Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 1)

Το φως του άλιωτου κεριού τρεμόφεγγε πάνω στον βωμό. Οι σκιές χόρευαν ξέφρενα στα τοιχώματα τις σπηλιάς. Η μάγισσα Ολκ, η τρομερή ιέρεια του θανάτου με την παγωμένη ομορφιά, έτριψε τα χέρια της μεταξύ τους, φωνάζοντας το παλιό ξόρκι με την πιο πειστική της φωνή.

«Thaispeáint dom an fáinne!» αντήχησε η φωνή της στα τοιχώματα της σπηλιάς, και ένα όραμα ξεπετάχτηκε μέσα από τις παλάμες της.
Δύο άντρες βρίσκονταν στην καταραμένη Κοιλάδα του Θανάτου, εκεί όπου η ίδια είχε κρύψει το δαχτυλίδι, αιώνες πριν. Περπατούσαν αμέριμνοι, μιλώντας μεταξύ τους και γελώντας. Ούτε που φαντάζονταν πώς έμελλε να αλλάξει η μοίρα τους. Κάθισαν στις ρίζες της μεγάλης Ντάιρ, της καταραμένης βελανιδιάς με τα μαύρα φυλλώματα.
«Μην καυχιέσαι, αδερφέ!» είπε ο άντρας με τα μακριά, καστανά μαλλιά και τα καφετιά μάτια. «Όσο δυνατός και αν είσαι, δεν μπορείς να με ξεπεράσεις στην πάλη! Το έχει δείξει η ιστορία, άλλωστε. Θυμάσαι; Τρία χρόνια πριν, στους αγώνες της Χάνταπ».

«Ναι, Ακάιους. Θυμάμαι» απάντησε ο άλλος, με το γυμνό κρανίο και τα μικρά, κατάμαυρα μάτια. «Αλλά στην τοξοβολία δεν με ξεπερνάει κανείς. Ούτε στο τρέξιμο»
«Ναι, το παραδέχομαι. Με είχες περάσει κατά δύο βαθμούς στη τοξοβολία και κατά τρεις στο τρέξιμο, Μπόα. Αλλά μην ξεχνάς και τους αγώνες κονταρομαχίας στο Κάρικ! Σε είχα νικήσει και τις τρεις φορές!»
«Εντάξει, Ακάιους. Εντάξει» απάντησε συγκαταβατικά ο άλλος. «Όμως υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο δεν μπορείς να παραβγείς μαζί μου!»
«Και ποιο είναι αυτό;»
«Το θάρρος!»
«Με λες δειλό;» ρώτησε θιγμένος ο Ακάιους.
«Εσύ το είπες, αδελφέ!»
«Εμπρός! Προκάλεσέ με! Βάλε μου μια δοκιμασία!»
Ο Μπόα έριξε μια ματιά τριγύρω. Ύστερα έστρεψε το κεφάλι προς τα πάνω. Κοίταξε τα γυρτά, μαύρα κλαδιά της Ντάιρ και γέλασε, σίγουρος για τον εαυτό του.
«Σε προκαλώ να βάλεις το χέρι σου στην κουφάλα της Ντάιρ!»
«Της καταραμένης βελανιδιάς; Είσαι τρελός, Μπόα!» είπε εκείνος. «Δεν άκουγες την ιστορία που μας έλεγε η μητέρα κάθε βράδυ, για την Ολκ;»
«Ναι, ναι… Την κακιά μάγισσα που καταράστηκε την κοιλάδα και την γέρικη βελανιδιά πριν αιώνες, αναζητώντας την υπέρτατη δύναμη! Έλα τώρα, Ακάιους! Μην μου πεις ότι πιστεύεις ένα παραμύθι για παιδιά;» τον ειρωνεύτηκε ο Μπόα.
«Πού το ξέρεις ότι είναι παραμύθι;» αντιγύρισε ο Ακάιους.
Ο άντρας με το όνομα Μπόα γέλασε δυνατά. «Το ήξερα ότι τελικά θα δείλιαζες! Φαίνεται πως τελικά είμαι περισσότερο θαρραλέος από εσένα!» κόμπασε.
Τότε ο άντρας με το όνομα Ακάιους έσμιξε τα φρύδια θιγμένος. Σηκώθηκε φουριόζος και κοίταξε την Ντάιρ από τις ρίζες μέχρι τα γυρτά κλαδιά. Ο αδερφός του σηκώθηκε σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος, με βλέμμα που μιλούσε, γεμάτο ειρωνία και κομπορρημοσύνη.
