Ιστορίες για Χειμωνιάτικες Νύχτες: "Ξύπνημα" (Ιστορία 9) *Τελευταία ιστορία*

“Ξύπνα”, άκουσα μια γυναικεία φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί μου. “Ξύπνα”.
Άνοιξα τα ματια μου και βρήκα τον εαυτό μου ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι που δεν θυμόμουν να είχα ξαναδεί στην ζωή μου, σε ένα δωμάτιο που δεν γνώριζα. Ο αέρας έζεχνε από την μυρωδιά της αποσύνθεσης και την αψιά μυρωδιά της λάμπας πετρελαίου με το τρεμάμενο φως να δημιουργεί σκιές. Οι τοίχοι ήταν σαπισμένοι, οι σοβάδες που είχαν αποκολληθεί αποκάλυπταν την ξύλινη επένδυση πίσω τους. Ανασηκώθηκα και κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι. Ο ήχος οστών που θρυμματίζονται με έκανε να αναπηδήσω. Κοίταξα και είδα ότι το πάτωμα ήταν στρωμένο με μικροσκοπικούς σκελετούς αρουραίων. Με την σιχασιά να με τυλίγει κατευθύνθηκα προς την μοναδική πόρτα του δωματίου – με έναν στιγμιαίο δισταγμό την άνοιξα και βρέθηκα να κοιτάζω το απόλυτο κενό: μια μαύρη πεδιάδα απλωνόταν μπροστά μου, ενώ σκοτεινές οροσειρές ορθώνονταν στον ορίζοντα. Μια σειρά νεκρών δέντρων, απογυμνωμένων από τα φύλλα τους, πλαισίωναν το άγνωστο σπίτι στο οποίο είχα ξυπνήσει. Κοίταξα πάνω, αποζητώντας το φεγγάρι ή έστω ένα γνώριμο άστρο που θα μου έδινε να καταλάβω που βρισκόμουν, όμως ο άναστρος ουρανός έμοιαζε με μαύρο πέπλο που είχε καλύψει την πλάση. Ένιωσα κάποιον να με παρακολουθεί πίσω από τα ξερά, σκελετωμένα δέντρα, μια απειλητική παρουσία που αναλογιζόταν πότε θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μου επιτεθεί. Τρομαγμένος επέστρεψα στο σπίτι με το ένα και μοναδικό δωμάτιο κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου με βιάση, όχι όμως προτού προλάβω να δω δύο λαμπερά, ασημένια μάτια να καρφώνονται πάνω μου.

Ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι κι έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, επαναλαμβάνοντας από μέσα μου την ίδια πρόταση: “Είναι όλα ένα όνειρο, είναι όλα ένα όνειρο, είναι όλα ένα όνειρο”.

Πρέπει να με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω γιατί, όταν άνοιξα τα βλέφαρα μου ξανά, βρισκόμουν στο δωμάτιο μου. Κοίταξα ανακουφισμένος τα αντικείμενα που αποτελούσαν το περιβάλλον της πραγματικότητας μου: το διακοσμητικό φωτιστικό με το παράξενο κίτρινο υγρό που κολυμπούσε νωχελικά μέσα του κι έμοιαζε με ζελέ (είχα περάσει ατέλειωτες ώρες κοιτάζοντας το, με το μυαλό μου άδειο από σκέψεις κι ένα μισοσβησμένο τσιγάρο στο χέρι, αποχαυνωμένος από την ομορφιά του και τις σχεδόν χορευτικές του κινήσεις), τις αφίσες των Rammstein και των Disturbed στον τοίχο, την συλλογή μου από dvd (κυρίως επιστημονικής φαντασίας και τρόμου, αλλά κάπου υπήρχε κι ένα ένοχο αντίτυπο του Love Actually), την φτωχή μου βιβλιοθήκη που ήταν γεμάτη από βιβλία του Stephen King και του Clive Barker και, φυσικά, τον σωρό από άπλυτα ρούχα που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι μου. Σηκώθηκα ανακουφισμένος, ενώ τα τελευταία υπολείμματα του παράξενου ονείρου μου ξέφτιζαν σαν ομίχλη που την διαλύει ο ήλιος.

Ένιωθα την κύστη μου έτοιμη να εκραγεί – άπλωσα το χέρι μου για να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου και μια δυσοίωνη ανάμνηση (προφανώς κατάλοιπο του εφιάλτη) με στοίχειωσε. Γέλασα δυνατά, περισσότερο για να πάρω θάρρος από τον ήχο της φωνής μου, και γύρισα το πόμολο.

Βρέθηκα ξανά στην ίδια μαύρη κοιλάδα, με τα ίδια γυμνά δέντρα και την ίδια ερεβώδη οροσειρά στο βάθος. Τα ασημένια μάτια ήταν ακόμα εκεί, καρφωμένα πάνω μου. Ετοιμάστηκα να ουρλιάξω, αλλά η ίδια γυναικεία φωνή με πρόλαβε:



“Ξύπνα”.
Γιώργος Κωστόπουλος