Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 14)

Μαρμάρωσε. Οι λέξεις βούιζαν μες στο μυαλό της. Θάνατος! Αίμα! Νεκροί! Κι ο Μανώλης της, η αγάπη της, να είναι εκεί...

Σωριάστηκε στην καρέκλα, στηρίζοντας στα δάχτυλα τα μηνίγγια της. Κοντανάσαινε σαν να πνιγόταν, ενώ τα δάκρυα ξεστράτιζαν ήδη στις παρειές της. Οι πιο φρικιαστικές εικόνες, που ’χαν θαφτεί για μέρες στα υπόγεια του νου της, ήρθαν στην επιφάνεια.

«Θεέ μου» βόγκηξε, υψώνοντας το βλέμμα της στο ταβάνι, εκεί που θα μπορούσε να κατοικεί ο Ύψιστος. «Μη μου τον πάρεις! Τον αγαπώ πολύ, είναι τόσο νέος... Κάμε να ζει, σε ικετεύω...»



Χιλιάδες μίλια μακριά, στα βάθη της Τουρκίας

Ο Μανώλης, ντυμένος το βαρύ και βρώμικο χιτώνιο, ξαπλωμένος πρηνηδόν στο χώμα με το όπλο ανά χείρας , δεν άντεχε άλλο τη ζέστη, την πείνα, το θάνατο που έβλεπε να σκορπιέται γύρω του. Τούτο το τρισκατάρατο ύψωμα τούς είχε θερίσει. Δεν προλάβαιναν οι στρατιώτες να επιτεθούν, κι ευθύς οι Τούρκοι ορμούσανε , σφάζοντας ανηλεώς τ’ άτυχα παλικάρια. Επί μέρες, δεν ήξερε πια πόσες, το μόνο πράγμα που αντηχούσε στ’ αυτιά τους ήταν οι κανονιοβολισμοί, οι ζωώδεις κραυγές των αντιπάλων και τα βογκητά των συντρόφων που ξεψυχούσαν πληγωμένοι, κι η μυρωδιά του αίματος είχε ποτίσει τα ρουθούνια τους.

Από τις 13 Αυγούστου 1921 ο ελληνικός στρατός ανέλαβε την υπεράσπιση του υψώματος Καλέ Γκρότο, υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Ανδρέα. Η επιχείρηση αυτή αποδείχτηκε στην πράξη πολύ διαφορετική απ’ ό, τι σχεδίαζαν οι ιθύνοντες. Οι κεμαλικές δυνάμεις πρόβαλλαν λυσσαλέα αντίσταση. Κάθε εφόρμηση άφηνε πίσω της δεκάδες νεκρούς, το στράτευμα αποδεκατιζόταν. Κι όλα έδειχναν ότι σύντομα του “Αετού ο Γιος” θα ξεψυχούσε.

Ήταν το επισφράγισμα μιας πολυήμερης πορείας θανάτου, μιας επιχείρησης αυτοκτονίας, διότι τέτοια μόνο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εκστρατεία. Με το που μπήκε ο μήνας, οι άντρες πορεύονταν διαρκώς πεζοί κάτω απ’ τον καυτό ήλιο στην Αλμυρή Έρημο, μ’ ελάχιστα εφόδια. 200-250 χιλιόμετρα ως το Εσκί Σεχίρ! Είχαν ξεχάσει τι θα πει ύπνος, τρέφονταν ή μάλλον ξεγελούσαν την πείνα τους  με καπνιστές ρέγγες και κρεμμύδια, κι η δίψα μόνιμος σύντροφός τους. Βάσανο η δίψα, θεριό ανήμερο· μολυσμένο νερό ήπιαν κάποιοι προσπαθώντας να επιβιώσουν. Τα μάτια, κόκκινα και τσιμπλιασμένα, δε φανέρωναν τίποτα απ’ τη λάμψη που είχαν πάρει, όταν ανακοινώθηκε ότι θα προέλαυναν προς το Σαγγάριο, παρά την εξάντληση που ήδη ένιωθαν. Πορεύονταν μες στην κόλαση, μια κόλαση φτιαγμένη από άμμο, που έβραζε κάτω απ’ τα σερνόμενα άρβυλά τους. Ούτε τη δύναμη να κάψουν τουρκικά χωριά δεν διέθεταν πολλοί πια, όπως έκαναν στην αρχή.

