Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφαλαιο 43) - "Συνθήκη, Έρωτας και Βότκα"

Πατζινάκια, Αύγουστος 1020

 «Χαίρομαι πολύ για τη συνεργασία μας», δήλωσε με επισημότητα ο Τανούζ, ο Πρίγκιπας των Πετσενέγων κοιτώντας στα μάτια την ξανθομαλλούσα κόρη.
Για μια ακόμα φορά βλαστήμησε από μέσα του που ήταν ήδη νυμφευμένος και δεν μπορούσε να τη ζητήσει σε γάμο. Αν και αμφέβαλε ότι ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου θα του παραχωρούσε αψήφιστα το χέρι της αδερφής του.
Η Ρωσίδα Πριγκίπισσα δεν έμοιαζε καθόλου με την εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του. Γνώριζε βέβαια από τους πληροφοριοδότες του για τις εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες μα δεν είχε αντιληφθεί τον πραγματικό θησαυρό που έκρυβε μέσα της.
Όμορφη και θελκτική χρησιμοποίησε την εμφάνισή της ως όπλο καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Με τα λαμπερά χαμόγελα, τα κομψά φορέματα και το επίμονο βλέμμα της, ήταν ικανή να αποπροσανατολίσει κάθε αρσενικό της αντίπαλης παράταξης και να πετύχει ευκολότερα αυτό που ήθελε. Όχι, ότι δεν ήταν ικανότατη στις διαπραγματεύσεις, κάθε άλλο. Ευγενική, ψύχραιμη μα απόλυτη και αλύγιστη. Με την ευπροσηγορία την ετοιμολογία της ήταν σε θέση να απαντήσει σε οποιαδήποτε πρόταση.
Ήταν καταφανές πόσο στενά συνεργαζόταν με τον στρατηγό Ραντοσλάβιτς ο οποίος την στήριζε σε κάθε βήμα. Ήταν και ο ίδιος μαχητικός και ως άντρα τον έπαιρναν συχνότερα σοβαρά απ’ ότι την πριγκίπισσα. Έτσι, πολλές φορές τη διευκόλυνε στο έργο της.
Ο Πρίγκιπας Τανούζ ήξερε ότι ο συμβιβασμός ήταν η μόνη λύση για να αντιμετωπίσει τη ρωσική επιδρομή. Η φυλή του δεν είχε τη δύναμη που είχε κάποτε, εκείνη τη χρυσή εποχή που κατόρθωσαν να σκοτώσουν ακόμα τον τότε Πρίγκιπα του Κιέβου, το Σβιατοσλάβ το Γενναίο, έστω και με δόλιο τρόπο. Ειδικά μετά τη βαριά ήττα τους στα χρόνια του Βλαντιμίρ του Μεγάλου, βρίσκονταν σε παρακμή.
Όταν ο ίδιος ανέβηκε στην εξουσία, αντιμετώπισε μια χαοτική κατάσταση, αλλά  τα κατάφερε εξαιρετικά. Ανασυγκροτώντας το στρατό, πίστεψε πραγματικά ότι θα μπορούσε να νικήσει το Σβιατοπόλκ τον Καταραμένο. Τελικά όμως, τα σχέδιά του ναυάγησαν κι ήταν βέβαιος πως υπεύθυνη ήταν η πεντάμορφη γυναίκα. Και γι’ αυτό προκειμένου να σώσει τη θέση του και τα εδάφη που με τόσους κόπους είχε κατακτήσει και διατηρήσει, ετοιμάστηκε να συνθηκολογήσει.
Δεν περίμενε φυσικά να αντιμετωπίσει τόσο ισχυρούς διπλωματικούς αντιπάλους. Όταν πρωτοείδε τη Ναντέζντα και κατάλαβε ότι μ’ εκείνη κυρίως θα διαπραγματευόταν ένιωσε την έντονη ανάγκη να γελάσει. Τι κι αν ήξερε για τα κατορθώματά της στη μάχη, την υποτιμούσε. Γρήγορα κατάλαβε είχε τη δύναμη καταπέλτη και ότι δεν επρόκειτο να του χαριστεί.
Και να που τώρα βρίσκονταν να υπογράφουν την τελική συνθήκη σαν δυο πολιτισμένοι άνθρωποι.
