Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 11)

Ο γάμος της Μαριάνθης έγινε στα τέλη του Οκτώβρη. Κανένα μέλος της οικογένειας Κεχαγιόγλου δεν παρευρέθηκε σ’ ετούτη την αταίριαστη χαρά. Ήταν όλοι πικραμένοι με την τύχη του νεαρού τους μέλους. Μάταια προσπάθησε η Ασπασώ να μαλακώσει λίγο την ψυχή του παιδιού της, όσο της το επέτρεπε η δική της που ήταν κι αυτή φαρμακωμένη. Ο Δαμιανός ήταν απαρηγόρητος. Δεν διανοήθηκε καν να αποπειραθεί να την κλέψει, ο Αραμπατζής σίγουρα θα ’κανε φασαρία στη Δημογεροντία και ποιος τον γλίτωνε μετά- όσο φτωχός κι αν ήτανε, οι προεστοί τον σέβονταν κι η γνώμη του μετρούσε, χώρια που η μικρή τους κοινωνία θα κατέκρινε την πράξη του.
Μόνο μια νύχτα τόλμησε να τη συναντήσει παρά το φόβο και την άρνηση της δεκαοκτάχρονης κοπέλας. Για κείνον έμοιαζε με ξόδι το συναπάντημά τους κι η Μαριάνθη βλέποντας την επιμονή του και νιώθοντας τη λαχτάρα για τον αγαπημένο της να ξυπνάει, παραδόθηκε. Τώρα στεκόταν ανέκφραστη πλάι στον άντρα που θα γινόταν με το ζόρι σύζυγός της κι έκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια να συγκρατήσει τα πονεμένα δάκρυα που συγκεντρώνονταν στα μάτια της, καθώς η γλυκόπικρή του θύμηση κλυδώνιζε το μυαλό της.

Πιο θλιμμένη νύφη δεν είχε δει ποτέ της η Κατίνα. Ο πατέρας της, ως άρχοντας, συγκαταλεγόταν στους καλεσμένους κι έτσι είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά την τελετή και τους νυμφευομένους. Της έκανε εντύπωση που η νεαρή κοπέλα δεν άφηνε ούτε ίχνος υπομειδιάματος να φανεί στην όψη της, εν αντιθέσει με το γαμπρό που έδειχνε εύθυμος και ικανοποιημένος. Τι στο καλό, σκέφτηκε, όλες οι νέες λυπούνται που αφήνουν τους δικούς τους, μα τόσο πολύ πια; Αυτή εδώ ήταν σαν να την πήγαιναν για κρεμάλα... Την ίδια στιγμή, μια αστραπή διέσχισε το νου της. Λες να μην τον ήθελε τον άντρα της, να την είχαν αναγκάσει να τον παντρευτεί; Κι αν αγαπούσε κάποιον άλλο; Αθέλητα ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό της. Ίσως ο Μανώλης να μπορούσε να της εξηγήσει, να 'χε ακούσει κάτι, μα κι ετούτος ήταν άφαντος. Ανεξήγητα της φαίνονταν όλα κι ασύνδετα, θα 'φτανε όμως η ώρα που θα μάθαινε από πρώτο χέρι την αλήθεια.
Το Νοέμβριο διεξήχθησαν στην Ελλάδα οι εκλογές που επρόκειτο να κρίνουν όχι μόνο το μέλλον της μικρασιατικής εκστρατείας, αλλά και της χώρας ολόκληρης. Ο Βενιζέλος ηττήθηκε κατά κράτος, διαψεύδοντας οικτρά τους οπαδούς του που ανέμεναν τη δικαίωση, και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα με αρχηγό το Δημήτριο Γούναρη. Η Ελλάδα είχε κουραστεί να πολεμάει, ζητούσε πίσω τα παιδιά της· αγκομαχούσε και οικονομικά. Η λαϊκή δυσαρέσκεια στράφηκε τότε ενάντια του πρωθυπουργού, δίνοντας πρόσφορο έδαφος στην συνασπισμένη αντιπολίτευση που υποσχόταν ότι θα έληγε την εκστρατεία, συνεπώς και τη μακρόχρονη πολεμική περιπέτεια, που βαστούσε αδιάκοπα σχεδόν απ’ τον καιρό των Βαλκανικών.
