Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 2) - "ΔΕΙΛΗ"

Ο ντροπαλός άνθρωπος είναι τρομοκρατημένος πριν τον κίνδυνο, ο δειλός κατά την διάρκεια και ο θαρραλέος μετά - Jean-Paul Richter
Κάθε μέρα ευχόταν να μπορούσε να του μιλήσει. Να τον κοιτάξει κατάματα και να του πει όλη την αλήθεια για τότε, για εκείνη την νύχτα που έζησε, αλλά πάντα η φωνή της χανόταν και οι λέξεις δεν έβγαιναν. Δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν. Σαν κάτι αόρατο, που ανθρώπινος νους δεν μπορεί να φανταστεί, να τις είχε φυλακίσει στα δεσμά του κάνοντας τες υποχείρια του. Χωρίς να τις αφήνει να ξεχυθούν και να μαρτυρήσουν την σωστή και απαραίτητη αλήθεια.
Κάποιος θα την χαρακτήριζε δειλή. Ναι, ήταν και δεν το έκρυβε. Αυτό που πέρασε την είχε κάνει δειλή και δυστυχισμένη. Της ήταν αδύνατον να ξεγράψει από την μνήμη της όσα έζησε έτσι απλά. Ήταν και είναι αδύνατον να ξεχάσει τον εφιάλτη της. Εκείνος κινούσε και συνεχίζει να κινεί τα νήματα. Ότι και να έλεγε στον Ιάσονα ήταν σίγουρη πως θα την έβγαζε ψεύτρα και θα έκανε τον Ιάσονα να την μισήσει περισσότερο. Φοβόταν. Δεν ήταν εύκολο αυτό που περνούσε. Κάθε μέρα δεχόταν απειλές από εκείνον. Κάθε μέρα και ένας νέος εφιάλτης.
Εκείνος είχε το πάνω χέρι και ο Ιάσονας ποτέ δεν τον αμφισβητούσε. Πώς θα μπορούσε επομένως να του πει ότι, ο άνθρωπος που εμπιστευόταν και ήταν εκεί για αυτόν, ήταν ουσιαστικά ο υπαίτιος για όλα; Ένιωθε μόνη. Είχε χάσει την ζωντάνια της και κάθε μέρα χανόταν στον κόσμο τον μουντό που είχε δημιουργήσει. Ο Ιάσονας δεν την αγαπούσε πλέον, πάρα μόνο την μισούσε. Γύριζε στο σπίτι αργά το βράδυ και το πρωί έφευγε με μία μόνο ξερή καλημέρα να βγαίνει από τα χείλη του. Το έβλεπε στα μάτια του ότι τη μισούσε. Έτσι πίστευε εκείνη...
Η Μελίνα, μόνη σε ένα άδειο σπίτι, κλεινόταν για ώρες στο μπάνιο και άφηνε το νερό να απαλύνει τον πόνο της. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε φανταστεί τον εαυτό της σε αυτήν την κατάσταση. Αν ήξερε ο Ιάσονας τι είχε περάσει, όλα θα άλλαζαν αλλά... Αλλά είχε χάσει πλέον το κουράγιο της. Όλα τα είχε χάσει πια η Μελίνα και συνέχιζε να πονά σιωπηλά...
Οι δύο εβδομάδες πέρασαν γρήγορα. Ο Ιάσονας επέστρεψε με ανεβασμένη την διάθεση του. Έτσι ήθελε, κι έτσι έπρεπε να δείχνει. «Φαίνεται πως πέρασε καλά» σκέφτηκε η Μελίνα βλέποντας τα μοβ σημάδια που κοσμούσαν τον λαιμό του.
«Τι έκανες τόσες μέρες;» την ρώτησε ξαφνικά και η Μελίνα ένιωθε σαν να την κορόιδευε. Ήθελε να του φωνάξει, να σπάσει, να νιώσει δυνατή και να του πει την αλήθεια για τότε. Να του πει τα πάντα. Αλλά η δειλία της εμφανίστηκε ξανά, οδηγώντας την να επιλέξει για ακόμα μία φορά την σιωπή.
«Απλά πήγαινα βόλτες με την Σοφία. Τίποτα σημαντικό.» του απάντησε τελικά με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη.
Η Σοφία ήταν τα τελευταία χρόνια από τους λιγοστούς φίλους που είχε. Την γνώρισε στο νοσοκομείο μια μέρα μετά από εκείνη την εφιαλτική νύχτα. Και οι δύο βρίσκονταν στο κρεβάτι του πόνου για τον ίδιο λόγο, με την μόνη διαφορά πως η Σοφία δεν ήταν έγκυος. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν τα σημάδια. Τα βλέμματα τους τα είπαν όλα. Από τότε είχαν γίνει η μία το στήριγμα της άλλης.
«Θα κάνω ένα μπάνιο και λέω να βγούμε. Τί λες;» της πρότεινε και η Μελίνα τον κοίταξε φανερά προβληματισμένη. Από πού και ως πού να βγούνε μαζί; Την ξάφνιασε η πρόταση του. Εκείνος ούτε καν που την πρόσεχε τα τελευταία χρόνια και τώρα της ζητούσε ξαφνικά να βγούνε;
«Δεν νομίζω...Η Κατερίνα θα το θέλει περισσότερο.» αποκρίθηκε εκείνη και ήταν η σειρά του να την κοιτάξει προβληματισμένος. Γνώριζε για την ύπαρξη της Κατερίνας. Από μέσα του έβριζε τον εαυτό του.
«Μελίνα...» πήγε να πει αλλά με το χέρι της του έκανε νόημα να σταματήσει.
«Μην ανησυχείς. Ξέρω... Πήγαινε. Θα σε περιμένει.» είπε και πήγε να σηκωθεί από τον καναπέ. Έκανε δυο βήματα αλλά μια ξαφνική ζαλάδα την σταμάτησε.
«Μελίνα»! Ο Ιάσονας έτρεξε κοντά της ανήσυχος. «Είσαι καλά; Τι έχεις;» τη ρώτησε ενώ τη βοηθούσε να ισορροπήσει. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έκλεισε σφιχτά στην ζέστη του αγκαλιά. Εκείνη πήρε μια ανάσα, έκλεισε για λίγο τα μάτια της να ηρεμήσει κι έπειτα σήκωσε το κεφάλι της για να συναντήσει τα μάτια του να την κοιτάνε με ανησυχία.
«Καλά είμαι, Ιάσονα. Απλά ζαλίστηκα. Από την κούραση θα είναι.» είπε και απομακρύνθηκε από κοντά του με δυσκολία. «Θέλω να πάω να ξεκουραστώ». Δεν τον κοίταξε στα μάτια. Δεν το άντεχε, θα λύγιζε. Με κατεβασμένο το κεφάλι της έφυγε. Ανέβηκε στο δωμάτιο της και δεν πέρασε πολλή ώρα πρωτού τα πρώτα δάκρυα κάνουν την εμφάνιση τους. Άλλωστε αυτό έκανε τόσο καιρό. Έκλαιγε και πονούσε, με την καρδιά της να σπάζει σε μικρά κομμάτια σαν εύθραυστο γυαλί.
Ο Ιάσονας από την άλλη, έμεινε εκεί να την κοιτά να φεύγει πικραμένος. Μπορεί να φαινόταν αδιάφορος, αλλά βαθιά μέσα του γινόταν πόλεμος συναισθημάτων. Την αγάπησε από την πρώτη στιγμή και ακόμα την αγαπούσε την Μελίνα, την γυναίκα του. Από την πρώτη στιγμή που την είδε ένιωθε ότι είχε βρει την ευτυχία του. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι εκείνη την μέρα που έμαθε πως έριξε το παιδί του. Την μίσησε... Την μίσησε με όλη του την ψυχή. Δεν τον ρώτησε αν το ήθελε αυτό το παιδί. Αποφάσισε μόνη της και δεν τον υπολόγισε. Αυτομάτως, όλος ο θυμός και η αδικία τον κυρίευσε. Ένα μεγάλο γιατί τον κυνηγούσε. Γιατί απαρνήθηκε το παιδί τους; Δεν μπορούσε να την καταλάβει. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Συζητούσαν για τον ερχομό ενός παιδιού. Το ήθελαν και οι δύο. Μαζί. Ένα παιδί που θα γεννιόταν για να συμπληρώσει την ευτυχία τους. Την ζωή τους. Όλα όμως άλλαξαν μέσα του όταν έμαθε εκείνη την αλήθεια. Μια ψεύτικη αλήθεια. Άρχισε να την παραμελεί. Ο θυμός του τον έκανε θηρίο και η αδικία που τον έπνιγε τον απωθούσε μακριά της
Η Κατερίνα ήταν η γραμματέας του. Ο Ιάσονας συνήθιζε να περνά πολλές ώρες στην εταιρία για να ξεχνιέται. Η Κατερίνα είχε δείξει από την αρχή ενδιαφέρον για εκείνον. Αρχίσαν να κάνουν παρέα ως φίλοι αρχικά... Ήταν απλά μια γυναίκα που τον αγαπούσε, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να της δώσει τίποτα παραπάνω από αυτό που ζητούσε. Κάθε βράδυ που γύριζε, κοιτούσε την Μελίνα να κοιμάται ήρεμη και οι τύψεις για την απαράδεκτη συμπεριφορά του έκαναν την εμφάνιση τους. Γρήγορα όμως, τις αντικαθιστούσε η εικόνα του καλύτερου του φίλου να του λέει πως έριξε το παιδί του και όλος ο θυμός ερχόταν ξανά στην επιφάνεια. Την είχε καταδικάσει χωρίς να ξέρει.

Πονούσε κι εκείνος, όπως και η Μελίνα. Φαινόταν δυνατός και σκληρός όμως, μέσα του, κάθε μέρα έλιωνε και πονούσε. Ήταν δύο ψυχές που τις καταδίκασαν να ζουν σαν ξένες. Σαν άβουλα όντα που δεν έχουν την δυνατότητα να ξεφύγουν από το ψέμα και την σκληρή πραγματικότητα. Όταν έρθει η στιγμή να μάθει την πραγματική, την σωστή αλήθεια, ας ελπίσουμε η Μελίνα να είναι καλά. Να μην είναι πια πολύ αργά και όλα χαθούν για πάντα...

Αναστασία Αλεξίου