριγυρνούσα την κόρη του, ή θα του το σούριξαν τίποτα γειτόνοι... Και βάλθηκε να την κουκουλώσει μαθές! Μη μαγαριστεί η τιμή του!»
Ο Δαμιανός ήτανε φουρκισμένος, καπνούς εξέπεμπαν θαρρείς τ’ αυτιά του. Ο Μανώλης παρέμενε σιωπηλός, δεν ήξερε ούτε αν έπρεπε να διαφωνήσει μαζί του ούτε αν έπρεπε να συμμεριστεί τη σκέψη του.

«Κάμε κουράγιο Δαμιανέ» προσπάθησε να τον ψυχώσει ύστερα, ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του.

«Τι κουράγιο να κάμω; Κοντεύει να σαλέψει ο νους μου, Μανώλη, πάω να σκοτωθώ! Ένας Θεός ξεύρει γιατί δεν...»

«Σώπα!» τον πρόσταξε συγκλονισμένος. «Ό, τι και να γένει, έχεις εμένα, τσι δικούς σου... Μην κάμεις καμιά κουτουράδα!»

Σώπασε εκείνος κι ατένισε τον άλλο κατάματα . «Το μόνο που με νοιάζει» είπε «είναι να ξαναιδώ τη Μαριάνθη... Τουλάχιστο να ’χω κοντινή τη θύμησή της, αφού μόνο ετούτη θα μου μείνει...» Κι η φωνή του έσταζε πίκρα.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά οι δυο φίλοι. Το παράπονο κι η απορία φούσκωνε μέσα τους, γινόταν λάβα καυτή που πύρωνε τα στήθη τους. Τόσο άδικη ήταν λοιπόν η ζωή;

Ο Μανώλης μπήκε βαρύθυμος στο σπίτι κι έκατσε στο κρεβάτι του. Αναλογίστηκε την Κατίνα, κι ένιωσε το κεντρί του πόνου να μπήγεται φαρμακερό στην καρδιά του. Έτσι θα ’παιρναν κι εκείνη κάποτε; Κι εκείνος πως θ’ άντεχε; Καλύτερα να πέθαινε την ίδια ώρα, κι ας ορμήνευε πριν το Δαμιανό τ’ αντίθετα...

«Θεέ μου, Εσύ, που στέργεις την αγάπη, γιατί μας κάμεις να πονούμε τόσο;» αναρωτήθηκε στηρίζοντας το κεφάλι του στις παλάμες, που σφυροκοπούσε.





[1] 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920
[2] Κετσές= φθηνό, χοντρό ύφασμα από συμπιεσμένο μαλλί ή τρίχες

Λίνα Δώρου