ΑΒΑΤΟ: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 1/Μέρος Β) - "Η Γένεσις"

Την επομένη τα τέσσερα παιδιά περπατούσαν σχεδόν κανονικά, καθώς η ανάπτυξή τους ήταν ταχύτατη. Τα τρία καινούργια μέλη είχαν την όψη παιδιών περίπου δύο χρονών, ενώ ο Τζίλτα έμοιαζε με αγόρι γύρω στα επτά. Παρά το γεγονός πως η ηλικία τους ήταν ακόμη πολύ μικρή, γινόταν ολοφάνερο πως ο πρωτότοκος υιός έδειχνε να αδιαφορεί πλήρως για τον τελευταίο του αδερφό. Ο Σούλφους από την άλλη ήταν ένα πολύ ήσυχο μωρό, που συνήθιζε να περνά αρκετές ώρες παίζοντας μόνο του και δημιουργώντας με τα μικρά του δάχτυλα κρυστάλλινες νιφάδες.  
Ο Γέροντας ο οποίος είχε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του μέχρι να τελειώσει τον κόσμο, επισκεπτόταν κάθε μέρα τα πλάσματά του προσφέροντάς τους απλόχερα τη φροντίδα του, μαθαίνοντας στα παιδιά του να τα εκτιμούν και να τα προσέχουν, έχοντας όμως πάντοτε στο μυαλό του την ιδιόμορφη σχέση μεταξύ των δύο αδερφών.  Στις ατέλειωτες βόλτες του στα δάση, καθώς πέρα από αυτά και το Βασίλειο του Άβατου δεν υπήρχε τίποτε άλλο, τον ακολουθούσαν κοπάδια ζώων μικρών και μεγάλων. Ο Γέροντας κρατούσε συνήθως στα χέρια του ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο που έμοιαζε με φλογέρα. Η μελωδία του μάγευε σχεδόν όλα τα πλάσματα, ακόμη και τα άγρια αρπακτικά. Ο ίδιος το ονόμαζε οτούνα και σκόπευε να το κρατήσει ακόμη και την ημέρα που θα εγκατέλειπε το Άβατο για το Πέρατο, τη Γη των Ψυχών.
Άξαφνα η ερώτηση που του έθεσε ο μικρός Τζίλτα τον ξάφνιασε και τον έκανε να διακόψει τη μελωδία που έπαιζε.
«Πατέρα» του είπε. «Πόσο  καιρό θα διαρκεί η βασιλεία του καθενός μας;»
 Ο Γέροντας σκέφτηκε πολύ καλά, προτού του απαντήσει. Στον κόσμο ετούτο μέχρι τώρα δεν υπήρχε η έννοια του χρόνου. Ο ίδιος καταλάβαινε την αλλαγή των ημερών από τη θέση του ήλιου. Ωστόσο είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να ορίσει τις ώρες, τις ημέρες, τους μήνες και τα χρόνια. Προχωρώντας βαθιά μέσα στο δάσος, αποφάσισε πως τη ρύθμιση του χρόνου θα την  άφηνε σε γυναικεία χέρια.
«Θα δημιουργήσω τέσσερις κόρες, αλλά μονάχα τρεις από εκείνες θα αποφασίσουν κάποια μέρα να αναλάβουν τη βασιλεία του χρόνου και να γίνουν δικαστές του κόσμου. Θα αποκτήσουν το δικό τους βασίλειο και οι υιοί μου τα δικά τους. Όταν όλα θα είναι έτοιμα, εγώ θα αποχωρήσω για το Πέρατο, την ανώτερη Γη των Ψυχών, και τα παιδιά μου θα πάρουν τη θέση μου στο Άβατο, από όπου θα διοικούν τον κόσμο» και με ετούτα τα λόγια ακούμπησε τα δάχτυλά του στο χώμα.
Από μέσα του ξεπήδησαν τέσσερα μικρά κορίτσια. Ήταν όλες τους λεπτές με περίσσεια ομορφιά. Τα μικρά κορίτσια τίναξαν παιχνιδιάρικα το χώμα από πάνω τους, κοιτάζοντας τον Γέροντα με λατρεία. Ήταν Νύμφες του δάσους με μαγικές ικανότητες που συνδέονταν άμεσα με τη γη και την προστασία της. Αργότερα θα αποκτούσαν τελείως διαφορετικές ιδιότητες μα ως εκείνη τη στιγμή θα παρέμεναν απλές Νύμφες. Τέσσερις υιοί και τέσσερις κόρες.
«Στο μέλλον θα αποφασίσετε ποιες από εσάς θα αναλάβουν τους τρεις χρόνους. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον» είπε ο Γέροντας, ο οποίος από την ημέρα εκείνη ονομάστηκε Μέγας Δημιουργός. Μάλιστα δημιούργησε και ένα βιβλίο. Ένα μαγικό βιβλίο το οποίο κατέγραφε την ιστορία του κόσμου, καθώς και κάθε κρυφή γνώση του ίδιου του Μέγα Δημιουργού, ο οποίος για να το προστατέψει, το πότισε με πολύ ισχυρά μάγια. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει τις πιο μύχιες σκέψεις του, καθώς κινδύνευαν να χρησιμοποιηθούν για κακό σκοπό κι ο ίδιος δεν ήθελε να εκθέσει κανέναν σε ετούτον τον πειρασμό. Το βιβλίο εκείνο το ονόμασε «Ιερό βιβλίο της Γένεσης» και το εναπόθεσε στην αίθουσα του θρόνου. Κατόπιν διέταξε τους τέσσερις Άρχοντες να το προσέχουν, καθώς ήταν το ιερότερο αντικείμενο του Άβατου.
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και τα τέσσερα αγόρια περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί μαθαίνοντας παράλληλα ο καθένας τα καθήκοντά του. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν μαζεύονταν κάθε μέρα στην αίθουσα του θρόνου, παρακαλώντας τον Πατέρα τους να τους διδάξει όσα πιο πολλά μπορούσε. Ήθελαν να γίνουν πάνσοφοι ώστε να μπορέσουν κάποια μέρα να διοικήσουν τον κόσμο όσο πιο δίκαια γινόταν. Ο Τζίλτα όμως με τον αέρα του πρωτότοκου και αγαπημένου υιού που πίστευε πως ήταν, σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του κατασκοπεύοντας τις κινήσεις του μικρού του αδερφού. Γνώριζε τη συμπάθεια που του είχαν οι άλλοι δύο αδερφοί του και δεν μπορούσε να κατανοήσει το λόγο που η καρδιά του Σούλφους, παρέμενε αδιάφορη απέναντί του. Δεν μπορούσε να διακρίνει την ιδιαιτερότητά του και την προτίμησή του στη μοναχική ζωή.
            Ο Μέγας Δημιουργός τους επιτηρούσε διαρκώς. Ανησυχούσε για την ψυχή του μικρού Σούλφους ωστόσο ζεσταινόταν η καρδιά του κάθε φορά που τον παρακολουθούσε στις μοναχικές του εξορμήσεις. Ο μικρός τριγυρνούσε για ώρες στο δάσος αναζητώντας το άνθος εκείνο που θα εντυπωσίαζε τη μικρή, ξανθομαλλούσα νύμφη, καθώς γνώριζε πως είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα λουλούδια. Μία μέρα κοντοστάθηκε μπροστά σε έναν θάμνο από νυχτολούλουδα. Ήταν νωρίς το πρωί και τα μπουμπούκια τους παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Ο μικρός έσκυψε, πήρε προσεκτικά ένα άνθος στα χέρια του και το φίλησε απαλά. Εκείνο ευθύς άνοιξε, αποκαλύπτοντας το ζωηρό λιλά του χρώμα. Ένα σιγανό χαχανητό έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει. Πίσω από τον κορμό μιας μικρούλας αμυγδαλιάς προεξείχαν μερικές ξανθές μπουκλίτσες. Ο Σούλφους χαμογέλασε και φύσηξε το άνθος προς το μέρος του κοριτσιού που το καρτερούσε με αγωνία.
Παρά τη φαινομενικά αδιάφορη συμπεριφορά του, ο Θεός του Χειμώνα έτρεφε πάντοτε ένα κρυφό ενδιαφέρον για τα αδέρφια του. Ένα πρωί καθώς έτρεχαν, ο Ρόουεν τραυματίστηκε σκοντάφτοντας σε έναν κοφτερό βράχο και σκίζοντας το ένα του πόδι. Ο Σούλφους ο οποίος σπανίως συμμετείχε στα παιχνίδια τους, έτρεξε προς το μέρος τού τραυματισμένου Ρόουεν. Ευθύς ακούμπησε το χέρι του επάνω στο τραύμα, επουλώνοντάς το πλήρως. Τα υπόλοιπα παιδιά τον κοίταξαν παραξενεμένα. Όλοι εκτός από τον Τζίλτα. Εκείνος ήξερε πως ο εσωστρεφής αδερφός του είχε πάρει κάποια χαρακτηριστικά του Πατέρα τους κι αυτό ήταν κάτι που ορισμένες φορές τον προβλημάτιζε παρά το γεγονός πως ο Σούλφους χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη σύνεση το χάρισμα του θεραπευτή και προς όφελος όλων.
            Ο Μέγας Δημιουργός ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την ιδιαιτερότητά του, και παρατηρώντας το χάρισμά του, τον όρισε θεραπευτή όλης της φύσης. Ο Σούλφους δίχως τον παραμικρό μορφασμό χαράς, υποκλίθηκε κι αποχώρησε. Δεν ήταν σαν τα αδέρφια του και δε διψούσε για εξουσία. Αντιμετώπιζε το χάρισμά του σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό, με τη βοήθεια του οποίου θα μπορούσε να βοηθά οποιονδήποτε το είχε ανάγκη. Ο ιδιόμορφος όμως κι εσωστρεφής του χαρακτήρας αποτελούσε συχνή αιτία διαφωνιών, πράγμα που τον οδηγούσε μακριά από το Άβατο στην καρδιά του δάσους όπου κατοικούσαν οι τέσσερις Νύμφες. Ο Πατέρας τις αποκαλούσε Νόρμες και εκείνος αρεσκόταν να περνά τον χρόνο του με την Καλντέρα. Τη χρυσομαλλούσα νύμφη με τα μάτια που καθρέπτιζαν τα ατίθασα νερά του καταρράκτη.
            Ήταν η παιδική του φίλη και μαζί έκαναν τα πάντα. Κοντά της δε βίωνε ούτε απόρριψη, αλλά ούτε και κριτική. Τον δεχόταν όπως ακριβώς ήταν κι αυτό της το χαρακτηριστικό, τον έκανε να μη θέλει να την αποχωρίζεται ούτε λεπτό. Δεχόταν τη συχνή σιωπή του δίχως να τη θεωρεί πρόβλημα και αυτό τον ανακούφιζε και τον ξεκούραζε απίστευτα. Με τη σειρά της η νεαρή κοπέλα, είχε αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό μαζί του. Τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν κι άπειρες φορές είχε προσπαθήσει να του εκμαιεύσει κάποιες μύχιες σκέψεις και προβληματισμούς του, ωστόσο ο Σούλφους κρατούσε το στόμα του ερμητικά κλειστό, ιδιαίτερα σε ότι αφορούσε τη σχέση του με τον Τζίλτα, δίχως αυτό να σήμαινε πως δεν την εμπιστευόταν. Απλώς δεν ήθελε να της φορτώνει τα βάρη που κουβαλούσε η ψυχή του και να χαλά την όμορφη ατμόσφαιρα που δημιουργείτο κάθε φορά που συναντιούνταν.
Τα χρόνια όμως περνούσαν και τα μικρά αγόρια είχαν πλέον εξελιχθεί σε όμορφους νεαρούς άνδρες, έτοιμους να αναλάβουν πλήρως τα καθήκοντά τους. Εντούτοις είχε ήδη ξεκινήσει να φαίνεται ένα ρήγμα στις σχέσεις τους. Ο Σούλφους άρχισε να διαχωρίζει τη θέση του απέναντι στους άλλους τρεις Θεούς, ενώ ο Τζίλτα οργιζόταν πολλές φορές μαζί του, καθώς τα ξεσπάσματά του γίνονταν όλο και πιο συχνά, δίχως να εκφράζει τα συναισθήματά του ή τους λόγους που τον οδηγούσαν εκεί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τιμωρείται από όλους σε ένα απομονωμένο δωμάτιο στην κορυφή του κεντρικού βασιλείου και να αποκλείεται από τις οποιεσδήποτε αποφάσεις παίρνονταν από τα αδέρφια του. Μάταια τον αναζητούσε η μικρή Καλντέρα, καθώς ο Τζίλτα της είχε απαγορεύσει να τον βλέπει τις ημέρες που ήταν τιμωρημένος. Μολαταύτα  καθώς και ο ίδιος της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, δεν την άφηνε ποτέ να φύγει κακοκαρδισμένη. Της κρατούσε συντροφιά μέχρι να τελειώσει η τιμωρία του αδερφού του. Εκείνη αγαπούσε πολύ τον Τζίλτα, καθώς τον θεωρούσε πάνσοφο ως πρώτο παιδί της δημιουργίας. Της δίδασκε πώς να τιθασεύει τα άγρια ζώα κάνοντας ακόμη και τις τίγρεις να μοιάζουν με ανυπεράσπιστες γάτες. Η κοπέλα θαύμαζε πολύ  αυτό του το χάρισμα, εντούτοις η καρδιά και το μυαλό της ανήκαν ολοκληρωτικά στον μυστικοπαθή Θεό του Χειμώνα. Η σιωπή του έμοιαζε απίστευτα γοητευτική όσο και σκοτεινή και τον έκανε ιδιαίτερο στα μάτια της. Ο Σούλφους ποτέ δεν εξέφραζε τα συναισθήματα του στους άλλους εκτός ίσως από εκείνη. Της χαμογελούσε συχνά πράγμα σπάνιο για εκείνον και τη συνόδευε σε όλες της τις περιπέτειες μακριά από το δάσος του Άβατου. Αυτό την είχε πεισμώσει  ακόμη πιο πολύ, καθώς προσπαθούσε να τον κάνει να την εμπιστευτεί πλήρως. Ήταν το μεγαλύτερο στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό της.
 Όταν έφτασε η ημέρα να αποφασίσουν για το πού θα έχτιζαν τα βασίλειά τους, ο Σούλφους διάλεξε την πιο απομονωμένη περιοχή του Άβατου δίπλα από τους καταρράκτες, ενώ οι Νόρμες, που ήταν πλέον τέσσερις πανέμορφες κοπέλες, δημιούργησαν το δικό τους πέρα από τον ωκεανό μετατρέποντάς το σε έναν επίγειο παράδεισο. Λουλούδια κάθε λογής φύτρωναν σε αυτούς τους τόπους και πολλά είδη ζώων έβρισκαν καταφύγιο στις εύφορες πεδιάδες του. Το ονόμασαν Μοίρα και σύντομα θα εγκατέλειπαν τα δάση για να ζήσουν εκεί. Όλες εκτός από την Καλντέρα, η οποία δυσκολευόταν να εγκαταλείψει το μέρος που γεννήθηκε. Τα δάση εκείνα  ήταν το σπίτι της και το υγρό στοιχείο της έδινε ζωή. Διαχωρίζοντας λοιπόν την θέση της από τις αδερφές της, τις οδήγησε στην επιλογή να αναλάβουν εκείνες τη διαχείριση του χρόνου. Από την ημέρα εκείνη η καθεμιά πήρε το όνομα του χρόνου που ανέλαβε και έτσι ονομάστηκαν Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον. Ωστόσο η χρυσομαλλούσα Νύμφη  με τις ανάλαφρες μπούκλες που στεφάνωναν το κεφάλι της κράτησε το δικό της όνομα.
Καλντέρα.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη