M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 3ο)

«Είσαι καλά;» ρωτάει αβέβαια ο Κάι, ύστερα από κάμποσα λεπτά που τον κοιτάζω χάσκοντας. «Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα».
«Εμ, δεν είδα;» πετάω αλόγιστα.
Η μια άκρη του στόματός του ανασηκώνεται σε ένα μικρό χαμόγελο αμηχανίας και το σκουλαρίκι στο κάτω χείλος του λάμπει. «Ορίστε;»
Κουνάω το κεφάλι μου μπας και έτσι βάλω τις σκέψεις μου που ανακατεύονται σαν σε μίξερ σε σειρά. «Τι-τι-τίποτα», τσαμπουνάω στο τέλος. «Κά-κάτι δικά μου… Εσύ πώς κι από ‘δω;»

Η ερώτησή μου ηχεί κάπως παράταιρη. Γνώριζα εξ αρχής πως ο Κάι Γκρίνγουντ, η Εστέλλα Ρότζερς και ο Τζέηκ Λι είχαν σταλεί στο Ντέιβις Πλέις προκειμένου να εκτίσουν τις ποινές τους, αλλά για κάποιον ακατάληπτο λόγο ο εγκέφαλός μου είχε απορρίψει το ενδεχόμενο να τους συναναστραφώ. 
«Να…» λέει τώρα ο Κάι με ένα ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων. «Ξες… μιας και είμαστε όλοι κατάδικοι εδώ… σκέφτηκα γιατί να μην αράζουμε μαζί καμιά φορά; Αν ήταν η Μία στην θέση σου… δεν θα την αφήναμε μόνη της».
«Ω», αναφωνώ, ειλικρινά εντυπωσιασμένη από τις προθέσεις αυτού του περιθωριακού εφήβου. «Κάι, δεν ξέρω τι να πω. Ευχαριστώ».
«Έλα ρε, άσε τα χαζά. Τι ευχαριστείς;» αντιγυρίζει καλοκάγαθα.
Ο Κάι κι εγώ αφήνουμε το κτήριο των κοιτώνων και κατευθυνόμαστε προς τις αίθουσες διδασκαλίας, διότι από λεπτό σε λεπτό ξεκινάει το μάθημα. Στην διαδρομή μιλάμε και μοιραζόμαστε τα νέα μας, αλλά και τις πρώτες μας εντυπώσεις για το Ίδρυμα. Ο Κάι Γκρίνγουντ, όπως και οι Μαρς δεν το βρίσκει τόσο καταθλιπτικό, κλειστοφοβικό και ξεχασμένο από τον Θεό, όσο εγώ. Από την άλλη, βέβαια, ο Κάι όπως και οι Μαρς έχει επισκεφτεί πάμπολλα σωφρονιστικά ιδρύματα, οπότε είναι σαφώς πιο εξοικειωμένος με δαύτα…
Τα δύο παρόμοια βιομηχανικά κουτιά με τα σιδερένια κάγκελα στα παράθυρα και τις πόρτες τους και τα άχαρα, ξεθωριασμένα γκράφιτι ξεπροβάλλουν μπροστά μας. Οι τάξεις.
Κάποιοι μαθητές στέκονται σε ομάδες απέξω, περιμένοντας μέχρι την τελευταία στιγμή πριν μπουν μέσα. Και παρόλο που έχει καταντήσει γραφικό δεν μπορώ να μην σκεφτώ πάλι ότι ανάμεσά τους είμαι σαν τη μύγα μες το γάλα. Όλοι φοράνε τα μαύρα τους ρούχα και τις πιο σκληροτράχηλες, δεν-θες-να-τα-βάλεις-μαζί-μας-γατάκι μάσκες.
«Ουάου», αναφωνώ και ρίχνω μια ματιά στην αμφίεσή μου. Φοράω ροζ κουφετί πουλόβερ από τα Ralph Lauren, ανοιχτογάλανο –χωρίς σκισίματα- τζιν παντελόνι BSB και λευκά πεντακάθαρα παπούτσια του τένις κατευθείαν βγαλμένα απ’ το κουτί.
«Δεν μου είπες ότι το Ντέιβις Πλέις έχει κώδικα ένδυσης», κατηγορώ τον Κάι, που είναι κι αυτός ντυμένος στα μαύρα. Επί το πλείστον.