Οι Μικρασιάτες έχασαν τη γη κάτω απ' τα πόδια τους. Ποιος θα εκπλήρωνε τώρα τα φιλόδοξα οράματα που με τόσο πόθο ασπάζονταν κι οι ίδιοι; Ήδη η Ελλάδα έχανε τους συμμάχους της, που είχαν εκφράσει απερίφραστα τη δυσαρέσκειά τους και προειδοποιούσαν την κυβέρνηση να μην επαναφέρει στο θρόνο τον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο. Αυτό όμως δεν τους κλόνισε κι έτσι, με το δημοψήφισμα που έγινε αμέσως μετά, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε πανηγυρικά. Ο νέος βασιλιάς Αλέξανδρος είχε πεθάνει τον Οκτώβρη του ίδιου έτους από σηψαιμία, που την προκάλεσε το δάγκωμα μαϊμούς στα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι.
Οι Σύμμαχοι έδειξαν πια το πραγματικό τους πρόσωπο. Η Αγγλία απομακρύνθηκε, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία πήραν απροκάλυπτα εχθρική στάση, πρόθυμες να συνταχθούν με τον Κεμάλ. Επιπρόσθετα απέσυραν την κάλυψη του χαρτονομίσματος που ίσχυε από την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο το 1917, πράγμα που θα οδηγούσε σταδιακά σε οικονομική εξαθλίωση το ήδη καταπονημένο κράτος.
Ωστόσο μετά την αναταραχή εκείνη, η Νύμφη του Ερμαίου γιόρτασε ίσως ένα απ’ τα ομορφότερα και πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα στην πορεία της ζωής της. Η αυτονομία είχε τονώσει την οικονομία της και δη το εμπόριο και τα κοσμικά της κέντρα κατέκλυζε πλήθος κόσμου από όλες τις εθνότητες που συμβίωναν στους κόλπους της. Τα προάστια, πιο ήσυχα, μοιράζονταν όμως τη χαρά του κέντρου. Ήταν τα δεύτερα Χριστούγεννα που περνούσε η Κατίνα με τη θεία και τα ξαδέλφια της στο σπίτι τους. Ολονών η διάθεση ήταν ανεβασμένη. Η Μαρίτσα είχε επανενωθεί με τις αδελφές της και περνούσε πολύ χρόνο μαζί τους, όταν δεν τις πίεζαν τόσο οι οικογενειακές υποχρεώσεις, και τα μικρά είχαν ενσωματωθεί πλήρως στο νέο περιβάλλον, είχαν βρει παρέες και προόδευαν στο σχολείο. Κι είχαν πάντα την αγάπη της μητέρας, του θείου και της γιαγιάς να τα σκεπάζει. Ωστόσο η Κατίνα συνειδητοποίησε πως τους έλειπε η πατρική φιγούρα. Μερικά βράδια, πιο συχνά στην αρχή κι ύστερα πιο αραιά, τα προσωπάκια τους χρωμάτιζε μια ανεξήγητη σοβαρότητα και κάποιες κουβέντες ξέφευγαν που αφορούσαν τον πατέρα τους. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ το θείο της η κοπέλα, αλλά οι σκόρπιες φράσεις των παιδιών της έδιναν να καταλάβει ότι τον αγαπούσαν πολύ και πως ακόμα η έλλειψή του κρυφά τα πόναγε. Υπήρχαν φορές που αναρωτιόταν γιατί η θεία της δεν εξέφρασε ποτέ την ανάγκη για έναν νέο σύντροφο. Όσο κι αν την πονούσε ο χαμός του άντρα της, όσο κι αν ο Σίμος μπορεί να αναπλήρωνε ως ένα βαθμό το ρόλο του πατέρα, ήταν νέα ακόμα και θα ’ταν κρίμα να μείνει μόνη, όταν τα παιδιά της θα έφευγαν. Τη Μαρίτσα πάντως δεν έδειχνε να την ενδιαφέρει καν κάτι τέτοιο. Της αρκούσε που είχε βρει μια ζεστή φωλιά δίπλα στη μάνα και τον μονάκριβο αδελφό της, τις όποιες νύξεις της κυρα – Φωτεινής τις απέρριπτε ευγενικώς.
Ένα μεσημέρι η Παρίτσα γύρισε σπίτι κακόκεφη κι εξαντλημένη. Μέχρι το βράδυ είχε ανεβάσει πυρετό. Συλλογίστηκαν όλοι πως θα ’χε κρυώσει στο σχολείο, δεν ήθελε πολύ ένα μικρό παιδί να ξεγελαστεί με τα παιχνιδίσματα του Γενάρη. Η Μαρίτσα της έβαλε κομπρέσες, την έπλυνε με ζεστό νερό για να ρίξει το πυρετό, όμως αυτός επέμενε. Η μικρή πονούσε ολόκληρη, στο λαιμό και στα κόκκαλα. Αποφάσισαν λοιπόν να καλέσουν το γιατρό, αφού είδαν ότι τα γιατροσόφια δεν έπιαναν.
