ΑΒΑΤΟ: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 2/Μέρος Α) - "Η πρώτη βασιλεία"

Η ημέρα  ανάληψης της εξουσίας εξ’ ολοκλήρου από τους τέσσερις Θεούς είχε πλέον έρθει. Ο Μέγας Δημιουργός κάλεσε τον Τζίλτα στην αίθουσα του θρόνου κι εκείνος κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση, στάθηκε χαμογελαστός και υπέρλαμπρος μπροστά στον Πατέρα του.
            «Τζίλτα… Είσαι το πρώτο μου παιδί και δε σου κρύβω πως είμαι πολύ περήφανος για σένα. Μεγάλωσες κι έγινες ένας άντρας δυνατός και έτοιμος να αναλάβει τον θρόνο του Θεού της Άνοιξης. Ωστόσο, προτού καλέσω και τα υπόλοιπα αδέρφια σου, πρέπει να γνωρίζεις κάτι πολύ σημαντικό» του είπε και τον πλησίασε ακόμη λίγο.
«Δεν είμαστε μόνοι». 
Ο Τζίλτα παραξενεμένος και μην μπορώντας να κατανοήσει τα λόγια τού Γέροντα, του απάντησε:
«Πατέρα, το γνωρίζω. Έχουμε τα ζώα και τα φυτά. Έχουμε συντροφιά μας τις Νόρμες. Δεν είμαστε μόνοι».
Ο Γέροντας τότε χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή του, ενώ κλείνοντας την πόρτα της αίθουσας του θρόνου είπε:
«Τζίλτα… Άκουσέ με πολύ προσεκτικά. Ακόμη κι εγώ που είμαι το πρώτο πλάσμα που κατοίκησε σε ετούτη τη γη και κατέχω όλα τα μυστικά της, δε γνώριζα πως υπάρχει ακόμη μία διάσταση. Εντούτοις είχα πολλά οράματα. Οράματα που δε γνώριζα, αν ήταν απλά όνειρα και εικόνες της φαντασίας μου ή κομμάτια μίας άλλης πραγματικότητας. Το βιβλίο της Γένεσης ωστόσο, που αποτελεί τα μάτια μου και τις σκέψεις μου, κατέγραψε μία περίεργη κίνηση στα άστρα. Σαν ένα σκίσιμο στον ουρανό. Καθώς διάβαζα τις καταγραφές του, θυμήθηκα τα οράματά μου. Το ουράνιο ρήγμα με μετέφερε σε μία άλλη Γη. Σε μία Γη όμοια με τη δική μας. Πάραυτα ανάμεσα στα ζώα, μεγάλωνε και αναπτυσσόταν ένα τελείως διαφορετικό είδος. Ο άνθρωπος. Ήταν ένα έλλογο ον που μεγαλουργούσε. Έμοιαζε στην όψη με εμάς,  αλλά δε διέθετε υπερφυσικές δυνάμεις. Ωστόσο διακατεχόταν από πολλά πάθη και αδυναμίες, που του δημιουργούσαν την ανάγκη να εξουσιάζει όλον τον κόσμο, οδηγώντας τον συχνά στην αυτοκαταστροφή. Ήταν ένα τρομακτικό όραμα. Μέχρι να σιγουρευτούμε πως όλα αυτά είναι όντως υπαρκτά, δε θα πεις κουβέντα στα αδέρφια σου. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διεγείρουμε την περιέργειά τους. Ως τότε πρέπει να βρω μία λύση σε περίπτωση ύπαρξης ενός τέτοιου πολιτισμού. Θα κρύψω τον κόσμο μας σφραγίζοντας το ουράνιο ρήγμα με ένα ξόρκι τόσο ισχυρό που κανείς δε θα μπορεί να το σπάσει. Κανείς… Εκτός από εκείνον που θα το έχει δημιουργήσει. Εμένα» τελείωσε ο Μέγας Δημιουργός.