«Αυτά είναι αρλούμπες», τσαμπουνάει ο Κάι με ύφος χαλαρό. Σηκώνει το χέρι του και χτυπάει το στήθος του εκεί όπου η μπλούζα του έχει μια μεγάλη πράσινη στάμπα σαν κινούμενο σχέδιο. «Να», μου λέει και το αποβλακωμένο του χαμόγελό φαρδαίνει. «Τσέκαρε. Η δική μου η μπλούζα έχει και καρτούν».
«Χαριτωμένο», λέω αβέβαια.
Στην πραγματικότητα δεν βρίσκω καθόλου χαριτωμένο το γεγονός ότι η μπλούζα του έχει ένα τεράστιο ζαβλακωμένα χαμογελαστό φύλλο ινδικής κάνναβης κολλημένο επάνω με την φράση ΤΟ ΧΟΡΤΟ ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ για σλόγκαν.
Επιπλέον, η ομοιότητα ανάμεσα στο χαμόγελο του Κάι και της καρικατούρας είναι τρομακτική…
Πόση μαριχουάνα έχει καπνίσει ο Κάι αυτό το πρωί;    
Ετοιμάζομαι να του τα ψάλλω, όταν συνειδητοποιώ ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να του πω τι να κάνει. Είναι μεγαλύτερός μου κι εγώ δεν είμαι η αστυνομία, ούτε η μητέρα του είμαι για να του βάλω μυαλό, δεν είμαι… η Μία, με την οποία ερωτεύθηκε σφόδρα. Αχ, Μία… 
Παρά την μαστούρα του, ο Κάι βλέπει ότι ο νους μου αρμενίζει σε κάποιο πέλαγος θλίψης και έτσι εξαπολύει ευθέως την ερώτηση: «Τι τρέχει, Άντρι;»
Τραβάω την ματιά μου από το πεντάφυλλο στο στήθος του και το εναποθέτω στο πρόσωπό του. «Μου λείπει αφάνταστα», του λέω.
Δεν χρειάζεται να με ρωτήσει ποιος ή τι είναι αυτό που μου λείπει, ο Κάι συμμερίζεται -ως έναν βαθμό, τουλάχιστον- το κενό που έχει αφήσει η Μία πίσω της. Λέει: «Και μένα». 
Και για μια στιγμή οι δυο μας στεκόμαστε αντικριστά, εκεί, στο λασπωμένο προαύλιο του Ντέιβις Πλέις, προτού κάνουμε τις τελευταίες δρασκελιές και μπούμε μέσα στις τάξεις.
Παίρνω μια κοφτή ανάσα και ο παγωμένος αέρας του γκρίζου πρωινού γεμίζει τα πνευμόνια μου. Εκπνέω λέγοντας: «Και οι δύο ξέρουμε ότι κάτι… αφύσικο συνέβη στην σοφίτα των Βάλενταϊν εκείνο το βράδυ, Κάι. Κάτι που οι αρχές αγνοούν. Σε παρακαλώ, πρέπει να μάθω τι ήταν… Μόνο εσύ, ο Τζέηκ και η Εστέλλα μπορείτε να με βοηθήσετε». Κλείνω το μικρό, απελπισμένο μου λογύδριο λέγοντας: «Πρέπει να ξεσκεπάσουμε την αλήθεια, για χάρη της Μία».
Ο Κάι παραμένει σιωπηλός για κάμποσες, βασανιστικές, αφόρητες στιγμές. Στο τέλος ξεφυσάει και λέει: «‘Ντάξει. Για τη Μία».


Μπαίνω στο τενεκεδένιο κουτί που αποτελεί την αίθουσα διδασκαλίας έχοντας τον Κάι Γκρίνγουντ στο πλευρό μου και μόλις που προλαβαίνω να δω μερικά κορίτσια να κρεμάνε τα τσαλακωμένα τους αδιάβροχά σε μια σειρά από γάντζους στον απέναντι τοίχο, όταν μια τριάδα αγοριών με προσέχει.
Είναι όλοι τους μεγαλόσωμοι και φωνακλάδες, και ντυμένοι με τα χαρακτηριστικά άσπρα και κόκκινα μπουφάν παικτών του ράγκμπι έχουν μετατρέψει την τάξη σε αυτοσχέδιο γήπεδο. Ένα αθλητικό παπούτσι για μπάλα, μερικές τυχαίες πάσες και ο κάδος απορριμμάτων στην γωνία για τέρμα. Ένας από τους τρεις, ο Μαρκ πέφτει επάνω μου και αφού μου αποσπά διά της βίας το κόκκινο σακίδιο που έχω κρεμάσει στον ώμο μου, το κάνει πάσα στον φίλο του, ονόματι Άσερ, ο οποίος με την σειρά του το εκτοξεύει στον τρίτο, τον Πιτ.