Κείνο τον καιρό δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι γιατροί στο Μπουτζά, όσο κόσμο κι αν είχε. Ανάμεσά τους ο Αντώνης ο Χατζηγιάννογλου, νέος σχετικά, ταπεινός, αλλά εξαιρετικός στο επάγγελμά του για το οποίο απολάμβανε τα καλά λόγια των συγχωριανών του, γνώριζε προσωπικά την οικογένεια του Γιάγκου Σεκέρογλου. Αυτόν εμπιστεύτηκε ο Σίμος στην ασθένεια της ανιψιάς του και το επόμενο πρωί χτύπησε την πόρτα τους.
«Καλώς όρισες Αντώνη» τον υποδέχτηκε. Ο άντρας πέρασε το κατώφλι και παρατήρησε μια στιγμή τη χλιδή γύρω του.
«Καλώς σε βρήκα Σίμο» απάντησε. «Απ’ ό, τι έμαθα, έχουμε ένα άρρωστο παιδί εδώ;»
«Ναι, την ανιψιά μου. Είναι απάνω, στο κρεβάτι της. Περιμένει να τη δεις» μειδίασε ο Σίμος.
«Ανιψιά;» αναρωτήθηκε σιωπηλά ο Αντώνης, μα η υποχρέωσή του ως γιατρού δεν του επέτρεψε να προβληματιστεί περαιτέρω. Με το δερμάτινο βαλιτσάκι του ανά χείρας, ακολούθησε το Σίμο στον όροφο του αρχοντικού, όπου βρισκόταν το κοριτσάκι.
«Αυτή λοιπόν είναι η μικρή μας ασθενής;» ρώτησε τρυφερά, σαν την αντίκρισε. Η εννιάχρονη παιδούλα, ξαπλωμένη στα λευκά σεντόνια, με τη λευκή νυχτικιά της και τα υπόξανθα μαλλάκια της να απλώνονται στο αφράτο μαξιλάρι, έμοιαζε με άγγελο. Δίπλα της η Κατίνα την πρόσεχε. Μόλις άκουσε τη φωνή του η Παρίτσα, έστρεψε τον αυχένα της προς το μέρος του και τα γαλανά ματάκια της, θολά απ’ τον πυρετό, άστραψαν.
«Εγώ είμαι» αποκρίθηκε με τη λεπτή φωνούλα της. Ο Αντώνης πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Τι όμορφο κορίτσι! Δεν κάμει να ’ναι άρρωστο...»
«Όχι. Κακιά αρρώστια!» μούτρωσε η Παρίτσα, κάνοντας την Κατίνα να χαμογελά με συμπάθεια.
«Μην σε μέλει, θα τη διώξουμε» την καθησύχασε εκείνος πιάνοντας το χεράκι της. «Πως σε λένε;»
«Παρίτσα»
«Παρίτσα... Ωραίο όνομα! Απ’ το Παρασκευή;» ρώτησε κι η μικρή έγνεψε καταφατικά.
«Λοιπόν Παρίτσα, νομίζω ότι πρέπει να σε εξετάσουμε» αποφάνθηκε ο Αντώνης κι έβαλε το στηθοσκόπιο, ενώ το κορίτσι ατένιζε με περιέργεια τα σύνεργά του. Η Κατίνα παραμέρισε διακριτικά και κάθισε πλάι στον πατέρα της, περιμένοντας τη διάγνωση. Όση ώρα την εξέταζε, η ξαδελφούλα της παρέμεινε σιωπηλή, υπομονετική, απαντώντας μόνο στις ερωτήσεις του γιατρού. Ύστερα ο Αντώνης στράφηκε στο Σίμο:
«Μια γρίπη έχει το παιδί μας» ανήγγειλε. «Πολλά υγρά, ζεστά, να μην πάει σχολειό κάποιες μέρες και να παίρνει τα φάρμακα που θα της γράψω τρεις φορές τη μέρα» πρόσθεσε κι έβγαλε να σημειώσει την αγωγή της.
«Σ' ευχαριστούμε Αντώνη» είπε ο Σίμος.
«Παρακαλώ» ανταπέδωσε εκείνος. Εν τω μεταξύ φάνηκαν στην πόρτα ο Σπύρος κι η Σμαρώ, περίεργοι ν’ ακούσουν σχετικά με την αδελφή τους.
«Α να και τ’ αδελφάκια!» αναφώνησε ο θείος τους. «Ελάτε, θα γίνει καλά η αδερφή σας» τα κάλεσε κι εκείνα προχώρησαν μέσα.