Έβαλε το χέρι του απρόσμενα μέσα στην κουφάλα του δέντρου. Ο Μπόα γούρλωσε τα μαύρα μάτια του τρομαγμένος, μα δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
«Τι έχεις να πεις τώρα, αδερφέ;» είπε ο Ακάιους. «Ποιος είναι δειλός, τώρα;» γέλασε. Πήγε να βγάλει το χέρι του, αλλά εκείνη τη στιγμή σάστισε. «Κάτι πιάνω, Μπόα!» φώναξε. «Κάτι παγωμένο. Κάτι είναι εδώ μέσα!» είπε και ψαχούλεψε το εσωτερικό του κορμού.
«Φύγε από εκεί, Ακάιους! Μου απέδειξες αυτό που ήθελες» φώναξε ο Μπόα.
«Είναι κυκλικό» τον πληροφόρησε εκείνος. «Δεν μπορώ να το μετακινήσω, μοιάζει κολλημμένο!»
«Εντάξει, άστο τώρα!»
«Λίγο ακόμα και θα ξεκολλήσει, το νιώθω να υποχωρεί!»
Ξαφνικά τινάχτηκε και βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος. Ο Μπόα έτρεξε και έσκυψε από πάνω του.
«Είσαι καλά;» ρώτησε.
Εκείνος ανασηκώθηκε και άνοιξε την παλάμη του. Ένα χρυσό αντικείμενο γυάλισε στον ήλιο και τους τύφλωσε.
«Ένα δαχτυλίδι…» μονολόγησε απογοητευμένος.
«Καλύτερα να το αφήσεις εκεί που το βρήκες!» τον συμβούλεψε ο Μπόα.
«Έχεις δίκιο. Ένα παλιό δαχτυλίδι είναι, έτσι κι αλλιώς» συμφώνησε και πλησίασε την Ντάιρ, αλλά εκείνη τη στιγμή η γέρικη καταραμένη βελανιδιά τυλίχτηκε στις φλόγες. Απομακρύνθηκε βήχοντας και τα δύο αδέλφια παρακολούθησαν αμίλητα το δέντρο που φλεγόταν μόνο του.
Η μάγισσα γέλασε με την καρδιά της, όταν το όραμα έκλεισε τον κύκλο του και οι εικόνες έσβησαν μέσα στις παλάμες της. Τα κίτρινα μάτια της έλαμψαν αδηφάγα. Άνοιξε τα χέρια της στο πλάι και τα άφησε να ταλαντευτούν πάνω κάτω. Σε μια στιγμή, πάνω τους φύτρωσαν κίτρινα πούπουλα, και μεταμορφώθηκαν σε φτερά. Έκανε ένα μεγάλο άλμα και βρέθηκε να πετά στον αέρα σαν πουλί.
Έφτασε στην Κοιλάδα του Θανάτου πριν προλάβει να μετρήσει ως το τρία. Προσγειώθηκε δίπλα στα δύο αδέλφια που την κοιτούσαν τρομαγμένα και μόλις πάτησε τα γυμνά της πόδια στη γη, τα φτερά της υποχώρησαν και τα πούπουλα βυθίστηκαν μέσα στο δέρμα της σαν να μην είχαν φυτρώσει ποτέ.
«Ποια είσαι;» ρώτησε ο Ακάιους.
«Είμαι γνωστή με το όνομα Ολκ!» απάντησε με κομπασμό εκείνη.
Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έντρομα.
«Βλέπω πως από την αγαπημένη μου βελανιδιά έμειναν μόνο στάχτες!» διαπίστωσε με φωνή υποκριτικά θλιμμένη.
«Δεν φταίμε εμείς! Μόνη της πήρε φωτιά! Σου ορκίζομαι!» φώναξε ο Μπόα.
«Ω, χρυσό μου. Φυσικά και δεν φταίτε εσείς! Έτσι ήταν γραφτό να γίνει!»
Πλησίασε αργά τα δύο αδέλφια και στάθηκε ανάμεσά τους. Τους έπιασε και τους δύο από τα μπράτσα.
«Το πρώτο μέρος της προφητείας εκπληρώθηκε!» τους πληροφόρησε. «Δύο αδέλφια, από τη χώρα του Λευκού Κύκνου, με δύναμη λιονταριού και θάρρος απαράμιλλο, έφτασαν στην Κοιλάδα του Θανάτου, και ο ένας από αυτούς τόλμησε να κλέψει το ιερό φάινε που κοιμόταν επί αιώνες στην καταραμένη βελανιδιά!» είπε και γέλασε με στριγκή φωνή.