O Τζίλτα συνοφρυώθηκε. Άνθρωποι;
Την ίδια στιγμή πίσω από την πόρτα της αίθουσας του θρόνου μία μορφή στεκόταν σιωπηλή κρυφακούγοντας. Ήταν ο Σούλφους. Η συναισθηματική του κατάσταση ήταν οριακή τις τελευταίες μέρες, αλλά δεν ήθελε να δώσει μεγαλύτερη έκταση στα γεγονότα. Απεναντίας προτιμούσε να κινείται μυστικά και υπόγεια, μαθαίνοντας όσες πιο πολλές πληροφορίες μπορούσε. Πέραν του Τζίλτα οι άλλοι δύο αδερφοί του, ο Ρόουεν κι ο Ρίβερ Σέιν, δε στέκονταν εμπόδιο στη ζωή του. Οι δυο τους είχαν βάλει στόχο να τελειοποιηθούν σαν Θεοί του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις συχνές διαμάχες εκείνου και του Τζίλτα.
«Βασικά… Δε θέλουν να δώσουν σημασία… Εξάλλου ποτέ δεν ήθελαν. Τους βολεύει να πιστεύουν πως ο μόνος που φταίει για όλα είμαι εγώ. Πάντα εγώ» σκέφτηκε ο Σούλφους με πικρία.
Ωστόσο έχοντας στα χέρια του μία πολύ σημαντική πληροφορία βάλθηκε να μάθει περισσότερα. Αν υπήρχε όντως μία άλλη διάσταση, ήθελε να την ανακαλύψει μόνος του. Η ημέρα της στέψης τους ως Θεοί των εποχών και Αρχόντων του κόσμου πλησίαζε. Εκείνο το βράδυ θα είχε πανσέληνο και τα άστρα θα ήταν πιο φωτεινά από ποτέ. Ήταν λοιπόν η κατάλληλη μέρα για να αναζητήσει αυτό το σκίσιμο στον ουρανό, κρυφακούγοντας το ξόρκι που θα το κρατούσε μακριά από τον κόσμο του.
Την ημέρα της έναρξης της βασιλείας των Θεών, ο Μέγας Δημιουργός κάλεσε τους τέσσερις Άρχοντες.
«Έφτασε η μέρα της δύσης της βασιλείας μου. Μετά από τόσους αιώνες μοναχικής ύπαρξης σε τούτον τον κόσμο παραδίδω τον θρόνο σε εσάς. Είθε να βασιλεύει η ειρήνη ανάμεσα στα δύο βασίλεια του χρόνου και των εποχών. Να θυμάστε πάντα πως δημιουργηθήκατε για να αλληλοσυμπληρώνεστε. Εν συνεχεία καθένας από σας θα αποκτήσει μία ράβδο. Αυτή θα είναι η δύναμή του και το σύμβολό του».
Τη στιγμή εκείνη ο Σούλφους κάνοντας ένα βήμα μπροστά, του είπε:
            «Εγώ έχω βρει το σύμβολό μου. Είναι το ζώο εκείνο που συνδυάζει δύναμη, ταχύτητα και πανουργία» είπε. Τα μάτια του άστραψαν. «Διαλέγω την έχιδνα».
 Οι υπόλοιποι Θεοί συμφώνησαν πως η επιλογή του φιδιού ήταν η καλύτερη. Πράγματι ήταν ένα είδος ζώου το οποίο, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του και για καλό, αλλά και για κακό σκοπό. Ο Ρίβερ Σέιν διάλεξε τον βόα, ενώ ο Ρόουεν τον πύθωνα. Τελευταίος έμεινε ο Τζίλτα, ο οποίος μετά από λίγη σκέψη απάντησε, καρφώνοντας τα πράσινα μάτια του στον Σούλφους.
            «Επιλέγω τη βασιλική κόμπρα ως έμβλημά μου».