Ήταν προφανές πως οι όροι ήταν ευνοϊκότεροι για τους Ρώσους μα ο Τανούζ είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Κράτησε τα εδάφη που ανήκαν στη φυλή του πριν την έναρξη των επιθέσεων, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από οποιοδήποτε δικαίωμα πάνω στης κτήσεις τους, τις οποίες ούτως ή άλλως είχε ανακαταλάβει ο ρωσικός στρατός. Επιπλέον υποχρεώθηκε να πληρώσει ένα φόρο στη Ρωσία ως αποζημίωση για τα προβλήματα που προκάλεσαν. Τα δέχτηκε όλα αυτά στωικά, καθώς ήξερε ότι δεν είχε επιλογή˙ είχαν χάσει τον πόλεμο.
Η Ναντέζντα από την άλλη μεριά, ήταν απλά ανακουφισμένη που όλα είχαν τελειώσει και μάλιστα τόσο ευνοϊκά για την πατρίδα της. Από τότε που εκείνη και ο Στεφάν άφησαν το στράτευμα και με μια μικρή ομάδα αναχώρησαν για τη μεγαλύτερη πόλη της Πατζινάκια, ώστε να συναντήσουν τον Πρίγκιπα Τανούζ και να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις πρόσωπο με πρόσωπο, είχε χάσει τον ύπνο της˙ τον λίγο που είχε.
Όλες αυτές τις ημέρες είχε δώσει τον καλύτερο εαυτό της και τα αποθέματα δυνάμεών της είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Έπρεπε συνεχώς να φορά μια μάσκα και να μην δείχνει την παραμικρή αδυναμία, το παραμικρό συναίσθημα. Όμως τώρα που οι τελευταίες υπογραφές έπεσαν, θα μπορούσε να επιστρέψει στο Κίεβο, να δει και την Αναστασία.
Παραδόξως, το κορίτσι της είχε λείψει. Αναρωτιόταν συχνά τι έκανε, αν ήταν καλά, αν άντεχε ακόμα την καταδυνάστευση του πριγκιπικού ζεύγους.
«Κι εγώ το ίδιο. Εύχομαι να μπορέσουμε να ξανασυναντηθούμε, υπό άλλες συνθήκες», αποκρίθηκε και του χάρισε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. Μόνο εκείνη ήξερε πόσο πολύ ήθελε να βρίσκεται στο κρεβάτι της. Μόνη, με μια κούπα τσάι με μπόλικη βότκα μέσα.
«Ελπίζω να συμβεί και αυτό. Θα αναχωρήσετε αύριο;»
«Έτσι είναι το σχέδιο», αποκρίθηκε χωρίς να πάψει να χαμογελά.
Ήθελε να μπορούσε να εξαφανιστεί εκείνη την στιγμή, μα  ο Πρίγκιπας Τανούζ  επέμενε να παραθέσει γιορτινό δείπνο, έτσι ώστε να εορταστεί η υπογραφή της συνθήκης. Επέμενε, γιατί ήθελε να δείξει στο λαό του ότι  η συνθήκη ήταν ένα γεγονός χαρμόσυνο και όχι ντροπιαστικό για τη φυλή τους.
* * *
Τα γέλια της Ναντέζντα και του Στεφάν ήταν ο μόνος ήχος που διατάρασσε τη σιωπή της νύχτας.
Η Ναντέζντα είχε πιει πολύ στο φαγοπότι του Τανούζ. Ήξερε ότι άντεχε το ποτό γι’ αυτό και δε φοβήθηκε να κατεβάσει πολλά κέρατα γεμάτα βότκα. Ίσως όμως τελικά να το είχε παρακάνει. Μια ζαλάδα την είχε κυριεύσει και συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι είχε φτάσει μπροστά από την πόρτα του Στεφάν και όχι τη δική της.  
Προσπάθησε να αναλογιστεί, γιατί είχε πιει τόσο… Τελικά θυμήθηκε ότι σήμερα είχε υπογραφεί η συνθήκη, και ότι αφού δεν μπορούσε να απομονωθεί όπως θα ‘θελε, σκέφτηκε να γιορτάσει κι εκείνη μαζί με τους υπόλοιπους. Ήθελε και να χαλαρώσει από τη διαρκή πίεση των τελευταίων εβδομάδων˙ καθ’ όλη τη μακρά περίοδο των διαπραγματεύσεων δεν είχε χαλαρώσει λεπτό. Καθόταν  και δίπλα στον Πρίγκιπα των Πετσενέγων,  ο οποίος συνεχώς την παρότρυνε να πιει κι άλλο, ευελπιστώντας ότι θα την κατάφερνε να του χαρίσει ένα χορό.