«Δεν έκλεψα τίποτα!» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Ακάιους.
«Και τι είναι αυτό που κρατάς;» είπε η μάγισσα και γέλασε ξανά. «Το δαχτυλίδι που εγώ η ίδια έκρυψα στην Ντάιρ, το ιερό φάινε, καθόταν ήσυχα ήσυχα στην κρυψώνα του, μέχρι που εσύ ήρθες και το βρήκες! Ήταν κολλημμένο, αλλά εσύ ήθελες να το πάρεις οπωσδήποτε!»
«Δεν το θέλω. Είναι δικό σου!» απάντησε εκείνος και της το πρόσφερε.
Η μάγισσα κούνησε το δάχτυλό της αρνητικά, πλαταγίζοντας τη γλώσσα της στον ουρανίσκο.
«Κάνεις λάθος. Δικό σου είναι!» είπε χαμογελώντας σαρδόνια. «Εκείνο σε επέλεξε, Ακάιους! Όταν τράβηξες το φάινε από τα σπλάχνα του δέντρου, έγινε αυτόματα δικό σου!»
«Πώς;» απόρησε ο άντρας.
«Είναι η προφητεία, Ακάιους! Πίστεψέ με! Αν δεν σε είχε διαλέξει το ίδιο το δαχτυλίδι, θα είχες πεθάνει αμέσως μόλις το έβγαλες από την κρυψώνα του!»
«Και τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω εγώ τώρα;» αναρωτήθηκε μπερδεμένος.
«Να το κρατήσεις φυσικά!» θύμωσε η μάγισσα.
«Δεν το θέλω!»
«Θα το κρατήσεις!» στρίγκλισε η Ολκ. «Αλλιώς δεν θα πραγματοποιηθεί η προφητεία!»
«Ποια προφητεία;» ρώτησε ο Μπόα, αντί για τον Ακάιους.
Η μάγισσα πήρε στα χέρια της το δαχτυλίδι. Το κοίταξε με μάτια αδηφάγα.
«Βλέπετε την χαραγμένη επιγραφή γύρω από τον μαύρο σφραγιδόλιθο;» ρώτησε. «Είναι η παλιά γλώσσα της Γιουβέρνα»
«Τι γράφει;» ρώτησε ο Μπόα.
«Beidh an ceann a roghnaíodh a bheith ar an rí na beatha agus báis. Agus ní bheidh an domhan a bheith mar an gcéanna arís» ψέλλισε η Ολκ.
«Τι σημαίνει;» συνέχισε εκείνος, νευρικά και ανυπόμονα.
«Ο εκλεκτός θα γίνει ο βασιλιάς της ζωής και του θανάτου. Και ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος» μετέφρασε η μάγισσα.
Ο Ακάιους κοίταξε το δαχτυλίδι με μάτια πεπλωμένα με φρίκη. «Δεν μου αρέσει αυτό που ακούω»
«Μα φυσικά και σου αρέσει! Όλοι οι θνητοί ποθούν δύναμη! Σκέψου! Θα έχεις εξουσία πάνω στη ζωή και στο θάνατο! Θα είσαι πανίσχυρος!»
«Και εσύ τι θα κερδίσεις από αυτό;»
«Θα γίνω η βασίλισσά σου!» απάντησε εκείνη, με μάτια που άστραφταν από προσμονή. «Μαζί θα κατακτήσουμε γη και ουρανό! Είναι το πεπρωμένο σου, Ακάιους!»
«Εγώ διαλέγω το πεπρωμένο μου!» απάντησε θαρραλέα εκείνος. «Και διαλέγω την γυναίκα και το παιδί μου»
Τα μάτια της Ολκ γυάλισαν σαν θυμωμένες αστραπές. «Πώς τολμάς να με απορρίπτεις;» ούρλιαξε. «Πώς τολμάς να απορρίπτεις το πεπρωμένο που σου προσφέρω;»
«Δώσε σε εμένα το δαχτυλίδι!» φώναξε ξαφνικά ο Μπόα. «Θα γίνω εγώ ο βασιλιάς της ζωής και του θανάτου!»
«Μπόα!» φώναξε θυμωμένος ο Ακάιους.