            Τη στιγμή εκείνη τέσσερα φίδια εμφανίστηκαν. Σύρθηκαν και στάθηκαν όρθια μπροστά στους άρχοντες. Κατόπιν, πέτρωσαν παίρνοντας το σχήμα της ράβδου. Ο Τζίλτα έσφιξε στο χέρι του τη ράβδο του και κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση στον Πατέρα του, τον αποχαιρέτησε ιδιαίτερα θερμά και  πήρε τον δρόμο του βασιλείου του. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν τον μιμήθηκαν υποσχόμενοι πως θα εκπροσωπούσαν τον Πατέρα τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ωστόσο η ψυχή του Μέγα Δημιουργού ήταν ανήσυχη. Πλησιάζοντας τον Σούλφους του είπε:
«Τι είναι αυτό που σε απασχολεί, γιε μου; Σε μένα μπορείς να μιλήσεις. Τον τελευταίο καιρό δεν είσαι ο εαυτός σου. Το βασίλειό σου το έφτιαξες μακριά από τα αδέρφια σου… Γιατί;» τον ρώτησε ήρεμα.
            «Γιατί η Καλντέρα αγαπά τους καταρράκτες κι εγώ αγαπώ εκείνη. Γιατί εκεί μακριά είναι όλα ήσυχα» του απάντησε ο Σούλφους ψυχρά.
 Ο Μέγας Δημιουργός χαμογέλασε.
«Είσαι ιδιαίτερος, Σούλφους. Μην το ξεχνάς αυτό. Έχεις κομμάτια δικά μου και μία καρδιά γεμάτη καλοσύνη, αλλά εύθραυστη και επιρρεπή» του είπε ο Γέροντας καλοσυνάτα.
«Ποτέ μου δεν καυχήθηκα για την ιδιαιτερότητά μου. Απεναντίας τη βλέπω πιο πολύ σαν ένα βάρος που είναι υπεύθυνο για την απόρριψη που βιώνω. Εσύ όμως σίγουρα ξεχνάς, Πατέρα. Δε με εμπιστεύεσαι. Ξεχνάς πως είμαι κομμάτι δικό σου» του απάντησε απότομα ο Σούλφους κι αρπάζοντας τη μαύρη κάπα του, αποχώρησε για το βασίλειό του γνωρίζοντας πως οι τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξαν λίγο πριν την οριστική αποχώρηση του Μέγα Δημιουργού για το Πέρατο ήταν πικρές και στενάχωρες.

Το ίδιο βράδυ μετά την αποχώρηση του Γέροντα, ο Σούλφους εγκατέλειψε για λίγο το Βασίλειό του κατευθυνόμενος στα δάση. Ήξερε πως η συγκεκριμένη νύχτα ήταν ξεχωριστή. Είχε πανσέληνο και πραγματοποιούταν ένα ουράνιο φαινόμενο, κατά το οποίο το φως του φεγγαριού αντανακλούσε έντονα πάνω στα άστρα. Το φαινόμενο κρατούσε λίγα λεπτά, τα οποία όμως ήταν αρκετά για να φανερώσουν το σκίσιμο εκείνο στον ουρανό που σε μετέφερε στην άλλη διάσταση. Καθώς ο Μέγας Δημιουργός το είχε κλείσει με ξόρκι το οποίο μονάχα ο ίδιος κι ο Τζίλτα γνώριζαν, ο Σούλφους που το είχε κρυφακούσει θα μουρμουρούσε τα λόγια, λίγο πριν η ουράνια Πύλη κάνει την εμφάνισή της.
Τις σκέψεις του διέκοψε η παρουσία της Καλντέρας.
«Τι κάνεις μονάχος σου εδώ; Γιατί δεν είσαι μαζί με τον Τζίλτα και τα αδέρφια σου; Έμαθα πως παίρνουν σημαντικές αποφάσεις» του είπε η κοπέλα.
«Τις οποίες ως συνήθως παίρνουν χωρίς εμένα» γρύλισε ο Σούλφους.
 Η Καλντέρα τον πλησίασε ακόμη λίγο.
            «Δεν είναι δικό τους το λάθος. Είσαι απόμακρος με όλους. Ακόμη και σε εμένα δε λες ποτέ αυτά που σκέφτεσαι, παρά το γεγονός πως έχουμε μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Θυμάσαι τον όρκο που δώσαμε σμίγοντας τα δάχτυλα των χεριών μας; Πως ότι κι αν μας απασχολούσε, θα το εκμυστηρευόμασταν πάντα ο ένας στον άλλον; Τι άλλαξε από τότε;» του είπε θλιμμένα.
