Βρικόλακες με το ζόρι (Μέρος 1)

Ο Χένρι και ο Μάξιμους ήταν δύο νεαροί βρικόλακες, τόσο σε ανθρώπινα όσο και «βαμπιρικά» –αν μπορεί να σταθεί αυτή η έκφραση– χρόνια και δύο εμφανώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Είχαν γίνει με τη θέλησή τους βρικόλακες, όταν γνώρισαν μια πανέμορφη και υπερβολικά γοητευτική βρικολακίνα πριν από κάποια χρόνια σε ένα πάρτι. Εκτός από εκείνη, τους γοήτευσε και η φανταχτερή ζωή που θεωρούσαν πως κάνει ένα βαμπίρ –τόσες ταινίες είχαν δει άλλωστε. Ο καθένας τους επέλεξε αυτή τη ζωή για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς σκοπούς. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν το πρόσωπό τους, το οποίο μαρτυρούσε τη συγγένειά τους, καθώς έμοιαζαν φοβερά μεταξύ τους.
Ο Μάξιμους, ο πιο τολμηρός από τους δυο τους, ήταν καστανόξανθος, με πράσινα μάτια και ψηλή και γεροδεμένη κορμοστασιά. Ως μεγαλύτερος ένιωθε πάντα υπεύθυνος για τη σταδιοδρομία του αδερφού του, ο οποίος, παρότι εμφανίσιμος και καλοφτιαγμένος –έμοιαζαν πολύ, ίδια κορμοστασιά, παρόμοιο ύψος, διαφορετικό μόνο χρώμα στα μαλλιά και στα μάτια· του Χένρι ήταν πιο σκούρα και πρασινωπά αντίστοιχα–, ήταν πάντα ατζαμής, άτυχος και αδέξιος. Ναι, εκείνος φαινόταν να έχει πάρει όλα τα καλά στην πρώτη γέννα. Ίσως αυτός να ήταν κι ένας λόγος που ενδόμυχα του δημιουργούσε τύψεις και γι’ αυτό ήθελε να αποκαταστήσει τον αδερφό του, ήθελε να ξέρει πως είναι καλά.
Ο Χένρι από την άλλη ήθελε την ησυχία του. Ανέκαθεν ήταν μοναχικός τύπος, δεν ήθελε πολλά πολλά με τον έξω κόσμο και, αν τον άφηνες χωρίς υποχρεώσεις, δε θα έβγαινε ποτέ από το σπίτι. Του άρεσε η μοναξιά του. Όταν ήταν έξω, ένιωθε πως δεν μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις μέσα στο κεφάλι του. Ο αδερφός του ήταν ταυτόχρονα η κινητήριος δύναμη και ο ανασταλτικός παράγοντας για κάθε τι που σκεφτόταν να κάνει. Τον αγαπούσε, αλλά από μικρός είχε μεγαλύτερη αδυναμία στα δρακουλίνια…


Angelina S.