Στην αρχή, ο Κάι μπήκε μπροστά μουρμουρίζοντας ένα: «Έλα τώρα, φίλε. Δωσ’ το πίσω αυτό. Δεν ‘ξηγέσαι ωραία». Εντούτοις, οι αθληταράδες του Ντέιβις Πλέις τον έσπρωξαν με δύναμη στην άκρη και δεν του έδωσαν καθόλου χρώμα. Έτσι πλέον, συνεχίζουν απερίσπαστοι το παιχνίδι τους, ενώ την ίδια στιγμή εγώ τους παρακαλώ να μου το επιστρέψουν, σηκώνω τα χέρια μου στον αέρα για να τους επιστήσω την προσοχή και χοροπηδάω σαν παρδαλό κατσίκι ανάμεσά τους, πασχίζοντας μάταια να αρπάξω την σάκα μου. 
Πρέπει να αποτελώ φοβερά ξεκαρδιστικό θέαμα, διότι οι νέοι μου συμμαθητές συρρέουν στην τάξη και σχηματίζουν έναν κλοιό γύρω μας χαχανίζοντας και δείχνοντάς με με το δάχτυλο. Κανείς τους δεν προσφέρετε να βάλει φρένο στον εξευτελισμό μου, μέχρι που η τελευταία πάσα που ρίχνει ο Πιτ προσπερνά τον Μαρκ και τον Άσερ και προσγειώνεται σε ξένα χέρια. Κάνω στροφή γεμάτη απελπισία, και πέφτω μούρη με μούρη με ένα ακόμα αγόρι που φορά μπουφάν του ράγκμπι. Ω, όχι…
Ο τύπος με πλησιάζει νωχελικά και ένα γλυκό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη του. «Κάτι μου λέει πως αυτό σου ανήκει», λέει και μου τείνει το σακίδιο. Διστάζω για κάμποσο, περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα τραβήξει το χέρι του πίσω σε στιλ –Χα! Στην έσκασα, κορόιδο!- και θα πετάξει την τσάντα μου στα τσιράκια του.
Αλλά δεν το κάνει. 
Παίρνω το σακίδιο από τα χέρια του και το σφίγγω επάνω στο στήθος μου, για να μην μου το ξαναπάρει κανείς. Μετά κοιτάζω έκπληκτη το αγόρι μπροστά μου. Πώς κι αυτός φέρεται ευγενικά; Αφού είναι ένας από τους νταήδες. Ωστόσο, έτσι όπως παρατηρώ το πρόσωπό του, σκέφτομαι ότι δεν μοιάζει με νταή. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του είναι αδρά και καθαρά. Έχει σταρένια επιδερμίδα, καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά και μάτια στο χρώμα της καραμέλας γάλακτος που με κοιτάζουν καλοσυνάτα.
«Είμαι ο Γκρίφιν», αποκρίνεται. «Γκρίφιν Σέιγουορθ. Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ γύρω, πρέπει να είσαι το καινούριο κορίτσι… η Βα… Βασιλιάν;» Τα πυκνά φρύδια του σμίγουν όλο αβεβαιότητα, καθώς δίνει μάχη να θυμηθεί το επώνυμο μου.
«Βάλενταϊν», τον διορθώνω και δαγκώνω τα χείλη μου για να μην χαμογελάσω. Ακούς εκεί Άντριαν Βασιλιάν!      
«Σωστά», λέει συγκατανεύοντας. «Βάλενταϊν. Ε, λοιπόν, Βάλενταϊν, θα ήθελα να απολογηθώ εκ μέρους των φίλων μου». Με ένα νεύμα δείχνει το τρίο των Αθληταράδων. «Μερικές φορές τα αγόρια στην ηλικία μας μπορούν να γίνουν μεγάλοι κάφροι», μου εξηγεί. «Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι το σκηνικό που μόλις παίχτηκε θα επαναληφθεί ποτέ». Ο Γκρίφιν φέρνει το κεφάλι του στο πλάι του δικού μου και αφού παραμερίζει την κουρτίνα των μαλλιών μου, σκύβει στο αφτί μου και ψιθυρίζει. «Θα φροντίσω εγώ ο ίδιος για αυτό».
Απομακρύνεται, μου ρίχνει μια παρατεταμένη, ειλικρινή ματιά και ύστερα κάνει μεταβολή και κάθεται σε ένα από τα σκουριασμένα θρανία.
«Εσύ. Εκεί. Νεοαφιχθήσασα» βρυχιέται μια φωνή. «Θα παλουκωθείς κάτω επιτέλους ή θέλεις προσωπική πρόσκληση;»
Στριφογυρίζω γύρω απ’ τον εαυτό μου και βλέπω πως όλοι οι μαθητές έχουν κάτσει στις καρέκλες τους, ύστερα βλέπω τον λόγο.
Ένας κοντόχοντρος άντρας, με παχιά γυαλιά και αρχές φαλάκρας έχει εισέλθει στο μικρό δωμάτιο και στέκεται πίσω από μια απαρχαιωμένη έδρα. Προφανώς, είναι αυτός που μίλησε, ο καθηγητής.
«Ε… Γεια σας», λέω χαζά. Στην έδρα μπροστά του υπάρχει μια σιδερένια πινακίδα με το όνομα «καθηγητής Λοκ».
«Κύριε Λοκ, δε… δε θέλετε να συστηθώ στην τάξη πρώτα;» ρωτάω άχαρα.
Για να είμαι ειλικρινής, όχι, δεν θέλω να συστηθώ στην τάξη των κακούργων, ούτε θέλω να σταθώ απέναντί τους και να τους εξηγήσω για ποιο λόγο με έστειλαν οι γονείς μου εσωτερική στην άλλη άκρη της χώρας για την έναρξη αυτού του ακαδημαϊκού έτους, είναι όμως προτιμότερο να προσποιούμε ότι θέλω να συστηθώ, παρά να ομολογήσω στον κύριο Λοκ ότι ξέμεινα όρθια επειδή είχα απορροφηθεί με το πόσο ζεστά είναι τα μπιρμπιλωτά ματάκια του Γκρίφιν Σέιγουορθ.
«Παιδί μου», γαυγίζει ανυπόμονα ο κύριος Λοκ, ενώ τακτοποιεί μια στοίβα μπλε τετράδια στην έδρα του. «Η καινούρια δεν είσαι; Η Αντριάννα Βάλενταϊν;»
Είμαι έτοιμη να πω πως: «Πράγματι, αυτή είμαι», όταν ένα κορίτσι με ξυρισμένο κεφάλι πετάγετε και λέει: «Ποια; Η κόρη των βουλευτών από το Μονρόε;»
«Αυτή που ξεκοίλιασε την αδερφή της στο υπόγειο;» ρωτάει αηδιασμένος ένας πολύ γκέι έφηβος με σπασμένα μωβ νύχια. 
«Τι λες, ρε ζώο» του επιτίθεται μια ξανθιά με ξεμαλλιασμένα μαύρα εξτένσιονς. «Στην σοφίτα ήταν! Και δεν την ξεκοίλιασε, την στραγγάλισε».
Ω, Χριστούλη μου! Μου φαίνεται αδιανόητο ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαδίδουν τέτοια συκοφαντικά ψεύδη για εμένα. Για εμένα που πάντα ήμουν τύπος και υπογραμμός, εμένα που ποτέ δεν διέπραξα ούτε το πιο μικρό παράπτωμα, που δεν έχω βλάψει ούτε μυρμήγκι!
Μια σύντομη ματιά στον περίγυρο καθιστά σαφές ότι κάθε προσπάθεια να τους μεταπείσω για την αθωότητα μου θα αποβεί ατελέσφορη, οπότε σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος και παίζω την κουλ και χαλαρή.
«Πωπω», κάνω δήθεν βαριεστημένα. «Καλά, ε; Το Twitter ωχριά μπροστά στο Ντέιβις Πλέις».
Ο κύριος Λοκ διατάζει τους μαθητές του να «Βγάλουν τον σκασμό», και με στέλνει σε ένα άδειο θρανίο στο τέλος της αίθουσας. Υποθέτω ότι διαλέγει αυτό το μέρος για εμένα, επειδή εκεί, στο πίσω μέρος, θα είναι πιο δύσκολο για τους συμμαθητές μου να με κοιτάζουν με κουτσομπολίστικη διάθεση, αλλά και πάλι με κάποιο τρόπο τα καταφέρνουν.
Με κάνουν να αισθάνομαι άβολα, σαν να είμαι το μαύρο πρόβατο του κοπαδιού, αλλά κρατώ τα μάτια μου καρφωμένα στο τετράδιο μου και επικεντρώνομαι στον καθηγητή. Όταν επιτέλους χτυπά το κουδούνι για το διάλειμμα, η τάξη αδειάζει και πολλά από τα αδιάκριτα βλέμματα εξαφανίζονται.

Σβετλιν