Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 19)

Το πλοίο ταξίδευε συνέχεια. Δεν ήξερε πια η Κατίνα πόσα μερόνυχτα είχαν διαβεί απ’ τη στιγμή που γεμάτη πίκρα, απόγνωση και φόβο άφησε πίσω της τη φλεγόμενη Σμύρνη κι επιβιβάστηκε πάνω του μαζί με χιλιάδες άλλα ανθρώπινα ράκη. Μόνος της σύντροφος μία γωνιά στο κατάστρωμα, όπου φώλιαζε νύχτα μέρα, αγροικώντας τον παφλασμό των κυμάτων, τις φωνές και τους σιγανούς γόους των γύρω της. Ο προορισμός τής ήταν επίσης άγνωστος, μα κι αδιάφορος. Τι γύρευε τάχα η βασανισμένη της ψυχή; Μια στεριά τυχαία, αρκεί να τη βεβαίωνε πως είχε γλιτώσει τη θηριωδία των Τούρκων...


Έπιασε πολλά νησιά το βαπόρι. Άδειαζε κόσμο και πάλι γεμάτο έμενε. Κάποτε μπήκε στον Πειραιά. Μήνυσαν οι μούτσοι στους εναπομείναντες πρόσφυγες να κατέβουν, το μακρύ ταξίδι είχε φτάσει στο τέλος του. Κι εκείνοι, διατάζοντας τα μέλη  τους να τους υπακούσουν, σηκώνονταν με κόπο κι έβγαιναν στο άγνωστο, σε μια πόλη της οποίας ούτε τ’ όνομα δεν είχαν ξανακούσει ορισμένοι.

Ένα κοριτσάκι βρώμικο, πεινασμένο, φυλακισμένο στο σώμα νεαρής γυναίκας. Έτσι ένιωσε η Κατίνα, όταν πάτησε πρώτη φορά το πόδι της στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας μας εκείνο το πρωί του Σεπτέμβρη στα 1922.

Γέμισε ο τόπος ξεριζωμένους. Παντού, στο χώρο του λιμανιού, στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, αναζητούσαν καταφύγιο. Αναρίθμητα σαστισμένα μάτια να κοιτούν τους Πειραιώτες που περνούσαν δίπλα τους κι άλλοι να λουφάζουν, άλλοι πάλι να ρίχνουν στον κάλαθο των αχρήστων τo τελευταίο ίχνος της αξιοπρέπειάς τους και ν’ απλώνουν σπαρακτικά το χέρι γυρεύοντας μια πεντάρα, ένα ξεροκόμματο. Οι ντόπιοι μπροστά στο θέαμα άλλοτε διέβαιναν αδιάφοροι, άλλοτε στέκονταν και μουρμούριζαν με οίκτο, ποιος ξέρει τι. Υπήρχαν όμως κι αυτοί που έμπλεοι θυμού και απέχθειας τολμούσαν να εκφράσουν ανοιχτά τη σκέψη τους:

«Εδώ δες, κατάντια! Ανάθεμα την ώρα που έστελνε ο Βενιζέλος τους άντρες μας στη Μικρασία! Πόσοι δε γύρισαν; Κι αντί γι’ αυτούς, μας φορτώσανε πρόσφυγες! Σαν τις ακρίδες πέφτουνε!» αναφώνησε μια ευκατάστατη γυναίκα.

Ανάκατες λαλιές έδειξαν ότι συμφωνούσαν. «Να φύγετε!» φώναξε ύστερα κάποιος άντρας. «Τι ήρθατε να κατσικωθείτε στο σβέρκο μας; Γυρνάτε στην πατρίδα σας!»

«Καλά τα λέτε! Ουστ από δω! Μπάσταρδοι, που ’ρθατε να μολύνετε την Ελλάδα!» επηύξησε με μίσος κάποιος άλλος. Κι ευθύς πετάχτηκε το δηλητηριασμένο βέλος που θα αγκύλωνε για χρόνια τις ψυχές των προσφύγων.

«Τουρκόσποροι!»