Ανατρίχιασε ο Μανώλης, θυμούμενος τις θηριωδίες των συμπολεμιστών του. Έπρεπε να το περιμένει ότι δε θα πήγαιναν με το σταυρό στο χέρι-πόλεμος ήταν- ,όμως καμιά φορά οι σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά του ξεπερνούσαν κάθε φαντασία. Ο ίδιος δεν άναψε ποτέ δαδί να κάψει τουρκικό σπίτι, δεν βίασε ποτέ Τουρκάλα, δεν έσυρε το ξίφος του σε βρέφος ή παιδί. Παρατηρούσε αμέτοχος, ανέκφραστος, μην ξέροντας τι έπρεπε να νιώσει. Μένος για εκδίκηση όπως οι δράστες, ή οίκτο για τα αθώα θύματα; Και πάντα υπερίσχυε ο οίκτος. Έτσι έγινε όταν σ’ ένα τουρκοχώρι πέταξαν μπροστά του μία κοπελίτσα, λίγο πιο μικρή απ’ την Κατίνα. Η Τουρκοπούλα έτρεμε, το πρόσωπό της, βρώμικο και ματωμένο, σκοτείνιαζαν ακόμα πιο πολύ τα τρομαγμένα μάτια της.

«Παρ’ την, μπρε σύντροφε, να κάνεις το κέφι σου!» τον πρόσταξε με άγρια χαρά ένας άλλος. «Να πάθουν κι αυτές οι σκύλες ό, τι τους αξίζει!» πρόσθεσε κι έφτυσε προς το μέρος της βλαστημώντας.

Ο Μανώλης πλησίασε το κορίτσι, ενώ οι υπόλοιποι δεν τον πρόσεχαν. Εκείνη ζάρωσε, κουλουριάστηκε στα γόνατα, ικετεύοντάς τον σιωπηλά να τη λυπηθεί. Ο πόνος δάγκωσε την ψυχή του νέου. Χάιδεψε δειλά το κεφάλι της.

«Μη φοβάσαι» είπε. «Δε θα σου κάμω κακό» Σήκωσε το πιγούνι και τον κοίταξε μπερδεμένη.

«Μη φοβάσαι» επανέλαβε στη γλώσσα της. «Αντίν νε(Πως σε λένε);»

«Ζεχρά» απάντησε.

«Μπεν, Μανώλης» έδειξε τον εαυτό του. «Γιουνάν(Έλληνας)»

Η μικρή πισωπάτησε, τον παρατήρησε καχύποπτα. «Δε θα σου κάνω κακό» επέμεινε εκείνος, βλέποντας το φόβο της. «Καρντές μπεν(είμαι αδελφός)»
Η Ζεχρά στέριωσε το βλέμμα της στα γαλανά του μάτια. Τα είδε ν’ ακτινοβολούν πραότητα κι ειλικρίνεια· κατάλαβε ότι δε διέτρεχε πια κίνδυνο. Άρπαξε τα χέρια του στα δικά της και τα φίλησε, πολλές φορές, μ’ ευλάβεια.

«Τεσσεκιουλέρ, καρντεσίμ. Τσοκ τεσσεκιούρ εντερίμ[1]» ψέλλισε. Ύστερα έτρεξε στην αγκαλιά της μάνας της, που την αναζητούσε φωνάζοντας.

«Δεν την πείραξα. Πως θα μπορούσα; Εσέ μου θύμισε...» έγραφε αργότερα ο Μανώλης σ’ ένα γράμμα που δεν τόλμησε να ταχυδρομήσει ποτέ. Το συνήθιζε τους δύο τελευταίους μήνες να καταγράφει κάποιες φορές στις λιγοστές ανάπαυλες της μάχης τις σκέψεις του με τη μορφή επιστολής προς την Κατίνα, σαν να επρόκειτο να τις διαβάσει. Κι όμως πάντοτε κάτι τον κρατούσε απ’ το να φτάσουν στον προορισμό τους.

Αυτά τ’ ανεπίδοτα γράμματα... Πόσες φορές δεν την είδε στον ύπνο του ν’ ανησυχεί για κείνον, και πόσες δεν ονειρεύτηκε τη στιγμή που θ’ άνοιγε ένα απ’ αυτά... Έβλεπε το πρόσωπό της ν’ αλλάζει εκφράσεις, άκουγε τους ψιθύρους της, σχεδόν νόμιζε πως βρισκόταν δίπλα της... Δείλιαζε, ωστόσο, δείλιαζε. Αν έπεφταν σε λάθος χέρια τι θα γινόταν; Θα ’βρισκαν το μπελά τους, ήταν σίγουρο. Τον έκαιγε που την άφηνε σε άγνοια, μα εκείνη τη στιγμή πραγματικά δεν ήξερε τι άλλο να κάνει.

«Τι γράφεις συνέχεια βρε Μανώλη;» τον ρώτησε ένα βράδυ ο Ανέστης ο Γερβάσης, την ώρα που κάθονταν γύρω απ’ το φως της λαδόλαμπας τσιμπώντας το πενιχρό τους γεύμα. Ήταν κι αυτός Μικρασιάτης, απ’ την Πέργαμο. Με το Μανώλη γνωρίστηκαν τη μέρα που παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο και γρήγορα φιλιώθηκαν. Δεν είχε ξεχάσει βέβαια το Δαμιανό ο Μανώλης, την τύχη του όμως την αγνοούσε. Λίγους μήνες μετά το γάμο της Μαριάνθης, είχε φύγει απ’ το Μπουτζά. Στο φίλο του είπε πως έφευγε για να ξεχάσει. Αργότερα ο Μανώλης άκουσε ότι πήγε λέει σ’ ένα συγγενή στην Πόλη ν’ ασχοληθεί με το εμπόριο. Όπως και να ’χε, την συντροφιά του την είχε στερηθεί και τώρα η ανθρώπινη παρέα τού ήταν πιο χρήσιμη από ποτέ.

«Στους γονιούς μου γράφω» απάντησε.

«Καλά, στους γονιούς μας γράφουμ’ όλοι, και στις γυναίκες μας όσοι έχουν» αντέλεξε ο Ανέστης. «Βλέπω όμως πως κάποιες τις φυλάς... Γιατί;»
Ξεφύσησε εκείνος. Ο νέος του σύντροφος δεν ήταν άτομο που υποχωρούσε εύκολα, όφειλε πάντως να του δώσει μια εξήγηση.

«Έχω μια αγαπητικιά, Ανέστη» είπε «μα δεν τολμώ να την πέψω τίποτις...»

«Γιατί μπρε; Φοβάσαι;»

«Κάπως έτσι...»

«Κατάλαβα» κούνησε το κεφάλι ο Ανέστης κι ο Μανώλης μέσα του ανακουφίστηκε.

«Πάντως, καρντάση, αν θες τη γνώμη μου, δεν πρέπει να την αφήνεις ν’ αγωνιά την κοπέλα» πρόσθεσε χτυπώντας τον στην πλάτη.   

«Δε θέλω να το κουβεντιάσω άλλο, σύντροφε» τον έκοψε. Ευτυχώς αντιλήφθηκε τη δυσθυμία του και δεν επέμεινε.

Εκείνο το πρωινό, μια βουβαμάρα είχε απλωθεί γύρω τους. Μια ησυχία απόκοσμη, όπως η νηνεμία πριν την καταιγίδα. Πεσμένος πάντα μπρούμυτα, ο νέος ανησυχούσε. Κάτι κακό θα συνέβαινε σήμερα, είχε προαίσθημα. Προσπάθησε να προσευχηθεί μήπως ηρεμήσει. Μάταιος κόπος, η αγωνία του διαρκώς μεγάλωνε. Έσφιγγε στα χέρια του την ξιφολόγχη, ίδρωνε κι ξεΐδρωνε, περιμένοντας κι απευχόμενος μαζί τη στιγμή που η φωνή του ανωτέρου τους θα τους καλούσε στη μάχη.

Έκλεισε τα βλέφαρα κι ευθύς μορφές οικείες πλημμύρισαν το νου του. Το χαμόγελο της μάνας του, οι τραχιές ροζιασμένες παλάμες του πατέρα του, τα χωρατά του Δαμιανού κι η όμορφη θωριά της Κατίνας, τ’ απαλά χρωματισμένα χείλη και τα γλυκά της μάτια, να τα επισκιάζουν όλα... Πόσο θα ’θελε να βρίσκεται τώρα κοντά τους, παρά  σ’ αυτό το Γολγοθά! Ήθελε να κλείσει τα μάτια, να κοιμηθεί και μονάχα να ονειρεύεται...

«Μανώλη ξύπνα! Μας επιτίθενται!» τον ταρακούνησε ο Ανέστης.

«Στις θέσεις σας!» πρόσταξε ο λοχίας.

Πετάχτηκε επάνω, αδράττοντας στο χέρι του το όπλο. Σε δευτερόλεπτα ξανάγινε μαχητής. Και μόλις δόθηκε το «Πυρ!», όρμησε και συνεπλάκη αποφασισμένος με τους Τούρκους. Μα ως συνήθως, για λίγο κράτησε η βουή. Σύντομα πολλοί στρατιώτες άρχισαν να πέφτουν λαβωμένοι κάτω απ’ την κλαγγή των όπλων. Είδε την έκβαση ο Μανώλης, έφριξε, έκανε να φύγει. Τότε ένα βόλι τον πέτυχε στο δεξί πλευρό. Βόγκηξε, καθώς ο πόνος διέσχισε σαν ρεύμα το κορμί του, κι ένιωσε το αίμα του να τρέχει, ποτίζοντας τη φανέλα και τη στολή του. Σε δυο βήματα γονάτισε. Ξαπλώθηκε ανήμπορος στο χώμα, ενώ η πληγή συνέχιζε να αιμορραγεί. Τα χέρια του πάγωναν, οι εικόνες θόλωναν μπροστά του. Δυο μαύρες ίριδες ήρθαν εμπρός στα μισογερμένα του ματόκλαδα. «Κατινάκι...» πρόφερε κι ύστερα σκοτάδι...

Ανέκτησε τις αισθήσεις του στο Α΄ Στρατιωτικό νοσοκομείο της Σμύρνης, το πρώην Γραικικό, το οποίο εδώ και δύο χρόνια χρησιμοποιούνταν για τις πολεμικές ανάγκες. Το τραύμα του ήτανε δεμένο μ’ ένα χοντρό λευκό επίδεσμο και στα διπλανά κρεβάτια, μέσα στη θολούρα του πόνου και των φαρμάκων, αναγνώρισε κάποιους απ’ τους συμπολεμιστές του. Ο Ανέστης άραγε είχε γλιτώσει, ή μήπως κείτονταν νεκρός στο πεδίο της μάχης;

Δεν κατάφερε να το μάθει. Πληροφορήθηκε μόνο απ’ τις κουβέντες των υπολοίπων ότι ο στρατηγός Παπούλας έλαβε εντολή ν’ απαγκιστρωθεί απ’ το μικρασιατικό μέτωπο, μετά την επίθεση της 28ης Αυγούστου. Ο Μανώλης δεν κατανόησε τότε τη σοβαρότητα αυτού του γεγονότος, η έγνοια για τ’ αγαπημένα του πρόσωπα κατέτρωγε την ψυχή του. Τα νέα για τις εκατόμβες του Καλέ Γκρότο είχαν διαδοθεί πολύ γρήγορα. Δεκάδες άνθρωποι προσέρχονταν καθημερινά στο νοσοκομείο, ζητώντας να μάθουν για τους δικούς τους. Έπρεπε να στείλει ένα γράμμα στους γονείς του, να τους πει πως ζούσε, έστω και πληγωμένος, μα ένιωθε τόσο αδύναμος, που το μολύβι γλιστρούσε απ’ τα δάχτυλά του κάθε φορά που απεπειράτο να το χρησιμοποιήσει. Του ερχότανε να κλάψει τέτοιες ώρες. Πως είχε καταντήσει αυτός, νέο παλικάρι, να μοιάζει με γέρο σακάτη;

«Κουράγιο, σύντροφε» τον ενθάρρυνε ο διπλανός του. «Τουλάχιστον εσύ ζεις. Κάμε υπομονή να δυναμώσεις κι ύστερα τους ενημερώνεις. Που ξέρεις, μέχρι τότε μπορεί να σε ψάξουν μόνοι τους» Κι ο Μανώλης προσπαθούσε να χαμογελάσει, σκεπτόμενος τα στοργικά τους χέρια να τον περιβάλλουν.

«Κύριε Ασλάνογλου, σας ζητά μια κοπέλα» του ανακοίνωσε εκείνο το πρωί η νοσοκόμα που φρόντιζε τους ασθενείς στο θάλαμο.

«Εμένα; Είστε σίγουρη, αδελφή; » απόρησε.

«Ναι, παλικάρι μου. Εμμανουήλ Ασλάνογλου δε σε λένε; Εκτός αν άλλαξες όνομα...»

«Καλά, πέστε της να περάσει» αποκρίθηκε. Η περιέργεια τον κυρίευσε. Ποια κοπέλα μπορούσε να τον γυρεύει;

«Καμιά συγγένισσα θα ’ναι» σκέφτηκε. «Η Ελένη ίσως...»

Ανασηκώθηκε στο στρώμα του, επικεντρώνοντας το βλέμμα του στην πόρτα. Και τα ’χασε σαν αντίκρισε τη γυναικεία φιγούρα που στάθηκε στο μέσο της.

Ήταν στ’ αλήθεια αυτή που είδε, ή μπας κι ονειρευόταν; Μα το λιγνό κορμί, οι χείμαρροι των σγουρών μαλλιών που διέτρεχαν τους ώμους και το στήθος της, το δροσερό της πρόσωπο που τον κοιτούσε εκστατικό, δεν του αφήναν περιθώρια αμφιβολίας, όσο απίστευτο κι αν έμοιαζε το θέαμα...

«Κατίνα;..» είπε.

Το κορίτσι έμεινε για λίγο ακίνητο. Έπειτα, τα πόδια της κινήθηκαν προς το μέρος του, κι η λέξη που βγήκε απ’ το στόμα της παρέλυσε γλυκά τα μέλη του:

«Μανώλη μου!..»


Λίγες μέρες νωρίτερα , στο Μπουτζά

«Δε μπορώ, Βαγγελιώ μου. Απ’ τη στιγμή που είδα τη φυλλάδα τρελάθηκα! Δεν ημπορώ να κοιμηθώ...»

Οι δύο φίλες κάθονταν μαζί στο περιβόλι των Σεκέρογλου, κάτω από μια μηλιά. Ο αέρας που φυσούσε αντίθετος τους έφερνε τα μαλλιά στο πρόσωπο κι ανασήκωνε τον ποδόγυρο των φουστανιών τους.

«Σε νιώθω, Κατίνα. Κι εγώ το ίδιο έπαθα. Ευτυχώς ο αδερφός μου ζει...»

«Ναι αλλά ο Μανώλης; Δεν έχω νέα του απ’ τη μέρα που ’φυγε, δεν ξέρω τίποτα... Κι ήρθε κι αυτό να μ’ αποτελειώσει!»

Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. Το νου της Κατίνας πιλάτευαν οι πιο μεγάλοι φόβοι.

«Τι λες να κάμεις;» ρώτησε η Βαγγελιώ.

«Δεν ξεύρω... Να τον ψάξω» απάντησε.

«Πως θα τον ψάξεις, καημένη; Τι θα τους πεις; Είμαι η αγαπητικιά του;»

«Αυτό μας νοιάζει;» ξεσπάθωσε. «Σάμπως θα με ρωτήσουν; Βαγγελιώ κατάλαβέ με! Πεθαίνω, πως το λένε; Δεν αντέχω άλλο! Νεκρός ή ζωντανός... θέλω να ξέρω...»

Κόμπιασε στο τέλος του λόγου της κι έχωσε το κεφάλι στα γόνατα για να κρύψει τα δάκρυα που αυλάκωσαν την όψη της. Η Βαγγελιώ της χάιδεψε την πλάτη, κι η φωνή της έφτασε παρήγορη στ’ αυτιά της:

«Μην κλαίγεις τζιέρι μου . Σπαράζει η καρδιά μου να σε βλέπω έτσι...»

Η Κατίνα κοίταξε τη φίλη της τρυφερά. «Όλα καλά θα πάνε» μίλησε εκείνη. «Ζει ο καλός σου, είμαι σίγουρη!»

«Να σου πω» συνέχισε. « Να πάμε στη Σμύρνη, στο Στρατιωτικό. Είναι εθελόντρια η Ζωή εκεί και μπορώ να την πείσω να με πάρει μαζί της, τώρα που ακόμη δεν έχουμε σχολειό. Θα πω πως θέλω κι εσένα συντροφιά, γιατί τάχα θες να δεις κάποιον γνωστό σου, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα μάθεις για το Μανώλη και κανείς δε πρόκειται  να υποπτευτεί τίποτα...»

«Σ’ ευχαριστώ Βαγγελιώ μου» την αγκάλιασε. «Πραγματικά δεν ηξέρω τι θα ’καμα χωρίς εσένα!»

«Αχ βρε Κατινιώ μου, τι τραβάς κι εσύ!» ανταπέδωσε η κοπέλα.


Με πόδια που έτρεμαν, η Κατίνα πλησίασε το κρεβάτι. Στηρίχτηκε στο σιδερένιο πόμολο, ενώ τα μάτια της, βουρκωμένα, προσηλώθηκαν πάνω του. «Έλα αγάπη μου… Έλα ψυχή μου» την προσκάλεσε ο Μανώλης, μ’ όση φωνή παρήγαγαν τα ανταριασμένα σωθικά του. Κάθισε πλάι του στην άκρη του φτηνού στρώματος και μόλις ένιωσε τις χούφτες του να τυλίγουν ζεστά τις δικές της, δεν άντεξε. Έγειρε στο στήθος του ξεσπώντας σε λυγμούς. Άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε, πνίγοντας στα φιλιά το μέτωπό της που έκαιγε απ’ την ένταση.

«Αγάπη μου!» τον προσφώνησε μόλις συνήλθε, χαϊδεύοντας τ’ αξύριστά του μάγουλα. «Πόσο τρόμαξα! Φοβήθηκα μη δε σ’ έβρισκα ζωντανό…»

«Μη σκιάζεσαι, Κατίνα! Παθαίνουν τίποτα τ’ ασλάνια;» αυτοσαρκάστηκε προσπαθώντας να ξορκίσει τη λαχτάρα που πήρε ο ίδιος για τη ζωή του. «Μόνο που λαβώνονται…»

«Τι σου ’καμαν; Που σε λάβωσαν;»

«Εδώ, στο δεξί πλευρό» της έδειξε σηκώνοντας τη φανέλα του. Η κοπέλα έβαλε με δισταγμό την παλάμη της στο καλυμμένο τραύμα και σαν είδε ότι δεν πονούσε, το μάλαξε στοργικά.

«Είναι σοβαρό;»

«Θα περάσει, μη φοβάσαι. Δεν είπαμε πως είμαι λιόντας;»

«Γιατί δε μου ’γραφες;» πέρασε τώρα στο παράπονο η Κατίνα. «Τόσο καιρό μακριά σου, πάγαινε ο νους μου στο κακό…»

«Δεν ημπορώ να σου ξηγήσω τώρα» στέναξε. «Ήμουν δειλός, αυτό να ξεύρεις»

Έγνεψε συγκαταβατικά κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο δικό του, το οποίο τόσο πολύ είχε επιθυμήσει. «Πως με βρήκες;» ρώτησε με τη σειρά του ο Μανώλης.

«Δεν έχει σημασία…»

«Πως δεν έχει; Με γύρεψες στο νοσοκομείο;»

«Ναι»

«Και πως βρέθηκες εδώ; Μόνη σου;»

«Όχι. Με τη φίλη μου τη Βαγγελιώ και την αδελφή της. Μόνο η Βαγγελιώ ξέρει για σένα, και μου ’πε να ’ρθω εδώ να σε γυρέψω»

«Καλά έκαμες» είπε. «Είναι το πιο όμορφο πράμα που θα μπορούσα να ’χω, μετά τον εφιάλτη που ζήσαμε…»

Περνούσε αμίλητος το χέρι στα μαλλιά της ενώ οι ζοφερές αναμνήσεις αναδεύονταν στο νου του. Έστριψε τον αυχένα της και τον ατένισε σοβαρή.

«Μην ξαναπάς, Μανώλη μου, στο μέτωπο! Γύρνα στο χωριό! Κόντεψες να σκοτωθείς μια φορά… Την επόμενη μπορεί να μην υπάρξει επιστροφή!»

