Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 3: Η Τέχνη των Κρυστάλλων (Κεφάλαιο 2)



Κοιτάχτηκε για μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και χαμογέλασε. Ακριβώς έτσι, σκέφθηκε. Έτσι θα τον συναντήσω. Της πήγαιναν πολύ οι ψηλοτάκουνες μπότες, τα εφαρμοστά ρούχα και το ελαφρώς ατημέλητο χτένισμα. Είχαν γνωριστεί πριν λίγο καιρό σε ένα από τα ταξίδια της και της άρεσε. Μια ανθοδέσμη την περίμενε στον επόμενο σταθμό. «Θα σε περιμένω, όταν γυρίσεις» έγραφε το σημείωμα. Και τώρα η απόσταση που τους χώριζε μειωνόταν κάθε στιγμή, καθώς το μικρό εμπορικό αστρόπλοιο σε λίγο θα έμπαινε στο βαθύ διάστημα, μετά την επιτυχημένη αποστολή του σε αυτόν τον σχετικά άγνωστο πλανήτη, μακριά από τις συνήθεις εμπορικές ρότες.
            Η Μαριάννα ήταν πολύ ευχα
ριστημένη με τον εαυτό της. Χάρη στην Τέχνη μπορούσε να βλέπει πιο καθαρά, να κρίνει πιο καλά. Και αυτό την έκανε επιτυχημένη στη δουλειά της και τη ζωή της. Σίγουρα θα ευγνωμονούσε για πάντα τη Μαρία. Κόντευε ένας χρόνος που είχαν χωρίσει… Μελαγχόλησε για μια στιγμή μόνο και μετά ξανάφερε το ραντεβού της στο μυαλό της και έφτιαξε τη διάθεσή της. Έβγαλε τους κρυστάλλους από τη θήκη τους. Τα πράγματα που μάθαινε, ο κόσμος που γνώριζε και η εξάσκηση την έκαναν δυνατότερη και καλύτερη στην Τέχνη. Και οι κρύσταλλοί της πλήθυναν με καινούρια πρόσωπα και πράγματα. Πήρε τυχαία μερικούς για να δει στα γρήγορα τι βάραινε περισσότερο αυτές τις μέρες τούς ατέλειωτους κόσμους αυτής της γωνιάς του σύμπαντος.
            Μια σειρά εικόνων πέρασαν από τα μάτια της. Αστράρχες, Αμαζόνες, Δόνιοι Αυτοκράτορες κι ανάμεσά τους ένα σωρό σημάδια. Σκοτάδι, πόλεμος, κάστρα, αστρόπλοια και άλλα πολλά… Mistress Marianna. Η τελευταία εικόνα τον τελευταίο καιρό πάντα ήταν αυτή. Πού ταίριαζε αυτή; Να είχε σχέση ή απλώς ήταν θέμα τεχνικής; Πώς θά ‘θελε να υπήρχε κάποιος να της εξηγήσει. Το σίγουρο ήταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά τελευταία. Αναμενόμενο μιας και τα τελευταία νέα έλεγαν ότι οι Αμαζόνες ετοιμάζονταν για πόλεμο. Και σίγουρα οι άλλες αυτοκρατορίες δε θα κάθονταν άπραγες. Ειδικά η Αυτοκρατορία των Άστρων. Έτσι τα υπόλοιπα  εξηγούνταν εύκολα. Ή λιγότερο εύκολα. Αλλά τίποτα δεν ήταν σαφές, σημάδι τού πόσο ρευστά ήταν τα πράγματα. Σε τέτοιες καταστάσεις τον παλιό καιρό ήταν πολύτιμη η Τέχνη σε ηγεμόνες, θνητούς και αθάνατους.
            Τις σκέψεις της έκοψε η φωνή του κυβερνήτη:
«Άγνωστο σκάφος μπροστά. Όλοι στη γέφυρα».
 Μάζεψε τους κρυστάλλους και ετοιμάστηκε να πάει εκεί. Δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα και το σκάφος τραντάχθηκε δυνατά. Δύο απανωτές εκρήξεις έγιναν. Πειρατές, σκέφθηκε και ήταν το τελευταίο που πέρασε από το μυαλό της, πριν χάσει την ισορροπία της. Ένιωσε έναν πόνο στο κεφάλι κι έχασε τις αισθήσεις της.
            Όταν άρχισε να συνέρχεται είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Οι κρύσταλλοι, σκέφτηκε με αγωνία, αλλά ηρέμησε βρίσκοντάς τους σφιγμένους στη ζώνη της. Κρύωνε λίγο. Με κόπο άνοιξε τα μάτια της και προσπάθησε να σηκωθεί. Πού είμαι, σκέφθηκε μόλις είδε το μέρος που βρισκόταν. Δεν της θύμιζε τίποτα ιδιαίτερο. Ήταν κρύο και σκοτεινό. Ο ήλιος είχε δύσει και το λιγοστό λυκόφως μόλις που επαρκούσε να φωτίσει το τοπίο. Στο βάθος -σε τι απόσταση άραγε;- φαίνονταν μαύροι οι όγκοι κάποιων βουνών κι από πάνω ακόμα πιο μαύροι οι σκοτεινοί όγκοι των σύννεφων κάποιας καταιγίδας. Έβλεπε τις λάμψεις των κεραυνών, αλλά τίποτα δεν έφτανε στα αυτιά της. Ακόμα κι ο κρύος αέρας δεν έκανε κάποιο θόρυβο. Στο πέρασμά του σήκωνε τη γκρίζα σκόνη, που υπήρχε παντού. Ακόμα και το έδαφος ήταν γκρίζο. Λες κι από αυτό το μέρος είχε χαθεί το χρώμα. Χιλιάδες ενδεχόμενα και εξηγήσεις πρόβαλαν στο μυαλό της, αλλά τα έδιωξε. Χρειαζόταν ηρεμία. Κοίταξε γύρω της και είδε ερείπια παντού. Αψίδες, μεγαλόπρεποι θόλοι και αγάλματα πρέπει να στόλιζαν κάποτε αυτό το μέρος. Τώρα μόνο σωροί από πέτρες ήταν οι μάρτυρες κάστρων και ανακτόρων. Προχώρησε. Το έδαφος ήταν σπαρμένο με σκουριασμένα όπλα, σκισμένες σημαίες και εμβλήματα. Λίγα βήματα πιο ‘κει μια γερμένη στήλη έδειχνε σαν δάχτυλο τον ουρανό. Πλησίασε και διάβασε την επιγραφή. TERRA IMPERIALIS. Ταίριαζε με το περιβάλλον. Και τότε το είδε.
Στο βάθος τρεμόπαιζε ένα αμυδρό φως. Με την καρδιά σφιγμένη από αγωνία προχώρησε με γρήγορα βήματα προς το φως. Ούτε που σκέφθηκε τι θα συναντούσε εκεί. Ένα φως στη μέση αυτής της φοβερής ερημιάς δεν μπορούσε παρά να είναι καθησυχαστικό. Καθώς πλησίασε είδε μια πέτρα από την οποία έβγαινε μια μικρή φλόγα. Εκείνο που την έκανε να κοντοσταθεί, ήταν η φιγούρα ενός άντρα που καθόταν πίσω από τη φλόγα. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και δεν μπορούσε να πει, αν είχε καταλάβει την παρουσία της. Δεν είναι ώρα για δισταγμούς, είπε στον εαυτό της και διέσχισε αποφασιστικά τη μικρή απόσταση που τη χώριζε από τη φλόγα. Ο άνδρας δεν κουνήθηκε. Ίσως να κοιμόταν. Φορούσε μια στολή που κάποτε πρέπει να ήταν μεγαλοπρεπής. Τώρα όμως, σκισμένη και βρώμικη, μόνο οίκτο προκαλούσε. Κάπου διέκρινε ξεφτισμένο ένα Άστρο κι ένιωσε λίγο καλύτερα.  Δίπλα στον άνδρα βρισκόταν ξαπλωμένο ένα σπαθί που έμοιαζε να μην ανήκει στο μέρος αυτό. Ήταν άψογα γυαλισμένο και με υπέροχα σχέδια πάνω του. Θα έπαιρνε όρκο ότι είχε τη δική του λάμψη. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται πώς θα έπρεπε να τραβήξει την προσοχή του άνδρα, όταν αυτός σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Για μια στιγμή ταράχθηκε, αλλά συνήλθε αμέσως και τον κοίταξε κι αυτή. Το πρόσωπό του ήταν κουρασμένο και η όψη του θλιμμένη. Και μέσα στα μάτια του, που κάποτε χωρίς αμφιβολία έκαιγε μια φλόγα, διάβασε την απόγνωση. Της φαινόταν ότι τον είχε ξαναδεί, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Μίλησε πρώτος και η φωνή του ήταν μεγαλόπρεπη και γέμιζε τον χώρο.
«Επιτέλους, ήρθε κάποιος».
            «Περίμενες οποιονδήποτε έρθει;» ρώτησε κάπως μπερδεμένη.
            «Περιμένω να έρθει κάποιος να βγάλει το φοβερό μυστικό από αυτήν την ψυχή, για να μη χαθεί μαζί με αυτό».
Η φωνή του ήταν αυστηρή. Η Μαριάννα προσπαθούσε να καταλάβει.
            «Γιατί κάθεσαι εδώ και δεν προσπαθείς να φύγεις;» τόλμησε να ρωτήσει.
            «Αυτό είναι το τελευταίο φως των Άστρων. Κάποτε έκαιγε με δύναμη και φώτιζε τις πράξεις αυτού του ανθρώπου, που είχε την εντολή Τους. Τώρα μια φλόγα μικρή έχει γίνει και μένω φρουρός της, για να μην τη σβήσει και χαθεί για πάντα η εντολή των Άστρων».
            Αν μπορούσε η Μαριάννα θα είχε φύγει τρέχοντας από φόβο. Τα πόδια της όμως αρνούνταν να την υπακούσουν. Μάζεψε όσο κουράγιο της είχε μείνει. Θα έπαιζε το παιχνίδι μέχρι τέλους ×που μπορεί να ήταν το δικό της.
            «Ποιος να τη σβήσει; Φαίνεσαι να είσαι μόνος…» ψιθύρισε.
            Ο άνδρας έπιασε το σπαθί και η Μαριάννα κράτησε την ανάσα της.
            «Αυτή είναι η Σπάθη του Δικαίου και του Αδίκου. Το χτύπημά της είναι Δίκαιο και το χτύπημά της είναι Άδικο, αλλά κάθε χτύπημα υπηρετεί τους σκοπούς των Άστρων. Η Αυτοκρατορία έπεσε, αλλά η Σπάθη την ξανάφτιαξε στο χέρι αυτού του ανθρώπου. Αν το φως χαθεί, όλα θα βυθιστούν στο σκοτάδι και κανείς δε θα είναι τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός, ώστε να γλυτώσει την οργή του».
            «Μα ποιος είναι αυτός και ποιος θέλει να σβήσει το φως;» φώναξε απεγνωσμένη. Ο άνδρας χαμογέλασε πικρά.
            «Δεν ακούς το Θηρίο, που βρυχάται;»
            Η Μαριάννα προσπάθησε, αλλά δεν ήταν σίγουρη, αν άκουγε κάτι.
            «Δεν καταλαβαίνω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με».
            «Μαριάννα, κατέχεις την Τέχνη. Είσαι φωτισμένη από τα Άστρα. Καταλαβαίνεις, αλλά φοβάσαι να συνειδητοποιήσεις». Έσφιξε τα δόντια της, για να μη φωνάξει. Αυτός ο άγνωστος ήξερε τα πάντα γι’ αυτήν. «Το Θηρίο» συνέχισε ο άνδρας «υπάρχει σε όλους, αλλά το φως το διώχνει. Όταν μια ψυχή γίνει κομμάτια όμως, το Θηρίο έρχεται και οδηγεί τα πάντα γύρω του στον όλεθρο. Μαριάννα, πάρε το μήνυμα και δώσε το εκεί που πρέπει. Είναι η τελευταία ελπίδα να σωθεί ο άνθρωπος αυτός. Γιατί δεν αξίζει τέτοια τύχη».
            «Και εσύ ποιος είσαι;»
            «Αυτός που είπαν Αστροβάτη…» Μετά από όσα είχε ακούσει η Μαριάννα, δεν εξεπλάγη που συναντούσε ένα πρόσωπο των θρύλων. Ποιος ξέρει τι άλλο θα δω σήμερα. «… κι αυτός είναι ο κρύσταλλός μου». Στο χέρι έλαμπε ένας κρύσταλλος. Η Μαριάννα συνήλθε αμέσως. Να και κάτι που ήξερε και καταλάβαινε. Άπλωσε το χέρι της κι ο Αστροβάτης τής έδωσε τον κρύσταλλο. «Σε λίγο καιρό» της είπε «οι στρατιές των Άστρων θα βαδίσουν ξανά στους ήχους της μάχης. Φροντίστε να τις οδηγεί ο Αστροβάτης κι όχι το Θηρίο».
            Και τότε η Μαριάννα άκουσε ένα γέλιο τόσο μοχθηρό που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το πρόσωπο στο οποίο ανήκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε πίσω της όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Έμεινε έκπληκτη. Ο ίδιος άνδρας στεκόταν μπροστά της. Και ήταν σίγουρη πως ο Αστροβάτης δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του. Η στολή που φορούσε όμως, ήταν ατσαλάκωτη και μαύρη σαν το βαθύ διάστημα και οι διακοσμήσεις της ήταν ασημένιες. Κι ένα βιβλίο πιο μαύρο κι από τη στολή του κρατούσε στα χέρια του και από τις σελίδες έσταζε αίμα. Η εικόνα φώναζε θάνατο. Και τα μάτια. Τα μάτια τους ήταν ίδια. Αστροβάτης και Θηρίο μοιράζονταν την ίδια απόγνωση, τον ίδιο πόνο. Το Θηρίο άνοιξε το στόμα του και το τοπίο σείστηκε.
            «Εν ονόματι των Άστρων» είπε και δεκάδες κεραυνοί γέμισαν το μέρος με φωτιά και θόρυβο. «Η εκδίκηση ανήκει σε μένα και θα την πάρω τώρα. Θα αρχίσει η εκπλήρωση της Υπόσχεσης!»
            Έκλεισε απότομα το βιβλίο και το μέρος τραντάχτηκε. Η Μαριάννα είχε παγώσει. Με μια απότομη κίνηση το Θηρίο της έπιασε το χέρι με τον κρύσταλλο από τον καρπό. Αμέσως θλίψη και πόνος πλημμύρισαν την καρδιά της. Ήθελε να αντιδράσει, αλλά δεν μπορούσε.
            Και τότε ο Αστροβάτης σηκώθηκε και με τη Σπάθη χτύπησε το χέρι του Θηρίου, που την κρατούσε. Ξαφνικά όλα θόλωσαν και την επόμενη στιγμή διαλύθηκαν σαν την πρωινή ομίχλη. Η όρασή της καθάρισε και είδε ένα γυναικείο πρόσωπο μπροστά της. Ήταν άγνωστο, αλλά πραγματικό, με σάρκα και οστά και αυτή ήταν ακόμη στο σκάφος, εκεί που είχε πέσει. Το κεφάλι της πονούσε.
            «Απ’ ό,τι φαίνεται είσαι εντελώς καλά» της είπε η άγνωστη κοπέλα.
            «Ναι, μάλλον» απάντησε. Από το χτύπημα είχε βυθιστεί στα οράματα τής Τέχνης. Αλλά ήταν τόσο διαφορετικά, τόσο ζωντανά.


Μιχάλης Κοτσαρίνης