Τελικά χόρεψε με τον Τανούζ. Αυτό όμως που δεν περίμενε ήταν ότι ο Στεφάν θα τους διέκοπτε και θα την ανάγκαζε να χορέψει μαζί του.
Είχε πιει κι εκείνος, αλλά όχι τόσο όσο η Ναντέζντα. Αιτία λοιπόν που πήρε το θάρρος, δεν ήταν ότι το μυαλό του είχε θολώσει˙ είχε τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Απλά ο Στεφάν πλέον δεν μπορούσε να βάλει φρένο στα συναισθήματά του.
Αν του είχαν διδάξει κάτι εκείνες οι μέρες που περνούσε το πλευρό της, παρακολουθώντας την να παίρνει το ένα ρίσκο μετά το άλλο, να διακινδυνεύει τα πάντα με μόνο κριτήριο το ένστικτό της, και θυμώνοντας μαζί της κάθε μέρα, επειδή ποτέ δεν τον άκουγε και σπανίως συμφωνούσε μαζί του, ήταν ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη. Ακόμα και όταν τον εξωθούσε στα όρια της τρέλας με το ανυπόταχτο πνεύμα της, παρέμενε αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της.
Όσο καιρό νόμιζε πως ήταν νεκρή απέρριψε κάθε πρόταση της μητέρας του να του βρει νύφη. Ήξερε ότι μόνο η Ναντέζντα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο. Μόνο τη Ναντέζντα θα αγαπούσε μέχρι να άφηνε την τελευταία του πνοή. Κι ίσως ούτε τότε να σταματούσε, γιατί η πραγματική αγάπη δε σταματά με το θάνατο.
Η Ναντέζντα παραπάτησε,  αποσπώντας τον από της σκέψεις του. Την συγκράτησε, για να μην καταρρεύσει. Κατάλαβε ότι έπρεπε πλέον να βάλει ένα τέλος. Ήταν μεθυσμένη και δεν είχε συναίσθηση των πράξεών της. Δεν έπρεπε να το εκμεταλλευτεί. Δεν θα την είχε πλησιάσει καθόλου, αν είχε συνειδητοποιήσει σε τι κατάσταση βρισκόταν. Αλλά μεθυσμένος από το αίσθημα της νίκης περισσότερο, και όχι από το αλκοόλ δεν σκέφτηκε…
«Μήπως να σε πάω στην κάμαρά σου; Δεν μπορείς να περπατήσεις!» της είπε με προστατευτικό ύφος.
«Μια χαρά είμαι. Και γιατί να πάω στην κάμαρά μου, κι η δικιά σου καλή είναι», αποκρίθηκε χωρίς να το σκεφτεί. Είχε βέβαια το συνηθισμένο αυταρχικό της ύφος, εκπληκτικό λαμβάνοντας υπόψη πόσο είχε πιει.
Άνοιξε την πόρτα για το δωμάτιό του με θάρρος, χωρίς να του ζητήσει την άδεια να περάσει μέσα. Δεν ήξερε, γιατί επέμενε να μείνει μαζί του και δεν επέστρεφε στη δική της κάμαρα. Δηλαδή, δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Ο έντονος πονοκέφαλος της θύμισε ξαφνικά ότι οι εφιάλτες που την επισκέπτονταν μετά από ένα δυνατό μεθύσι, ήταν οι χειρότεροι, οι πιο ψυχοφθόροι. Πάντοτε το θυμόταν αυτό, κατόπιν εορτής. Αν έμενε λοιπόν μόνη, αναπόφευκτα η εξάντληση θα κέρδιζε τη μάχη και θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει τους οδυνηρούς εφιάλτες. Αν όμως, βρισκόταν μαζί με κάποιον άλλον, υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να αντισταθεί στην κούραση. Ήθελε να αναβάλει την ώρα του ύπνου όσο το δυνατόν περισσότερο. Μέχρι την αυγή, για ασφάλεια. 
«Που έχεις το αλκοόλ;» ρώτησε κοιτώντας ολόγυρα το δωμάτιο, ψάχνοντας με τα μάτια κάποιο μπουκάλι. Ο μόνος τρόπος για να μην κοιμηθεί σ’ αυτό το σημείο ήταν να συνεχίσει να πίνει μέχρι τελική πτώσεως.