«Τι είναι αυτά που λες, Κατίνα; Δε σακατεύτηκα κιόλας! Άμα γένω καλά και δεν επιστρέψω, θα θεωρηθώ λιποτάκτης…»

«Κάλλιο αυτό, παρά να κινδυνεύει η ζωή σου» απάντησε εκείνη μ’ ένα κόμπο στο λαιμό.

«Δεν ηξεύρω… Δεν ημπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα» κούνησε δύσθυμα τους ώμους του. «Κάτσε να γιάνω πρώτα, και βλέπουμε. Το πιο πιθανό όμως είναι να πρέπει να ξαναχωρίσουμε…»

Έσκυψε και του ’δωσε ένα φευγαλέο φιλί στο στόμα, αδιαφορώντας μη τη σχολιάσουν, κι οι μπούκλες της γαργάλησαν το δέρμα του. «Θέλω να ’σαι καλά, τίποτ’ άλλο» ψιθύρισε. Δεν έβρισκε κάτι να της πει. Έμεινε μόνο να την κοιτάζει, θέλοντας να χορτάσει τη θωριά της.

«Δεσποινίς! Τελείωσε το επισκεπτήριο» διέκοψε την τρυφερή στιγμή η φωνή της νοσοκόμας.

«Ένα λεφτό δώστε μου!» παρακάλεσε. Σηκώθηκε απ’ τη θέση της κρατώντας του το χέρι.

«Σε παρακαλώ, αν έρθουν οι γονιοί σου… μη τους πεις πως σ’ επισκέφτηκε άλλος, εντάξει;» είπε και μετά βίας συγκρατιόταν να μην ξανακλάψει.

«Έννοια σου καρδιά μου» χαμογέλασε, αγγίζοντας με τα χείλη του τα ευαίσθητα ακροδάχτυλα του κοριτσιού.

«Σ’ αγαπώ πολύ!» κατέληξε και βιάστηκε να βγει απ’ το θάλαμο, καθώς οι κόγχες των ματιών της έτρεχαν.

«Κατίνα μου! Τον βρήκες;» την πήρε αμπάριζα η Βαγγελιώ, μόλις την είδε ακουμπισμένη στον τοίχο.

«Ναι, τον βρήκα!»

«Πως είναι;»

«Πληγωμένος, μα ολοζώντανος!»

«Δόξα τω Θεώ!» σταυροκοπήθηκε η φίλη της. Κατέφυγε στην αγκαλιά της, δακρύζοντας ελεύθερα μ’ ανακούφιση. Την ίδια στιγμή πλησίασε η Ζωή, ντυμένη την λευκή στολή της.

«Κατίνα τι έγινε το παιδί που έψαχνες; Ζει, είναι εντάξει;»

«Μια χαρά» κοκκίνισε.  

«Μάλιστα... Για δείξε μου, ποιος είναι;» της ζήτησε.

Δίστασε η μικρότερη κοπέλα. « Αυτός εκεί» ύψωσε εν τέλει με συστολή το δείκτη της προς το μέρος του Μανώλη. Μειδίασε με νόημα η νεαρή γυναίκα βλέποντας το ύφος της. 

«Ο κρυφός σου έρωτας;»

«Πως το κατάλαβες;» αιφνιδιάστηκε η Κατίνα.

«Το πρόδωσαν τα μάτια σου... Μη σε μέλει, θα μείνει μεταξύ μας» την καθησύχασε η Ζωή. «Πως τόνε λένε;»

«Μανώλη» ψέλλισε, κοιτώντας με λατρεία το άσπρο καταθλιπτικό δωμάτιο, όπου τόσοι νέοι άνθρωποι περίμεναν κάποιον ν’ απαλύνει τη μοναξιά τους.

Στις 14 Σεπτεμβρίου το μέτωπο υποχωρεί στη γραμμή Εσκί Σεχίρ– Κιουτάχεια– Αφιόν Καραχισάρ, όπου θα παραμείνει για έντεκα ολόκληρους μήνες, μέχρι την τελική επίθεση. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει…






[1] «Ευχαριστώ, αδελφέ μου. Πολύ σ’ ευχαριστώ»  
Λίνα Δώρου