«Το δαχτυλίδι έχει λόγο που διάλεξε τον αδερφό σου!» θύμωσε η μάγισσα.
«Κράτα το και σκέψου το καλά!» ψιθύρισε αργότερα στον Ακάιους, αφήνοντας το φάινε μέσα στα χέρια του. Τα έκλεισε με δύναμη, σφίγγοντας τα δάχτυλά της γύρω από τα δικά του. «Θα έχεις ό, τι ποθήσεις» ψέλλισε δελεαστικά. «Σου αφήνω όσο χρόνο θέλεις για να σκεφτείς. Όταν αποφασίσεις πως θέλεις να δεχτείς όσα σου προσφέρω, φώναξε το όνομά μου. Αν πάλι αποφασίσεις να μην δεχτείς την δελεαστική προσφορά μου, το δαχτυλίδι θα βρει καινούρια κρυψώνα και θα περιμένει τον επόμενο εκλεκτό. Θυμήσου τα λόγια μου, όμως, Ακάιους. Όταν προφέρεις το όνομά μου, θα αλλάξουν τα πάντα. Ο κόσμος θα πάψει να υπάρχει όπως είναι σήμερα. Και εσύ θα γίνεις θεός»
Ύστερα άνοιξε τα χέρια της στο πλάι, τα άφησε να ταλαντευτούν πάνω κάτω· τα πούπουλα φύτρωσαν ξανά στο δέρμα της και μεταμορφώθηκαν σε πελώρια δυνατά, κίτρινα φτερά. Πέταξε και τα δύο αδέλφια έμειναν να την κοιτούν να χάνεται στον ορίζοντα.
Λίγες ώρες μετά, κάθονταν στην άκρη του γκρεμού της Κοιλάδας του Θανάτου, σιωπηλοί και σκεπτικοί.
«Πήρα την απόφασή μου» έσπασε την σιωπή ο Ακάιους. Ο Μπόα στράφηκε απότομα προς εκείνον. «Είχα αποφασίσει από την πρώτη στιγμή»
«Τι θα κάνεις;»
«Θα ξεφορτωθώ το καταραμένο δαχτυλίδι» είπε εκείνος. Σηκώθηκε και κοίταξε κάτω τον απύθμενο γκρεμό. Ο Μπόα σηκώθηκε κι εκείνος μαζί του.
«Ξανασκέψου το» είπε.
«Δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτώ, αδελφέ» Άπλωσε το χέρι του, έτοιμος να αφήσει το δαχτυλίδι να πέσει στον γκρεμό.
«Μην το κάνεις!»
«Αυτό είναι το σωστό!»
«Όχι!» ούρλιαξε ο Μπόα και έπεσε πάνω του.
Τον έριξε κάτω στο έδαφος και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Ακάιους του έριξε μια γροθιά στο σαγόνι και προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά ο Μπόα τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του και του έκοψε την ανάσα.
«Έχεις τρελαθεί!» ψιθύρισε, προσπαθώντας να τραβήξει τα χέρια του αδελφού του από το λαιμό του. «Δεν ξέρεις τι κάνεις!» συνέχισε, αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε.
«Αφού δεν θες το δαχτυλίδι, θα το δώσεις σε εμένα!» ούρλιαξε.
Τα χέρια του Ακάιους γλίστρησαν και έπεσαν αδύναμα στο πλάι. Ο Μπόα ελευθέρωσε το λαιμό του και κοίταξε άπληστα το δαχτυλίδι στην ανοιχτή παλάμη του αδελφού του. Άρπαξε το δαχτυλίδι και σηκώθηκε, ενώ ο Ακάιους συνερχόταν σιγά σιγά βήχοντας.
«Πέταξέ το, Μπόα!» είπε βραχνά.
«Μπορεί εσύ να είσαι δειλός, αλλά εγώ όχι!» είπε και φόρεσε το δαχτυλίδι, πριν προλάβει να τον εμποδίσει ο Ακάιους. Γέλασε σαρδόνια, αλλά έπειτα σταμάτησε και μόρφασε. Άρχισε να ουρλιάζει και να σέρνεται, μπροστά στα φοβισμένα μάτια του αδελφού του.
«Μπόα!» φώναξε ο Ακάιους.