            Ο Σούλφους κάρφωσε το γκρίζο βλέμμα του πάνω της.
«Δε θα ήθελα οι κουβέντες μας να είναι στενάχωρες. Θέλω να σε κρατήσω μακριά από τη θλίψη μου και τις ανησυχίες που βαραίνουν την καρδιά μου. Εσένα η ψυχή σου λάμπει από φως, ενώ εμένα κάθε μέρα όλο και περισσότερο βυθίζεται στο σκοτάδι. Όμως κοίταξε μέσα στα μάτια μου και πες μου τι βλέπεις. Διάβασε τα συναισθήματά μου. Μπορείς να το κάνεις. Είσαι η μόνη που μπορεί» της είπε.
Η κοπέλα τον πλησίασε ακόμη ένα βήμα, τόσο που ένιωθε την ανάσα του κοφτή και γρήγορη.
«Βλέπω πόνο και απογοήτευση» του είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.
 «Και τι άλλο;» συνέχισε ο Σούλφους χαμογελώντας αχνά.
«Την αγάπη σου για μένα. Πάντα την έβλεπα από τότε που ήμασταν παιδιά» του είπε και κρατώντας με τα δυο της χέρια το πρόσωπό του, τον φίλησε.
            Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του, παρακαλώντας σιωπηλά εκείνη η στιγμή να μην τελείωνε ποτέ. Τότε της έκανε μία πρόταση. Να γίνει η βασίλισσά του και να τον ακολουθήσει στο παλάτι του στην άκρη του καταρράκτη. Εκείνη χαμογελώντας ζεστά, τον φίλησε ψιθυρίζοντάς του την αιώνια υπόσχεσή της να μην αφήσει ποτέ το πλευρό του.
Άξαφνα θυμήθηκε τον λόγο που βρισκόταν εκεί. Η πανσέληνος έλαμπε και η αντανάκλαση του φωτός της έπεφτε πάνω στα άστρα. Τη στιγμή εκείνη ο Σούλφους άρχισε να μουρμουρά στη γλώσσα του Πατέρα του το ξόρκι που δέσμευε την ουράνια Πύλη. Ένα άνοιγμα χρυσό φάνηκε στον ουρανό κι εκείνος κοίταξε μέσα του. Μία Γη όμοια με τη δική του, αλλά λιγότερο εύφορη. Υπήρχαν μονάχα ζώα τα οποία όμως σκοτώνονταν από ένα πολύ ιδιόμορφο αρπακτικό. Περπατούσε όρθιο και το πρόσωπό του έμοιαζε εκπληκτικά στο δικό του και των αδερφών του. Ήταν ο άνθρωπος. Ο Σούλφους τον παρατηρούσε πολύ προσεκτικά. Κάθε κίνηση, κάθε γκριμάτσα. Ήταν σαν να κοιτούσε μέσα σε μία γυάλα. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τον δουν, ωστόσο εκείνος έβλεπε τα πάντα.
Η διαδικασία κράτησε μερικά λεπτά, καθώς η Καλντέρα τον επανέφερε πίσω στη δική τους διάσταση.
«Τι ήταν αυτό;» τον ρώτησε έντρομη.
            Ο Σούλφους την κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν.
«Είναι το μυστικό του Πατέρα που επέλεξε να κρατήσει κρυφό από όλους, εκτός φυσικά του πολυαγαπημένου του πρωτότοκου γιου. Αυτό που είδες είναι η παράλληλη διάστασή μας. Φοβούμενος μήπως γίνουμε κάποια στιγμή αντιληπτοί από εκείνους, ο Πατέρας σφράγισε με ένα ξόρκι τη συμπαντική Πύλη που ενώνει τους δύο κόσμους» της απάντησε.
«Κι εσύ θεώρησες σωστό να παρακούσεις τον Πατέρα για να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου;» του είπε η Καλντέρα θυμωμένα.
Ο Σούλφους της χαμογέλασε.
