Η τελευταία συνάντηση της Αλεξίας Λαμπροπούλου

Η ώρα ήταν περασμένες οκτώ. Στο δημόσιο γηροκομείο οι νοσοκόμες της βάρδιας δούλευαν πυρετωδώς. Ήταν η ώρα που οδηγούσαν τον κάθε ηλικιωμένο στο δωμάτιο του και του έδιναν την βραδινή του αγωγή.
Ανάμεσα στους άλλους ηλικιωμένους, γέροντες και γερόντισσες μεγάλης ή μικρότερης ηλικίας, καθόταν καρτερικά περιμένοντας την σειρά της και η κυρία Θεοδώρα. Ήξερε πως τα κορίτσια έδιναν τον καλύτερο τους εαυτό στην προσπάθεια τους να τους εξυπηρετήσουν όλους γρήγορα και το έκαναν πάντα με χαμόγελο παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Πολλές φορές, οικειοθελώς έμενε τελευταία για να οδηγηθεί στο θάλαμο της, παραχωρώντας την σειρά της σε όποιον βιαζόταν. Αυτή της η υπομονή, σε συνδυασμό με  την απέραντη ευγένεια και την καλοσύνη που την διέκριναν, την είχαν κατατάξει μεταξύ των πρώτων στις καρδιές όλων των κοριτσιών και αγοριών που τους φρόντιζαν. Ακόμα και οι πιο δύστροπες νοσοκόμες με την κυρία Θεοδώρα ήταν ευγενικές.
Εκείνο το βράδυ η κυρία Θεοδώρα έδειχνε σκεφτική. Πέρασε σχεδόν όλο το απόγευμα απομονωμένη, δίπλα σε ένα παράθυρο, αγναντεύοντας την κίνηση της πόλης που απλωνόταν απ’ έξω. Δεν πήγε στο σαλόνι να δει τηλεόραση ούτε σε κάποιον άλλον από τους λιγοστούς χώρους που διέθετε το γηροκομείο για την συνάθροιση των οικότροφών του. Έστεκε μοναχά δίπλα στο παράθυρο εκείνο που είχε θέα στην είσοδο του γηροκομείου.
«Μην ανησυχείτε. Σίγουρα θα έρθουν αύριο. Κάθε χρόνο έρχονται να σας δουν στις γιορτές, έτσι δεν είναι;» της είπε η Μελίνα, μια νέα, γλυκιά νοσοκόμα που θα την οδηγούσε στο θάλαμο της. Μπορεί η Μελίνα να δούλευε λίγους μήνες στο γηροκομείο, είχε καταφέρει ωστόσο να γίνει η μεγάλη συμπάθεια της κυρίας Θεοδώρας. Κι εκείνη όμως, έβλεπε στα μάτια αυτής της καλοσυνάτης γηραιάς γυναίκας τη γιαγιά που υπεραγαπούσε και που, τόσο άδικα είχε χάσει πριν δύο χρόνια από καλπάζουσα μορφή καρκίνου.
«Ναι... Κάθε χρόνο...» απάντησε η κυρία Θεοδώρα μα ο τόνος της φωνής της υποδήλωνε μάλλον απογοήτευση.
Η Μελίνα την οδήγησε στο μονόκλινο δωμάτιο της, κι αφού βεβαιώθηκε ότι η κυρία Θεοδώρα δεν χρειαζόταν τίποτα επέστρεψε στο γραφείο των νοσηλευτριών. Ήταν η τελευταία που επέστρεψε. Όλες οι συνάδελφοι της βάρδιας είχαν επιστρέψει από τους θαλάμους πριν από εκείνη.
«Τι έγινε; Πάλι σου έπιασε την κουβέντα η κυρά Θοδώρα;» της είπε με τόνο μάλλον ειρωνικό η προϊσταμένη. Φαίνεται πως είχε γίνει αισθητή η μεταξύ τους συμπάθεια.
« Δεν με κούρασε, μην ανησυχείτε.» της απάντησε με ανάλογο ύφος η Μελίνα και συνέχισε, «Αύριο τι βάρδια έχω, μου λέτε παρακαλώ;».
«Βεβαίως. Είσαι νύχτα, 10 με έξι το πρωί, αλλά επειδή έχει πρόβλημα μια συνάδελφος, θα έρθεις από τις οχτώ και θα καλύψεις τις δύο τελευταίες ώρες της δικής της βάρδιας!» αποκρίθηκε η προϊσταμένη και μια χαιρέκακη λάμψη φώτισε το πρόσωπο της.
Η Μελίνα δεν της απάντησε. Αρκέστηκε να χαμογελάσει νεύοντας με το κεφάλι. Δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι, ήταν η καινούρια και – το ήξερε – θα κάλυπτε μία από τις παλαιότερες στο τμήμα και κολλητή φίλη της προϊσταμένης. Όπως ακριβώς και σήμερα. Χώσιμο δηλαδή κανονικό δίχως περιθώρια αντίδρασης. Τέλεια! Τα φετινά Χριστούγεννα θα ήταν τέλεια...
Για να ξεχαστεί, η Μελίνα πήρε το φάκελο της κυρίας Θεοδώρας κι άρχισε να τον εξετάζει. Σε λίγη ώρα θα σχολούσαν οι υπόλοιπες νοσηλεύτριες, και η προϊσταμένη εννοείται, και θα έμενε μόνη της με έναν τραυματιοφορέα να βγάλουν την βραδινή βάρδια μέχρι το πρωί. Κανονικά έμεναν δύο νοσηλεύτριες κι ενας τραυματιοφορέας για την βραδινή βάρδια αλλά, λόγω εορτών, ορισμένες τυχερές έλλειπαν με άδεια.
Κοιτούσε τις πληροφορίες που αφορούσαν την κυρία Θεοδώρα με μάτια που κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους. Τέτοια ήταν η έκπληξη της. Η κυρία Θεοδώρα, η τόσο ήρεμη, καλοκάγαθη, ταπεινή κυρία Θεοδώρα είχε υπάρξει σπουδαία στα νιάτα της. Σύζυγος του μεγάλου και τρανού Αποστόλου Ζέρβα, ενός εκ των μεγαλύτερων γαιοκτημόνων και οινοπαραγωγών της Νεμέας, που τα μπουκάλια του κρασιού του κοσμούσαν τις κάβες των πιο ακριβών εστιατορίων της υφηλίου. Αργότερα, μετά το θάνατο του συζύγου της, πούλησε τα κτήματα και το οινοποιείο και δώρισε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων σε πολλά ιδρύματα της χώρας. Ένα από τα ιδρύματα που είχε λάβει μεγάλη δωρεά από την κυρία Θεοδώρα ήταν κι αυτό, το πρώτο δημόσιο γηροκομείο του νομού Αττικής, εξασφαλίζοντας της μια ισόβια θέση. Αυτό εξηγούσε σίγουρα το ότι εκείνη διέμενε σε ένα από τα λιγοστά μονόκλινα δωμάτια του τελευταίου ορόφου. Εκεί διέμεναν άτομα επιφανή.
Διαβάζοντας λίγο παρακάτω, η Μελίνα, διαπίστωσε ότι η κυρία Θεοδώρα δεν ήταν άκληρη, όπως νόμιζε μέχρι τώρα. Είχε ένα γιο. Ίσως να είχε και εγγόνια. Αυτούς να καρτερούσε άραγε ξεροσταλιάζοντας στο παράθυρο όλο το απόγευμα; Γυρνώντας στις τελευταίες σελίδες του φακέλου, εκείνες με τις παρατηρήσεις που αφορούσαν τον κάθε οικότροφο, με μεγάλη της έκπληξη και απογοήτευση διαπίστωσε ότι η κυρία Θεοδώρα σπάνια δεχόταν επισκέψεις κι αυτές ήταν από μία κυρία , φίλη της υπέθετε, κι όχι από το γιο της. Εκείνος δεν είχε έρθει να την επισκεφθεί ποτέ όσα χρόνια βρισκόταν στο ίδρυμα.