«Καίγομαι!» ούρλιαξε τρεκλίζοντας. Με το τρεμάμενο χέρι του προσπάθησε να βγάλει το φάινε από το δάχτυλό του. Το δαχτυλίδι έπεσε στο χώμα. Η μαύρη πέτρα στο κέντρο του είχε πάρει το χρώμα του αίματος. Έπιασε το πονεμένο χέρι του. Το κοίταξε ουρλιάζοντας από τον πόνο. Το μεσαίο του δάχτυλο, εκείνο στο οποίο είχε φορέσει το δαχτυλίδι, είχε καεί.
«Τι έκανες;» φώναξε ο Ακάιους μόλις ανέκτησε τις δυνάμεις του. Άρπαξε το δαχτυλίδι και το φόρεσε. «Φεύγω! Γυρνάω πίσω στην Χάνταπ. Μείνε εδώ να σκεφτείς τι έκανες. Το δαχτυλίδι θα μείνει μαζί μου μέχρι να το πετάξω κάπου που δεν θα μπορέσεις να το βρεις. Είσαι επικίνδυνος. Θα μπορούσε να σε σκοτώσει! Άκουσες τι είπε η μάγισσα! Εμένα επέλεξε! Εγώ είμαι ο εκλεκτός! Κανένας άλλος δεν μπορεί να το πάρει!» είπε και γύρισε την πλάτη του.
«Το φάινε είναι δικό μου!» ούρλιαξε ο Μπόα. «Εγώ θα εκπληρώσω την προφητεία, μόλις ο εκλεκτός βγει από τη μέση!» ψέλλισε κατόπιν μέσα από τα δόντια του.
Σηκώθηκε, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, έβγαλε από την θήκη του το ξίφος του και έτρεξε κατά πάνω του. Έμπηξε αδίστακτα την ατσάλινη λεπίδα στην πλάτη του και έπειτα το τράβηξε πίσω. Ο Ακάιους έπεσε νεκρός στο έδαφος. Έβαλε το ξίφος του στη θήκη του λαχανιασμένος. Το μάτι του πήρε έναν άντρα στον απέναντι λόφο. Έτρεχε προς το μέρος του φωνάζοντας απειλητικά. Μόλις έφτασε μπροστά του, εκείνος χαμογέλασε σαρδόνια.
«Άργησες, Σίμπχακ» του είπε.
«Σκότωσες τον ίδιο σου τον αδελφό!» φώναξε ο άντρας. «Ακάιους!» ούρλιαξε και έπεσε πάνω στον νεκρό, θρηνώντας. «Θα το πληρώσεις!» σύριξε απειλητικά μέσα από τα αναφιλητά του και σηκώθηκε κραδαίνοντας το σπαθί του.
«Ξέρεις πως μπορώ να σε σκοτώσω χωρίς κόπο!» είπε ήρεμα ο Μπόα. «Σκέψου λογικά, Σίμπχακ. Θα τρυπήσω την καρδιά σου όπως έκανα και με τον καλό σου φίλο, και ύστερα θα πάω να βρω την γυναίκα σου! Πάρε την σωστή απόφαση, Σίμπχακ! Πάρε την γυναίκα σου και φύγετε, προτού αναγκαστείτε να χρησιμοποιήσετε τον οικογενειακό σας τάφο νωρίτερα από ότι θα θέλατε!»
Ο Σίμπχακ κοίταξε έντρομος τον Μπόα. Τα χέρια του έτρεμαν, το σπαθί του έπεσε από τα χέρια. Τα γόνατά του λύγισαν και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Η Χάνταπ δεν πρόκεται να βρει αφέντη πιο ικανό και χρυσόκαρδο από τον Ακάιους! Θεέ μου, τι έκανες;» φώναξε στον ουρανό.
«Φύγε, Σίμπχακ. Και κράτα το στόμα σου κλειστό. Αλλιώς θα σε βρω και σου υπόσχομαι, δεν θα ζήσεις αρκετά για να μου δώσεις εξηγήσεις. Φύγε και μην ξαναγυρίσεις! Ξέχνα όλα όσα είδες για το δικό σου το καλό!» φώναξε ο αδελφοκτόνος.
Ο Σίμπχακ έσκυψε και φίλησε το παγωμένο χέρι του Ακάιους· έπειτα έφυγε τρεκλίζοντας, ξεχνώντας πίσω το σπαθί του. Ο Μπόα τον παρακολούθησε μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα. Έπειτα κοίταξε με τα μικρά, άπληστα μάτια του το δαχτυλίδι στο ψυχρό χέρι του αδελφού του. Έσκυψε να το τραβήξει από το δάχτυλό του, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν ποδοβολητά στον απέναντι λόφο. Τα άλογα των έμπιστων φρουρών του νεκρού Ακάιους φάνηκαν στο βάθος. Απομακρύνθηκε γρήγορα, προτού τον δουν. Έτρεξε και κρύφτηκε στο κοίλωμα μιας μικρής σπηλιάς.