«Αλήθεια θείε Σίμο;» ρώτησε ο μικρός.
«Αλήθεια βρε! Μη φοβάσαι!» τον βεβαίωσε αγκαλιάζοντάς τον.
«Δεν είναι δικά σου Σίμο;» ξεστόμισε επιτέλους την ερώτηση που τον έκνιζε.
«Όχι, Αντώνη. Πώς να ’ναι; Δε μου μοιάζουν καν» αποκρίθηκε, ελευθερώνοντας τον ανιψιό του. «Δικιά μου είναι μόνο η Κατίνα, που ’χει και τ’ όνομα της μάνας της» έδειξε την κόρη του. «Τη θυμάσαι θαρρώ τη μακαρίτισσα...»
«Ναι τη θυμάμαι...» κατένευσε ο Αντώνης. «Και τα μικρά, είναι όλα ανίψια σου; Από ποια αδελφή;»
«Απ’ τη Μαρίτσα. Η έρμη έχασε τον άντρα της στ’ Αϊντίνι δυο χρόνια πριν κι ήρθε να μείνει δίπλα μας...»
«Συλλυπητήρια... Δεν το ήξευρα » ψέλλισε. Την ίδια στιγμή η Μαρίτσα όρμησε σαν σίφουνας στο δωμάτιο.
«Σίμο μου τι έγινε; Τι έχει το παιδί; Θα...» απευθύνθηκε εναγωνίως στον αδελφό της, μα η φράση κόπηκε στη μέση σαν είδε τον Αντώνη.
«Αντώνη! Εσύ... Τι κάμεις εδώ;»
«Είναι ο γιατρός, Μαρίτσα» εξήγησε ψύχραιμα ο Σίμος στην κατάπληκτη αδελφή του. Σιωπή είχε πέσει ανάμεσα στους δυο ενήλικες, που κοιτάζονταν έντονα.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Μαρία» μίλησε τελικά ο άντρας και της έτεινε το χέρι του.
«Παρομοίως» απάντησε σαστισμένη ακόμα κι έσφιξε δειλά το χέρι του.
«Έμαθα για τον άντρα σου. Λυπάμαι πολύ» συνέχισε.
«Ευχαριστώ, Αντώνη. Τον καημένο το Γιώργη μου, ήταν τόσο καλός...» έκανε με παράπονο.
«Φαντάζομαι... Κι εσύ πρέπει να ήσουν πολύ καλή σύζυγος» επέστρεψε το χαρακτηρισμό, κι η Μαρίτσα για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωσε να ερυθριά.
«Λοιπόν, να πηγαίνω εγώ» δήλωσε ο Αντώνης συλλαμβάνοντας την αμηχανία της. «Δεν έχει κάτι σοβαρό η μικρή, μια ήπια μορφή γρίπης μόνο. Κυκλοφορούν ιώσεις στα παιδιά, χειμώνας είναι. Θα της δώσετε αυτά τα φάρμακα και σε λίγες μέρες θα είναι περδίκι» την πληροφόρησε.
«Δόξα τω Θεώ! Να ’σαι καλά Αντώνη!» σταυροκοπήθηκε κρατώντας το χαρτί με τη συνταγή.
«Τίποτα, Μαρία. Η μικρή σου είναι αξιολάτρευτη. Δε με ταλαιπώρησε καθόλου» είπε και θώπευσε με το βλέμμα την Παρίτσα, που του χάρισε ένα αθώο λαμπερό χαμόγελο.
«Μαμά ο γιατρός είναι πολύ καλός! Θ' αρρωσταίνω πιο συχνά!» αστειεύτηκε το κοριτσάκι κι η Κατίνα με τα υγιή ξαδέλφια της γέλασαν πρόσχαρα, ενώ η μάνα της την αγκάλιασε και τη φίλησε ανακουφισμένη.
«Σας χαιρετώ. Και για οτιδήποτε χρειαστεί η μικρή, μη διστάσετε» συμβούλεψε ο Αντώνης το Σίμο καθώς ετοιμαζόταν να αποχωρήσει.
«Στο καλό Αντώνη! Ανυσώ, συνόδεψε τον κύριο μέχρι την έξοδο!» πρόσταξε εκείνος τη νεαρή υπηρέτρια που έτυχε να βρίσκεται κοντά.