Επιστρέφοντας από την τυπική επιτήρηση των θαλάμων σκέφτηκε να ψάξει περισσότερα για τον γιο της κυρίας Θεοδώρας. Με μια απλά αναζήτηση στον παγκόσμιο ιστό ανακάλυψε ότι ο γιος της τόσο αγαπημένης της γηραιάς κυρίας, ο Πέτρος Ζέρβας, είναι ο ιδρυτής και κύριος μέτοχος ενός μεγάλου ομίλου εταιρειών που δραστηριοποιείται στο χώρο των τροφίμων. Μεταποίηση, τυποποίηση, εξαγωγές για πολλά από τα λεγόμενα και ως βασικά είδη. Σίγουρα αυτό τον καθιστά άνθρωπο πολυάσχολο. Ο ελεύθερος χρόνος γι’ αυτόν πρέπει να είναι πρακτικά ανύπαρκτος. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα αδυνατούσε να εξηγήσει την πλήρη έλλειψη επικοινωνίας με τη μητέρα του. Τη μηδενική του παρουσία όλα αυτά τα χρόνια.
Ολόκληρη σχεδόν η βάρδια της Μελίνας πέρασε ήσυχα. Δεν είχαν κανένα επείγον περιστατικό κατά τη διάρκεια της νύχτας και δόξαζε το Θεό γι’ αυτό. Το μόνο που την απασχολούσε και που τριβέλιζε το μυαλό της ολόκληρο το βράδυ ήταν το τι έπρεπε να κάνει για την κυρία Θεοδώρα. Δεν είχε βέβαια κάποιο δικό της λόγο για να στηριχτεί, ούτε την άδεια της να επικοινωνήσει με το γιο της. Κάτι βαθειά μέσα της όμως της έλεγε ότι αυτό ήταν το κρυφό της μαράζι και παράπονο. Κι επειδή πάντοτε εμπιστευόταν το ένστικτό της, δεν άργησε να πάρει τη μεγάλη απόφαση.
Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου, με μια απλή αναζήτηση στις πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου, να βρει αρκετά τηλέφωνα επικοινωνίας με τον Πέτρο Ζέρβα. Οικίας, γραφείου, εταιρικό κινητό. Κοιτούσε μία το χαρτί που τα είχε σημειωμένα και μία το ρολόι. «Οκτώ παρά τέταρτο. Μήπως είναι πολύ νωρίς;» σκεφτόταν προσπαθώντας να αποφασίσει ποιο από όλα έπρεπε να χρησιμοποιήσει. Τελικά, μη διακινδυνεύοντας να ενοχλήσει, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον αριθμό του γραφείου του. Στη χειρότερη των περιπτώσεων δεν θα το σήκωνε κανείς.
Σήκωσε το ακουστικό του παλιού σταθερού της τηλεφώνου κι άρχισε να πληκτρολογεί το νούμερο. «210-35.49…» μονολογούσε πατώντας ένα ένα τα νούμερα και στη συνέχεια ακούμπησε το ακουστικό στο αυτί της. Πρώτο χτύπημα, δεύτερο, τρίτο... «Δεν θα είναι εκεί» σκέφτηκε μα, πριν προλάβει να κατεβάσει το ακουστικό , ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής ο βαριά φωνή ενός άνδρα.
        Παρακαλώ.
        Ναι... Καλημέρα σας. Τον κύριο Ζέρβα θα ήθελα.
        Ο ίδιος.
        Ο κύριος Πέτρος Ζέρβας;
        Μάλιστα. Ο ίδιος και εξαιρετικά βιαστικός. Μου λέτε παρακαλώ ποια είστε και τι θέλετε;

Η Μελίνα ένιωσε ξαφνικά να της κόβονται τα πόδια. Τόσο απότομος, τόσο απόλυτος και ξύλινος ήταν ο λόγος του. Μάζεψε όσο κουράγιο της είχε απομείνει μετά από το ξενύχτι και την πάλη με τον εαυτό της και άρχισε να του εξηγεί. Του είπε ότι είναι νοσηλεύτρια στο ίδρυμα που διαμένει η μητέρα του, αν ήταν σωστές οι πληροφορίες της και ήταν όντως ο γιος της κυρίας Θεοδώρας χήρας του Αποστόλου Ζέρβα. Συνέχισε ενημερώνοντας τον ότι η κυρία Θεοδώρα διένυε ίσως τις τελευταίες μέρες της ζωής της, καθώς η υγεία της είχε κλονιστεί τελευταία – ένα αθώο ψέμα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν – κι ότι ήταν πολιτική του ιδρύματος να ενημερώνονται οι οικείοι σε αυτές τις περιπτώσεις. Πριν κλείσει φρόντισε να τον διαβεβαιώσει ότι, λόγω Χριστουγέννων, το επισκεπτήριο θα ήταν ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και θα μπορούσαν, εφόσον το επιθυμούσαν, να την επισκεφθούν ανεξαρτήτως ωραρίου. Στη συνέχεια του ευχήθηκε για καλές γιορτές κι έκλεισε το τηλέφωνο ευχαριστώντας τον για το χρόνο που της είχε διαθέσει.
«Όσκαρ ερμηνείας θα έπρεπε να μου δώσουν...» σκεφτόταν ενώ ακόμα προσπαθούσε να ηρεμήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. Δεν την άρεσαν τα ψέματα ούτε ένιωθε ευχαριστημένη που είχε επιλέξει μια τέτοια μέθοδο. Όπως τον άκουσε όμως, δεν πίστευε ότι με κάτι λιγότερο υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να της δώσει σημασία ή να σκεφτεί να επισκεφθεί τη μητέρα του. « Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα... Έτσι δε λένε;» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της προσπαθώντας να μειώσει κάπως την ένταση των τύψεων που την κατέκλυζαν. Ευτυχώς για εκείνη, ήρθε ο Μορφέας και της έκλεισε γλυκά τα βλέφαρα απελευθερώνοντας το κουρασμένο της μυαλό.
Την επόμενη στιγμή που άνοιξε τα μάτια της η ώρα στο ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο έλεγε πέντε και μισή το απόγευμα. Αφού σηκώθηκε κι έκανε ένα γρήγορο μπάνιο ετοιμάστηκε και πήρε το δρόμο για το γηροκομείο. Φτάνοντας, συνάντησε την προϊσταμένη στην πόρτα που είχε βγει για τσιγάρο. « Η ώρα είναι ακόμα εφτά. Τόσο άδεια είναι η ζωή σου που δεν είχες τίποτα καλύτερο να κάνεις κι ήρθες νωρίτερα;» της είπε και το ειρωνικό της χαμόγελο αλλοίωνε σχεδόν τα χαρακτηριστικά της. «Πιάνω στις οχτώ. Μέχρι τότε είμαι απλά επισκέπτης!» της απάντησε σε αυστηρό ύφος η Μελίνα και κατευθύνθηκε αμέσως στο σαλόνι αναζητώντας την κυρία Θεοδώρα. Θα το πλήρωνε κάποια στιγμή το ύφος αυτό, αλλά για την ώρα ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε.
Όταν δεν βρήκε την κυρία Θεοδώρα στο σαλόνι ανησύχησε πολύ. Αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο της που, όπως φανταζόταν, θα την έβρισκε παρέα με τη μελαγχολία της. Ήταν έτοιμη να της παρασταθεί και να της προσφέρει όλη την οικογενειακή αγάπη που σίγουρα είχε ανάγκη μια μέρα σαν κι αυτή. Όλοι είχαν ανάγκη την οικογενειακή θαλπωρή να τους ζεστάνει τις καρδιές, ειδικά μια μέρα σαν κι αυτή. Ειδικά τα Χριστούγεννα.
Δεν πίστευε στα μάτια της η Μελίνα όταν, μπαίνοντας στο δωμάτιο της κυρίας Θεοδώρας, αντίκρισε αυτό που δεν περίμενε! Μια άκρως οικογενειακή σκηνή, γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα εξελισσόταν ανάμεσα σε μάνα και γιο. Λες και μόλις είχαν διαλυθεί όλα τα σύννεφα της σχέσης τους κι είχαν γκρεμιστεί τα τείχη που τους κρατούσαν μακρυά. Δύο πιτσιρίκια, μάλλον εγγόνια της, έτρεχαν κι έπαιζαν στο δωμάτιο. Η μικρή Δώρα κι ο μικρότερος αδερφός της, ο Αποστόλης, έδιναν μία τελείως διαφορετική εικόνα στο άλλοτε μουντό δωμάτιο του γηροκομείου. Κι η Μελίνα δάκρυσε...
Γυρνώντας να φύγει, για να μην διακόψει τις οικογενειακές στιγπές που χαιρόταν η αγαπημένη της κυρία Θεοδώρα, την άκουσε να την καλεί κοντά της. Η αγκαλιά που της χάρισε έλεγε περισσότερα από όσα θα μπορούσαν ποτέ να πουν τα λόγια. Ήξερε το ρόλο που είχε παίξει η Μελίνα κι η αγκαλιά της ήταν γεμάτη αληθινή αγάπη κι ευγνωμοσύνη!
Πυροτεχνήματα ξεκίνησαν να φωτίζουν τον Αθηναϊκό ουρανό κι ο Πέτρος μαζί με τη Δώρα και τον Αποστόλη βγήκαν στο μπαλκόνι για να τα απολαύσουν. Η Μελίνα είχε πλησιάσει στην μπαλκονόπορτα και τους παρατηρούσε μένοντας από τη μέσα μεριά. Η χαρά στα πρόσωπα των παιδιών και η γαλήνη στο πρόσωπο του πατέρα τους ήταν ανεκτίμητη. Ένιωθε δικαιωμένη από την απόφασή της να τηλεφωνήσει. Είχε κάνει το σωστό κι η ηρεμία στην ψυχή της τη διαβεβαίωνε γι’ αυτό.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η Μελίνα σκεφτόταν πόσο σωστά είχε πράξει, ήρθαν οι χτύποι του ρολογιού να την βγάλουν από τις σκέψεις της. Είχε πάει ήδη οχτώ κι εκείνη είχε αργήσει. Έπρεπε να είναι ήδη στο γραφείο των νοσηλευτριών φορώντας τη στολή της. Κοίταξε την κυρία Θεοδώρα που φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί μ’ ένα γαλήνιο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη. Την πλησίασε να την χαιρετίσει όταν διαπίστωσε ότι... Δεν μπορεί. Πρέπει να έκανε λάθος. Χτύπησε πανικόβλητη το κουδούνι και ειδοποίησε τον Πέτρο και τα παιδιά να αποχωρήσουν.
Το επόμενο πρωί βρήκε τη Μελίνα ήρεμη να παραδίδει τη βάρδια στις πρωινές νοσηλεύτριες. Στην αναφορά της είχε αναγκαστεί να γράψει δίπλα στο όνομα της κυρίας Θεοδώρας «Αποβιώσας». Όσο κι αν την πονούσε η απουσία της πάντοτε μέσα της θα είχε την ικανοποίηση ότι την είχε βοηθήσει να εκπληρώσει την τελευταία της επιθυμία. Μαζί με την αναφορά της έδωσε και την παραίτηση της. Της άξιζε κάτι καλύτερο και θα πάλευε γι’ αυτό.



Αλεξία Λαμπροπούλου