«Σκότωσες τον εκλεκτό, Μπόα!» ακούστηκε μια στριγκή φωνή πίσω από την πλάτη του.
Η μάγισσα Ολκ τον κοιτούσε θυμωμένη, με τα κίτρινα μάτια της να στάζουν θυμό. «Πώς τόλμησες;» στρίγκλισε και άπλωσε τα χέρια της στο λαιμό του.
«Ο Ακάιους ήταν δειλός!» φώναξε αυτός προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Δεν ήταν άξιος να εκπληρώσει την προφητεία! Θα πετούσε το δαχτυλίδι στον γκρεμό!»
Η Ολκ τράβηξε τα χέρια της από το λαιμό του. Τον κοίταξε γεμάτη αμφιβολίες.
«Αποκλείεται! Εκείνον επέλεξε το δαχτυλίδι! Ήμουν σίγουρη πως θα έπαιρνε την σωστή απόφαση!» ψέλλισε.
«Έτσι έγινε» την διαβεβαίωσε.
«Το φάινε! Πού είναι το φάινε;» ούρλιαξε η Ολκ.
«Στο χέρι του Ακάιους»
«Πώς; Δεν έπρεπε να μείνει πάνω του την ώρα που πεθαίνει! Τώρα δεν θα μπορέσει να βρει την καινούρια του κρυψώνα! Και εγώ δεν μπορώ να το αγγίξω τώρα πια!» τσίριξε η μάγισσα.
«Θα το βρω εγώ» προσφέρθηκε ο Μπόα. «Θα στο φέρω εγώ»
«Γιατί να το κάνεις αυτό;» ρώτησε δύσπιστη.
«Για να γίνω ο βασιλιάς σου»
«Δεν μπορείς να γίνεις ο βασιλιάς της προφητείας. Μόνο αν σε διαλέξει το φάινε» αντιγύρισε εκείνη.
«Αν θέλεις το δαχτυλίδι σου πίσω, θα πρέπει να μου δώσεις ένα μικρό αντάλλαγμα» είπε με θράσος ο Μπόα.
«Πολύ καλά» συμφώνησε η μάγισσα. «Φέρε μου το δαχτυλίδι, και έπειτα θα κάνουμε μια μικρή συζήτηση, εσύ και εγώ»
«Δεν είμαι χαζός, Ολκ. Πρώτα θα μου πεις τι χρειάζεται για να γίνω ο βασιλιάς της προφητείας, και έπειτα θα σου το δώσω»
Η Ολκ γρύλισε, ενώ το πρόσωπό της παραμορφωνόταν από θυμό. Ύστερα ηρέμησε και τον κοίταξε κατάματα.
«Φαίνεται πως τελικά έχεις κότσια» παρατήρησε.
«Λοιπόν;»
«Πήγαινε βρες το φάινε. Κανονικά, κανείς δεν θα μπορεί να το βγάλει από το δάχτυλο του εκλεκτού. Εκτός βέβαια, από τον καινούριο εκλεκτό. Επομένως, το πιθανότερο είναι να βρίσκεται στο χέρι του αδελφού σου. Μόλις το βρεις, θα αγγίξεις τον σφραγιδόλιθο φωνάζοντας το όνομα του εκλεκτού τρεις φορές. Την τελευταία φορά, θα τραβήξεις το δαχτυλίδι με όλη σου τη δύναμη»
«Και θα είναι δικό μου;»
«Αν δεν έχει εμφανιστεί ο καινούριος εκλεκτός, ναι. Αν όμως έχει κάνει την εμφάνισή του…»
«Τότε τι;»
«Τότε θα πρέπει να τον σκοτώσεις» απάντησε κοφτά εκείνη.
«Πες πως έγινε» συμφώνησε αδίστακτα ο Μπόα. «Και αφού βρω και κατακτήσω το δαχτυλίδι, τι θα γίνει;»
«Αυτό που ποθείς με όλη σου την μαύρη, σκληρή σαν πέτρα καρδιά σου... Θα γίνεις ο βασιλιάς της ζωής και του θανάτου… Και ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος…»

Ιωάννα Τσιάκαλου