M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 6ο)

Ύστερα από κάμποσες ανυπόφορες, βασανιστικές ώρες, η νύχτα πέφτει πάνω από το Ντέιβις Πλέις και μαζί της φέρνει ένα πυκνό, αδιαπέραστο σκοτάδι που τυλίγει τα πάντα.
Εδώ και ώρες έχω αλλάξει ρούχα, (έχω φορέσει τα πιο σκούρα που διαθέτω: ένα φαρδύ πουλόβερ της Μία από γκρίζο κασμίρι, ένα στενό μαύρο τζιν κι ένα ζευγάρι ωραίες μαύρες μπαλαρίνες με κεντημένα διαμαντάκια), έχω μαζέψει τα μαλλιά μου σε μια ψηλή αλογοουρά στην κορφή του κεφαλιού μου, και γενικά είμαι έτοιμη.

Επιτέλους, συνειδητοποιώ σιωπηλά, η στιγμή που περίμενα όλη μέρα είναι εδώ. Έφτασε.
Και πράγματι, είναι λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα κι εγώ κάθομαι στο παγωμένο περβάζι του παραθύρου στον κοιτώνα μου κι έχω ήδη αναλύσει την διαδρομή ως τις τάξεις, έχω χρονομετρήσει τους τέσσερις φύλακες που πηγαινοέρχονται νυσταλέα φυλώντας σκοπιά και έχω υπολογίσει τις πιθανότητες να με πιάσουν ή όχι.
Οι πιθανότητες είναι υπέρ μου.
Στην πραγματικότητα, η απειλή δεν είναι οι φύλακες, αλλά ο ακάματος επιστάτης, ο κύριος Ίστμαν κι ο σκύλος του. Οι δυο τους περιπολούν την περίμετρο του Ιδρύματος με μανιώδη ζήλο, τους παίρνει, όμως, γύρω στα οκτώ λεπτά ο κάθε γύρος.
Αυτή την στιγμή, βρίσκονται στην πίσω πλευρά του Ιδρύματος, τελείως χαμένοι από το οπτικό μου πεδίο πράγμα που σημαίνει πως εάν βγω έξω θα είμαι και εγώ χαμένη από το δικό τους. Δεν θα μπορούν να με δουν. Τώρα είναι η ευκαιρία μου. Είναι όμως καλή ιδέα το να συναντήσω τον Κάι εκεί έξω; Μου υποσχέθηκε ότι δεν θα άφηνε τον χαμό της αδερφής μου να περάσει έτσι απλά. Είπε πως θα με βοηθούσε να διαλευκάνω την υπόθεση, πώς όμως;
«Τι στο καλό ετοιμάζεις γι' απόψε, Γκρίνγουντ;» αναρωτιέμαι φωναχτά, παρότι δεν υπάρχει κανείς άλλος για να με ακούσει μέσα στην μικρή καμάρα. «Πφφ», ξεφυσάω. «Υποθέτω πως υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το μάθουμε».
Πηδάω από το περβάζι και πλησιάζω διστακτικά την πόρτα. Τα δάχτυλά μου πιάνουν το χερούλι και μένουν εκεί για λίγο. Δύσκαμπτα.
Μην ενθουσιάζεσαι, Άντρι, με μαλώνει η φωνή της λογικής. Πώς θα νιώσεις εάν όλο αυτό αποδειχθεί ένα μεγάλο φιάσκο; Τι θα κάνεις τότε, ε; Ο Κάι έχει αγαθές προθέσεις, μα δεν είναι αξιόπιστος. Με τα λόγια του σου ρίχνει απλά αλάτι στην πληγή. Σου δίνει φρούδες ελπίδες και σε βασανίζει χωρίς να το καταλαβαίνει.
Αυτό είναι αλήθεια, επιβεβαιώνω κι ύστερα αντικρούω τις ενστάσεις του ίδιου μου του εαυτού, λέγοντας: Υπάρχει, όμως, κάτι, κάτι που μπορεί να αξίζει το βασανιστήριο. Εάν μάθω τι έπαθε η Μία...
Κι αν δεν μάθεις; Θα αξίζει, άραγε, το ρίσκο; Το ρίσκο να σε πιάσουν ή το ρίσκο της απογοήτευσης;
Μην λες βλακείες, με αποπαίρνω και μου ρίχνω ένα νοερό χαστούκι. Για την Μία πρόκειται. Φυσικά και αξίζει.
Είσαι τρελή εάν το σκέφτεσαι αυτό, με κατηγορεί η λογική μου.
Θα είσαι τρελή εάν δεν το σκεφτείς, διαφωνώ και ανοίγω την πόρτα.
Κατηφορίζω το μικρό χωμάτινο μονοπάτι που συνδέει τους κοιτώνες με το κτήριο υποδοχής, κρατώντας συνέχεια το σώμα μου μισο-σκυμμένο και όσο το δυνατόν πιο κοντά στο έδαφος. Φτάνω στο κεντρικό κτήριο που υψώνεται μες την νύχτα σαν γιγάντιο παγόβουνο και κολλάω στον πλαϊνό του τοίχο, ακριβώς μια στιγμή προτού ο φύλακας κάνει μεταβολή και κοιτάξει προς την μεριά μου.
«Φίου!», ψιθυρίζω λαχανιασμένα. «Παρά τρίχα». Σηκώνω το χέρι μου και σκουπίζω το μέτωπό μου με την αναστροφή της παλάμης μου. Παρά την χαμηλή θερμοκρασία έχω ιδρώσει.
Περιμένω ώσπου ο φύλακας να μου γυρίσει ξανά την πλάτη και τότε κάνω τον κύκλο του κτηρίου δίχως να βγω στιγμή από τις σκιές που ρίχνει το κτήριο γύρω του.
Αφήνω αυτήν την κρυψώνα όταν ο δεύτερος φύλακας διασταυρώνεται με τον τρίτο και αρχίζουν κάποιου είδους χαλαρή συζήτηση που τους κρατά απασχολημένους για μερικά λεπτά. Τρέχω βολίδα προς το γήπεδο με την πυκνή βλάστηση, αποφεύγοντας τους κύκλους του φωτός που σχηματίζουν οι παλιές λάμπες του προαυλίου. Κι ακριβώς αυτό είναι το αστείο της υπόθεσης. Από όταν ήμουν μικρή απέφευγα πεισματικά τις σκιερές γωνίες, πιστεύοντας πως τέρατα παραμόνευσαν εκεί. Απόψε, όμως, και για πρώτη φορά στα χρονικά, οι σκιές είναι φίλες μου, σύμμαχοί μου. Κρύβομαι μέσα τους, γίνομαι ένα μαζί τους και αυτές με βοηθάνε να φτάσω στο σημείο συνάντησης.
Περπατάω κατά μήκος του γηπέδου και όταν φτάνω στην άκρη, συνειδητοποιώ πως έχω πια μπει στην τελική ευθεία. Έχω ξεφύγει από τον Ίστμαν και τους φύλακες και μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα με περιμένουν οι τάξεις με τους σκουρόγκριζους τοίχους και τα σιδερόφραχτα παράθυρα. Με συνεπαίρνει η ιδέα ότι: Ο Κάι είναι κάπου εκεί πίσω! Και κάνω να κινηθώ προς τα 'κει...
Τότε, όμως, συμβαίνουν όλα ταυτόχρονα.
Στο πρώτο μου βήμα το πόδι μου πέφτει επάνω σε κάτι αόρατο, το κλωτσάει κατά λάθος κι αυτό πέφτει, κατρακυλά και σπάει σε χίλια κομμάτια με ένα κρατς που ηχεί εκκωφαντικά δυνατά μέσα στην σιγή της νύχτας.
«Σκατά», βρίζω με πνιχτά φωνή, ταραγμένη χάνω την ισορροπία μου και προσγειώνομαι εξίσου άγαρμπα στο τραχύ έδαφος, όταν ο τέταρτος φύλακας τινάζεται πάνω και ρωτάει άγρια: «Ποιος είναι 'κει;»
Θεέ μου, ναι, υπάρχει και τέταρτος φύλακας! Το θυμάμαι με χρονοκαθυστέρηση και καταριέμαι τον εαυτό μου για την γκάφα!
Τα βαριά του βήματα χτυπάνε στο χώμα πλησιάζοντάς με όλο και περισσότερο. Τινακάνωτινακάνωτινακάνω; Τυφλός πανικός καταλαμβάνει κάθε μου κύτταρο, ακινητοποιώντας με. Θα με βρει!
Σκέψου κάτι, Αντριάννα, και σκέψου το γρήγοραγρήγοραγρήγορα!
Μια λεπτή δέσμη φωτός χτυπά το χώμα μπροστά στα πόδια μου και αντιλαμβάνομαι ότι ο φύλακας δεν είναι παρά μερικά μέτρα μακριά μου. Οκτώ μέτρα. Επτά. Έξι... Όσο πλησιάζει εκείνος, τόσο πλησιάζει και το φως το φακού προς το παραλυμένο σώμα μου.
Κκκκρατς. Ο ήχος σπασμένου γυαλιού που με πρόδωσε πρωτύτερα ακούγεται ξανά, μόνο που αυτή την φορά λειτουργεί προς όφελος μου κι όχι εις βάρος μου. Ο φύλακας τραβά το φως πίσω και σημαδεύει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Στέκεται επάνω στα καφετιά, γυάλινα θραύσματα του πράγματος που έσπασα.
«Χμμμ...», μουγγρίζει με ενδιαφέρον κι έπειτα γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και μοιάζει σαν να μιλά στον ώμο του. «Κλαρκ, λαμβάνεις;», ρωτάει. «Σμιθ εδώ».
Σύντομη σιωπή κι έπειτα: «Ναι, Σμιθ. Πες μου», απαντά μια δεύτερη αντρική φωνή.
«Ο θόρυβος που προανέφερα οφείλεται σε ένα σπασμένο μπουκάλι», λέει ο φύλακας Σμιθ στον ασύρματο. «Υποθέτω πως τρόφιμοι το βούτηξαν από την καφετέρια και το έκαναν σταχτοδοχείο, γιατί ήταν τίγκα στο νερό, τις στάχτες και τα αποτσίγαρα».
Ο φύλακας Κλαρκ ρουθουνίζει απ' τον δικό του ασύρματο. «Να εύχεσαι να ντουμάνιαζαν απλά, Σμιθ. Και να μην έσφαξαν ο ένας τον άλλον με το δαύτο. Δεν θα άρεσε αυτό στην Κονστάνς».
«Όχι. Δεν νομίζω. Το μπουκάλι ήταν ακέραιο μέχρι πριν λίγα λεπτά. Τασάκι το έκαναν και μετά το παράτησαν και την κοπάνησαν. Αλλά πώς έσπασε τώρα;», και σε αυτό το σημείο ο φύλακας Σμιθ επιστρέφει στην προσπάθεια να με ξεσκεπάσει.
Η φωτεινή δεσμίδα αρχίζει να κινείται επάνω στο χώμα δεξιά, αριστερά, μπροστά. Και το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ είναι να οπισθοχωρώ μπουσουλώντας, πασχίζοντας να μείνω ήσυχη και να μην λιποθυμήσω επί τόπου... Ώσπου κάτι γαργαλά τους ακάλυπτους αστραγάλους μου και συνειδητοποιώ πως:
α)Πλέον έχω φτάσει στις παρυφές του γηπέδου. Δεν μπορώ να πάω άλλο πίσω. Δεν υπάρχει πουθενά να κρυφτώ, εκτός κι αν...
β) Χωθώ μέσα στο ίδιο το γήπεδο. Εξάλλου τα ξερά, ακανόνιστα χορτάρια που το καλύπτουν... είναι αρκετά ψηλά και πυκνά για να με κρύψουν!
Οπότε, αυτό ακριβώς κάνω. Επιζητώ απελπισμένα καταφύγιο μέσα στην πυκνή βλάστηση του γηπέδου και προσεύχομαι νοερά αυτή να είναι αρκετή για να κρατήσει τον Σμιθ μακριά.
Ο φύλακας Σμιθ σταματά μπροστά απ' το γήπεδο και μουγγρίζει ξανά. «Χμμμ».
«Τι είναι, Σμιθ;», ζητά να μάθει ο φύλακας Κλαρκ.
«Δεν ξέρω, Κλαρκ. Πες με τρελό, αλλά είχα την αίσθηση ότι... κάποιος... ήταν εδώ».
«Βλέπεις κάποιον;»
«Όχι, αυτό είναι το θέμα».
«Καλά. Τέλος πάντων. Η ιδέα σου θα ήταν, μάλλον. Γιατί δεν πηγαίνεις προς το βορειοανατολικό τεταρτημόριο; Ο Ίστμαν είναι εκεί και λέει ότι ανιχνεύει ύποπτη κίνηση».
«Εντάξει», αποκρίνεται ο Σμιθ απρόθυμα. «Είμαι καθ' οδόν για 'κει. Θα σε ενημερώσω».
Ο φύλακας φεύγει, αλλά εγώ δεν κάνω ρούπι. Τα νεύρα μου έχουν τεντωθεί τόσο πολύ από το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού που μόλις έπαιξα, ώστε περνάνε κάμποσες στιγμές μέχρι να αποτινάξω την ένταση από πάνω μου και να μπορέσω να βγω από την κρυψώνα μου.
Είμαι αποφασισμένη να μην ρισκάρω να ξαναβρεθώ σε αυτήν την θέση κι έτσι διασχίζω την απόσταση που μου έχει μείνει μέχρι να βρεθώ στις τάξεις με απίστευτη προσοχή. Όταν επιτέλους φτάνω, χώνομαι στο στενάκι που δημιουργείται ανάμεσα στα κοντέινερ των τάξεων και περιμένω.
Περιμένω λίγο ακόμα.
Και άλλο λίγο.
«Κάι!», συρίζω χαμηλόφωνα, μόλις η υπομονή μου εξαντλείται. «Έ! Κάι! Ήρθα... πού στην ευχή είσαι;»
Είναι λες και το κάνει επίτηδες, διότι με βάζει πάλι στην αναμονή και δεν εμφανίζεται παρά μόνο την στιγμή που αρχίζω να απομακρύνομαι από το μέρος της συνάντησης. Η πόρτα της τάξης στα δεξιά μου ανοίγει απότομα και ο Κάι πηδάει από μέσα.
«Έι». Με χαιρετά μ' ένα μικρό νεύμα. «Δεν σε πήρα πρέφα. Γιατί δεν χτύπησες;»
«Το μόνο που μου φαίνεται λογικό να χτυπήσω...», απαντώ μελιστάλακτα. «Είναι το κεφάλι σου».
Ναι, το ξέρω πως είμαι αγενής, πράγμα που δεν συνηθίζω, αλλά δεν φταίω εγώ. Το χαζοχαρούμενο, μαστουρωμένο υφάκι του Κάι και η τρία-πουλάκια-κάθονταν-και-πλέκανε-πουλόβερ συμπεριφορά του... με τρελαίνουν. Χωρίς την παραμικρή εξήγηση, με κουβάλησε μέσα στην νύχτα, στην άλλη άκρη του Ντέιβις Πλέις, βάζοντάς με να διασχίσω ένα προαύλιο γεμάτο με φύλακες και έναν παρανοϊκό γέρο με τον σκύλο του, με κίνδυνο να με συλλάβουν, μόνο και μόνο για να με αφήσει να στέκομαι απ' έξω σαν την χαζή.
«Δεν μου είπες ότι θα είσαι μέσα», λέω με φωνή που κατηγορεί. «Είπες να σε συναντήσω εδώ. Γενικά κι αόριστα. Αλλά πώς μπήκες εκεί μέσα, τέλος πάντων; Δεν υποτίθεται ότι οι τάξεις παραμένουν κλειδωμένες κατά την διάρκεια της νύχτας;»
«Υποτίθεται», επαναλαμβάνει με νόημα.
Α. Τέλεια. Άλλη μια παρατυπία του Ντέιβις Πλέις...
«Άρα... πώς την άνοιξες αυτήν;»
«Δεν την άνοιξα, την παραβίασε η επίλεκτη ομάδα μου», αποκρίνεται με καμάρι ο Νικ Φιούρι*.
«Η ποια σου; Πώ... πώς;» Κάνει να μου πει, αλλά τον διακόπτω. «Όχι. Ξέρεις κάτι; Άσε. Προτιμώ να μην ξέρω». Όσο πιο βαθιά μπαίνω στην ανομία, τόσο το χειρότερο.
«'Ντάξει λοιπόν, επειδή η πολύ πάρλα είναι φτώχεια... ας μπούμε στο ψητό. Έτοιμη να σου αποκαλύψω το μυστικό μου σχέδιο;»
«...υποθέτω», λέω με πασιφανή αβεβαιότητα και τον ακολουθώ μέσα στην τάξη.
Μέσα είναι σκοτεινά, αλλά στο αχνό φως κεριών διακρίνω ανθρώπινες φιγούρες. Μια, δυο, νομίζω πως είναι τρεις. Ποιοι είναι, η επίλεκτη ομάδα; Παραξενεύομαι και ασυναίσθητα τραβιέμαι πιο κοντά στον Κάι.
«Δεν μου είπες ότι θα έχουμε παρέα».
«Όχι;» αναρωτιέται φωναχτά. «Ε, λοιπόν, Άντρι. Θα έχουμε παρέα».
«Σώωωωπα», σαρκάζω άθελά μου.
Έπειτα στρέφομαι ξανά προς τις μορφές που μοιάζουν μαύρες και απειλητικές μέσα στην θεοσκότεινη αίθουσα. Τους ξέρω; Κατά πάσα πιθανότητα όχι, αφού τα άτομα που έχω γνωρίσει μέχρι ώρας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εάν μου είναι, λοιπόν, παντελώς άγνωστοι κι εάν τους είμαι κι εγώ επίσης άγνωστη, τι γυρεύουν εδώ; Γιατί τους συγκέντρωσε ο Κάι; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά, τέλος πάντων, με τον θάνατο της Μία;


*Ο Νικ Φιούρι είναι υπερ-κατάσκοπος στο Σύμπαν της Marvel Comics και αρχηγός πράκτορας της φανταστικής υπηρεσίας κατασκοπείας Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.


Σβετλιν