Της Κατίνας η καρδιά τσίνησε. Τουρκόσποροι; Από πού κι ως που; Αυτοί που αποδεδειγμένα ήταν Έλληνες μέχρι το μεδούλι, Ίωνες μάλιστα, και που στα χώματά τους είχαν ανθίσει οι πιο σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως μάθαινε μικρή στο σχολείο… Που είχαν την ίδια θρησκεία, την ίδια γλώσσα, που, που, που…

«Δεν είμαστε Τούρκοι! Έλληνες είμαστε!» τόλμησε να ξεστομίσει με το νεανικό της ένστικτο επαναστατημένο. Μια ηλικιωμένη δίπλα της προσπάθησε να τη συγκρατήσει, μα η οργή που πλήρωσε την ψυχή της ξεχείλιζε.

«Δέστε μας! Σας μοιάζουμε για Τούρκοι; Έλληνες είμαστε, αδέλφια σας! Αδέλφια…»

Σιγά σιγά η φωνή της ράγισε. Γλίστρησε στο χώμα κρατώντας την όψη στις παλάμες της. «Γιατί Θεέ μου; Γιατί τόσο μίσος; Τι τους κάναμε;» συλλογιζόταν με απερίγραπτο παράπονο.

«Σώπασε κόρη μου» την παρηγόρησε η γριούλα. «Είναι που δεν ηξεύρουνε… Μη τσι ξεσυνερίζεσαι»

Γύρισε κι ατένισε δακρυσμένη την άγνωστη που της μιλούσε. Η στοργική της έκφραση της θύμισε αμέσως την γιαγιά της και δεν μπόρεσε να μην αναλυθεί σε λυγμούς.

«Σώπα τζιέρι μου, μην κλαίγεις» συνέχισε εκείνη χαϊδεύοντας δίχως δισταγμό τα μαλλιά της κοπέλας σαν να ’ταν εγγονή της. Πόσο δένει καμιά φορά ο πόνος τους ανθρώπους…

«Με θυμίσατε τη νενέ μου» ένιωσε την ανάγκη ν’ απολογηθεί για το ξέσπασμά της η Κατίνα, σκουπίζοντας τα βρεγμένα της μάγουλα. «Την έσφαξαν οι Τούρκοι… στη Σμύρνη…»

«Κατάλαβα κόρη μου» ένευσε σκυθρωπή η γυναίκα. «Σμυρνιά είμαι κι εγώ κι ήχασα πολλούς… Μόνο την θυγατέρα μου τη Γιασεμή ήβρα εδώ πέρα. Την ηπήραν κι αυτή τον άντρα της και τα δυο τση παλικάρια σκοτωθήκανε στον πόλεμο» αφηγήθηκε σύντομα την ιστορία της.

«Εγώ είμαι απ’ το Μπουτζά» υπέλαβε η Κατίνα έχοντας πάρει λίγο θάρρος. «Δεν έχω μάνα, πέθανε σαν ήμουν βρέφος… Ο κύρης μου έμεινε πίσω, το παλικάρι που αγαπούσα το αιχμαλώτισαν… Μόνη μου ήρθα, ολομόναχη…»

«Καημένο παιδί!» σχετλίασε η ηλικιωμένη πρόσφυγας. «Σύχασε τώρα... Θα σε φροντίσω γω κι η Γιασεμή μου. Και δεν ηθέλω ντροπές. Ούλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε έτσι που μας ηκάμανε…»

Την κοίταξε έκπληκτη και με μια τεράστια συγκίνηση να την κατακλύζει. «Σας ευχαριστώ» ψέλλισε. «Ειλικρινά σας ευχαριστώ! Δεν ξέρετε πόσο…»

«Στον ενικό τζιέρι μου» την διέκοψε. «Για σένα θα ’μαι η κόνα Στασώ η Σαράφογλου. Εντάξει; Κι αν θες να μ’ αποκαλείς νενέ»

«Εντάξει» συμφώνησε εκείνη χαρίζοντάς της ένα βλέμμα όλο ευγνωμοσύνη.

«Δε μ’ είπες όμως κι εσύ τ’ όνομά σου» πρόσθεσε η Στασώ.

«Κατίνα… Κατίνα με λένε» αποκρίθηκε. «Κατίνα Σεκέρογλου. Μα τι σημασία έχει πια το επίθετο;»

«Πως δεν έχει! Μπορεί να βρούμε κανένα δικό σου» την ενθάρρυνε.

Δεν απάντησε η Κατίνα. Μέσα της οι ελπίδες είχαν λιγοστέψει.

«Μη μου στεναχωριέσαι, Κατινάκι» είπε ξανά η Σμυρνιά. «Εσύ είσαι νέα, γιαβρί μ’, μόνη σου ή με άλλους θα ξαναφτιάσεις τη ζωούλα σου. Εμάς τσι γέρους να λυπάσαι, που δε μας αφήκαν ν’ αναπαυτούμε στον τόπο μας…»

Δίκιο είχε η νέα της προστάτιδα, σκέφτηκε. Όμως με όλα αυτά που ’χε βιώσει, μπορούσε να είναι σίγουρη ότι θα ρίζωνε στην ξένη γη, ότι θα κατάφερνε ν’ απλώσει ξανά τους σπασμένους κλώνους της, όπως κάνουν τα δεντράκια όταν τα μεταφυτεύεις;
Καθημερινά τα πλοία που άραζαν στον Πειραιά, με τα φουγάρα τους να ξερνούν μαύρο καπνό από μαζούτ, ξεφόρτωναν μαζί κατάμαυρες ψυχές. Γέροντες ανήμποροι, νέες μανάδες με τα μωρά τους σφιχτά κλεισμένα στην αγκάλη, ορφανά παιδιά... Κάθε φορά η Κατίνα παρατηρούσε με αγωνία τους νεοφερμένους μήπως αναγνωρίσει κάποιον συγγενή της. Δε θα ’χε περάσει μια βδομάδα, όταν σε μια καινούρια φουρνιά προσφύγων εντόπισε ένα μικρό κορίτσι γύρω στα δώδεκα, με τις καστανές του πλεξίδες μισολυμένες και κουρελιασμένα ρούχα, που περιέφερε το βλέμμα του φοβισμένο. Τα σωθικά της σκίρτησαν.  

«Σμαρώ!» φώναξε κουνώντας παράλληλα τα χέρια της. «Σμαρούλα!»

Το παιδί την άκουσε κι απέβλεψε έκπληκτο προς το μέρος της. «Κατίνα!» φώναξε με τη σειρά της.

«Σμαρώ μου!»

Έτρεξε τα λίγα μέτρα που τις χώριζαν και μ’ ένα λυγμό ανακούφισης έκλεισε στην αγκαλιά της τη μικρή ξαδέλφη της η οποία αφέθηκε επίσης να κλάψει. Όμως τα δάκρυά της δεν ήτανε χαράς.

«Σμαρούλα μου τι έγινε;» ανησύχησε όσο την έβλεπε να παρατείνει το κλάμα της.

«Κατινούλα... Είμαι μόνη μου...»

«Μόνη σου είσαι; Τι εννοείς; Η θεία, ο Αντώνης;  Τ’ αδέρφια σου;»

Το προσωπάκι της Σμαρώς συσπάστηκε κι ένας νέος χείμαρρος δακρύων πότισε το λαιμό της Κατίνας καθώς έγειρε στον κόρφο της.

«Χάθηκαν... Όλοι χάθηκαν!» ψιθύρισε. Το κεφάλι της κοπέλας βούιξε, ένιωσε το άδειο στομάχι της να σφίγγεται και τα γόνατά της να λύνονται. 

«Τι λες, Σμαρώ; Μίλα ξάστερα!» την πρόσταξε.

«Ήμασταν στο λιμάνι...» ξεκίνησε να λέει εκείνη ρουφώντας τη μύτη της. «Εμείς μόλις είχαμε μπει στη βάρκα, ενώ ο πατέρας στεκόταν απέξω και βοηθούσε κι άλλους να μπουν μέσα. Η μαμά ανήσυχη του έλεγε να τελειώνει, μα εκείνος δεν την άκουγε... Ξαφνικά ήρθανε δυο τρεις Τούρκοι και...»

«Και τι;» άρθρωσε τρέμοντας η Κατίνα.
«Τον σκότωσαν...»

Έφραξε το στόμα της τρομοκρατημένη. «Τι λες, τζιέρι μου; Ο θείος...»

«Κι η μάνα μας... Σαν τον είδε να πέφτει νεκρός στη θάλασσα, δεν άντεξε...» κόμπιασε η μικρή. «Έδωσε μια και πνίγηκε, μαζί με το Κωνσταντινάκι μας! Το Σπύρο και την Παρή τούς έχασα, δεν ξέρω ποιός τους πήρε ούτε τι απέγιναν...»

Μαχαιριές λάβωναν το σώμα της κοπέλας κι ένα αόρατο φραγγέλιο μαστίγωνε την πλάτη της. «Όχι! Όχι Θε μου! Γιατί;» σκλήρισε. «Γιατί μας άφησες; Τι θ’ απογίνουμε;»

Γονάτισε χτυπώντας το στήθος της, ενώ η Σμαρώ τύλιξε τη μέση της σπαράζοντας. Τα γογγυτά τους ηχούσαν σ’ ολόκληρο το χώρο, κάνοντας προς στιγμήν τους πρόσφυγες να ξεχάσουν τις δικές τους έγνοιες και να στραφούν συγκλονισμένοι στην πένθιμη σκηνή που εκτυλίσσονταν μπροστά τους.

«Χριστός και Παναγία! Ο Θεός να βάνει το χέρι του!» σταυροκοπήθηκαν μερικές γυναίκες. Η Κατίνα συνέχιζε να θρηνεί, αδιαφορώντας για τον οίκτο των ομοιοπαθών της, μαδώντας τις τρίχες της κεφαλής της και γδέρνοντας βαθιά τα μάγουλά της.

«Θεία μου... Θειούλα μου!» μονολογούσε ξαπλωμένη σχεδόν στο έδαφος, βαστώντας συνέχεια σαν μωρό στην αγκαλιά της τη μικρή. «Θείε μου, μικρό μου... Ποιό ριζικό το θέλησε, ποια μοίρα άσπλαχνη, να φύγετε έτσι άδικα; Πέστε μου, ποιός;»

Σύντομα έμαθαν κι η Γιασεμή με τη Στασώ την τραγωδία που έπληξε τα δυο κορίτσια. Χωρίς δεύτερη σκέψη οι επίσης χαροκαμένες γυναίκες αποφάσισαν να τις πάρουν αμφότερες υπό την προστασία τους, παρά το γεγονός ότι η Κατίνα είχε ενδοιασμούς για το πως θ’ αντιδρούσε η ξαδελφούλα της. Το κοριτσάκι όμως, ενώ στην αρχή δέχτηκε δειλά το ψωμί που της έδωσαν και τα παρήγορα λόγια τους, προοδευτικά απέκτησε θάρρος κι η νύχτα τη βρήκε κουρνιασμένη στους κόλπους της Γιασεμής που την έσφιγγε πάνω της με λαχτάρα, σιγοτραγουδώντας ένα παλιό σμυρναίικο νανούρισμα, όπως θ’ αποκοίμιζε την κόρη της. Εκείνη βούρκωσε συνειδητοποιώντας την αυθόρμητη στοργή με την οποία τις περιέβαλλαν οι συντοπίτισσές τους. Δεν ένιωθε πλέον ορφανή, κι ας είχε χάσει τους πιο κοντινούς συγγενείς της. Οι δυο Σμυρνιές αποτελούσαν γι’ αυτήν μια οικογένεια, ιδιότυπη έστω, αλλά ζεστή κι αληθινή...

Εν τω μεταξύ στις 11 Σεπτεμβρίου ξεσπά κίνημα στη Χίο και τη Λέσβο υπό την ηγεσία του Νικολάου Πλαστήρα και του Στυλιανού Γονατά, το οποίο θα καταλήξει σε επανάσταση λίγες μέρες αργότερα στην πρωτεύουσα. Στα πλαίσια του κινήματος θα παραπεμφθούν σε έκτακτο στρατοδικείο από την επαναστατική επιτροπή – την περιβόητη “Δίκη των Έξι”- και θα εκτελεστούν στο Γουδή την 15η Νοεμβρίου για εσχάτη προδοσία οι θεωρούμενοι ως πρωταίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί: Γεώργιος Χατζηανέστης, Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος,  Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης.     
          
Ταυτόχρονα ξεκίνησε μια πυρετώδης προσπάθεια για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων. Επιτάχθηκε στην κυριολεξία κάθε διαθέσιμος κλειστός χώρος- εκκλησίες, σχολεία, αποθήκες, θέατρα, στρατόπεδα, άδειες κατοικίες , ακόμα κι υπόγεια ή διαμερίσματα σπιτιών όπου ζούσαν Έλληνες. Καταλήφθηκαν από σκηνές και αυτοσχέδιες παράγκες οι πλατείες κι οι αλάνες της Αθήνας και του επινείου της. Οι τέσσερις προσφυγίνες βρέθηκαν μες στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Κι ήταν να βλέπει κανείς ένα κωμικοτραγικό θέαμα· στα θεωρεία του πολυτελούς κτηρίου απλωμένα σκοινιά που πάνω τους κρέμαγαν οι γυναίκες τις μπουγάδες τους! Μια αλλόκοτη, πρωτόγονη πολυκατοικία, έτσι έμοιαζε...                     

Το κράτος με όσα μέσα διέθετε δεδομένης της δεινής πολιτικής κι οικονομικής συγκυρίας επιχείρησε να καλύψει τις στοιχειώδεις, επείγουσες ανάγκες των ξεριζωμένων: συσσίτια, διανομή φαρμάκων, ρουχισμό, ιατρική περίθαλψη. Μεγάλη ήταν η συνεισφορά των εθελοντών ιδιωτών και των εθελοντικών οργανώσεων σ’ αυτό το έργο. Το Νοέμβριο του 1922 ιδρύθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων το οποίο ανήγειρε ξύλινα παραπήγματα για να βοηθήσει στη στέγαση. Σε τέτοια πρόχειρα κατασκευάσματα  θα διέμεναν για πολλά χρόνια οι πιο φτωχοί πρόσφυγες. Οι εύποροι είχαν τη δυνατότητα ν’ ανεβούν στην Αθήνα αναζητώντας ιδιόκτητη κατοικία, πράγμα που φυσικά δε θα μπορούσε πια ούτε να διανοηθεί η Κατίνα.

Πως γυρίζει η τύχη... Μέσα σε λίγους μήνες η μοσχαναθρεμμένη αρχοντοπούλα έφηβη μεταμορφώθηκε βίαια σε μια φτωχή γυναίκα που αγωνιζόταν να επιβιώσει στην Ελλάδα, με την πείνα και τις μολυσματικές αρρώστιες να θερίζουν, με την οδύνη για το χαμό των αγαπημένων της προσώπων να της δαγκώνει σκληρά την καρδιά. Μόνη απαντοχή της είχε τα νιάτα και την ανήλικη ξαδέλφη της, αυτά που της έδιναν κουράγιο να ζήσει, να παλέψει. Κρατούσε άλλωστε πάντα φυλαχτό τα λόγια του Μανώλη: να σταθεί γερή...

Τον πρώτο καιρό της περιπέτειάς τους πολλοί πρόσφυγες, ιδίως οι πιο ηλικιωμένοι, υπέμεναν καρτερικά τα βάσανα θαρρώντας ότι είχαν τέλος, πως θα κατόρθωναν κάποτε να επιστρέψουν στην πατρίδα. Το ίδιο πίστευε κι η κυρά Στασώ. «Αχ πότε θα τελέψει ο χαμός, να πάμε στη Σμύρνη μας;» έλεγε συχνά. Ήταν φορές που παρίστανε ότι βρισκόταν ακόμα στη γενέτειρά της, μαγείρευε πικάντικα λιγωτικά φαγιά κι έτεινε μπροστά της ένα καθρέφτη για να στολιστεί φιλάρεσκα...

«Μάνα έλα στα συγκαλά σου, ρεζίλι θα γίνομε» την απόπαιρνε η Γιασεμή. «Τη Σμύρνη την έχουν πια οι Τούρκοι! Πάει, τελείωσε, εδώ πρέπει να ξαναχτίσομε τσι ζωές μας»

Θύμωνε η ηλικιωμένη. Φώναζε στην κόρη της να πάψει κι ότι είναι θέλημα Θεού να γυρίσουν στις εστίες τους. Μέχρι το τέλος της αυτό διακήρυττε. Έφυγε μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη, νικημένη από εξανθηματικό τύφο. «Να πετάξει η ψυχή μου πάνω απ’ τη Σμύρνη πριν πάγει στο Θιό!» πρόφερε την ώρα που ξεψυχούσε. Κι η Κατίνα έκλαψε πικρά, διότι έχανε δις τη γιαγιά της...

Οι προσδοκίες ωστόσο των Μικρασιατών δεν έμελλε να επαληθευτούν. Αντίθετα, δυο βαρυσήμαντες ιστορικές πράξεις θα διέλυαν σταδιακά την αχλύ του ονείρου, υποχρεώνοντάς τους να δουν κατάματα την πραγματικότητα και να θέσουν πια ως στόχο τους την προσαρμογή στη νέα πατρίδα.


Λίνα Δώρου