 «Θέλω απλά να γνωρίζω. Όπως προείπες πολλές αποφάσεις παίρνονται ερήμην μου. Πρέπει να γνωρίζω τα πάντα».
            Η Καλντέρα έμοιαζε αγανακτισμένη.
«Έχει να κάνει με τον αδερφό σου όλο αυτό; Σούλφους… Πρέπει να μπει ένα τέλος. Ο Τζίλτα θα σε βοηθήσει, αν τον εμπιστευτείς» τελείωσε η κοπέλα.
 Ο Σούλφους την κοίταξε λυπημένα.
«Δεν έχω ανάγκη την αδερφική αγάπη και δεν τον θεωρώ άξιο εμπιστοσύνης. Εξάλλου το σώμα και η ψυχή δεν μπορεί να αποζητά κάτι που ποτέ δε γνώρισε. Τώρα έχω εσένα και μονάχα αυτό με νοιάζει. Θα ζήσουμε μαζί στο δικό μας βασίλειο» της είπε και δίνοντάς της το χέρι του, τη συνόδεψε στο βασίλειό του.


Τα κεντρικά σκαλοπάτια του Άβατου φάνηκαν μπροστά τους, ωστόσο η οργισμένη μορφή του Τζίλτα στεκόταν και τους περίμενε να ανέβουν. Μαζί του βρίσκονταν και ο Ρόουεν με τον Ρίβερ Σέιν.
«Ως που θα πάει η ιστορία αυτή, Σούλφους; Γνωρίζουμε όλοι μας πως ο Πατέρας σε προίκισε με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και νομίζω πως το λαμπερό αντικείμενο που κρέμεται στο στήθος σου το μαρτυρά αυτό, εντούτοις εσύ φαίνεται να τα εκμεταλλεύεσαι εξολοκλήρου για το κακό. Ο Πατέρας διέταξε να μη γνωρίζει κανείς για την ύπαρξη της άλλης διάστασης. Θα ήταν καλύτερα για όλους. Εσύ όχι μόνο αδιαφόρησες για τη θέλησή του, αλλά έκλεψες και το ξόρκι. Τώρα όλοι γνωρίζουν λοιπόν» είπε ο Τζίλτα και έπειτα στρέφοντας τα μάτια του στην Καλντέρα και χαμογελώντας ειρωνικά είπε:
 «Ωραία επιλογή. Νόμιζα πως ήσουν σοφότερη… Ωστόσο το Άβατο είναι προσβάσιμο μονάχα στους Θεούς» γρύλισε.
 Η Καλντέρα τον κοίταξε καλοσυνάτα.
 «Είμαστε Κόρες και Υιοί του ίδιου Πατέρα. Νομίζω πως όλοι μας έχουμε δικαίωμα πρόσβασης στο πρώτο σπίτι του κόσμου» είπε η κοπέλα και οι υπόλοιποι συμφώνησαν.
            Ο Τζίλτα κάνοντας ένα βήμα πίσω είπε:
 «Καλντέρα… Ξέρεις πως σου έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Για εσένα θα κάνω μία εξαίρεση. Εύχομαι σύντομα να γίνεις μία καλή επιρροή για τον αδερφό μας. Τον θέλουμε δίπλα μας και όχι απέναντι» τελείωσε και μαζί με τον Ρόουεν και τον Ρίβερ Σέιν αποχώρησαν, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους.
Ωστόσο ο Σούλφους γνώριζε πολύ καλά πως αργά ή γρήγορα θα ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση. Η βραδιά εκείνη ωστόσο ήθελε να είναι διαφορετική και κανείς και τίποτε να μην τη χαλάσει.


Ο Τζίλτα φανερά εκνευρισμένος άνοιξε απότομα την τεράστια πόρτα της αίθουσας συνεδριάσεων. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν τον ακολούθησαν.
«Παραβιάζει τον έναν κανονισμό μετά τον άλλο! Δεν ξέρω πλέον τι θα κάνω μαζί του» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
Τότε τον λόγο πήρε ο Ρόουεν.
«Νομίζω πως είσαι ιδιαιτέρως αυστηρός μαζί του, αδελφέ. Δεν έκανε δα και κανένα αμάρτημα. Μην ξεχνάς πως ο Σούλφους δημιουργήθηκε σαν προέκταση του Πατέρα. Του χάρισε απλόχερα την κληρονομιά της τιμιότητας. Αναφέρομαι φυσικά στο μικρό κομμάτι του μενταγιόν που κρέμεται στο στήθος του. Κανείς δεν πρέπει να το παραβλέψει αυτό. Ο Πατέρας τον εμπιστεύθηκε» τελείωσε.
«Κάποτε θα δικαιωθώ για όλες σας τις κατηγορίες περί βάναυσης συμπεριφοράς απέναντί του και σκληρών τιμωριών στην απομόνωση. Ήθελα βλέπετε να προλάβω καταστάσεις σαν τις σημερινές. Θα δείτε πως όλα αυτά είναι μονάχα η αρχή και σύντομα θα επικρατήσει η απόλυτη αναρχία εδώ μέσα. Ξεχνάτε πως το Άβατο ανήκει μονάχα σε εμάς» είπε ο Τζίλτα.
«Διαφωνώ» ακούστηκε η φωνή του Ρίβερ Σέιν. «Το Άβατο ανήκει στα παιδιά του Μέγα Δημιουργού και οι Νόρμες είναι κι εκείνες κόρες του. Εξάλλου ένας ολοκληρωμένος βασιλιάς απαιτεί δίπλα του την παρουσία μιας βασίλισσας» είπε χαμογελαστά.
Οι δύο Θεοί απομακρύνθηκαν από την αίθουσα με τον Τζίλτα να παραμένει καθισμένος στον θρόνο του και βυθισμένος σε ατελείωτες σκέψεις.


Την ίδια στιγμή, στο απομονωμένο βασίλειο του Θεού του Χειμώνα, ηχούσαν φωνές χαρούμενες και γέλια πνιχτά. Εκείνος και η Νύμφη έτρεχαν εδώ και εκεί τσαλαβουτώντας στα νερά των ποταμών που πλαισίωναν το υπέρλαμπρο κτίριο. Με μία κίνηση του χεριού του, ο Σούλφους άνοιξε την τεράστια πόρτα του βασιλείου του, κρατώντας τα μάτια της Καλντέρας κλειστά. Χτύπησε ελαφρώς τα δάχτυλά του μεταξύ τους και η κεντρική αίθουσα φωτίστηκε αποκαλύπτοντας έναν επίγειο παράδεισο. Μόλις άνοιξε τα μάτια της η κοπέλα, έβγαλε μια κοφτή κραυγή ευτυχίας και συνάμα θαυμασμού. Στο βάθος της αίθουσας υπήρχαν δύο μεγαλοπρεπείς θρόνοι. Πάνω τους ήταν χαραγμένα με χρυσαφένιο χρώμα τα ονόματά τους.
«Αυτό αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη πως από πάντα σε περίμενα. Ήθελα όσο τίποτε να σταθείς δίπλα μου ως γυναίκα μου και να με συνοδέψεις στην αιωνιότητα. Σε αγαπώ κι ετούτο το συναίσθημα, παρά το γεγονός πως υπήρξε άγνωστο για μένα, καθώς δεν έλαβα ποτέ μου αγάπη, το ανακάλυψα μέσα από σένα. Γίνε δική μου... Απόψε... Εδώ και τώρα... Κάνε με να μη σκέφτομαι... Να ξεχάσω...» της ψιθύρισε, μα εκείνη σφράγισε τα χείλη του με τα δικά της.
Άπλωσε το χέρι της πλέκοντας τα δάχτυλά της με τα δικά του, μεθυσμένη από το γλυκό, γκρίζο βλέμμα του που την κοιτούσε με λατρεία. Κατόπιν τραβώντας τον απαλά, τον οδήγησε προς τη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Τη νύχτα εκείνη η ψυχή και το σώμα τους έγιναν ένα, κάνοντας το μενταγιόν στο στήθος του να λάμψει απαλά. Ωστόσο κανείς τους δεν το πρόσεξε.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη