Βρικόλακες με το ζόρι (Μέρος 4)

Το κακό με τον Χένρι ήταν πως, ενώ ήθελε να γίνει βρικόλακας, δεν ήταν καθόλου καλός σε αυτό. Όχι πως πριν ήξερε πώς να είναι άνθρωπος. Η απόφαση ήταν απερίσκεπτη, ορμώμενη από τα όνειρα των παιδικών του χρόνων και οι λόγοι ανούσιοι. Σε όποιον έλεγε πως έγινε βρικόλακας, για να έχει χρόνο να διαβάσει όλα τα βιβλία του κόσμου και να επισκεφτεί όλες τις χώρες, δεν μπορούσε παρά να βάλει τα γέλια. Είχε ακούσει διάφορες επιθυμίες κατά καιρούς: άλλοι ήθελαν να πάρουν εκδίκηση, άλλοι επιθυμούσαν ατέρμονη δύναμη, άλλοι αρέσκονταν να σκοτώνουν αθώους ανθρώπους, άλλοι αυτό και άλλοι τούτο. Κανείς πέρα από εκείνον όμως δεν ήθελε να γίνει βρικόλακας για… ακαδημαϊκούς λόγους.
Ήταν λοιπόν ένα βαμπίρ ακοινώνητο, μοναχικό, συνήθως νηστικό, που ενοχλούνταν από τους πάντες και τα πάντα. Και άτυχο, διότι καμία από τις επιθυμίες του δεν πραγματοποιούνταν. Τα προσόντα του στο βρυκολακόμετρο ήταν πολύ χαμηλά. Δεν ήταν όσο γρήγορος θα έπρεπε μιας και δεν εξασκούνταν ποτέ, δεν ήξερε να κυνηγήσει την τροφή του και γενικώς ένιωθε μια αποτυχία. Κοινώς ήταν ένα βαμπίρ με υπαρξιακά.
Ο Μάξιμους από την άλλη ήταν υπόδειγμα βρικόλακα. Γρήγορος, δυνατός, γοητευτικός. Μπορούσε να σαγηνεύσει κάθε γυναίκα και να την υποτάξει στη θέλησή του. Αν είχαν σύλλογο, θα ήταν σίγουρα πρόεδρος, αν είχαν ομάδα θα ήταν ο αρχηγός, αν είχαν μπάντα θα ήταν ο κύριος τραγουδιστής κι αν είχαν πόλη θα ήταν ο δήμαρχος· ήταν από αυτή την πάστα φτιαγμένος. Το ηγετικό στοιχείο έρρεε έμφυτο μέσα του. Το ίδιο ίσχυε και όταν ήταν άνθρωποι.
Ο Μάξιμους σκεφτόταν πως ο αδερφός του ήθελε να του μοιάσει και ένιωθε άσχημα που τον έβλεπε να μην τα καταφέρνει. Ο Χένρι από την άλλη σκεφτόταν πως δε θα άντεχε ούτε μία μέρα να κάνει τη ζωή του αδερφού του.