Έφτασε στο σπίτι του και κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο της εισόδου. Η μάνα του μαγείρευε στην κουζίνα, μπορούσε ήδη να οσμιστεί τη μυρωδιά του φαγητού. Τη χαιρέτησε κι έκατσε στον καναπέ να ξαποστάσει. Ένα φως έλαμψε στην ψυχή του μετά την απρόσμενη συνάντηση με τη Μαρίτσα. Την είχε ερωτευτεί κάποτε, μα δεν τόλμησε ποτέ να της εκφράσει τα αισθήματά του. Σαν έμαθε το γάμο της με τον Αϊδινιώτη έμπορο, έσφιξε την καρδιά του, απώθησε τη μνήμη της και λίγα χρόνια αργότερα έφτιαξε τη ζωή του με μια άλλη Μπουτζαλιά, εξίσου καλή και όμορφη. Δεν ευτύχησαν ν' αποκτήσουν παιδιά κι η δύστυχη γυναίκα του πέθανε πολύ νέα. Κάμποσα χρόνια ζούσε ο Αντώνης  χήρος κι άκληρος. Είχε αφοσιωθεί στο λειτούργημά του, μόνο αυτό τον απορροφούσε. Η προσφορά στους συνανθρώπους του έγινε ο σκοπός της ζωής του. Μόνο που σήμερα κάτι σκίρτησε μέσα του. Το πρόσωπό της του ξύπνησε μνήμες, όταν νέο παλικάρι την έβλεπε από μακριά και την καμάρωνε, κι ο καημός του έρωτα φλόγιζε τα μέσα του. Δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο, ήταν το ίδιο όμορφη και γλυκιά με τότε. Πόσο θα ’θελε να είχε υπάρξει πιο τολμηρός, ίσως τώρα να μη βίωνε τη μοναξιά... Φοβόταν ότι η Μαρίτσα δεν ένιωθε το ίδιο για κείνον κι ως εκ τούτου άφησε τη ζωή να κυλήσει όπως όρισε η μοίρα. Τώρα όμως που κι εκείνη ήταν χήρα, τι θα 'χανε να τη διεκδικήσει; Δεν θα το ’κανε από ιδιοτέλεια για να καλύψει τη δική του απώλεια, όχι, ούτε θα την πίεζε. Είχε δική της ζωή, τους συγγενείς, τα παιδιά της. Μα η ανεκπλήρωτη θερμή του αγάπη τον έσπρωχνε να προσπαθήσει. Χρειαζόταν μια σύντροφο, κι η αθωότητα της μικρής Παρίτσας αφύπνισε την επιθυμία του να γίνει κι αυτός πατέρας. Θα προσέγγιζε τη γυναίκα με τα ευγενικά ένστικτα που του υπαγόρευε η καρδιά του κι ό, τι έμελλε γενέσθαι...
Θα ’χαν περάσει δέκα μέρες από την επίσκεψή του στο σπίτι των Σεκέρογλου, όταν πηγαίνοντας για μια δουλειά κοντοστάθηκε κι αποφάσισε να χτυπήσει ξανά την πόρτα τους. Τούτη τη φορά του άνοιξε η ίδια η Μαρίτσα, που τον υποδέχτηκε με το ίδιο γλυκό ξάφνιασμα:
«Αντώνη! Τι ευχάριστη έκπληξη... Έλα, πέρασε! Να σε φιλέψω κάτι;»
«Όχι, Μαρία, ευχαριστώ. Περαστικός ήμουνα» αρνήθηκε.
«Καλά» χαμογέλασε εκείνη. Τα ροδαλά της μάγουλα πάνω στη λευκή σάρκα του προσώπου της, μαζί με τα σγουρά μαύρα μαλλιά που δέσμευε σ' ένα κότσο, θύμιζαν στον Αντώνη την εικόνα της ίδιας της Παναγιάς κι ο λάρυγγάς του γέμιζε κουβέντες που αδυνατούσε να εκφράσει...
«Πως είναι η μικρή;» κατάφερε τελικά να ρωτήσει.
«Μια χαρά, δόξα σοι ο Θεός! Προψές την έπεψα σχολειό» αποκρίθηκε. «Ανυπομονεί να ξαναρρωστήσει, λέει – τι παιδί!»
«Να της δώσεις πολλά χαιρετίσματα! Σε όλους» είπε. «Με συγχωρείς τώρα, έχω μια δουλειά και δε μπορεί να περιμένει...»
«Μη σε μέλει» τον καθησύχασε. «Πάγαινε, θα τους τα δώκω»
«Να ’σαι καλά!» Για μερικά δευτερόλεπτα μόνο, τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω της. Η Μαρίτσα ένιωσε ένα πέταγμα στα στήθια της.
«Αντίο σου» βιάστηκε να ψελλίσει.