«Δε νομίζω ότι κάνει να πιεις κι άλλο», προσπάθησε να τη συνετίσει ο Στεφάν. «Εξάλλου δεν έχω.»
«Νομίζεις… Ο Τανούζ σου έκανε κι εσένα δώρο, δε σου έκανε…; Να το!» Έσκυψε και πήρε από το πάτωμα το εύρημά της, ένα μπουκάλι με το  παραδοσιακό αλκοολούχο ποτό των Πετσενέγων. Ο Στεφάν το είχε ακουμπήσει δίπλα στο σάκο με τα υπάρχοντά του, αναρωτώμενος αν θα το έπαιρνε μαζί του ή όχι, καθώς δε συνήθιζε να πίνει πολύ.
«Δεν έχουμε σκεύη, τι κρίμα που δε θα το τιμήσουμε…», αντιγύρισε ο Στεφάν και επιχείρησε να της το πάρει.
«Ποιος χρειάζεται ποτήρι;» Η Ναντέζντα άνοιξε το δοχείο και ήπιε δυο γερές γουλιές. «Ορίστε!» Του το πρόσφερε. «Πιες. Είναι ωραίο, δυνατό».
Ο Στεφάν τα είχε χάσει με τη συμπεριφορά της εκείνο το βράδυ. Ήταν λες και μια άγνωστη είχε πάρει τη θέση της. Τελικά όμως, πήρε το μπουκάλι που του έτεινε και ήπιε. Ήταν έντονη η γεύση του, ζάλιζε αμέσως.
Κάθισαν στο μεγάλο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Δεν είχαν επιλογή, δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα στο δωμάτιο. Έπιναν εναλλάξ γρήγορα κατέβασαν τη στάθμη του ποτού στο μισό.
«Μήπως να μην πιεις άλλο;», πρότεινε ο Στεφάν.
Εκείνη δεν έδειχνε να τον ακούει. «Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτά που μου είπες», είπε ξαφνικά.
Ο Στεφάν κόντεψε να φτύσει τη γουλιά που ετοιμαζόταν να καταπιεί. «Τι λες;» ρώτησε αφού κατάπιε, αν και ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε. Είχε αιφνιδιαστεί από τα λεγόμενά της. Από τότε που μπόρεσε να εξηγηθεί μαζί της,  δεν είχαν ξαναμιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα. Άλλωστε οι εξελίξεις δεν τους είχαν αφήσει τον απαραίτητο χρόνο.
«Καταλαβαίνω, γιατί έκανες ό,τι έκανες. Απλά, μην περιμένεις από μένα να το δεχτώ. Να το ξεπεράσω, δεν μπορώ», συνέχισε αγνοώντας την ερώτηση του.
Μεμιάς, ο Στεφάν συνειδητοποίησε πως θα προτιμούσε να μην είχαν ανοίξει αυτή την κουβέντα. Αλλά η Ναντέζντα δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Ήθελε να απαλλαγεί από το βάρος στην ψυχή της.
«Με διέλυσες. Τα ψέματα και η υποκρισία σου ήταν για μένα η χαριστική βολή, Στεφάν. Χίλιες φορές να ήσουν ξεκάθαρος από την αρχή. Να μου είχες πει ποιος ήταν ο πατέρας σου. Να μου είχες πει πόσο σημαντική είναι η οικογένειά σου. Αυτό που έκανες ήταν χίλιες φορές χειρότερο», εξακολούθησε ακάθεκτη.
«Μα έτσι ποτέ δε θα έπαυες να με μισείς!» διαμαρτυρήθηκε. «Εγώ ήθελα να σε πλησιάσω. Δε θα με άφηνες να σε στηρίξω, αν ήξερες ποιος ήμουν».
«Και θα ήταν όλα καλύτερα, έτσι!» ξέσπασε με πικρία και οργή. «Δε θα είχα κανένα στήριγμα, καμία ελπίδα και ίσως να είχα βρει το θάρρος να αυτοκτονήσω, αφού  εσύ πρόλαβες και μου χάρισες τη ζωή χωρίς να με ρωτήσεις. Εσύ μου έδωσες ελπίδα και μετά την πήρες πίσω. Έχεις ιδέα πόσο σκληρό είναι αυτό;»  Τον κατηγόρησε χωρίς να νοιάζεται αν τον πλήγωνε.
Δεν άντεχε άλλο να ακούει τα σκληρά της λόγια. Ήταν τόσο αναίσθητη, εγωπαθής και πικρόχολη. Ήταν έξαλλος μαζί της. Γι’ αυτό πέρασε στην αντεπίθεση. «Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου; Ας πούμε ότι εγώ  ήμουν φυλακισμένος, αν έπρεπε να διαλέξεις ανάμεσα στον αγαπημένο σου αδερφό κι εμένα, ποιον θα διάλεγες;»
Η Ναντέζντα έμεινε για μια στιγμή αποσβολωμένη με το θράσος του. Αλλά δε θα του επέτρεπε να πιάσει στο στόμα του τον αδερφό της. «Ο Γιαροσλάβ δε θα ήταν ποτέ ένοχος για κρίματα παρόμοια με του πατέρα σου! Δε θα στερούσε ποτέ την ελευθερία ενός ανθρώπου. Και δεν έχει νόημα η επίθεσή σου, σου είπα ότι καταλαβαίνω γιατί με πρόδωσες. Μην περιμένεις τίποτα περισσότερο από αυτό. Τι θες από μένα επιτέλους;» ξεστόμισε μονομιάς.
 «Να με συγχωρέσεις!» φώναξε και ο Στεφάν. Είχε πια φτάσει στο απροχώρητο. «Δεν προσπάθησα να σε φυγαδέψω, επειδή δεν ήθελα να πάρω στο λαιμό μου τον αδερφό και την αδερφή μου. Το διανοείσαι αυτό; Λες ότι καταλαβαίνεις αλλά στην πραγματικότητα δεν το κάνεις, αλλιώς θα με συγχωρούσες».
Κι εκεί ακριβώς που η Ναντέζντα πίστευε ότι είχε ήδη ακούσει το πιο παράλογο πράγμα για εκείνη τη νύχτα, ανακάλυψε με έκπληξη ότι το θράσος του Στεφάν δεν είχε όρια. Την ανάγκαζε να πει πικρές αλήθειες, να τον πληγώσει όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Κι εκείνη πραγματικά δεν είχε σκοπό να μαλώσει μαζί του, όταν άρχισε να μιλά. Όμως, την εξωθούσε στα όρια της και δε θα του έκανε τη χάρη να δεχτεί στωικά τις επιθέσεις του.
«Ακούς τι λες; Ξέρεις ότι όταν σε είδα ξανά στο Κίεβο ήθελα να σε σκοτώσω; Έχεις ιδέα πόσο σε μισώ; Καταλαβαίνεις ότι ο λόγος που αποφάσισα να βάλω την εκδίκηση στη ζωή μου, ήταν το δικό σου τελειωτικό χτύπημα; Με αποτελείωσες. Ό,τι ίχνος πίστης, ή καλής θέλησης είχα μέσα μου, το σκότωσες. Και με άφησες κενή από οποιοδήποτε συναίσθημα. Άφησες μόνο ένα: το καθαρό, άσβεστο μίσος. Εναντίον σου, εναντίον του πατέρα σου, εναντίον όλων όσων έβλαψαν εμένα και τους αγαπημένους μου. Γι’ αυτό μη μου ζητήσεις ποτέ ξανά συγχώρεση. Δεν υπάρχει περίπτωση. Ούτε νεκρή!»
Τα λόγια της τον έκαιγαν σαν πυρωμένα καρφιά. Τρυπούσαν την καρδιά του σαν δηλητηριασμένα βέλη και έσταζαν φαρμάκι στο μυαλό και την ψυχή του. Κι ένιωθε πως πονούσε όχι μόνο το πνεύμα μα και ολόκληρο το σώμα του. Το βλέμμα του καρφώθηκε στα χείλη της αλλά μπορούσε να σκεφτεί μονάχα ένα πράγμα. Την αγαπούσε, όμως έπρεπε να την κάνει να σωπάσει. Χωρίς να διαστάσει της έκλεισε το στόμα με το μόνο τρόπο που μπορούσε· μ’ ένα φιλί.
Και τότε το πιο απροσδόκητο πράγμα συνέβη. Μια δυνατή φλόγα κυρίευσε τη Ναντέζντα και την έκαψε ολόκληρη. Ένιωθε κάθε κύτταρο του σώματός της να ηλεκτρίζεται, σαν να την είχε χτυπήσει αστροπελέκι. Και ανταποκρίθηκε στο φιλί του με πάθος, σαν να εξαρτιόταν από αυτό ολόκληρη η ζωή της. Σήκωσε τα χέρια και τον αγκάλιασε, λες κι εκείνος ήταν το οξυγόνο της, λες και τον χρειαζόταν όσο κι εκείνος, και περισσότερο.
Ο Στεφάν, χωρίς να πάψει να τη φιλά την έσπρωξε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και η Ναντέζντα δεν αντιστάθηκε. Ανασηκώθηκε και με αργές κινήσεις της έβγαλε το φουστάνι κι εκείνη έμεινε εκτεθειμένη μπροστά του. Ρίγησε στη θέα του ολόγυμνου κορμιού της, που ήταν ό,τι ωραιότερο είχε αντικρίσει στην ζωή του. έβγαλε κι εκείνος το πουκάμισο του κι έσκυψε από πάνω της. Την ξαναφίλησε με πάθος στο στόμα ενώ τα χέρια του ταξίδεψαν σε όλο το κορμί της και στάθηκαν να χαϊδέψουν τα σφιχτά της στήθη. Τα χείλη του άφησαν το στόμα της και άφησαν φιλιά σε όλο το πρόσωπό της, στα μαλλιά και τα μάτια της κι ύστερα κατέβηκαν στον αυχένα, στον τράχηλο και το στήθος της. Η Ναντέζντα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα βογκητά της, γιατί η πρωτόγνωρη ηδονή συντάρασσε ολόκληρο το κορμί της. Ο Στεφάν την ένιωθε να αναριγεί και να κολλάει το σώμα της πάνω στο δικό του, να τον αγκαλιάζει σφιχτά με τα δυο της χέρια, κι ένιωθε πως ήταν στον παράδεισο. Εκείνη που κάποτε απέφευγε το κάθε άγγιγμά του λες και ο Στεφάν ήταν φορέας μιαρής αρρώστιας, τώρα αποζητούσε κολασμένα και το χάδι και το άγγιγμα του. Ήθελε να πάρει ηδονή από εκείνον και να του την επιστρέψει στο τριπλάσιο.
Μεθυσμένος από τον πόθο, ο Στεφάν άνοιξε τα πόδια της, χάιδεψε απαλά το φύλλο της. την κοίταξε έντονα, για να βεβαιωθεί πως δεν επρόκειτο να του εναντιωθεί. Έπειτα έσκυψε για να της χαρίσει ανείπωτη ηδονή με τα υγρά φιλιά του. Τα βογκητά της Ναντέζντα πρόδιδαν τη φουρτούνα που είχε σηκώσει στην καρδιά της το άγγιγμά του. Ο Στεφάν πίστευε πως δε θα κουραζόταν ποτέ να την ακούει. Ήταν η απόδειξη πως κι εκείνη τον ήθελε, όπως αυτός. Δεν σταμάτησε, μέχρι που γεύτηκε τους ζεστούς χυμούς τους σώματός της.
Τότε συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Την ποθούσε. Και η ένωσή τους ήταν κάτι που έπρεπε να έχει συμβεί από καιρό. Τα συναισθήματά του συμμεριζόταν και η Ναντέζντα, γιατί ανασηκώθηκε, τον φίλησε άγρια και τον βοήθησε να απαλλαγεί από το παντελόνι του. Η φωτιά που είχε ανάψει μέσα της έπρεπε να σβήσει επιτέλους.
Ξάπλωσαν ξανά στα λευκά σεντόνια, ο ένας πάνω στον άλλο. Το πάθος τους είχε κυριεύσει και δεν άφηνε χώρο για τη σκέψη και τη λογική. Εκείνος μπήκε με ορμή μέσα της.  Τα κορμιά τους κινήθηκαν σε απόλυτη αρμονία το ένα με το άλλο, λες και ήταν πλασμένα να βρίσκονται αγκαλιά. Παραδόθηκαν σ’ ένα ατέρμονο χορό πάθους μέχρι που η απόλυτη ολοκλήρωση, σαν κύμα από καυτή λάβα, ήρθε λυτρωτική και για τους δύο.

Η Ναντέζντα, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά έγειρε πάνω στο στέρνο του κι εκείνος τη φυλάκισε στην αγκαλιά του. Φώλιασε εκεί λες και ήταν το πιο ασφαλές μέρος. Το μόνο απάνεμο λιμάνι για εκείνη σε ολόκληρο τον κόσμο.

Σοφία Γκρέκα