«Γειά σου Μαρία» απάντησε εκείνος κι αμέσως έστρεψε τα νώτα του για να φύγει.
Σφάλισε τη βαριά εξώθυρα, στηριζόμενη για λίγο πάνω της. «Θεία!» άκουσε την Κατίνα να κατεβαίνει τις σκάλες και προσπάθησε να κρύψει την αναστάτωσή της.
«Εδώ είμαι Κατινάκι μου!» της φώναξε.
«Θεία μου, θα πάγω ως την εκκλησιά να εξομολογηθώ. Θέλω να μεταλάβω την Κυριακή» την ενημέρωσε.
«Να πας κορίτσι μου, βοήθειά σου» συναίνεσε. Μόλις η κοπέλα βγήκε, η Μαρίτσα έπεσε σε περισυλλογή. Τον Αντώνη τον ήξερε χρόνια, από μικρό κοριτσάκι, ποτέ της όμως δεν τον είχε δει πιο πέρα από ένα φίλο, ή καλύτερα απλώς γνωστό. Έπειτα παντρεύτηκε, έφυγε απ’ το Μπουτζά, τον ξέχασε. Και τώρα που είχε βρεθεί στο δρόμο της εντελώς τυχαία, μετά από τόσα χρόνια, ένιωθε σαν άβγαλτη παιδούλα που τη σημάδευε αόρατος ο φτερωτός θεός. Ήταν επιτρεπτό για κείνη, χήρα γυναίκα με τρία παιδιά; Μπορεί να ’χε οικογένεια, κι αυτό θα ’ταν ακόμη πιο ανόσιο. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να συμμορφωθεί, να μην αφήσει την καρδιά να την παρασύρει. Τίναξε το κεφάλι και προχώρησε στην κουζίνα, το δείπνο το ετοίμαζε η ίδια για την οικογένεια, ελαφρώνοντας τη μαγείρισσά τους.
Με το που μπήκε η Κατίνα στο ναό, την προσοχή της τράβηξε μια φιγούρα που ακουμπούσε στη μαρμάρινη αναβαθμίδα μπρος στο τέμπλο. Η κοπέλα, γιατί τέτοια ήταν, στήριζε το μέτωπό της στις παλάμες κι ένα μαντίλι σκέπαζε τη μισή καστανή της κόμη. Οι ώμοι της τραντάζονταν ανεπαίσθητα, μα η μικρή το πρόσεξε. Τι είχε άραγε;
«Συγγνώμη...» πρόφερε πλησιάζοντάς την. «Μπορώ να σε βοηθήσω;» Η νέα ανέβλεψε προς το μέρος της, κι εκείνη αναγνώρισε στο πρησμένο πρόσωπο την Μαριάνθη.
«Εσύ δεν είσαι...;» έκανε σαστισμένη.
«Η Μαριάνθη Αραμπατζή» συμπλήρωσε αμυντικά. «Εσύ ποια είσαι; Τι σε μέλει;»
«Συγχώρα με, δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω... Η Κατίνα Σεκέρογλου είμαι, η κόρη του αφέντη Συμεών» συστήθηκε. Στο άκουσμα των λόγων της, η άλλη κοπέλα ζάρωσε στη θέση της, σαν να τη φοβόταν. Ξενίστηκε η Κατίνα. Ύστερα κατάλαβε ότι εκείνη δεν είχε ούτως ή άλλως πρόθεση ν’ ανοιχτεί σε κανένα, κι έτσι προχώρησε στο εξομολογητήριο χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ακόμα εκεί ήταν όταν τέλειωσε. Καθόταν τώρα σ’ ένα στασίδι κι η Κατίνα έκανε να την πλησιάσει εκ νέου, μα δίστασε.
«Έλα» πήρε τούτη τη φορά την πρωτοβουλία η Μαριάνθη. «Σίμωσε» της έγνεψε. Κινήθηκε αβέβαιη προς το μέρος της.
«Κάθισε» της είπε, μαζεύοντας ένα δάκρυ με την ανάστροφη του χεριού. «Θέλω λίγη παρέα, κι εσύ φαίνεσαι καλό κορίτσι...»
Παρατηρούσε σιωπηλή την ομήλική της, περιμένοντας να μιλήσει εκείνη πρώτη. «Πόσω χρονώ είσαι;» άνοιξε ξανά το στόμα η Μαριάνθη.
«Δεκαεφτά θα γένω»
«Εγώ δεκαεννιά...» Πάλι σιωπή ανάμεσα στις δυο κοπέλες.
«Σε είδα στο γάμο σου» πήρε το λόγο η Κατίνα. «Ήσουν πολύ θλιμμένη... Και τώρα έκλαιγες...»
Η Μαριάνθη κοίταξε εξεταστικά τη συνομιλήτριά της. «Αν περνούσες κι εσύ ό, τι περνώ, το ίδιο θ’ αντιδρούσες...» μουρμούρισε.
«Τι έγινε;» τόλμησε η Κατίνα ν' αγγίξει το μπράτσο της. Η Μαριάνθη δεν αποτραβήχτηκε.
«Με πάντρεψαν με το ζόρι, αυτό έγινε! Κι εγώ αγαπούσα άλλον!» ξέσπασε κι ένας λυγμός την ανάγκασε να σκεπάσει τους οφθαλμούς της. Η Κατίνα έμεινε άναυδη, η χειρότερη υπόθεση που είχε κάνει επαληθευόταν απ' την ίδια την κοπέλα.
«Και... και ποιόν αγαπούσες εσύ, αν επιτρέπεται;» τραύλισε.
«Το Δαμιανό τον Κεχαγιόγλου... Είναι φίλος με το γιο του κυρ- Στρατή του Ασλάνογλου, το Μανώλη... Καρδιακός» αποκρίθηκε η Μαριάνθη.
Ένα σφίξιμο σ’ όλο το κορμί ένιωσε η Κατίνα. Ώστε γι' αυτό δεν ήρθε ο αγαπημένος της στο γάμο... Ένιωσε το κεφάλι της να πονάει, συλλογιζόμενη τον εαυτό της στη θέση της Μαριάνθης...
«Τι έχεις; Είσαι καλά;» ανησύχησε η Μαριάνθη βλέποντάς την να τρίβει τα μηνίγγια της.
«Όχι πολύ... Ο Μανώλης...»
«Δεν καταλαβαίνω... Ο Μανώλης; Τι σχέση έχεις μαζί του;»
«Κρατάς μυστικό;» είπε. Η Μαριάνθη κάλυψε το χέρι της με το δικό της.
«Φυσικά. Τι είναι;»
«Ο Μανώλης... Είναι... Θέλω να πω... αγαπιόμαστε!»
«Εσύ; Με το Μανώλη; » την κοίταξε εμβρόντητη.
«Ναι, εγώ» ομολόγησε. Η Μαριάνθη μετακινήθηκε και γονάτισε εμπρός της, κι ένα χαμόγελο κατανόησης πήγε ν' ανατείλει στην όψη της. Μα αμέσως αναστέναξε με πίκρα:
«Καημένη μου! Την ίδια τύχη θα ’χετε! Μη σε πω και χειρότερη...»
Η Κατίνα την κοίταξε κατάματα. «Μαριάνθη» την αποκάλεσε με τ’ όνομά της. «Ξέρω ότι δεν έχω ίσως πολλές ελπίδες, μα δεν μπορώ ν' αρνηθώ την αγάπη μου... Σε παρακαλώ, μην το πεις σε κανέναν! Είναι αρκετά βαρύ...»
«Μην σκιάζεσαι, Κατίνα. Σαν το εδικό μου βαρύτερο δεν έχει...»
Η νέα ανακάθισε στο στασίδι κι έφερε μελαγχολικά το αριστερό της χέρι στην κοιλιά της, που φαινόταν κάπως φουσκωμένη.
«Είσαι έγκυος;» ρώτησε με συστολή η Κατίνα.
«Ναι, που να μην ήμουν... Στον τέταρτο μήνα» ξεφύσησε βαριά.
«Γιατί το λες έτσι;»
«Γιατί δεν είν' του άντρα μου...» ψιθύρισε φοβισμένη.
«Δεν είν’ του άντρα σου; Ποιανού είναι τότε;»
«Του Δαμιανού...»
Δεν πίστευε στ’ αυτιά της η Κατίνα. «Πως το ξέρεις;» ψέλλισε.
«Με το Δαμιανό... βρεθήκαμε μια φορά πριν το γάμο...»
Κοκκίνισε στο υπονοούμενο η αθώα έφηβη. «Καλά και πως... Θέλω να πω, με τον άντρα σου δεν...;»
«Απ' το χρόνο μου το βρήκα» εξήγησε άχρωμα. «Δε χωρά αμφιβολία, δικό του είναι...»
«Και τι θα κάμεις;»
«Τίποτις. Δε θα το πω σε κανέναν, θα τους αφήκω να πιστεύουν ό, τι και τώρα, πως το παιδί είν’ του άντρα μου. Κι όταν γεννηθεί, θα προσποιηθώ πως ήταν πρόωρο...»
«Μα πως, Μαριάνθη; Θ' αφήσεις το γιο σου ή την κόρη σου να νομίζει ότι ο πατέρας του είναι κάποιος που δεν είναι;» διαμαρτυρήθηκε.
«Και να το μάθει, τι θα γένει; Σάμπως μπορώ εγώ πια να παντρευτώ το Δαμιανό; Όχι, κάλλιο να ζήσει έτσι...»
«Όπως νομίζεις» παρατήθηκε, μα ο νους της δεν μπορούσε να το χωνέψει.
Σηκώθηκαν αργά κι έκαναν να βγουν έξω. «Σε παρακαλώ Κατινάκι, μην πεις τίποτε ούτε καν στο Μανώλη... Δε θέλω να ξεύρουνε» την ικέτεψε βουρκωμένη.
«Εντάξει» προσπάθησε να χαμογελάσει, χωρίς να την πειράξει ο υποκορισμός του ονόματός της απ’ την κοπέλα που τόσο λίγο γνώριζε, αλλά σε μερικές στιγμές της είχε εκθέσει τα εσώψυχά της. Ένιωθε μια απερίγραπτη συμπάθεια για κείνη.
«Αν δεν ήταν η κοινωνική μας απόσταση, θα 'θελα πολύ να σ' έχω φίλη» άρθρωσε.
«Κι εμέ θα μ' άρεσε. Είσαι πονετική κοπέλα, χώρια που ’σαι έμορφη. Μόνο κάποια σαν κι εσένα θα μπορούσε ν’ αγαπήσει ο Μανώλης...»
Καληνύχτισαν η μια την άλλη με μια θερμή χειραψία πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους. Είχε νυχτώσει κι η Κατίνα έπρεπε να προσέχει πολύ στο δρόμο, ωστόσο δεν μπορούσε να μην ανατρέχει ο λογισμός της στην κουβέντα που είχε με τη Μαριάνθη. Την εξέπληξε το γεγονός ότι είχε δεχτεί στωικά τη μοίρα της, χωρίς ν’ αντιδράσουν ούτε η ίδια ούτε ο καλός της. Εκείνη δε θα τ’ άφηνε να περάσει έτσι. Θα φώναζε, θα έκλαιγε, θα γύρευε να την κλέψει, στη χειρότερη θ' αυτοκτονούσε, μα δε θα δεχόταν ποτέ να ζήσει με κάποιον που δεν ήθελε...
Παρορμήσεις, σκέφτηκε. Η γυναίκα δυστυχώς ήταν αιχμάλωτη του φύλου και της κοινωνίας της, πολλώ δε μάλλον των ανδρών. Τι θα κέρδιζε αν, όταν έφτανε η αποφράδα τούτη ημέρα, προσπαθούσε να εναντιωθεί στο Σίμο προβάλλοντας τη βούλησή της; Τίποτα απολύτως! Το πιο πιθανό ήταν να ’τρωγε καμιά γερή κατσάδα ή τιμωρία για την πράξη της, κι εν τέλει θα βιαζόταν ν' αποδεχθεί το γάμο. Ή μάλλον, δε θα το ’κανε, διότι θα 'χε ήδη πεθάνει απ' τον καημό της...
Η τρυφερή ψυχή της φορτίστηκε υπέρογκα. Έτρεξε τα τελευταία μέτρα μέχρι το σπίτι κι όρμησε μέσα, τραντάζοντας τις ξύλινες σκάλες. Μόλις βρέθηκε στην κάμαρή της, η φουρτούνα ξέσπασε. Ρίχτηκε στο κρεβάτι της κι άρχισε να κλαίει. Γιατί, γιατί οι άνθρωποι που αγαπιούνταν να μη μπορούνε πάντοτε να ζουν ευτυχισμένοι; Γιατί το μωρό της Μαριάνθης να μεγάλωνε μ' έναν ξένο, αποκαλώντας τον πατέρα;...

Έκλαψε, έκλαψε, μέχρι που η φωνή της θείας της την έκανε να σηκωθεί για το δείπνο. Στέγνωσε τα μάτια της κι αντικρίζοντας το είδωλό της στον μικρό καθρέπτη ο οποίος κοσμούσε τη σιφονιέρα, ορκίστηκε στον εαυτό της να παλέψει μέχρι τέλους για αυτό που είχε με το Μανώλη. Ο έρωτάς του ήταν για κείνη φυλαχτό κι η ίδια έτοιμη να θυσιαστεί για χάρη του, αν πήγαιναν να της το στερήσουν...  

Λίνα Δώρου